Έλεγα ν'αυτοπαραιτηθώ
μα δεν αρκούσε χρόνος.
Τώρα έρημος και μόνος,
έτοιμος να κοιμηθώ.
Με τα βιβλία συντροφιά
που 'πέρασα,γνωρίζοντας τη φτώχεια,
της υπάρξεως με τα σκυλιά
κατήντησα μ'εμέτους κι'επιλόχια.
Προσεπάθουν,πια,να ζήσω,
μ'έκσταση αλλά και σωφροσύνη,
άλλον έρωτα να σβήσω
να χαθώ με ντομπροσύνη.
'Ζήτησα την ερημιά
και 'ξέχασα ποιος είμαι.
Αρπαγείς ο νους και κείμαι
δίχως,πάλι,συντροφιά.
Τα έρημα κεριά,εκείνα,
μού 'διναν παραμυθία.
Πώς θα πάω,πια,'στην Τροία
εξοδεύοντας το μήνα;
Ήχοι διάφοροι,φωνές
ακούγοντας βαρειές
τον τόνο έδιναν και στίγματα
πως ζω 'ς τα παραπήγματα.
Δεδομένα είχα,σταθερές
το παρελθόν του ομφαλίου
ν'αποκόψω με ρομφαία
ήσυχα,να σύρω την αυλαία
του μελλοθανάτου και του κρύου
μου καφέ με τες υπάρξεις φλογερές.
Δεν εδίστασα να είπω
πως αμάρτησα 'πί χρόνους,
'κεί κοιτώντας προς Ευζώνους,
και πως πάντοτε θα λείπω.
Μάταιος θα είν'ο λόγος,
μάταιος,ουτιδανός,
ταχυπαλλόμενος,κρυφός
από τα 'μάτια μου ο τζόγος.
Έψαχνες το νόημα εναγωνίως
για ν'αλλάξουμε νοοτροπία
σμίγοντας γοργά-γοργά τα πλοία
με μπουνάτσα ή μελτέμια παρομοίως.
Φύσις κρύπτεσθαι φιλεῖ
(το ίδιο νά 'σαι,πια,κ'εσύ).
Φλογέρα δε θ'ακούς ποτέ,παιάνα,
και 'σε τύμβο χρυσοκέντητο,πια,θα χαράξης
λούλουδα για τη χρυσή σου μάνα
που απέθανε 'νωρίς ενώπιον της τάξης.
'Στην ανταλλαγή των ρόλων
'φάνηκε,πια,ο Ηγέτης,
Ιησού Κυρίου ο ευχέτης,
πως θα παίζη μες τες λέξεις
που σου είχαν γίνη έξεις
παρουσία σβώλων.
Έλεγες θα γίνουν Νομοθέται
κ'έλεγες θ'αφήσουνε τα σάπια
παραιτούμενοι 'μπροστά 'σε χάπια
κι'ότι δεν υπάρχουν υπηρέται.
Ώρα σου ν'αφήσης το κονδύλι
για να πιάσης τα μαντάτα
με 'ψαρόβαρκα ή τράτα
να γλυκάνουνε τα χείλη.
Σα να μην άκουγα ποτέ
του νου τα λόγια 'τούτα,
σα να έβλεπα λαγούτα
τρώγοντας καυτό κιοφτέ.
Πικρόχολος πολύ ο βίος
ανεξάντλητες οι αντοχές
που έκαμεν ο Θείος
ακροώμενος τις παρυφές.
Εφαντάσθην μου το μέλλον,
'ψείρισα το παρελθόν
'στη χώρα ζωντανών-νεκρών
που έβλεπεν ο Γέλων.
Είχα τόσα,πια,να δώσω,
εσκεπτόμην θα προδώσω
Ιερά και Όσια 'ξανά
'ς την ταραχώδη μου καρδιά.
Εγέρασα πολύ να λέω
τόσο πως αιεί θα πταίω.
Εσπάρθη φόβος 'δώθε-'κείθε
πως θα σβύσουμ'εντελώς,
ω ακρογωνιαίε λίθε,
'ς το σκοτάδι και 'ς το φως.
Συθέμελα εσείσθ'η γη
κατέπεσεν η Τροία
νοιώθοντας τη χαραυγή
πως είχα ν-ώτα κρύα.
Ανεθάρρησα για 'λίγο
έκαμα και τα παζάρια
ρίπτοντας ευθύς τα ζάρια
όπου 'θέλω και τα σμίγω.
'Δέσμευσα 'ξανά το νου
το τίποτ'εκ του μηδενός
να εύρω τσάγι του βουνού
να γίνω,πια,σοφός.
Προσπάθησα να μην πληγώσω
έριχν'άφθονο νερό 'στο μύλο
ή κρασί και πότε-πότε
με αδαμιαία κλίση προς το σκύλο
παριστάνοντας καμπόσο
χιλιόμβης μου.Ω κρότε..!
'Δούλευσα σκληρώς με πίπα
τόσα λόγια μάταια 'σε τρύπα
για να είπ'ο δυστυχής
''Θα φύγω για να 'ρθης!''.
'Σπιτογατάκι μιας βραδιάς
νωχελικά και πάλι
σαν κονδυλοφόρος ερημιάς
να σκύβω το κεφάλι.
Συνήλθ'από του κώματος
τυφλός και μύωψ και αόμματος
'ξανά να γίν'ωτακουστής
απρόσμενος μα ευτυχής.
Ευδαίμων,πια,και τώρ'
ατάραχος ωσεί αρνίο
να δεσμεύω το Θηρίο
φέροντας τα Δώρα.
Ήταν τέλος σου γραπτόν
να δώσης με τη μία
τέλος 'ς τη μονομανία
ευκλεών-ουτιδανών.
μα δεν αρκούσε χρόνος.
Τώρα έρημος και μόνος,
έτοιμος να κοιμηθώ.
Με τα βιβλία συντροφιά
που 'πέρασα,γνωρίζοντας τη φτώχεια,
της υπάρξεως με τα σκυλιά
κατήντησα μ'εμέτους κι'επιλόχια.
Προσεπάθουν,πια,να ζήσω,
μ'έκσταση αλλά και σωφροσύνη,
άλλον έρωτα να σβήσω
να χαθώ με ντομπροσύνη.
'Ζήτησα την ερημιά
και 'ξέχασα ποιος είμαι.
Αρπαγείς ο νους και κείμαι
δίχως,πάλι,συντροφιά.
Τα έρημα κεριά,εκείνα,
μού 'διναν παραμυθία.
Πώς θα πάω,πια,'στην Τροία
εξοδεύοντας το μήνα;
Ήχοι διάφοροι,φωνές
ακούγοντας βαρειές
τον τόνο έδιναν και στίγματα
πως ζω 'ς τα παραπήγματα.
Δεδομένα είχα,σταθερές
το παρελθόν του ομφαλίου
ν'αποκόψω με ρομφαία
ήσυχα,να σύρω την αυλαία
του μελλοθανάτου και του κρύου
μου καφέ με τες υπάρξεις φλογερές.
Δεν εδίστασα να είπω
πως αμάρτησα 'πί χρόνους,
'κεί κοιτώντας προς Ευζώνους,
και πως πάντοτε θα λείπω.
Μάταιος θα είν'ο λόγος,
μάταιος,ουτιδανός,
ταχυπαλλόμενος,κρυφός
από τα 'μάτια μου ο τζόγος.
Έψαχνες το νόημα εναγωνίως
για ν'αλλάξουμε νοοτροπία
σμίγοντας γοργά-γοργά τα πλοία
με μπουνάτσα ή μελτέμια παρομοίως.
Φύσις κρύπτεσθαι φιλεῖ
(το ίδιο νά 'σαι,πια,κ'εσύ).
Φλογέρα δε θ'ακούς ποτέ,παιάνα,
και 'σε τύμβο χρυσοκέντητο,πια,θα χαράξης
λούλουδα για τη χρυσή σου μάνα
που απέθανε 'νωρίς ενώπιον της τάξης.
'Στην ανταλλαγή των ρόλων
'φάνηκε,πια,ο Ηγέτης,
Ιησού Κυρίου ο ευχέτης,
πως θα παίζη μες τες λέξεις
που σου είχαν γίνη έξεις
παρουσία σβώλων.
Έλεγες θα γίνουν Νομοθέται
κ'έλεγες θ'αφήσουνε τα σάπια
παραιτούμενοι 'μπροστά 'σε χάπια
κι'ότι δεν υπάρχουν υπηρέται.
Ώρα σου ν'αφήσης το κονδύλι
για να πιάσης τα μαντάτα
με 'ψαρόβαρκα ή τράτα
να γλυκάνουνε τα χείλη.
Σα να μην άκουγα ποτέ
του νου τα λόγια 'τούτα,
σα να έβλεπα λαγούτα
τρώγοντας καυτό κιοφτέ.
Πικρόχολος πολύ ο βίος
ανεξάντλητες οι αντοχές
που έκαμεν ο Θείος
ακροώμενος τις παρυφές.
Εφαντάσθην μου το μέλλον,
'ψείρισα το παρελθόν
'στη χώρα ζωντανών-νεκρών
που έβλεπεν ο Γέλων.
Είχα τόσα,πια,να δώσω,
εσκεπτόμην θα προδώσω
Ιερά και Όσια 'ξανά
'ς την ταραχώδη μου καρδιά.
Εγέρασα πολύ να λέω
τόσο πως αιεί θα πταίω.
Εσπάρθη φόβος 'δώθε-'κείθε
πως θα σβύσουμ'εντελώς,
ω ακρογωνιαίε λίθε,
'ς το σκοτάδι και 'ς το φως.
Συθέμελα εσείσθ'η γη
κατέπεσεν η Τροία
νοιώθοντας τη χαραυγή
πως είχα ν-ώτα κρύα.
Ανεθάρρησα για 'λίγο
έκαμα και τα παζάρια
ρίπτοντας ευθύς τα ζάρια
όπου 'θέλω και τα σμίγω.
'Δέσμευσα 'ξανά το νου
το τίποτ'εκ του μηδενός
να εύρω τσάγι του βουνού
να γίνω,πια,σοφός.
Προσπάθησα να μην πληγώσω
έριχν'άφθονο νερό 'στο μύλο
ή κρασί και πότε-πότε
με αδαμιαία κλίση προς το σκύλο
παριστάνοντας καμπόσο
χιλιόμβης μου.Ω κρότε..!
'Δούλευσα σκληρώς με πίπα
τόσα λόγια μάταια 'σε τρύπα
για να είπ'ο δυστυχής
''Θα φύγω για να 'ρθης!''.
'Σπιτογατάκι μιας βραδιάς
νωχελικά και πάλι
σαν κονδυλοφόρος ερημιάς
να σκύβω το κεφάλι.
Συνήλθ'από του κώματος
τυφλός και μύωψ και αόμματος
'ξανά να γίν'ωτακουστής
απρόσμενος μα ευτυχής.
Ευδαίμων,πια,και τώρ'
ατάραχος ωσεί αρνίο
να δεσμεύω το Θηρίο
φέροντας τα Δώρα.
Ήταν τέλος σου γραπτόν
να δώσης με τη μία
τέλος 'ς τη μονομανία
ευκλεών-ουτιδανών.