Ντουζίν’αυγά,τομάτες και πατάτες
το μενού της συμφοράς από απάτες
με στρουθοκαμήλους και σκυλιά και γάτες
που περίγελω μας έκαναν ημέρα μεσημέρι
κι’,όσοι ανεθάρρευσαν,’χαμένοι ‘πήγαν άπο χέρι.
Πλαγιομετωπικά,’στο δρόμο,
εμποδίζοντας τον τροχονόμο.
Αυτοψία.
‘κινησία
‘στο πολύβουο,αγχώδες
άστυ με παντοίες ρόδες.
Βοεβόδες
άκαπνοι μπασμένοι
δύο τόσο ξένοι
‘στις Παγόδες.
Παράταιρη σιγή ‘στα όνειρα εχάθη
της νυκτός εκείνης κανακεύοντας
το φως και μασκαρεύοντας
της γης το κατακάθι.
‘Χλώμιασα με το δωμάτιο
αράχνες έχοντας γεμίση
παίζοντας παγκράτιο
και τόμπολα ‘στην κρίση.
‘Ματωμένα χιόνια της Αβύσσου
όνειρα φυγής ‘στα χείλη Κροίσου
‘στο ρολόγι το επιτραπέζιο
ζηλεύοντας την απ(ρ)αξία
και χωρίς να έχης μία…
Τι θυμάσαι
και πού θά’σαι
να εξιστορήσης
θαύματα της φύσης,
κρίμα φέροντας βαρύ,
φορτίο κουβαλώντας,
διασκορπώντας αλαφρύ
με άτεχνες κινήσεις;
Στέργοντας χωρίς χαμόγελο,χωρίς ζωή
από τ’απόνερα φιλοδοξίας
που δε ‘στάθηκε να φέρης έτ’εις πέρας.
‘Παγωμένος,ανειδίκευτος πρωί Δευτέρας
για τα σκήπτρα εξουσίας
βάσανο χαλκεύοντας αγώνα για τιμή.
Μεταχρονολογημένες
Εξαργύρωσα τις τελευταίες μου επιταγές
κουπόνια σούπερ-μάρκετ το πρωί
φυλάσσοντας καλά (‘σ)το χρηματοκιβώτιο..
Δεν ήταν περιδέραιο,δεν ήταν,καν,ενώτιο
περίοπτη προθήκη να κοσμή
και ν’αγκαλιάζη απαλά στιγμές προσωπικές.
Πάσχει σίγουρα κανείς
που ‘δέθηκε ‘νωρίς
με όσα του καταλογίζουν
και αδιάφορα σφυρίζουν
ότ’υπάρχει νικητής
‘σε άνισον,ανόμοιον αγώνα
(μ’εξαιρέσεις του κανόνα).
‘Φύλαξα με στόμφο,τόσο,για εσένα
τ’ομορφότερο πετράδι
-όνειρα ‘ματαιωμένα
‘σε Παράδεισο και Άδη-
ότι θα γυρίσης βράδυ
να μου ευχηθής,
τη λύπη ν’απαλύνης
να εξαγνισθής
και,τώρα που αφήνεις
τον αγαπημένο κόσμο,
με λιβανωτό και δυόσμο,
άλλη να προκύψη (να χαρής τη) γέννα.
Κατάπληκτος που τώρα
έφθασεν η ώρα
να δικαιωθής,
περιδεής
από τη μπόρα
(της στιγμής)
της ενοχής
ξεσπώντας,αφανής,
και τρώγοντας
και ροκανίζοντας
μασώντας
και μαδώντας
μασουλώντας
ό,τι έμεινεν αποβραδίς
το νόστιμο το άνοστο
που ‘πέρασε
που ‘γνώρισες στενής
μιας αστραπής
ζητώντας
την πολύκροτ’ιστορία
μα και δώρα.
‘Πληγωμένος αετός,παμπόνηρο κουνάβι,
τρεχαντήρ’η αλεπού,χελώνα περπατώντας βράδυ
Ζωολογικός μισθοσυντήρητος,ανοίκειος η βλάβη,
γι’άνθρωπο που ‘στόχευσε με τέλειο σημάδι.
Πάγια νομολογία να κρατής
το ίσο,να κερδίζης το ψωμί σου
μόνο με δυνάμεις της επιλογής σου
για τα χρόνια της μεγάλης σου σιωπής.
Φαιά ουσία
σαν Κυρία
εκδαπανωμένη
γνώριμη μαζί και ξένη
χείλ’υποκλαπέντα
‘πάνω ‘στην κουβέντα.
Σημειώσεις
άνευρες
προσομοιώσεις
και διστακτικές
εκτυπωμένες
και μοναχικές
με τες καδένες
μ’αποχρώσεις
εύτολμες εχθές.
Περισσότερα
‘σε κότερα
και ‘σε μαρίνες.
Πέντε μήνες.
Στασιμότης
ο ιππότης
ο υπέρμαχος της πείνας
και συμμέτοχος της πρέζας
μιας ‘μικρής Αμυγδαλέζας
‘στα δισκωρυχεία της κουρτίνας.
Γκουβερνάντα
για τα πάντα
‘στην κουζίνα
και το μήνα
‘πληρωμένη
με τα Πράντα
‘λιμασμένη-
‘μαγεμένη
‘στο(υ) Ελλάντα.
Ιδιόχειρη συνθήκη
ως την ήττα ή τη νίκη.
Για τους Εραστές.
‘Ψαγμένη δόξα για τα πλήθη
που αναζητούν τα Νέα Ήθη.
Μύχιες οι ευχές.
Επουράνιο απαύγασμα με νυχτικό
και νυμφοστολισμένη μπέρτα
τον ανέφελον αυτόν,εδώ,καιρό
με την περίεργη κουβέρτα.
Αφασία τόσον ιπταμένη
‘σε χωράφια και ‘σε πόλεις
μιας βροχής αγαπημένη.
Σαν τραγιά και σαν αγρίμια
ρόλους διαμοιράζοντας συντρίμμια
ζόφο να ζωστούμε της πανώλης.
Κάθε μου γραμμή και πόνος,
κάθε πόνος μάθημα σωστό
από τη θλίψη και τον παγετό
να ‘δω πως είμαι μόνος.
"Τα πράγματα θα στρώσουν.",
έλεγες και παραστατικά
μού έδειχνες τα κτήρια
τα μεγαλοπρεπή και εισιτήρια
‘παιτούσες για ‘μωρά παιδιά.
Ενημερωμένο βιβλιάριο
για τα λεφτά που είχες
ίδιο,ακριβώς,τροπάριο
καβγά μονού,για τρίχες.
Τον κόσμο σου ανάποδα γυρνάς
παρηγοριά και δύναμη να ‘βρης
και,όσα,με την παρρησία σου,ξερνάς,
ανώγεια κατώγεια της γης.
Έγραψα,’ξανάγραψα και δώσ’του πάλι
Πόντιος να μας χορεύση,εύθυμος,τον πεντοζάλη
μήπως ‘λίγο και για όλα,πλέον,’ξεχαστούμε
και χαρά και κλέος ‘στη ζωή να ‘δούμε.
Σφυροκοπώντας το παράθυρο,
σμιλεύοντας πυκνά τη γλώσσα
μιας ‘στερνής ιδέας,Θε μου,πόσα
έπλασες μονάχα μ’ένα Λόγο!
‘Στο εργοστάσιο
Βαρειάς ατμόσφαιρας το νέφος ‘στους εργάτες
‘κλόνισε την ψυχραιμία του Συμβούλου,
ανεμίζοντας τα χέρια,πόδια και τις πλάτες
-‘στα σκαριά- του χρυσοθηρικού μπαούλου.
Καταχνιά καπνού,εκεί που τίποτα
δε ‘φύτρωσε,παντού,ανείπωτα
για τις εξαγωγές του υποφέροντας
και τις εγκαταστάσεις μεταφέροντας
ευθύς αλλού..
‘Ζήτησα το φύλλο
με το σκύλο
και τη γάτα
σαν πατάτα
που απλώθηκε να κοιμηθή,
σαρακοφαγωμένη και ισχνή.
Σιγαλιά με τόσες νότες
επουράνιες από ‘ψηλά
‘στο φως να κυματίζουν,
με τα φύλλα να θροῒζουν,
τις κομψές μου μπότες
ως τον κόρφο να γυαλίζουν,
ψάλλοντας Παιάνα ρυθμικά..
‘Τεντώθηκα το στίχο μιας αναπνοής
να ‘βρω,απόγιομα και σούρουπο,βραδιά
ειλικρινή και τίμια ‘στο χείλος της οργής
ανώφελα να κλέψω ‘σε θολά νερά.
Ψάχνω κάτι να κρατήσω
φλέγον ‘σε δυο χέρια
με τα περιστέρια
σύντροφους καλούς ‘ξοπίσω.
Ψάχνω κάτι για να ‘πω
αρπάζοντας τ’αστέρια
και ‘στο φως για να χαθώ
ν’ανοίξουνε τεφτέρια.
Δεν είχα λόγια και τα ‘βρήκα
μες ‘στην άβυσσο που ‘κλείστηκα,
τον εαυτόν αποχωρίστηκα
και την αυγή για προίκα.
Είχα θράσος τέτοιο που δεν ‘μπήκα
‘στο στρατό για λόγους ευνοήτους,
κοπιάζοντας να φθάσ’ως και την Πνύκα
ν’αρνηθώ με πείσμα τη ζωή τους.
‘Χυλωμένα λόγια ‘στο Βραχάτι,
πάθη ανεπίγνωστα και άλγεα πολλά
τα όνειρα εσίγησαν ‘στο άτι
‘φάνηκαν σαν καταιγίδα ‘στην καρδιά.
‘Ψαρωμένα χείλια ‘στα βουνά
καρποφορώντας την ελπίδα
ζυγιζόμενα χωρίς πυξίδα
με κραυγές και ουρλιαχτά.
Ρωσσίδα ιερόδουλος,Πακιστανός εργάτης,
Αλβανός κακοποιός,Αιγύπτιος ‘ψαράς,
η Νέα (μετεκόμισεν) Ωραία μας Ἑλλάς
‘στα Τάρταρ’απαξίας,χρόνιας απάτης.
Φρούδες οι ελπίδες να φανής
και μάταια πως θα γυρίσης
δάκρυα πολύβρεκτα της χαραυγής
και θαύματα νεοφανή της φύσης.
Δεν είχα κάτι για να 'πω
και όλα 'μοιάζαν ίδια,
ώσπου τ'όνειρο,εσπερινό,
με 'γέμισε στολίδια.
Όνειρο του κόσμου μελιστάλακτο
και βάπτισμα πυρός του αιωνίου,
όχημα νυκτός απρόσιτο και των ορέων
της ζωής ανδρός και γυναικός ολβίου.
Χρυσοποίκιλτες φιγούρες
και μεταξωτές μεταμφιέσεις
'στο μυαλό μου φέρνουν σβούρες,
έτοιμες να τις φορέσης.
Το μυαλό μου 'στην Καβάλα,
η καρδιά 'στη Δράμα,
φευγαλέα όνειρα 'στη γυάλα,
χάλυβα το κράμα.
Φυσιογνωμικά σε 'γνώριζα.
Δε θα 'χες κάτι ουσιώδες να μου 'πης.
Από φωτογραφίες αναγνώριζα.
Δεσπόζουσα μορφή ονείρατα ψυχής.
Μαύρα σύννεφα 'λαμπύριζαν με ούριο
'στο αρχιπέλαγος βαθιά
και την ανέμελη καρδιά
καμώνοντας,ως τώρα,οχυρό και φρούριο.
Με πεντάευρα 'στη μέση και 'φθαρμέν',
απατηλά,σαν όνειρα,του χρόνου 'σκουριασμένα
και ζωή,πανάσημη μα δόλια,
'χτισμένη με κυκλαδικά ειδώλια.
Πυρά για τους ικέτες,
δόξα για τους τεθνεώτες
και μακαρισμοί 'σε πότες
που συνέλαβαν δραπέτες.
Φρούδες οι ελπίδες να φανής
και μάταια πως θα γυρίσης
δάκρυα πολύβρεκτα της χαραυγής
και θαύματα νεοφανή της φύσης.
Δεν είχα κάτι για να 'πω
και όλα 'μοιάζαν ίδια,
ώσπου τ'όνειρο,εσπερινό,
με 'γέμισε στολίδια.
Όνειρο του κόσμου μελιστάλακτο
και βάπτισμα πυρός του αιωνίου,
όχημα νυκτός απρόσιτο και των ορέων
της ζωής ανδρός και γυναικός ολβίου.
Χρυσοποίκιλτες φιγούρες
και μεταξωτές μεταμφιέσεις
'στο μυαλό μου φέρνουν σβούρες,
έτοιμες να τις φορέσης.
Το μυαλό μου 'στην Καβάλα,
η καρδιά 'στη Δράμα,
φευγαλέα όνειρα 'στη γυάλα,
χάλυβα το κράμα.
Φυσιογνωμικά σε 'γνώριζα.
Δε θα 'χες κάτι ουσιώδες να μου 'πης.
Από φωτογραφίες αναγνώριζα.
Δεσπόζουσα μορφή ονείρατα ψυχής.
Μαύρα σύννεφα 'λαμπύριζαν με ούριο
'στο αρχιπέλαγος βαθιά
και την ανέμελη καρδιά
καμώνοντας,ως τώρα,οχυρό και φρούριο.
Με πεντάευρα 'στη μέση και 'φθαρμέν',
απατηλά,σαν όνειρα,του χρόνου 'σκουριασμένα
και ζωή,πανάσημη μα δόλια,
'χτισμένη με κυκλαδικά ειδώλια.
Πυρά για τους ικέτες,
δόξα για τους τεθνεώτες
και μακαρισμοί 'σε πότες
που συνέλαβαν δραπέτες.