Πατρίδα μου
Αχ πατρίδα μου γλυκειά!Οι μανδαρίνοι
την τιμή προσέβαλαν βαναύσως κάτα σμήνη
και οι μα'ι'ντανοί το μέλλον μάς αφήρεσαν των νέων
με τους γέρους απαθείς και γόνους,εκφραστές των ''Νέων''.
Αχ πατρίδα μου γλυκειά!Ηρακλειδείς
εξέλειψαν του οίκου σου και της εστίας
σα φυράματα 'πλησίασαν τα τείχη Τροίας
σπείροντας ανέμελα εκτρώματα της πλέριας γης.
Τροχαίο
'Μάτια λάγνα,κεντρομόλα
που συνάντησαν την άμμο
τις βραδιές εκείνες χάμω
πέφτοντας 'σε καραμπόλα.
'Μάτια,χείλη,μύτη,φρύδια
του παππού με τ'ακτινίδια
'στο πέρασμα των χρόνων
τόσον όμοια και ίδια
'στο δελτίο παραπόνων.
Το μόνον ακριβές που έμεινε,να γράφω,
τα ιερογλυφικά,σαν τον καλό μου στενογράφο,
μνήματα μιας ένοχης,αποκαλυπτικής μου ιστορίας
μοσχοθυμιατίζοντας τα πάντα 'στον απόηχο της Τροίας.
Δειλινά που δε χαράζουν
και φιλιά που δεν κρατούν
'μπροστά 'σε χείλη που τρομάζουν
μήπως εξαφανιστούν.
Ποια νύχτα θα μας φέρη
να 'βρεθούμε 'στο Αλγέρι;
Ποια ημέρα θα μας δώση
ποθητό καρπό τη γνώση;
Βαρίδια οι ενοχές
'σε πρόσωπα που στάζουν
ποταμό από τα μνήματα
και σε υποβαστάζουν.
Μόλις ήτανε το 'χθές.
'Σε μέλη μιας μοιραίας
μελωδίας για τα θύματα
μιας αδιόρατης σημαίας.
Όλα έτοιμα,'στην τρίχα,
με το λούστρο για την πένα
που 'νωρίς προς τον Κανένα
τα υπάρχοντα που είχα
'μοίρασε προς τους πτωχούς
με τέθριππο,με κεραυνούς
και νόμισμα μια ψίχα.
Προς τέρψιν και ωραί'
ανίσως για τους κωφαλάλους
ψάχνοντας τους εγκεφάλους
'σ'έναν καναπέ.
Η απόλυτη σιγή 'στο φλερτ,
ο ακανθώδης δρόμος βασιλιά,
ειδήσεις σύντομες 'στην Ερτ,
τα 'μαγεμένα δάση του μαχαραγιά.
'Ξαπλώνοντας τη γνώση
πετεινών με κότες
'ξαναγύρισα 'στις νότες
με τα φίδια πού 'χουν ζώση
συναισθήματα και όνειρα φυγής
απρόσμενα και θαρραλέα
στήνοντας μια μακρινή και μόνιμη κεραία
για να πιάσω τους διαύλους της 'ντροπής.
Δεν ήθελα να 'δω τ'ανήλιαγα παλάτια
και ν'αγγίξω να σταθώ τους χρυσοφόρους Μήδους,
έρμαιο ενστίκτων και παθών 'σε άτια,
'παγωμένος με κτυπήματ'αλλοπρόσαλλα και πήδους.
Το μόνο που ελπίζοντας αντίκρυ
ν'απολαύσω με σαγήνη
να σκεπάζομαι ικριωμένος
'στη μοναχική μου κλίνη.
Άλλο τίποτε δεν ήθελα
και κάτι άλλο δεν ποθώ,
ανώριμος από τες περιστάσεις,
τόσο γνώριμος από καιρό
και 'μεστωμένος με πειθώ.
Ψεύτικα ονόματα,
ψευδή με στόματα
'σ'ανάκλιντρα και στρώματα
'στη γη του κλέους.
'Ροζιασμένα χέρια
'σε χειμώνες-καλοκαίρια
σοκ και δέους.
'Κίνησα να φύγω
δρέποντας καρπούς
ευχύμους 'λίγο-'λίγο
με ανθρώπους,με καιρούς
και 'στους ασάλευτους θεούς.
Δεν ήλπιζα να 'βρω
συμπαραστάτη
και μαζί με ξεναγό
αρματηλάτη.
Ήταν η πορεία
τσόφλια μου γεμάτη
μες 'στα μαγειρεία'
σύγχρονη απάτη.
Προληπτικό διασχίζοντας με 'μάτι
τυπικό,γαρίδα
δρόμους και βουνά με ορυχεία,
ψάχνοντας ελπίδα
ν'αποχωρισθώ τα πάντα με τη μία
έπεσα 'στο μαλακό επάνω μου κρεβάτι.
Ψήνοντας την πάπια,
γαρνιρίζοντας 'στη φούστα
'χόρεψα μια σούστα'
κοινωνία σάπια.
Άλλες 'γύρεψα πατρίδες όπου γης
με στίχο καίριο και φλέγοντα και με παρόλες
σκόρπιες μες 'στην παραζάλη της στιγμής,αδιαφανείς
σχεδόν απότομα να εφευρίσκω 'στις ατέλειωτες κονσόλες.
Τι θα 'πω,τι θα μου σύρουν
και από ζωή τι θ'ανασύρουν
εκτυπώνοντας το χαβαλέ,
καπνίζοντας το ναργιλέ
και συγκεντρώνοντας βιβλίο
'σε στικάκια,κάνοντας αρχείο,
υποφέροντας από θανατηφόρο κρύο
που 'μπροστά 'στο ευγενές ταμείο
ένιωσα 'στα όρια του καφενέ..;
'Ψαραγορά και λα'ι'κή
'στο μέσον του πλανήτη
ευοσμίας σπάζοντας τη μύτη
τρώγοντας 'στη χαραυγή.
Λυρικός γραφιάς
'στα πρόθυρα της νιότης,
κλασσικός και σκοτεινός ιππότης
μιας ρωμαντικής,ανέφελης βραδιάς.
Ψωνίζοντας ιδέες
μόνος,'σε παρέες,
σκήπτρο 'κράτησα βαρύ
κι'ασήκωτο από την παρακμή.
Όλα ένιωσα,θαρρείς,
ειπώθηκαν 'σε χρόνο άμεσο
επιμετρώντας τον παράμεσο
και φεύγοντας από 'νωρίς
για τα νησιά ως την Αλάσκα,
χαλαρός και άνετος και...λάσκα.
Αχ πατρίδα 'δοξασμένη,
άλλο τι σε περιμένει;
Αχ πατρίδα φευγαλέα,
πώς σε 'κάνανε τα ''Νέα'';
Νύστα μ'έπιασε γλυκειά
'στην πίστα μονοκονδυλιά
διαγράφοντας από τη μνήμη
όσα 'φάνηκαν προσωρινά για φήμη
πως λογίζονται για χρόνια
'σε περίοπτη με τα τιμόνια
και κραδαίνοντας λαβάρων
όπλα επιμήκη των Αβάρων
και των Γότθων μες 'στα χιόνια
'στολισμένος,ερευνώντας για ζωή..
Είν'η λέξη πότε καταψύκτης
πότε 'σκουριασμένο καπνικό
τροφοδοτώντας εσχατιές και δάση
με ανθρώπους 'πυρωμένους 'στο βαθύ σκοτάδι
να γυρεύουν ανεξέλεγκτα το νόημα του Προμηθέα.
Φαινόμενο παροδικό
'στα χείλη που χωρεί
ως αντιδιαστολή
'κυμάτισε 'στον ουρανό.
Όλα,τώρα,όπως τάχα
ήθελ'έγιναν η ραδιούργα Βλάχ'
από υπεροψία κινουμένη
άμμος 'στα κρεβάτι'αναπηδώντας 'μολυσμένη
με ιό καρκινογόνο
ταξιδεύοντας από τη Γη 'στον Κρόνο..
Κάθε 'μέρα τα καπνά
μαζεύοντας για τα παιδιά
'στο δρόμο για να 'ξαποστάσουν
και αερικά να γίνου ν σα ν γεράσουν.
Ακροβολιζόμενος 'στα 'χνάρια του ηλίου
ψάχνοντας την άμαξα που θα με σύρη
ως τα τρίσβαθα σκοτάδια
πλάι 'στην Αχερουσία
νοιώθοντας την εξουσία
και 'ψαρεύοντας με παραγάδια
εγκατέλειψα την αμαρτία
με ιδέα φαεινή να 'βρω το Άστρο του Κυρίου
-γύρω μου το τέλος μέσα η ζωή και το ποτήρι
το ηδύ από τα χνώτα 'σε λιβάδια
ξένα 'σε μια πόλη μυστική και άδεια.
Καταναλίσκοντας απελπισία
'σε παράταιρες στιγμές
η μαγική μου ράβδος
μες 'στην Κρήτη θαρρετά κι'η Γαύδος
έντρομη πανίδα 'σε ληστεία
μόνον οδυρμός και άναρθρες κραυγές.
Κρύψε όσα τάλαντα 'στη γη
και 'δες το μέλλον ευκρινώς
από την ανημπόρια,Ποιητή,
ανέτειλε χιλιοτραγουδισμένο φως.
Θάλασσα τα 'μάτια,
χείλη τα σαρκώδη
έπλεξαν εγκώμιο
'στα χείλη του Ηρώδη.
Πυκνοκατοικημένες μεζονέττες
όνειρα τραγόποδος
'σε πλείστες και μονότονες κασέττες
με μοντέρνο στόμιο.
Παράδος ό,τι 'μάτια δε θωρούν
και ουδέποτε τα ώτα δεν ακούν
και καταλόγισον οφλήματα
'σε ζώντας και 'στα μνήματα.
'Μικρόβολος πορεία
'μικρομέγαλος καρδία
εις ακάνθους και τριβόλους
δόξα 'γνώρισε και φήμη.
Φύραμα 'μικρά η ζύμη
με γραφέων την πλειάδα
δεν καρποφορεί,τους στόλους
περιδινουμένους 'σε απέραντη κοιλάδα..
Ψήγματα 'στην άμμο
ερριμμένα χάμω
ψάχνουν διεκδικητή.
Φρενίτιδα 'στον πάγο
συν θορύβω,συν πατάγω
κάτω,χαμηλά,'στη γη.
Σαν αετός 'σ'αιθέρες πλάνης
με του έρωτα οσμή
το 'μισοφέγγαρο σαν πιάνεις
-άλλη τόσον εποχή..
Αχ πατρίδα μου γλυκειά!Οι μανδαρίνοι
την τιμή προσέβαλαν βαναύσως κάτα σμήνη
και οι μα'ι'ντανοί το μέλλον μάς αφήρεσαν των νέων
με τους γέρους απαθείς και γόνους,εκφραστές των ''Νέων''.
Αχ πατρίδα μου γλυκειά!Ηρακλειδείς
εξέλειψαν του οίκου σου και της εστίας
σα φυράματα 'πλησίασαν τα τείχη Τροίας
σπείροντας ανέμελα εκτρώματα της πλέριας γης.
Τροχαίο
'Μάτια λάγνα,κεντρομόλα
που συνάντησαν την άμμο
τις βραδιές εκείνες χάμω
πέφτοντας 'σε καραμπόλα.
'Μάτια,χείλη,μύτη,φρύδια
του παππού με τ'ακτινίδια
'στο πέρασμα των χρόνων
τόσον όμοια και ίδια
'στο δελτίο παραπόνων.
Το μόνον ακριβές που έμεινε,να γράφω,
τα ιερογλυφικά,σαν τον καλό μου στενογράφο,
μνήματα μιας ένοχης,αποκαλυπτικής μου ιστορίας
μοσχοθυμιατίζοντας τα πάντα 'στον απόηχο της Τροίας.
Δειλινά που δε χαράζουν
και φιλιά που δεν κρατούν
'μπροστά 'σε χείλη που τρομάζουν
μήπως εξαφανιστούν.
Ποια νύχτα θα μας φέρη
να 'βρεθούμε 'στο Αλγέρι;
Ποια ημέρα θα μας δώση
ποθητό καρπό τη γνώση;
Βαρίδια οι ενοχές
'σε πρόσωπα που στάζουν
ποταμό από τα μνήματα
και σε υποβαστάζουν.
Μόλις ήτανε το 'χθές.
'Σε μέλη μιας μοιραίας
μελωδίας για τα θύματα
μιας αδιόρατης σημαίας.
Όλα έτοιμα,'στην τρίχα,
με το λούστρο για την πένα
που 'νωρίς προς τον Κανένα
τα υπάρχοντα που είχα
'μοίρασε προς τους πτωχούς
με τέθριππο,με κεραυνούς
και νόμισμα μια ψίχα.
Προς τέρψιν και ωραί'
ανίσως για τους κωφαλάλους
ψάχνοντας τους εγκεφάλους
'σ'έναν καναπέ.
Η απόλυτη σιγή 'στο φλερτ,
ο ακανθώδης δρόμος βασιλιά,
ειδήσεις σύντομες 'στην Ερτ,
τα 'μαγεμένα δάση του μαχαραγιά.
'Ξαπλώνοντας τη γνώση
πετεινών με κότες
'ξαναγύρισα 'στις νότες
με τα φίδια πού 'χουν ζώση
συναισθήματα και όνειρα φυγής
απρόσμενα και θαρραλέα
στήνοντας μια μακρινή και μόνιμη κεραία
για να πιάσω τους διαύλους της 'ντροπής.
Δεν ήθελα να 'δω τ'ανήλιαγα παλάτια
και ν'αγγίξω να σταθώ τους χρυσοφόρους Μήδους,
έρμαιο ενστίκτων και παθών 'σε άτια,
'παγωμένος με κτυπήματ'αλλοπρόσαλλα και πήδους.
Το μόνο που ελπίζοντας αντίκρυ
ν'απολαύσω με σαγήνη
να σκεπάζομαι ικριωμένος
'στη μοναχική μου κλίνη.
Άλλο τίποτε δεν ήθελα
και κάτι άλλο δεν ποθώ,
ανώριμος από τες περιστάσεις,
τόσο γνώριμος από καιρό
και 'μεστωμένος με πειθώ.
Ψεύτικα ονόματα,
ψευδή με στόματα
'σ'ανάκλιντρα και στρώματα
'στη γη του κλέους.
'Ροζιασμένα χέρια
'σε χειμώνες-καλοκαίρια
σοκ και δέους.
'Κίνησα να φύγω
δρέποντας καρπούς
ευχύμους 'λίγο-'λίγο
με ανθρώπους,με καιρούς
και 'στους ασάλευτους θεούς.
Δεν ήλπιζα να 'βρω
συμπαραστάτη
και μαζί με ξεναγό
αρματηλάτη.
Ήταν η πορεία
τσόφλια μου γεμάτη
μες 'στα μαγειρεία'
σύγχρονη απάτη.
Προληπτικό διασχίζοντας με 'μάτι
τυπικό,γαρίδα
δρόμους και βουνά με ορυχεία,
ψάχνοντας ελπίδα
ν'αποχωρισθώ τα πάντα με τη μία
έπεσα 'στο μαλακό επάνω μου κρεβάτι.
Ψήνοντας την πάπια,
γαρνιρίζοντας 'στη φούστα
'χόρεψα μια σούστα'
κοινωνία σάπια.
Άλλες 'γύρεψα πατρίδες όπου γης
με στίχο καίριο και φλέγοντα και με παρόλες
σκόρπιες μες 'στην παραζάλη της στιγμής,αδιαφανείς
σχεδόν απότομα να εφευρίσκω 'στις ατέλειωτες κονσόλες.
Τι θα 'πω,τι θα μου σύρουν
και από ζωή τι θ'ανασύρουν
εκτυπώνοντας το χαβαλέ,
καπνίζοντας το ναργιλέ
και συγκεντρώνοντας βιβλίο
'σε στικάκια,κάνοντας αρχείο,
υποφέροντας από θανατηφόρο κρύο
που 'μπροστά 'στο ευγενές ταμείο
ένιωσα 'στα όρια του καφενέ..;
'Ψαραγορά και λα'ι'κή
'στο μέσον του πλανήτη
ευοσμίας σπάζοντας τη μύτη
τρώγοντας 'στη χαραυγή.
Λυρικός γραφιάς
'στα πρόθυρα της νιότης,
κλασσικός και σκοτεινός ιππότης
μιας ρωμαντικής,ανέφελης βραδιάς.
Ψωνίζοντας ιδέες
μόνος,'σε παρέες,
σκήπτρο 'κράτησα βαρύ
κι'ασήκωτο από την παρακμή.
Όλα ένιωσα,θαρρείς,
ειπώθηκαν 'σε χρόνο άμεσο
επιμετρώντας τον παράμεσο
και φεύγοντας από 'νωρίς
για τα νησιά ως την Αλάσκα,
χαλαρός και άνετος και...λάσκα.
Αχ πατρίδα 'δοξασμένη,
άλλο τι σε περιμένει;
Αχ πατρίδα φευγαλέα,
πώς σε 'κάνανε τα ''Νέα'';
Νύστα μ'έπιασε γλυκειά
'στην πίστα μονοκονδυλιά
διαγράφοντας από τη μνήμη
όσα 'φάνηκαν προσωρινά για φήμη
πως λογίζονται για χρόνια
'σε περίοπτη με τα τιμόνια
και κραδαίνοντας λαβάρων
όπλα επιμήκη των Αβάρων
και των Γότθων μες 'στα χιόνια
'στολισμένος,ερευνώντας για ζωή..
Είν'η λέξη πότε καταψύκτης
πότε 'σκουριασμένο καπνικό
τροφοδοτώντας εσχατιές και δάση
με ανθρώπους 'πυρωμένους 'στο βαθύ σκοτάδι
να γυρεύουν ανεξέλεγκτα το νόημα του Προμηθέα.
Φαινόμενο παροδικό
'στα χείλη που χωρεί
ως αντιδιαστολή
'κυμάτισε 'στον ουρανό.
Όλα,τώρα,όπως τάχα
ήθελ'έγιναν η ραδιούργα Βλάχ'
από υπεροψία κινουμένη
άμμος 'στα κρεβάτι'αναπηδώντας 'μολυσμένη
με ιό καρκινογόνο
ταξιδεύοντας από τη Γη 'στον Κρόνο..
Κάθε 'μέρα τα καπνά
μαζεύοντας για τα παιδιά
'στο δρόμο για να 'ξαποστάσουν
και αερικά να γίνου ν σα ν γεράσουν.
Ακροβολιζόμενος 'στα 'χνάρια του ηλίου
ψάχνοντας την άμαξα που θα με σύρη
ως τα τρίσβαθα σκοτάδια
πλάι 'στην Αχερουσία
νοιώθοντας την εξουσία
και 'ψαρεύοντας με παραγάδια
εγκατέλειψα την αμαρτία
με ιδέα φαεινή να 'βρω το Άστρο του Κυρίου
-γύρω μου το τέλος μέσα η ζωή και το ποτήρι
το ηδύ από τα χνώτα 'σε λιβάδια
ξένα 'σε μια πόλη μυστική και άδεια.
Καταναλίσκοντας απελπισία
'σε παράταιρες στιγμές
η μαγική μου ράβδος
μες 'στην Κρήτη θαρρετά κι'η Γαύδος
έντρομη πανίδα 'σε ληστεία
μόνον οδυρμός και άναρθρες κραυγές.
Κρύψε όσα τάλαντα 'στη γη
και 'δες το μέλλον ευκρινώς
από την ανημπόρια,Ποιητή,
ανέτειλε χιλιοτραγουδισμένο φως.
Θάλασσα τα 'μάτια,
χείλη τα σαρκώδη
έπλεξαν εγκώμιο
'στα χείλη του Ηρώδη.
Πυκνοκατοικημένες μεζονέττες
όνειρα τραγόποδος
'σε πλείστες και μονότονες κασέττες
με μοντέρνο στόμιο.
Παράδος ό,τι 'μάτια δε θωρούν
και ουδέποτε τα ώτα δεν ακούν
και καταλόγισον οφλήματα
'σε ζώντας και 'στα μνήματα.
'Μικρόβολος πορεία
'μικρομέγαλος καρδία
εις ακάνθους και τριβόλους
δόξα 'γνώρισε και φήμη.
Φύραμα 'μικρά η ζύμη
με γραφέων την πλειάδα
δεν καρποφορεί,τους στόλους
περιδινουμένους 'σε απέραντη κοιλάδα..
Ψήγματα 'στην άμμο
ερριμμένα χάμω
ψάχνουν διεκδικητή.
Φρενίτιδα 'στον πάγο
συν θορύβω,συν πατάγω
κάτω,χαμηλά,'στη γη.
Σαν αετός 'σ'αιθέρες πλάνης
με του έρωτα οσμή
το 'μισοφέγγαρο σαν πιάνεις
-άλλη τόσον εποχή..