Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2015

Σεληνόφως-‘Χιονισμένα όνειρα ‘σε πεφταστέρια ΙΙ

Ντουζίν’αυγά,τομάτες και πατάτες
το μενού της συμφοράς από απάτες
με στρουθοκαμήλους και σκυλιά και γάτες
που περίγελω μας έκαναν ημέρα μεσημέρι
κι’,όσοι ανεθάρρευσαν,’χαμένοι ‘πήγαν άπο χέρι.

Πλαγιομετωπικά,’στο δρόμο,
εμποδίζοντας τον τροχονόμο.
Αυτοψία.
‘κινησία
‘στο πολύβουο,αγχώδες
άστυ με παντοίες ρόδες.

Βοεβόδες
άκαπνοι μπασμένοι
δύο τόσο ξένοι
‘στις Παγόδες.

Παράταιρη σιγή ‘στα όνειρα εχάθη
της νυκτός εκείνης κανακεύοντας
το φως και μασκαρεύοντας
της γης το κατακάθι.

‘Χλώμιασα με το δωμάτιο
αράχνες έχοντας γεμίση
παίζοντας παγκράτιο
και τόμπολα ‘στην κρίση.

‘Ματωμένα χιόνια της Αβύσσου
όνειρα φυγής ‘στα χείλη Κροίσου
‘στο ρολόγι το επιτραπέζιο
ζηλεύοντας την απ(ρ)αξία
και χωρίς να έχης μία…

Τι θυμάσαι
και πού θά’σαι
να εξιστορήσης
θαύματα της φύσης,
κρίμα φέροντας βαρύ,
φορτίο κουβαλώντας,
διασκορπώντας αλαφρύ
με άτεχνες κινήσεις;

Στέργοντας χωρίς χαμόγελο,χωρίς ζωή
από τ’απόνερα φιλοδοξίας
που δε ‘στάθηκε να φέρης έτ’εις πέρας.
‘Παγωμένος,ανειδίκευτος πρωί Δευτέρας
για τα σκήπτρα εξουσίας
βάσανο χαλκεύοντας αγώνα για τιμή.


Μεταχρονολογημένες
Εξαργύρωσα τις τελευταίες μου επιταγές
κουπόνια σούπερ-μάρκετ το πρωί
φυλάσσοντας καλά (‘σ)το χρηματοκιβώτιο..
Δεν ήταν περιδέραιο,δεν ήταν,καν,ενώτιο
περίοπτη προθήκη να κοσμή
και ν’αγκαλιάζη απαλά στιγμές προσωπικές.

Πάσχει σίγουρα κανείς
που ‘δέθηκε ‘νωρίς
με όσα του καταλογίζουν
και αδιάφορα σφυρίζουν
ότ’υπάρχει νικητής
‘σε άνισον,ανόμοιον αγώνα
(μ’εξαιρέσεις του κανόνα).

‘Φύλαξα με στόμφο,τόσο,για εσένα
τ’ομορφότερο πετράδι
-όνειρα ‘ματαιωμένα
‘σε Παράδεισο και Άδη-
ότι θα γυρίσης βράδυ
να μου ευχηθής,
τη λύπη ν’απαλύνης
να εξαγνισθής
και,τώρα που αφήνεις
τον αγαπημένο κόσμο,
με λιβανωτό και δυόσμο,
άλλη να προκύψη (να χαρής τη) γέννα.

Κατάπληκτος που τώρα
έφθασεν η ώρα
να δικαιωθής,
περιδεής
από τη μπόρα
(της στιγμής)
της ενοχής
ξεσπώντας,αφανής,
και τρώγοντας
και ροκανίζοντας
μασώντας
και μαδώντας
μασουλώντας
ό,τι έμεινεν αποβραδίς
το νόστιμο το άνοστο
που ‘πέρασε
που ‘γνώρισες στενής
μιας αστραπής
ζητώντας
την πολύκροτ’ιστορία
μα και δώρα.

‘Πληγωμένος αετός,παμπόνηρο κουνάβι,
τρεχαντήρ’η αλεπού,χελώνα περπατώντας βράδυ
Ζωολογικός μισθοσυντήρητος,ανοίκειος η βλάβη,
γι’άνθρωπο που ‘στόχευσε με τέλειο σημάδι.

Πάγια νομολογία να κρατής
το ίσο,να κερδίζης το ψωμί σου
μόνο με δυνάμεις της επιλογής σου
για τα χρόνια της μεγάλης σου σιωπής.

Φαιά ουσία
σαν Κυρία
εκδαπανωμένη
γνώριμη μαζί και ξένη
χείλ’υποκλαπέντα
‘πάνω ‘στην κουβέντα.
Σημειώσεις
άνευρες
προσομοιώσεις
και διστακτικές
εκτυπωμένες
και μοναχικές
με τες καδένες
μ’αποχρώσεις
εύτολμες εχθές.

Περισσότερα
‘σε κότερα
και ‘σε μαρίνες.
Πέντε μήνες.
Στασιμότης
ο ιππότης
ο υπέρμαχος της πείνας
και συμμέτοχος της πρέζας
μιας ‘μικρής Αμυγδαλέζας
‘στα δισκωρυχεία της κουρτίνας.

Γκουβερνάντα
για τα πάντα
‘στην κουζίνα
και το μήνα
‘πληρωμένη
με τα Πράντα
‘λιμασμένη-
‘μαγεμένη
‘στο(υ) Ελλάντα.

Ιδιόχειρη συνθήκη
ως την ήττα ή τη νίκη.
Για τους Εραστές.
‘Ψαγμένη δόξα για τα πλήθη
που αναζητούν τα Νέα Ήθη.
Μύχιες οι ευχές.

Επουράνιο απαύγασμα με νυχτικό
και νυμφοστολισμένη μπέρτα
τον ανέφελον αυτόν,εδώ,καιρό
με την περίεργη κουβέρτα.

Αφασία τόσον ιπταμένη
‘σε χωράφια και ‘σε πόλεις
μιας βροχής αγαπημένη.
Σαν τραγιά και σαν αγρίμια
ρόλους διαμοιράζοντας συντρίμμια
ζόφο να ζωστούμε της πανώλης.

Κάθε μου γραμμή και πόνος,
κάθε πόνος μάθημα σωστό
από τη θλίψη και τον παγετό
να ‘δω πως είμαι μόνος.

"Τα πράγματα θα στρώσουν.",
έλεγες και παραστατικά
μού έδειχνες τα κτήρια
τα μεγαλοπρεπή και εισιτήρια
‘παιτούσες για ‘μωρά παιδιά.


Ενημερωμένο βιβλιάριο
για τα λεφτά που είχες
ίδιο,ακριβώς,τροπάριο
καβγά μονού,για τρίχες.

Τον κόσμο σου ανάποδα γυρνάς
παρηγοριά και δύναμη να ‘βρης
και,όσα,με την παρρησία σου,ξερνάς,
ανώγεια κατώγεια της γης.

Έγραψα,’ξανάγραψα και δώσ’του πάλι
Πόντιος να μας χορεύση,εύθυμος,τον πεντοζάλη
μήπως ‘λίγο και για όλα,πλέον,’ξεχαστούμε
και χαρά και κλέος ‘στη ζωή να ‘δούμε.

Σφυροκοπώντας το παράθυρο,
σμιλεύοντας πυκνά τη γλώσσα
μιας ‘στερνής ιδέας,Θε μου,πόσα
έπλασες μονάχα μ’ένα Λόγο!

‘Στο εργοστάσιο
Βαρειάς ατμόσφαιρας το νέφος ‘στους εργάτες
‘κλόνισε την ψυχραιμία του Συμβούλου,
ανεμίζοντας τα χέρια,πόδια και τις πλάτες
-‘στα σκαριά- του χρυσοθηρικού μπαούλου.
Καταχνιά καπνού,εκεί που τίποτα
δε ‘φύτρωσε,παντού,ανείπωτα
για τις εξαγωγές του υποφέροντας
και τις εγκαταστάσεις μεταφέροντας
ευθύς αλλού..

‘Ζήτησα το φύλλο
με το σκύλο
και τη γάτα
σαν πατάτα
που απλώθηκε να κοιμηθή,
σαρακοφαγωμένη και ισχνή.

Σιγαλιά με τόσες νότες
επουράνιες από ‘ψηλά
‘στο φως να κυματίζουν,
με τα φύλλα να θροῒζουν,
τις κομψές μου μπότες
ως τον κόρφο να γυαλίζουν,
ψάλλοντας Παιάνα ρυθμικά..

‘Τεντώθηκα το στίχο μιας αναπνοής
να ‘βρω,απόγιομα και σούρουπο,βραδιά
ειλικρινή και τίμια ‘στο χείλος της οργής
ανώφελα να κλέψω ‘σε θολά νερά.

Ψάχνω κάτι να κρατήσω
φλέγον ‘σε δυο χέρια
με τα περιστέρια
σύντροφους καλούς ‘ξοπίσω.
Ψάχνω κάτι για να ‘πω
αρπάζοντας τ’αστέρια
και ‘στο φως για να χαθώ
ν’ανοίξουνε τεφτέρια.

Δεν είχα λόγια και τα ‘βρήκα
μες ‘στην άβυσσο που ‘κλείστηκα,
τον εαυτόν αποχωρίστηκα
και την αυγή για προίκα.
Είχα θράσος τέτοιο που δεν ‘μπήκα
‘στο στρατό για λόγους ευνοήτους,
κοπιάζοντας να φθάσ’ως και την Πνύκα
ν’αρνηθώ με πείσμα τη ζωή τους.

‘Χυλωμένα λόγια ‘στο Βραχάτι,
πάθη ανεπίγνωστα και άλγεα πολλά
τα όνειρα εσίγησαν ‘στο άτι
‘φάνηκαν σαν καταιγίδα ‘στην καρδιά.
‘Ψαρωμένα χείλια ‘στα βουνά
καρποφορώντας την ελπίδα
ζυγιζόμενα χωρίς πυξίδα
με κραυγές και ουρλιαχτά.

Ρωσσίδα ιερόδουλος,Πακιστανός εργάτης,
Αλβανός κακοποιός,Αιγύπτιος ‘ψαράς,
η Νέα (μετεκόμισεν) Ωραία μας Ἑλλάς
‘στα Τάρταρ’απαξίας,χρόνιας απάτης.


Φρούδες οι ελπίδες να φανής
και μάταια πως θα γυρίσης
δάκρυα πολύβρεκτα της χαραυγής
και θαύματα νεοφανή της φύσης.

Δεν είχα κάτι για να 'πω
και όλα 'μοιάζαν ίδια,
ώσπου τ'όνειρο,εσπερινό,
με 'γέμισε στολίδια.

Όνειρο του κόσμου μελιστάλακτο
και βάπτισμα πυρός του αιωνίου,
όχημα νυκτός απρόσιτο και των ορέων
της ζωής ανδρός και γυναικός ολβίου.

Χρυσοποίκιλτες φιγούρες
και μεταξωτές μεταμφιέσεις
'στο μυαλό μου φέρνουν σβούρες,
έτοιμες να τις φορέσης.

Το μυαλό μου 'στην Καβάλα,
η καρδιά 'στη Δράμα,
φευγαλέα όνειρα 'στη γυάλα,
χάλυβα το κράμα.

Φυσιογνωμικά σε 'γνώριζα.
Δε θα 'χες κάτι ουσιώδες να μου 'πης.
Από φωτογραφίες αναγνώριζα.
Δεσπόζουσα μορφή ονείρατα ψυχής.

Μαύρα σύννεφα 'λαμπύριζαν με ούριο
'στο αρχιπέλαγος βαθιά
και την ανέμελη καρδιά
καμώνοντας,ως τώρα,οχυρό και φρούριο.

Με πεντάευρα 'στη μέση και 'φθαρμέν',
απατηλά,σαν όνειρα,του χρόνου 'σκουριασμένα
και ζωή,πανάσημη μα δόλια,
'χτισμένη με κυκλαδικά ειδώλια.

Πυρά για τους ικέτες,
δόξα για τους τεθνεώτες
και μακαρισμοί 'σε πότες
που συνέλαβαν δραπέτες.

Παρασκευή 9 Οκτωβρίου 2015

Σεληνόφως-‘Χιονισμένα όνειρα ‘σε πεφταστέρια

‘Σκιασμένα κρίνα ‘στην Αψίδα
‘χαραγμένα με το πόδι
σέρνοντας-τι βόδι!-
και αψίθυμα προς τη λεπίδα.

Ανεμοδούρα για τους ναυτικούς
και σπόρος για τις κότες,
ζηλευτή πηγή δροσιάς
για μέθυσους και πότες.


Ψιλόβροχο ‘στο μνήμ’
αποκοιμίζοντας το κύμα
μ’ένα φως φανταχτερό
της νιότης δένοντας τ’αποκαῒδια
και σκορπίζοντας φτερά μες ‘στα παιχνίδια
νου,καρδιάς και του εγώ.

Μούσα έωλη ‘στην πρέσσα
με τα γιατροσόφια και κομπρέσσα
για εκείνους που ‘χαρήκαν
και ‘στη σχόλη μόνο ‘βρήκαν
ό,τι ποθητό κι’ευθές και αληθές
με συνταγή από το σήμερα ‘στο ‘χθές.

‘Στο σεληνόφως μάγεμα και ρόδο του Απρίλη,
ανθισμένη λεμονιά ‘στο προσκεφάλι
σ’είδα και,χαρούμενος αγάλι αγάλι,
με την προσμονή σου να δροσίζη μου τα χείλη.

Κάθε νύχτα καρτερώντας
το βελούδινό σου πράμα
‘στ’όνειρο να δίνεται
γεμίζοντας το δράμα.

Από κλητήρας οδηγός
και οδοντίατρος Δεσπότης
στίγμ’αφήνοντας σαφώς
‘στο σώμα το μαγιό της.

Λαμποκοπώντας τη φθορά,
διασπείροντας το φόβο
γαρνιτούρα φαγητά
ολόσωμο σε κόβω.

Χαρίεις Ἐλικών
κι'Ἐρύμανθος ἁβρότης
ἡ ἀστείρευτος πηγή
γηράτων καὶ τῆς νιότης.

Γυρεύοντας μιας γκόμενας το πάρκιν(γκ)
αισθανόμενος πως είμαι ‘στον αέρα
με φτερά γευόμενος τα στάρκιν(γκ)
λαίμαργα τη νύκτα έκαμα ημέρα.

Πλαγίως κενολόγος,ως ερημοσπίτης,
‘κράτησα τον Άτλαντα πολύ ‘ψηλά,
ταλαίπωρος,’στου δρόμου τα ‘μισά,
το κύρος και την αίγλη αναχώματα πιστά,
το μέλλον εφαντάσθηκα μα τι βραδύτης!

‘Κάλεσα ‘στο μνήμα
όλους όσοι ολοπρόθυμοι,εκεί,
μου ‘στάθηκαν ‘στο κρίμα…
Τι αναισχυντία!

Θρίαμβος,ωστόσο,
να ποθούν και να μη ‘θέ ς
τα Γουάι νοτ και γουάι γιες
και οπτασία
να πωλής την προστασία
όσον-όσο..

Λογύδρια εκποίησης,
φερέφωνα της Ήρας,
προσκομίζοντα της Ποίησης
τα γνωμικά μιας Μοίρας,
αθετώντας τον παλμό της Λύρας
και φρεσκάροντας Σουρή.

Οργανοπαίκτες "Οἱ ἀτάλαντοι"
και μουζικάντηδες "Οἱ μερακλῆδες",
της Αθήνας,με ωτοασπίδες,
ψηφολέκτες πολυτάλαντοι
και περιφέρειας γυψοσανίδες
κάνοντας μεγάλη τη ζωή.

Ανα-σύρσου τη Δευτέρα
με πανώλιν και χολέρα
μύχιους κάνοντας εκείνους
που υπέκυψαν ‘στους κρίνους.

Εκ-διπλώσου και την Τρίτη
σα γεράκι,σα σπουργίτη,
δώσε τόπο ‘στην οργή
να λάμψη,να φανερωθή

και

πάλι,Σάββατο και Κυριακή,
να συνεισφέρης το μαγνήτη.



Μέριμνα ουδόλως
αν από ‘νωρίς
βρακί και κώλος
‘γίναμε-να ‘δης

που δεν υπήρξε ‘στις προθέσεις,
πάναγνες,σχεδόν οσιακές,
να μείνουμε από τις σχέσεις
φτωχαδάκια κι’εραστές.


Τι έμεινε να ‘πης,
πηγαίε Οδυσσέα,
με ζιζάνια παρέα
του κοιτώνα,
προμαχώνα,
‘στο μαρτύριο της γης;

Τι άλλο θα εφεύρης,Πηνελόπη,
όντως,να καθυστερήση
της Ιθάκης τους επίδοξους μνηστήρες
που,προσφέροντας τη λύση,
θα λυθούν τα χέρια και οι κόποι
να υφαίνης για να πλύνη ‘στους νιπτήρες;


Φαρδύνοντας τα παντελόνια,
μαγειρεύοντας τα κανελόνια
‘σε απόσταση ‘μισού χιλιοστού
(από απόφαση της διαιτησίας).
‘Σε κατάσταση,εξόχως,πανικού
πλειστηριάζοντας τα όρια της Τροίας.


Ξένε,άλλην ψάξε για πατρίδα
βάζοντας περικνημίδα
και κρατώντας βακτηρία.

Δεν είν’για σε η γη αυτή,
δε σου ταιριάζει για ζωή
να δείχνης τέτοιαν απαξία.


Πολυφορώντας λέξεις,φράσεις και ιδέες
έμοιασες των όσων οι πληγές,γενναίες,
έφεραν καταστροφή.

Σπερμολογώντας αυθωρεί
τον κόσμο αυτομάτως ‘θάρρησες θ’αλλάξης,
δείλαιος για δεδομένα και για πράξεις.


Σημαίνον στέλεχος ομολογεί:
"Δεν είχαμε και ‘δώσαμε τη γη,
πλησίστιοι θορύβου της αρχής
‘τρυπώσαμεν,εργάτες της φυγής,
μοιράζοντας τες υποσχέσεις
αφειδώς,κατά ριπάς,και θέσεις".


Πρώτη μου φορά που είδα
ελικόπτερο σαν πυραμίδα
(πρώτη μου και τελευταία
που αντάμωσα βεβαία
τη συνείδηση με την καρδιά
‘στο σμιλευμένο μου σκοτάδι
ρίπτοντας το παραγάδι
προεξέχοντας βαθειά..)
‘ψιμυθιωμένο ‘στα κρυφά,
ολόγλυπτο,ανάγλυφο και να πετά
και ‘φορτωμένο αναμνήσεις
πως δεν είναι ώρα να γυρίσης
‘στ’άγρια χαράματα και βράδυ
να μου ‘πης,για να θυμίσης,
"Ήτανε πολύ αργά"…


Όσο και να ζης,δε θα ‘πετύχης
κάλαμο βουτώντας και να βήχης
τα σπουδαία να υμνήσης
και να ‘δης τοπία για να λύσης
‘λίγο-‘λίγο
που σου κρύβω
τώρα δα
‘στα φανερά
τον κόσμο και τον κόμπο που σε δένει
με τη γη και αενάως περιμένει
                           να κυριαρχήσης..


Τρεις Δεσπότες και μια κλώσσα
ψάχνοντας τον Αλιόσα
να ξεφύγουν (η Κατάρα)
παροδεύουν προς Χειμάρρα.

Με την καραμπίνα για πελάτη
άλλοτε προς το βοριά και άλλοτε με μπάτη
και ‘ψαρεύοντας το άπειρο
με ουρανό θερμό και ζάπυρο.

Στήθη μαυρομάτικ’αναπνέοντας από ‘ψηλά
ραντίζοντας το βράχο της σιγής σταλαγματιά-σταλαγματιά
‘στη ζέση ξένης αγκαλιάς
τα ‘μάτια σου φιλώντας της καρδιάς
Πατρίδα έψαξα να ‘βρω
‘σε μέρος ευαγές και φωτεινό.

Πυκνόφυτη ορμή ‘δεμένη ‘στα κατάρτια
‘κύλησε σαν αίμα κτίζοντας παλάτια
‘σε αμμόλοφο που ‘χώρισε
τον προϊστάμενο και διόρισε
σα ‘βουβαμένο καναρίνι
φίλους,συγγενείς και άλλα σμήνη.

Κοάζοντας τη Δόξα
και ονει-ρευόμενοι μια Μόξα
‘σπάσαμε το φράγμα,
τραυματίζοντας ανάμεσα,
ζημιωθέντες άμεσα
για κάποιο πράγμα
καταγής
που έσυρε
‘νωρίς.

Σφικτή αμυγδαλιά
της Λεγεώνας Ξένων
‘πιάστηκε ‘στην αγκαλιά
μιας χούφτας ‘ξεπεσμένων.

Τον καλύτερο με τη μεζούρα
στίχο ‘θάρρεψα
πως ‘βρήκα
μες ‘στο Ι.Κ.Α.
λες και ‘ψάρεψα
τον ήχο.Τι αληθινή σκοτούρα!

Ψάλλε,Μούσα,την Αιδώ
και,Χάριτες,τη Δίκη
άλληνε ‘μπροστά μου να μη ‘δ(ι)ω
μιαν πλέρια τέτοιαν καταδίκη.

Θολά οι αναμνήσεις
έφεραν τοπία
σμίγοντας και κρύα
όνειρα μιας φύσης
άγονης και στείρας
‘στον απόηχο της Λύρας.

Ξέφτια τα κομμάτια
του χρυσού με(ς) (‘σ)τα καράτια
και αδάμαντος τα χείλη
‘νωτισμένα τον Απρίλη.

Ξέφτια τραύματα ‘στο νόστο
μιας βραδιάς γεμάτης πόστο
και καθήκον
εν τω μέσω λύκων
και αρπακτικών
κομπόδεμα
για ‘ξόδεμα
προς δόξαν των Αστών,
προς τέρψι Χορηγών.

Κρύο ντους μες ‘στην αλάνα
με τα ξυραφάκια
σαν παιδάκια
‘παίζαμε χωρίς τη Μάνα.
Άλλη ‘θέλαμε μα ήρθε φως ουράνιο
να μας σκεπάση με το θράσος μας τιτάνιο
να βλέπουμε την τελευταία της οδύνη,
να σπαράσσεται,’στα δεξιά να επικλίνη
και γαλήνια τους πάντες ν’αποχαιρετά.
Τι δυστυχία κι’ευτυχία να φυσά!

Τ’αστέρια ‘θέλησα να ρίξω
‘πάνω σου να σκεπαστής
με τον Ηλιάτορα ‘νωρίς
αγάπη τόσο για να δείξω.
Δεν είδα πως γυμνή
σε άφησα,εκεί,
ανήμπορη,’στο Φρίξο.

Τσιγαράκι για το δρόμο
και βαλίτσα για το χέρι
συνεπής και με το νόμο
φεύγοντας με νέο ταίρι.
Αλλαγή των παραστάσεων
και σπάσιμο της γυάλας
και των τοίχων μιας μπουκάλας
‘στη χορεία ευγενών συστάσεων.

‘Στον ώμο
με τσαντάκι
προς Αρένα
και τη χτένα
‘στο σακάκι
για το Νόμο.
Με τη φύση
για γαμήσι
και το βλέμμα
Ουρανό
με κρύο αίμα
‘στο χωριό.

Αιώνια μάχη
για γαργάρες
με στομάχι
για τις -λ-άρες.



Τσιμπολογώντας κάπως την αναπνοή
για να γεμίσω μόνο μπαταρίες
άχαρη γοργό με βήμα έκαμα ζωή
γυρεύοντας παραπληγίες,
συγκεντρώνοντας δικαιολογίες.
‘Λίγη δόξα,’λίγη μόνον εξουσία
ονειρεύθηκα να στείλω
θαρρετά με γράμμα ως πρωτοπορία
ταξιδεύοντας ‘στο Νείλο.
Μυστική
Αποστολή
διεκδικώντας Λόγο,
ύπαρξη,ελευθερία
‘πό τον εθισμένο τζόγο
και την ασυναρτησία.
‘Στην Εποχή των Παγετώνων,
πλέον,ζώντας
̶ Π(π)ο(ό)κα-χό(ν)ν(ν)τα-ς  ̶
την ‘ψαριά μου κάποιων τόνων
‘ζύγισα γενναίως,
‘ζύγισα τυχαίως
με θυμό και δέος.

Μαδώντας στάχυ ‘στο χωράφι,
τρέχοντας σαν άγριο ελάφι…….

Ποτάμι που δεν έρευσε ποτέ,
καρδιά που αιμορράγησε παλιά…….


Τις τελευταίες μου
ιχνηλατώ Ημέρες
που τα Παραμύθια
διαδέχθηκαν οι Βέρες.


Βράδυ και το φως ‘παιχνίδιζε,τρεμόσβηνε ‘στο ξέφωτο,
το μούχρωμα τις σκέψεις ‘στίλβωσα του μέλλοντος
ν’αντλήσω κάτα δύναμιν ανέσπερα
τη νιότη που εχάθη και το κύμα που κοκκάλωσε
τα όνειρα και που τους έδιδε λαβή και αφορμή
εκ νέου για σεργιάνι και καντάδα
μύχια,ιδιαίτερα γνωρίζοντας την πλάση.
‘Στ’Όρος σκαρφαλώνοντας με νου και βιάση
της απανθρωπίας τους ληρώδεις οδηγούς
περιπλανώμενος απροσδοκήτως με ‘λιακάδα
και αγριολούλουδα μαζεύοντας από αφηρημάδα
υπερήφανος που δε συνάντησα Θεούς
να ψιθυρίζουν ‘στο αυτί και γνώση να ψελλίζουν
άτιμη με προσδοκίες να πορεύονται πεζή.
Φυλλοβόλησε και τα καῒκια
προσαράζοντας μες ‘στα ραδίκια
έκαναν ολόκληρη στροφή
για ν’αποκοιμηθούν αργά ‘στο πέλαγος.

Δεσμώτης χρόνος ‘στη σιωπή
δεσμώτης πόνος την αυγή
αράδιασε τις αμαρτίες
πλήρεις ημερών κηδείες.

Βαδίζοντας προς το αχνόφως,
‘κεί,που σταματούν οι μνήμες,
έπεσα,’τραυμάτισα
τις φτερωτές μου κνήμες,
ουρανός αστράπτοντας,
τα σύννεφα πυκνά,
η δόξα μου μεγάλη
και προς δόξαν το κεφάλι,
φευγαλέα η ‘ματιά.


Παρατεταγμένος πάγος
με κηλίδες μες ‘στο άγος
της καρδιάς που ‘φίλεψε τους πάντες
και τα όνειρά της είδε με τις τσάντες

να σκορπίζονται ‘στον άνεμο
μες ‘στο λιμάνι το απάνεμο
‘σε ‘μέρα βροχερή και άδεια.
Ύδατα,πετρέλαια και λάδια.


Τι ‘κόμισες,τι αξιώθηκες,ω Ποιητή,
να ‘πης,ευέξαπτος,από τα μύρια
που ‘φανερώθηκαν με χείλη κύρια
ένοχα και ποταπά ‘σ’ολόκληρη τη γη;

Πυρά τα φίλια σαν ομελέττα
ξεφυτρώνοντας με κράτος οπερέττα
και τη ζήλ(ε)ια όλων να δεσπόζη
‘σε κορμί που ζέχνει και που όζει.


Παγωνιά δροσοσταλίδων
επιφορτισμένη και ‘σε κώμ’
αειθαλών ελπίδων
‘σ’ένα σκληραγωγημένο σώμα.


Περίχυτη,φωτόλουστη καλντέρα
‘σε μαβί και τυρκουάζ,
υποδεχόμενη κεραυνοβόλα πλοία.

Εκ του σύνεγγυς εσπέρα
‘σε πισίνες και ‘σε πλαζ,
απόμακρη γι’ανθρώπους και θηρία.
                   

Λευκαδιώτισσα γυμνή που ξέμεινες ‘στον πάγο
και Ζακυνθινή ‘μορφούλα,Κερκυραία
η μελωδική ‘σε χείλη των ΑΜΕΑ
επιδέξια χορεύοντας και συν πατάγω,

Ύμνον ψάλλε της Ζωής,
εμβρόντητα,θερμής..