Κυριακή 12 Ιουνίου 2016

Νυχτερινός διαβάτης με πλινθόκτιστους ατάκτως πύργους άμμου ερριμμένους

Πεζοπόρος της ασφάλτου
με τη μέθοδο του σάλτου.

Μαραθωνοδρόμιον ερήμου
με τη μέθοδο του μίμου
αξιωματικού μονίμου.

Της νύχτας τα καμώματα,
παρ'όλα τα προσκόμματα,
τα βλέπ'η 'μέρα και γελά.
Οποία,Θε μου,συμφορά!

'Καθόμουν δίπλα 'στο σταθμό,
εκεί συχνά που κάνει στάση,
τυρβάζοντας περί τον ουρανό
και του καφέ πετώντας βάση.

Νύκτωρας,διαόλου κάλτσα,
περιέλαβε με σάλτσα
κάθε κίνηση και στιγμιότυπο
με τρόπο εντελώς πρωτότυπο.

Πριν καλά-καλά 'ξοδέψω τη μελάνη,
όπως είναι πριν να γράψω τα συμβάντα,
όσα καίνε το κεφάλι
μου,ιδού με στόμα ήρθε πάλι,
ετοιμάζοντας 'στα γρήγορα μια τσάντα,
για να 'βρη το δίκιο του με νέο του χαρμάνι.

Δεν είχα λόγον ουσιώδη
-έμοιαζα πολύ με τον Ηρώδη.

Δεν επέμεινα διόλου
'στη φωνή του Αποστόλου.

Αδύναμ'ήτανε πολ'η φωνή,
'στα κάγκελα τα νεύρα
σαν,ιππεύοντας μια ζέβρα,
το ταξίδι άρχισα μ'επιμονή.

Κέρβερος και Ύδρα και Μινώταυρος με Κένταυρον ομνύοντα ερωτευμένης Περσεφόνης

‘Κουράστηκα να περιμένω
το μοναχικό μου τραίνο.

Ψάχνοντας τις λέξεις ‘στο ημίφως
μού ‘γεννήθηκε η απορία και ο γρίφος.

Βιογραφικά σχεδόν παντού
απέστειλα:’στην πόρτα του κουφού.

ΩΣ ΤΑΥΡΟΣ ΕΝ ΤΩι ΥΑΛΟΠΩΛΕΙΩι.
Μερικοί το προτιμούν και κρύο.

Τι να σου γράψω με ιδέες
που ‘ξεσκόνισαν παρέες;

Ήθελα πολύ να ξεχωρίσω
και τη μοίρα να ορίσω
πλάι ‘στη σελήνη και τον ήλιο
πίνοντας το χαμομήλι και το τίλιο
αναπολώντας τις στιγμές που ‘ζήσαμε μαζί
‘σ των νεονύμφων το κρεββάτι ‘ξαπλωμένοι και ‘μικροί..

Άλλην ευκαιρία δεν θα έχουμε
και όσα δείχνουμε πως τα κατέχουμε
‘στο φως της νέας ‘μέρας όλα θα χαθούν,
ασήμαντα και ταπεινά που είθισται να μας πονούν..

‘Στη ζωή σου είδωλα πολλά
‘χαράχτηκαν ανάγλυφα,οριακά
που νέα ήθη θα κομίσουν
και τα παλαιά θα σβήσουν.

Πρόσεχε πολύ καλά τι λες
και φρόντισε να μην ακούς Σειρήνες
που ‘στο διάβα σου θα ‘ρθουν για μήνες
(περιπέτειες ερωτικές..).

Το χρήμα νέος σου περίλαμπρος θεός,
το μνήμα ‘σκαλισμένο μες ‘στο φως
και η σελήνη το πεδίο
δόξης για τους δύο(ή…το…τρίο).

‘Γνώρισα τα σύμπαντα και φωταυγείς αστέρες,
‘κόμισα το τίποτα και ‘χώρισ’απλανώς τις ‘μέρες
‘σε ηλιόφωτες και φεγγαρόφωτες με μια πυξίδα
κι’ένα τηλεσκόπιο εκεί που προσμετράται η ελπίδα.

Τα δάκρυά μου ποταμός
σαν αίφνης έχασα τη μάνα
μα ‘στο βάθος πάντα ο Θεός
να τρέχη μόνος ‘στην αλάνα.

Πίστευσε και θα το ‘δης
τα όνειρα πως εκπληρώνονται
με ‘λίγη δόσ’υπερβολής
και άφησε τους άλλους να χρεώνονται..

Όσο βάρος κι’αν σηκώσης,
θα σου μείνουν άλλα τόσα να πληρώσης
‘σε στιγμή παράταιρη,γεμάτη θλίψεις,
με ανθρώπους που θα πληγωθής μα θα τους λείψης…