Ήταν μακριά τα ξένα.
'Χάθηκα στο δάσος.
Έτοιμος ο άσσος
πού 'χα βγάλη με την πένα.
Δεν έβλεπα τον ήλιο.
Υπήρχε μόνον η σελήνη
συντροφιά με Σπυρομήλιο
κ'έμβλημα μια κρήνη.
Θολά τα πάντα 'στην Αψίδα.
Δε 'μπορούσα να διακρίνω
γράμματα 'σ'επιγραφές,
πατώντας μια τσουκνίδα,
κρυφακούοντας τις ιαχές
από τους ίππους με τον κρίνο..
Ω Ρώμη αιωνία,
άλλη χώρια σου καμμία!
Ω Παρίσιοι και Βιέννη,
ποία πάρεξ επιμένει;
Λοξοδρομώντας πλάι 'στο παράθυρο
και συλλαβίζοντας τις πρώτες λέξεις
'βρέθηκα να παρασταίνω τον ανάπηρο
με στόχο και σκοπό να κόψω έξεις.
Το μέλλον του 'κοιτούσε
με τους άντρες π'αγαπούσε
και το παρελθόν εξαλειφόταν
άπο χείλη που 'κρεμόταν..
Τις τελευταίες πλάθοντας με φαντασία ρίμες
και 'στο νου σκορπίζοντας χαρά και αγαλλίαση
με όνειρα πληγές που 'βρήκαν,επιτέλους,ίαση
'τραυμάτισα τα γόνατα και 'σπίλωσα τις φήμες.
Ήθελα να 'δω εκείνη τη μεγάλ'εικόνα
όπου όλα 'φάνταζαν μαγευτικά,
ν'αποτελέσω την εξαίρεση μες 'στον κανόνα
για να γαληνεύσω,έπι τέλους,την καρδιά.
'Ζαλίστηκα 'στο άκουσμα της νίκης
την πανωλεθρί'αποζητώντας μέχρι τέλους
με το διαμπερές μου τραύμα 'στα παράλια Φοινίκης
'ξαποσταίνοντας θανατηφόρου βέλους.
Ανακάτευε τη γη κραδαίνοντας του μεγιστάνα
τη σημαία των εξωτικών του παραδείσων
'στο μυαλό εισαγγελέων,δικαστών και άλλων ίσων
παίζοντας από καιρό τα ρέστα του εκεί,'στη φτωχομάνα..
'Φοβήθηκα το πορτοφόλι άδειο
ακροώμενος μανιωδώς του ράδιο
με τις φωνές εντός μου
πλανωμένου κόσμου.
'Χάθηκα στο δάσος.
Έτοιμος ο άσσος
πού 'χα βγάλη με την πένα.
Δεν έβλεπα τον ήλιο.
Υπήρχε μόνον η σελήνη
συντροφιά με Σπυρομήλιο
κ'έμβλημα μια κρήνη.
Θολά τα πάντα 'στην Αψίδα.
Δε 'μπορούσα να διακρίνω
γράμματα 'σ'επιγραφές,
πατώντας μια τσουκνίδα,
κρυφακούοντας τις ιαχές
από τους ίππους με τον κρίνο..
Ω Ρώμη αιωνία,
άλλη χώρια σου καμμία!
Ω Παρίσιοι και Βιέννη,
ποία πάρεξ επιμένει;
Λοξοδρομώντας πλάι 'στο παράθυρο
και συλλαβίζοντας τις πρώτες λέξεις
'βρέθηκα να παρασταίνω τον ανάπηρο
με στόχο και σκοπό να κόψω έξεις.
Το μέλλον του 'κοιτούσε
με τους άντρες π'αγαπούσε
και το παρελθόν εξαλειφόταν
άπο χείλη που 'κρεμόταν..
Τις τελευταίες πλάθοντας με φαντασία ρίμες
και 'στο νου σκορπίζοντας χαρά και αγαλλίαση
με όνειρα πληγές που 'βρήκαν,επιτέλους,ίαση
'τραυμάτισα τα γόνατα και 'σπίλωσα τις φήμες.
Ήθελα να 'δω εκείνη τη μεγάλ'εικόνα
όπου όλα 'φάνταζαν μαγευτικά,
ν'αποτελέσω την εξαίρεση μες 'στον κανόνα
για να γαληνεύσω,έπι τέλους,την καρδιά.
'Ζαλίστηκα 'στο άκουσμα της νίκης
την πανωλεθρί'αποζητώντας μέχρι τέλους
με το διαμπερές μου τραύμα 'στα παράλια Φοινίκης
'ξαποσταίνοντας θανατηφόρου βέλους.
Ανακάτευε τη γη κραδαίνοντας του μεγιστάνα
τη σημαία των εξωτικών του παραδείσων
'στο μυαλό εισαγγελέων,δικαστών και άλλων ίσων
παίζοντας από καιρό τα ρέστα του εκεί,'στη φτωχομάνα..
'Φοβήθηκα το πορτοφόλι άδειο
ακροώμενος μανιωδώς του ράδιο
με τις φωνές εντός μου
πλανωμένου κόσμου.