Της 'μέρας νότες
Ύβρεως χθονίου μέλη
'σ'ευγενείς καπότες
που ξεθάρρευσαν τα σκέλη.
Σήμαντρα θανατηφόρα,
ευωδία μύρου,
έκλεψαν την ώρα
του χρυσού και του αργύρου.
Άρρητα πνευμόνων βέλη
το απαύγασμα του κλήρου
‘σίμωσαν ‘στο κάλεσμα του Πύρρου
πάντοτε και τώρα.'Στο ταξίδι του Ανέμου
δεν υπάρχει νικητής
μες 'στη Χερσόνησο του Αίμου
πάθη,μίση της στιγμής
σαν αναφύονται και δρέπουν δάφνες
πρότερα και ύστερα θα 'δης...
Κόσμημ'αδιανέμητον
ανοίκεια η δόξα
τεθνεώτων προς τους ζώντες
με λιβέλλους για μια λόξα..
Ουρανόμηκες σα βλέφαρο ν'ακούη τα κλαρίνα,
Βλάχος εκ καταγωγής που ξέμεινεν Αθήνα,
τώρα,ξένος τόσον,επειδή και πατραλοίας,
άλλου Σούτσου τας προτάσεις ειρωνείας
αναξίως μνήμων,υμνητής.
Δώσε,Θε,'δώ 'πάνω,περιπατητής
τα τέκνα Σου να επιστρέψουν όλα
και χαράς τα Ευαγγέλια σημαίνοντας
από τον πόθο να καούν,ερωτευμένα,με τη βιόλα.
Δώσε,πάλιν,τότε,τον καρπό
αγάπης να χαρούν αληθινής
και ατενίζοντας τον ουρανό
να φθάσουν θέας άξια ζωής.
Στόριε φαμίλιας και αξάν
δυο μέτρα με σταθμά 'στο βαν.
'Σε ιστορίες ζήλιας για το παραβάν
αλλού-το νου σου-να 'ρωτήσης ποιο συμβάν
σε 'γέννησεν και σ'έφερεν εδώ..
"Φοβοῦ τοὺς Ἱκανούς καὶ πεῖρα
φέροντας."πὼς ἡ σπατάλη
‘δέσμευσε τὸ στόμα πάλι.
Δεσμωτήριον "Ἡ λύρα".
Χρυσοφόρων Μήδων
τὰ ὑπάρχοντα διὰ μιᾶς
ἀνέτρεψεν ὁ κλύδων.
Ἀνταπόκρισις "Παρᾶς".
Κι'αν όλα έγιναν κατά πως τα ποθείς
κι'αν άλλα έμειναν 'στο διάβα
τίποτε δεν ετελεύτησεν από 'νωρίς
και τίποτε δεν άγγιξεν η λάβα.Κι'αν όλα 'κείνα τόσα κρύφια που χαρίζονται ανάξια
κι'αν όλα 'κείνα που λογιούνται ικανά
το χρόνο της επιστροφής να φέρουν
μένεις με τη σκέψη σαν παράθυρα κλειστά
δεν είθισται να είναι,χρόνo 'πίσω τέτοιο να προφέρουν..Άρηηη!
Τον κρόταφο βαρύνοντας με σαρανταπεντάρι
και 'ξανά περί-παθών υπό Διογένους το πιθάρι
έζησες αριθμομνήμων και μ'εφήβαιο καντάρι
'στο αγνώριστο μα φέρελπ'εισπηδώντας σου πατάρι..
Πάρ'το
Αχρηστεύοντας τις μνήμες,
σπάζοντας τις κνήμες,
πολεμώντας για τον άρτο..
Σμιλεύοντας τη διάρκεια,
'νταγωνισμός για την αυτάρκεια
και ξύσματα 'σε λίμες.
Αταίριαστα τα όνειρα
μιας δόξας και του χρέους
'δώσαν κουτοπόνηρα
την ευχετήριον ελέους.
Kανείς δε 'θέλησε.Δεν απεφάσισε.
Δε 'βρέθηκε κανείς.
'Στη διαδοχή επικλινής
για πάντοτε δε 'ρώτησεν
αν 'πέθανες ή ζης
από τ'αστέρια τ'ουρανού,
την Κυριακή σου σιωπηλή'
δεν έχεις,πια,γονείς.
Σα φάντασμα,στοιχειό
ημέρες,μήνες,για καιρό
από τα χείλη του Βυθού.
Ορφανός από Πατέρα,
σκάνδαλο που περπατάς,
τη νύκτα έκαμες ημέρα
για τα 'μάτια μιας Κερ(ν)άς.
Για ελπίδες άλλες,
προσδοκίες,απαιτήσεις
λόγο δε θα καταφέρης
να 'βρης,να Ζητήσης.
Βουβή ταινία συστολής,
ερωτηματολόγιο παθόντων
και νοσήματα ψυχής
'στο ενυδρείο των γερόντων.
Ως το δέκα
η Γυναίκα
και λεχώ
από 'μικρό.
Ως το δύο
το φορείο
και λογείο
ικανό.
Ως το πέντε
με αναπνοή
από το χάλυβα
σκληρό'
την ενοχή.
Tριάντα χρόνια Δήμαρχος με αναγνωστικό
το Ε.Σ.Π.Α.'κίνησες τη γη,τον ουρανό
δοξάζοντας τους τρίτους,τους προμηθευτάς
ναρκισσευόμενος,ξιπάζοντας τες νοσοκόμες.
Άλληνε δε 'βρήκες αφορμή
να παριστάνης.
Περί στάνης
ό,τι εφαρμόζη και τηρή
τες κώμες
'σ'ενοικιαστάς.
Βοηθειών χανντνμέιντ(υγειονομικό παράνοιας τάξεως πρωτοδευτέρας)
Σοφιστών κομψεύσεις τροχηλάτων
και παθών αναμοχλεύσεις των αλάτων,
Δεσποινών κρουνοί Βατράχων
ως επίθεμα των Βλράχων.
Ροδόχρους χαραυγή χωρίς παλμό
από τα χείλη ξένα
διαγράφοντας τον εαυτό
μες 'στα ημαρτημένα.
Οι Βάρβαροι διήλθον μέσω Ακριτών.
Αυτοαναφοράς κεφάλαιον εκκοκκιστών.
Οι Πειραταί απόλυτον προορισμόν,
οι Δικασταί να σπείρουν πανικόν.
Οι Κόρακες και άλλα είδη τ'ουρανού
τα μέρη να χωρίζουσιν του νου
συνήχθησαν να εύρωσιν αυτά
που κρύπτονται βαθειά μες 'στην καρδιά.
Παρενδυθέντες και απόντες,
διασπαρθέντες και βαρείς,
τη γη διέσυραν από 'νωρίς
ο Δόγης και ο Κόντες..
Κεκράκτες μιας φυγής
μελλούσης αγγελιαφόροι,
Προμηθείς κ' Επιμηθείς
μεταβιβάζοντες την Κόρη.
Λαγ(ῳ)ός ποὺ ἄταφος θὰ μένῃ
καὶ τῆς στέγης τροβαδοῦρος,
τὰ ζιζάνια θὰ σπέρνῃ ὁ Ἀρκτοῦρος
ἡ ζῳή πανσέληνος σὰ γένῃ.
Ἂτακτον φυγήν ἐσήμανεν ὁ Οἰωνός
ποὺ λέει
δὲν πταίει.
Ἴαμβε Θρασύμαχε,
Τροχαῖε Πρωταγόρα
τώρα δὰ τὴ μνήμη σου
ζηλεύουν Τροχοφόρα.
Ἀνάπαιστε Ἰσόκρατες,
Μιγνύς Περίκλεις,
φράττοντας,ὦ Σώκρατες,
παιδί’ἀπό τῆς κνήμης σου..
Κολοκύθιο(Βατόμουρο Χρυσοῦν).
Φωτόγκραφερ ναυάγιον
καὶ γκομενίζων λᾴθρα,
τῆς σειρᾶς ὁ Χορηγός καὶ Χείμαρρος βαθύς
ἀπό Σελεύκεια εἰς Μπάφρα.
Γκραβοῦρα ὡς τὸν Ἅγιον
τὸ μέλι ὅλον ἐξεχύθη
καὶ μελάνη εὐκαιρίας,τῆς στιγμῆς μοναδικῆς
(τὸ δηλητήριον κατά συνήθη
Τρόπον)..Παπυρική φωνή
λευκόχρυσης,βαρύτιμης μελάνης
ξένη 'στη ζωή,
με τα συμπτώματα της πλάνης.
Μουσειακό το είδος 'στα λινά
και τα κομμάτια ξέφτια,
με βουτήματα 'σε νέφτια,
επιστρέφοντας από το πουθενά.
Μόντα μπάνιο 'στην κουζίνα,
χρέη αμνησ(τ)ίας
σαν Ωραίοι και της Τροίας
πολιορκηταί,'στην πείνα.
‘Μαρμαρωμένα λέπια ‘σε κιβώτια
χαμένου οδηγού
σκεπάζοντας τη νύχτα
με τα είδη του Σταθμού.
Φτηνιάρικα πολλά ενώτια.
Είδωλα,στενότης,λέξεις.
Μυθικά γλυκίσματα ‘στον ουρανίσκο
με αποριών τετράδιο
‘στο δειλινό και ράδιο
τα τελευταία του να παίζη
λαϊκοδημoτικά που ‘βρίσκω..
Πλαστικά,’μικρόλογα γυμνάσματα,
σωροί τα μελετήματα
που φθάνουνε τα μνήματα
‘σε κάθε μου τραπέζι
(νέος είσαι και θα παίξης
με σκιές και με φαντάσματα..)..
Μεθύσκοντας με άταφο νερό την Καθαροδευτέρα
‘στο αλσύλλιο από ‘μικρά
με κουβαδάκια ζωντανά
θαρρείς πως θα ‘μπορούσαμε να πάρουμε αέρα▪
η ζωή μάς ‘γέλασε,μάς έριξε ‘σε ξέρα,
κάτι ξύλινα κοιμίζοντας σπαθιά..
Έμβλαστο γαμβρού πεθερικών Ομοίων
λουλακί ‘σε χαίτη
με το Νεφεληγερέτη
σπέρμα φύσεως υβριδικής Κυρίων.