Σάββατο 4 Αυγούστου 2018

Ματεθελοκοιλοδουλία ποιητού(τμήμα 8ο)-ΕΚ ΤΩΝ ΕΓΚΑΤΩΝ Η ΠΝΟΙΗ

Έγραψα για 'σένα που περνάς
με ωτοστόπ 'ς το διάβα του Βαρδάρη
κι'έβλεπα τα τρένα μιας κακόγουστης βραδιάς
να σύρουν τα φορτία προς τον Άρι.

Θαλερό το πρωινό
και σ'έβλεπα γυμνή
για ν'ακοντίζης το Θεό
που σ'έδωσε τροφή.

Γνώσεις 'θέλησα μα τόσο μόνος
ν'αντικρίζω πλοία 'στο σταθμό
για να τους βλέπω και να επιζώ
κατά πως τρώγει τα παιδιά ο Κρόνος.

Εντυπώσεις ταξιδιωτικές,
χαρά Θεού τα μονοπάτια
να δουλεύουν όλα τ'άτια
και μαζί και οι στροφές.

'Ζήλευσα το φως
ποτέ μου που δεν είδα
φέροντας αθώα προσωπίδα
πώς,εκεί και πώς.

'Θέλει δούλεμα η γη
κι'εργάτες ουκ ολίγοι
για προπόνηση και ιαχή
με το θερμόμετρο και ζύγι.

Ήτον η ουσία σου τρεπτή
μα κ'η ενέργεια μεγάλη
να χαθής μες 'ς την απόλυτο σιγή
φιλώντας,τώρα,μανουάλι.

Σιμιγδαλένια η χαρά
να ζήση τ'όνειρο και πάλι
για να φέγγη,τότε,πολλαπλά
και να κουνήση το κεφάλι.

Γενέθλια
Ήθελα να σε γνωρίσω'
άλλη,πια,επιλογή καμμία,
πολεμώντας,ντόμπρος,για την Τροία
και κεριά για χάρι σου να σβύσω.

Ετρώθης,ω καρδία,
για να σκύψης το κεφάλι
να ζητήσης την ΑΔΕΙΑι
κ'όλα,πάλι σου,χαλάλι.

Παρέα με το Θέμι,
συντροφιά και με τον Πάρι
για τα 'μάτια του κοκκινολαίμη,
παίζοντας κορώνα-γράμματα το ζάρι.

Σπάνιον το είδος.
Είπα να συγκεντρωθώ.
'Στους Πέρσες και ο Μήδος.
Έγραψα για ν'απολυτρωθώ.

Παιάνα ήθελα να γράψω,
ύμνος θα 'μπορούσε νά 'ναι,
ω ρωμαντικέ μου νάνε,
για μια γούνα που θα ράψω.

Μες 'στο φως περιλουσθείσα
μες 'στο σκότος,πια,και 'σύ
και ν'ατενίζης την Πατρίσα
που θα έφευγε απ'τη ζωή.

Ως συνήθως γραφικός
να βλέπω μες 'στα μύρα
τη ζωή μου με τη λύρα
να διατρέχουνε 'ς το φως
ταξείδι ως τη Νάξο
που θα έχω για ν'αράξω.

'Πληγωμένη παρωδία
'ς τες βιτρίνες
να τοξεύουνε οι κύνες
αμαρτία.

Ήσαν όλοι των σαχλοί
κι'εγώ σαν άπιστος Θωμάς
να ταξιδεύω 'σ'άλλην εποχή
ωσότου πληρωθή ο κουμπαράς.

Ζηλιαρόγατος και 'σπιτονοικοκύρης,
τερατίδιο μορφώσεως αληθινόν
να ψάλλω επινίκιον των ουρανών
'ς την Πλατυτέρα μες 'ς τες πανηγύρεις..

Ερριμμένος ο καφές
με 'χνάρια ελεημοσύνης,
όπως σήμερα και 'χθές,
από τα βάθη δροσερής μιας κρήνης.

Ο έρως μου 'χαράχθηκε
'ς το πόστο του και 'τάχθηκε
να φέρη ευφροσύνη και χαρά
'σε δυο και τρία 'μάτια γαλανά.

Ματεθελοκοιλοδουλία ποιητού(τμήμα 7ο)

Πρωτόγονος σιγή
μες 'ς την αρμύρα ψιθυρίζει
πως θα ήσουνα παιδί
που σημαιούλες ανεμίζει.

Ήταν,πλέον,τότε σου,η πρώτη και η τελευταία
σου στιγμή που θά 'μενες μες 'ς την καλύβη
ν'αρμενίζης με τα πλοία μες 'ς την ήβη
ώρες και στιγμές.Εγώ,η Κοιμωμένη,η Ωραία..!

Ζήτουλες 'ς το δρόμο
χαρτζηλίκι μού 'ζητούσαν
και τσιγάρο ταχυδρόμο
υποθέσεις εκκρεμούσαν.

Άλλα χρόνια μες 'ς την πλήξη
άλλες 'μέρες μες 'ς την επαιτεία
να θυμίζης τι θα δείξη
το κουτί για τη Μαρία.

Σχέσι θά 'θελες να κάμω
να γοητευθώ από τις Άλλες
που 'πετούσα 'κείθε χάμω
ταξιδεύοντας με τόσες μπάλες.

Προχωρώντας βράδια ξένα
να χωρέσης τη μανία
που σου φέρν'η πένα
για μιαν εύσωμη Κυρία.

'Θυμήθηκα παληές αγάπες-αυταπάτες
να στριφογυρίζουν το μυαλό
και ν'ανεμίζουν πτερωτούς Πηγάσους.
Ήσαν οι πασίγνωστές μου,'δώθε,πλάτες
που μου μοσχομύριζαν μελό
και σάτυρες κρατώντας δυο μου άσσους.

'Κράτησα τον ευγενή μου ήχο
και αφέθηκα να 'βρω
μες 'ς την ανίας μου τον τοίχο
δυο 'ματάκια που μισώ.

Πληκτικές σφοδρώς οι ώρες
μού υπενθυμίζουν το σκοπό
που 'πλάστηκες,εκεί,για μπόρες
να ενατενίζης το Χωριό.

ΓΛΑΥΚΑ 'ΚΟΜΙΣΑ ΕΣ ΤΑΣ ΑΘΗΝΑΣ.
Όλο γοητεία,όλο χάρη.
'Γύρισα και προφανώς το ζάρι
και παρήλθε,τώρα,και ο μήνας.

Μόνο δύο έχε,τώρα,κάτα νου:
το πως θα δυνηθής και να σιγήσης
πριν αλέκτωρ τρις φωνήσαι που θα σβύσης
τα κεριά της οιμωγής και του παππού.

Με νώτα 'νοτισμένα,
οπλοστάσιο βαρύ,
'ξανά 'ς τα 'περασμένα,
δάκρυ χύνοντας πολύ.

'Γέμισα την τσάντα μ'αναμνήσεις
τ'άστρα έλαμπαν παντού
κ'εσύ 'χαμένη πριν τολμήσης
ν'ατενίσης Κόρη δειλινού.

Χωρίς την πένα,δίχως τη μελάνη
ανεδύθη χρυσοκέντητος η Αφροδίτη
κ'έκαμαν οι νέοι σου 'νωρίς 'ς την Κρήτη
εμποροπανήγυρι που νου σου δεν σου βάνει..

'Στα κουτσομπολιά του πρωινού σου
μην ελπίζης πως θα νιώσης
αύρα έαρος στιγμής καθώς θα παραδώσης
το Τετέλεσται του ξεναγού σου.

Ήλπισα να αιστανθώ
την πύλη της αγάπης
'ς το απόβραδο Ανατολής
και Δύσεως.

Προαισθάνθηκα το τέλος
κ'έχυσα το δάκρυ της απάτης
μιας ζωής που δε γνωρίζει
φώτα και οσμή θανάτου.


Δε συνάντησες ευθύνη
όπου 'γύριζες,θαρρείς,
με συντροφιά σου την οδύνη
να μαγεύη της οργής.
                                Τα πέρατα

'Στην Αψίδα τ'όνειρο εγχάρακτο
να σαγηνεύη περιηγητάς
και τους θαμώνας της βραδιάς
για φύση που κανείς δεν ένοιωσε.

Ανοικτή πληγή του Φαραώ
με βο'ι'δάμαξες γεμάτη
να σε παρασύρη 'ς το κενό
για να θαυμάζης την απάτη.

Από ουσία λούλουδα του κήπου
να σμιλεύουνε τα κάστρα
μες 'ς την παγωνιά της Κόρης
και τη λαιμαργία βλεφαρίδων.

Αστεία προσλαλιά γεμίζει τ'όνειρο
της φύσεως που σου κοάζει ''Έλα!''.

Από Θεούς και Δαίμονες λησμονηθείς
μες 'ς την πλαγιά του δειλινού
ν'αγγίζης τίποτε και αλλαχού
να 'βρίζης μες 'ς τ'ασήμαντα πληγής.

Πολυέξοδος θα γίνης
με φαιά ουσία για να μείνης
μέσα ν'ανοιχθής
εκεί που δε σε συναντά μηδείς.

Λουστράκι θα 'γινόσουν
θα 'χανόσουν μ'ένα βλέμμα
σα θα 'ζήταγες το αίμα
της ζωής(θα 'πληγωνόσουν..).

'Σάλιωσα το τελευταίο γράμμα
της ανίας που ερχόταν
να σε δοκιμάση ενωρίς
αν θα 'κοιμόσουν ή 'ξυπνούσες
να χαρής το Θείον Βρέφος.

Λιπόσαρκος από μεγάλος
ευειδής ο νεανίας
για ζωή που 'πήρε άλλος
εύγλωττος παρίας.

'Ζαλισμένες οι φιγούρες τόσων
να γυρεύουν τ'άπιαστο
κ'εκεί ως μαρμαράδες
να θυμίζουνε Κυκλάδες.

Για καπρίτσιο θα γνωρίσης
τη μελάνη να βυθίζεται
'ς την άβυσσο της ευφροσύνης.

'Ζωήρευσε το παρελθόν εκεί,'ς το πλοίο της γραμμής
για να χαρίζη το χαμόγελο μιας νοεράς ψυχής,
αποσβεννύοντας το ευγενές σου χρέος των στιγμών ενδόξων
μες 'ς τα θλιβερά λογύδριά σου των ανθρώπων παραδόξων.

Παρασκευή 3 Αυγούστου 2018

Ματεθελοκοιλοδουλία ποιητού(τμήμα 6ο)

Τι τ'όπλο,πλέον,θα το κάνεις,
συνδιοικητής σα γίνης κάποτε κ'εσύ;
'Γεμίσαμε ρεπλίκες
μες 'στις τσοντοθήκες
-'κρύφτηκε ο Θεοφάνης
γκομενίδια ψάχνοντας εκεί.

Ο τσοπάνης
'Γύρευα το Λαπαθιώτη,
'λάτρευα τον Καρκαβίτσα,
με Σκιαθίτη και με Σώτη
έξυν'αενάως γκλίτσα.


Ήτανε να φτάσω τ'όνειρο
πως δε θα 'ξαναγγίξω μία.
Όμορφη σιγή 'ς τα χείλη
και παράταιρες στιγμές του τότε.

'Σπόγγισα τις μνήμες μου μ'αισχύνη
και 'ξανάδα τη ζωντάνια,τη φρεσκάδα
του θανάτου.

Δυο ρίμες έπλεκα 'ς το νήμα
δυο φύσεις ενατένιζα 'ς το άπειρο
και διεπίστωσα την αδικία.

Πομπώδεις οι εκφράσεις σου
'ζητούσαν το ηλιοβασίλεμα
δακρύων φλογερών.

Στίχο-στίχο έψαχνα το νόημα
'ς των ζυγωματικών την άκρη
με περίβλεπτη ουσία του φωτός
εξανεμίζοντας ελπίδες πού 'χα 
να φανώ γενναίος προς καιρού ολίγον τι.

Με 'ρολόγι 'ψάρευα τη γκόμενα
'ς το άλσος πικροστάλακτης χαράς
για να μην 'ξαναδώ να χάνεται
ο άντρας που θα έχανε
τη γη του ύπο μάλης.

Αγανάκτησα να σε προφτάσω
να με 'δης να σβύνω ντοκουμέντα
'ς τ'αρχιπέλαγος της πλήξης.

Όπως-όπως τηγανιά
για βραδινό της 'μέρας
'ς τον ανθόκηπο της νιότης,
ω Θεέ μου,πληκτική η ανθρωπότης..!

Σπέρνοντας κουκιά 'σ την έρημο
απόμακρης ζωής
'σε παραθύρι το παντέρημο
αθώας ενοχής.

'Στα χέρια σου παλάμες ακουμπούσαν
με τα χνώτα που 'νωρίς 'περνούσαν
και προσήγγιζαν μια λαίμαργη φωνή
'βγαλμένη ως το Περθ ως την Αυγή.

Δεδομένος εμπροστά σου δεν υπάρχει,πια,κανείς
απόκρυφα για να σου λέει
και να χάνεται-ας πταίει..-
μες 'ς τα σύνορα και τις κραυγές μιας φυλακής.

Φυλλομετρώ στιγμές
κοντά σου για να 'πω
πως τίποτε δεν αγαπώ.
Απόμακρες ζωές.

'Πλησίασα τη ματαιοδοξία
κ'έγινα θαμών σκασιαρχείου
ν'αποδιώχνω τώρα με μανία
τη ζωή εντίμου σου κυρίου.

'Θέλησα ν'ακούσω τ'όνομά σου,
να χαθώ απλώς 'ς το άγγιγμά σου
και ν'αγγίξω κορυφή βουνού
μα 'χάθηκα και 'βρήκα τον παππού.

'Σε κανέναν,πια,και σήμερα
δεν έδωσα τη σημασία
την προσήκουσα με ακηδία
για να συναντήσω λέοντες ανήμερα.

Κέρνα με και 'σύ ποτό
να 'πούμε και τα νέα
και 'ς την αγκαλιά σου ας χαθώ
για να 'βρεθούμε,πια,μοιραία.

Πλάνο είχα ν'αραδιάσω
πριν 'βρεθώ κοντά σου και ξεράσω
μες 'ς τ'απόνερα της νιότης,
ω χαρά μου,ανθρωπότης..!

Πότε-πότε άκουγες και τζαζ
και μου 'σερνόσουν έως και την πλαζ
με 'μάτια ξένα,χείλη και πηγαία
ένστικτο θεριεύοντας 'μπροστά σου,'ς την κεραία..

Πρόσεχα καλά τι λέγω
και ας ήμουν αφελής
με τη 'γελάδα που αρμέγω
έντρομος,περιδεής.

Τετάρτη 14 Φεβρουαρίου 2018

Ματεθελοκοιλοδουλία ποιητού(τμήμα 5ο)

'Τελείωσεν το σάλιο
κ'ονειρεύτηκα,δα,πως
μες 'σ'ενυδρείο ή ενάλιο
από το Νάσιοναλ σοφός.

Ήσαν μου ιδέες φαεινές,
το ήμισυ ολάκερου παντός
εάν και πρόσεχα σκιές
που μ'έγραφαν ''Γηράσκεις ζωηρός.''.

Τα σκέλη μου αιφνίδια τα 'ράπισα
με το βελόνι των Εξήκοντα και πένα
μα ποτέ δεν έβλεπα πως 'σάπισα
σκουριάζοντας μες 'στη ραστώνη 'κεί,'ς τα Τρένα.

'Σε μια γωνί',αερικό,
να τρεμοπαίζουν 'μάτια,
'ς τον αμμόλοφον αυτό
'δραπέτευσαν με άτια.

Ψάξε και θα διαπιστώσης
πόσο μόνη θα με νοιώσης
για να λες κατόπιν και μετά
πως 'χάθηκαν τ'Αρσενικά.

Πνιγμός ο διαρκής
μου χωρισμός σαφής
ολισθηρός για βλέφαρα με μακιγιάζ
'στα νούφαρα μιας μόνης πλαζ.

'Στο χαρακτήρα μου το είχα
πεπρωμένο να μην 'ξαναδιώ
τα 'μάτια σου μες 'ς τον αφρό,
χιλιόμετρα καθώς απείχα.

'Πόθησα το φως.
Με κυριεύει βράδυ.
Μ'έβγαζε το λάδι
να φωνάζω S.O.S.

Έρως ο κατάστηθος αβρώς
ενός βιολιού μου και τρομπέττας
μιας ζωής ανώριμης,ξεπέτας
που μου έλαχε να φάω βιος.

Στόμα το περίκλειστον,
καρδία πεταννύουσ',
αναπτερωμένον ηθικόν
χορεύοντας με τον εχθρόν,
ορθώς το ρήμα(''λύουσα'').
Κώμα το βαθύσκιον,
ψυχή που βλέπει τ'άστρ',
ακμαίος ο γερόλυκος 'στη γάστρα
με πλιγούρ' ή κόσκινον
('δεμένον καραβόσκοινον).

Οι τελευταίες μου αράδες
η εσχάτη μου πνοιή
σμιλεύοντας την εποχή
και κάνοντας παππάδες.

Ασήμαντος Ε.Τ.
επί της πρωτευούσης
σκάπτοντας τη γη
τη στείρα της Ναούσης.

Δεν είχα λόγο να σιγήσω.
Έπρεπε 'νωρίς να περιμένω
τη στιγμή που τους αγρούς θ'αφήσω
ν'αγοράσω το Ημαρτημένο.

'Χάθηκα 'ς τες λέξεις
που βροντοφωνάζουν ''Φύγε!''.
Βιάζεσαι να τρέξης,
σκηνοθέτα τόσο 'λίγε..!

Με ωτο-stop για το καμιόνι
τότε που θα είσαι τόσο μόνη.
'Βάρεσεν η ενδοφλέβιος κανόνι
για να 'πης πως είναι κώλος που κρυώνει.

Δεν έλεγες παρά να π(ι)ης
δεν ήθελα μα 'μπήκα
σαν τη μελισσούλα και τη σφήκ'
από παράδρομο της γης.

Αγαθοεργός πολίτης.
Τον 'μαγνήτιζαν ειδώλια
με τόσα που 'περνούσαν ανεμώλια
'στο νου του κι'έγινεν οπλίτης.

Μ'εμπόδισε η βούληση.
Το πυρ κατά ριπάς.
Ανυστερόβουλος και υπναράς.
'Φαινόταν μόνο σύληση.

'Στο πλατώ
Δοξασίες για κυνάρια
και με φερέλπιδες απόψεις
για τα νέα μας ζευγάρια
που βιάζεσαι on air να κόψης.

Τρίτη 13 Φεβρουαρίου 2018

Ματεθελοκοιλοδουλία ποιητού(τμήμα 4ο)

Θα ήθελα να 'πω τον τελευταίο λόγο:
πως δε σ'έχω,πια,κοντά μου.
'Πόθησα πολύ αργά ή ενωρίς το τζόγο;
'Σάλευσε συχνά-πυκνά,καρδιά μου.

Δε 'σκέφτηκα παρά μονάχα 'σένα.
'Ξάπλωσα ποτέ για να μη διω
ταχύπλοα και φέρρυ-μπόουτ ή και τρένα
πριν εμφανιστή και ο Κοκτώ.

Ήταν άλλες λόξες,είχες ρέντα.
Σού 'φεξε ν'αναπαυθής
με τσίκλα pepper mint ή μέντα
'στ'όνειρο της χαραυγής.

'Χαράχθηκαν τα γράμματα,
εσπούδακα να χάσω
χίλια 'μπαλωμένα ράμματα
που πρέπει να ξεχάσω.

'Δεσμεύτηκα μες 'ς τη σιγή
να λέγω τ'όνομά σου,
πια,προσφέροντας χο(λ)ή
Απόλλωνος μες 'ς την καρδιά σου.

Ήταν ένα σου μοιραίο
ήταν μια ζωή φευγάτη
τό 'κανες με σαλονάτη
και λατρεύοντας Μουσαίο.

Έκλωθα τ'αυγά
(σιγά τις κόττες).
Έπαιρνα τα μετρητά,
φορώντας και καπότες.

Τι σου έλαχε,θαρρείς
(να σβήνης και ν'ανάβης);
Ήταν το πεδίον αλληνής
που έτρεχες για να προλάβης..

ΙΔΟΥΚΑΙΝΑΠΟΙΩΤΑΠΑΝΤΑ.
ΤΙΤΟΙΟΥΤΟΣΕΔΟΞΕΝΥΜΙΝ;
Φορώντας τραγικά τα Prada
ΟΔΥΣΣΕΥΣ ή και Βενιαμίν.

ΒΟ(Υ)ΛΗιΤΕΚΑΙΤΩιΔΗΜΩι.
ΤΑΕΝΟΙΚΩιΕΝΕΥΣΧΗΜΩι
ΤΩιΠΟΔΙ(μια σκέτη γάμπα
τραυματίζοντας τη Λάμπα).

Σ'εκείνες,'κεί,τις ερημιές
περιπλανήθηκα 'στο μεταξύ
κι'εν συνεχεία είδα Λάμψη
προχωρώντας με μι'αστεία κάμψη
του θανάτου αντικρίζοντας ευχές
γαλήνη ψάχνοντας ή ταραχή.

Βωβός μεχρί τα σύγνεφα
ωχρός κατά την όψη
ήπια λησμονιάς φιλί
από σπαθιού την κόψη.

Δε ματάδα φρύδια
δεν ευνόησες κανένα
μύχιο πόθο για τα μύδια
μέχρι το Εικοσιένα.

Μ'ένα Pilot ή πέν'
αγνόησες τι θα συμβή
αν εγχαράξης και τη χένα
'πάνω 'στό 'να σου βυζί.

Μάταιο κι'ολέθριο να ψάχνης
μ'ανεπούλωτες πληγές
τι θα σου φέρ'η άνοιξη.
Και 'φασκιωμένος με ζαχάρεως της άχνης
τις πυκνές ακτογραμμές
που 'σίγησεν κρασοκατάνυξη.

ΙΛΕΩΣΓΕΝΟΥ'ΜΙΝ
ΠΑΡΑΡΛΑΜΑ
ΜΕΣΤΟΟΥΛΑΛΟΥΜΕΚΕΙΝΟ
ΞΕΨΑΧΝΙΖΟΝΤΑΣΤΟΚΙΝΟ
ΜΕΣΩΡΟΥΣΤΟΒΑΜΜΑ
ΕΝΔΟΞΟΣΠΟΤΕΛΙΜΗΝ.

Σάββατο 27 Ιανουαρίου 2018

Ματεθελοκοιλοδουλία ποιητού(τμήμα 3ο)

Έλεγα ν'αυτοπαραιτηθώ
μα δεν αρκούσε χρόνος.
Τώρα έρημος και μόνος,
έτοιμος να κοιμηθώ.

Με τα βιβλία συντροφιά
που 'πέρασα,γνωρίζοντας τη φτώχεια,
της υπάρξεως με τα σκυλιά
κατήντησα μ'εμέτους κι'επιλόχια.

Προσεπάθουν,πια,να ζήσω,
μ'έκσταση αλλά και σωφροσύνη,
άλλον έρωτα να σβήσω
να χαθώ με ντομπροσύνη.

'Ζήτησα την ερημιά
και 'ξέχασα ποιος είμαι.
Αρπαγείς ο νους και κείμαι
δίχως,πάλι,συντροφιά.

Τα έρημα κεριά,εκείνα,
μού 'διναν παραμυθία.
Πώς θα πάω,πια,'στην Τροία
εξοδεύοντας το μήνα;

Ήχοι διάφοροι,φωνές
ακούγοντας βαρειές
τον τόνο έδιναν και στίγματα
πως ζω 'ς τα παραπήγματα.

Δεδομένα είχα,σταθερές
το παρελθόν του ομφαλίου
ν'αποκόψω με ρομφαία
ήσυχα,να σύρω την αυλαία
του μελλοθανάτου και του κρύου
μου καφέ με τες υπάρξεις φλογερές.

Δεν εδίστασα να είπω
πως αμάρτησα 'πί χρόνους,
'κεί κοιτώντας προς Ευζώνους,
και πως πάντοτε θα λείπω.

Μάταιος θα είν'ο λόγος,
μάταιος,ουτιδανός,
ταχυπαλλόμενος,κρυφός
από τα 'μάτια μου ο τζόγος.

Έψαχνες το νόημα εναγωνίως
για ν'αλλάξουμε νοοτροπία
σμίγοντας γοργά-γοργά τα πλοία
με μπουνάτσα ή μελτέμια παρομοίως.

Φύσις κρύπτεσθαι φιλεῖ
(το ίδιο νά 'σαι,πια,κ'εσύ).
Φλογέρα δε θ'ακούς ποτέ,παιάνα,
και 'σε τύμβο χρυσοκέντητο,πια,θα χαράξης
λούλουδα για τη χρυσή σου μάνα
που απέθανε 'νωρίς ενώπιον της τάξης.

'Στην ανταλλαγή των ρόλων
'φάνηκε,πια,ο Ηγέτης,
Ιησού Κυρίου ο ευχέτης,
πως θα παίζη μες τες λέξεις
που σου είχαν γίνη έξεις
παρουσία σβώλων.

Έλεγες θα γίνουν Νομοθέται
κ'έλεγες θ'αφήσουνε τα σάπια
παραιτούμενοι 'μπροστά 'σε χάπια
κι'ότι δεν υπάρχουν υπηρέται.

Ώρα σου ν'αφήσης το κονδύλι
για να πιάσης τα μαντάτα
με 'ψαρόβαρκα ή τράτα
να γλυκάνουνε τα χείλη.

Σα να μην άκουγα ποτέ
του νου τα λόγια 'τούτα,
σα να έβλεπα λαγούτα
τρώγοντας καυτό κιοφτέ.

Πικρόχολος πολύ ο βίος
ανεξάντλητες οι αντοχές
που έκαμεν ο Θείος
ακροώμενος τις παρυφές.

Εφαντάσθην μου το μέλλον,
'ψείρισα το παρελθόν
'στη χώρα ζωντανών-νεκρών
που έβλεπεν ο Γέλων.

Είχα τόσα,πια,να δώσω,
εσκεπτόμην θα προδώσω
Ιερά και Όσια 'ξανά
'ς την ταραχώδη μου καρδιά.

Εγέρασα πολύ να λέω
τόσο πως αιεί θα πταίω.
Εσπάρθη φόβος 'δώθε-'κείθε
πως θα σβύσουμ'εντελώς,
ω ακρογωνιαίε λίθε,
'ς το σκοτάδι και 'ς το φως.

Συθέμελα εσείσθ'η γη
κατέπεσεν η Τροία
νοιώθοντας τη χαραυγή
πως είχα ν-ώτα κρύα.

Ανεθάρρησα για 'λίγο
έκαμα και τα παζάρια
ρίπτοντας ευθύς τα ζάρια
όπου 'θέλω και τα σμίγω.

'Δέσμευσα 'ξανά το νου
το τίποτ'εκ του μηδενός
να εύρω τσάγι του βουνού
να γίνω,πια,σοφός.

Προσπάθησα να μην πληγώσω
έριχν'άφθονο νερό 'στο μύλο
ή κρασί και πότε-πότε
με αδαμιαία κλίση προς το σκύλο
παριστάνοντας καμπόσο
χιλιόμβης μου.Ω κρότε..!

'Δούλευσα σκληρώς με πίπα
τόσα λόγια μάταια 'σε τρύπα
για να είπ'ο δυστυχής
''Θα φύγω για να 'ρθης!''.

'Σπιτογατάκι μιας βραδιάς
νωχελικά και πάλι
σαν κονδυλοφόρος ερημιάς
να σκύβω το κεφάλι.

Συνήλθ'από του κώματος
τυφλός και μύωψ και αόμματος
'ξανά να γίν'ωτακουστής
απρόσμενος μα ευτυχής.

Ευδαίμων,πια,και τώρ'
ατάραχος ωσεί αρνίο
να δεσμεύω το Θηρίο
φέροντας τα Δώρα.

Ήταν τέλος σου γραπτόν
να δώσης με τη μία
τέλος 'ς τη μονομανία
ευκλεών-ουτιδανών.

Πέμπτη 7 Σεπτεμβρίου 2017

Ματεθελοκοιλοδουλία ποιητού(τμήμα 2ο)

'Στο μέλλον που θα με κοιτάς
θα έχω φύγη διακοπές.
Θα 'ρθής 'ξανά για να πονάς
μα θά 'χω πάη Αλυκές.

Θα κρύβομαι για να το 'δης
το πόσο really by plane.
Άσπρισα 'στον ήλιο μ'ένα pain
on the neck και σκάζοντας με rain.

Έψαχνες ν'ανεύρης του κακού το αίτιο
(δαιμόνιο που θα σε κυνηγά για πάντα).
Θά 'σαι πορσελάνινη μες 'στο βαζάκι και την τσάντα,
εορτάζοντας μιας απουσίας την Επέτειο.

Έμπλεξα με τη Britannica
και 'μελετούσα το Γρηγόριο
χωρίς καρπούς(κανένα όριο
και φρένο χύνοντας με μάνικα).

'Ζήλευες που είχες τον αντρούλη.
'Γύριζα εδώ κ'εκεί για να σου 'πω
τι πούστ'ειχές εγγύς γνωρίση
πλάι 'στην τουλούμπα και τη βρύση.

Ανενδοιάστως,δίχως ενοχές
θα σε αφήσω για να 'βρης τη λύση.
Έψαχνες μετά μανίας με κραυγές
και μαγικές εικόνες ότι φθάνεις 'στο Παρίσι.

Ανήκουν όλα προς το παρελθόν.
Και μη φαντάζεσαι πως με αγγίζεις.
Μια πνοιή ανέμοιο μακάρι των Σοφών
που θα παρέλθη για τα κόκκαλα που 'βρίζεις.

Ήταν Ποιητής.Εσύ χωριάτης.
Του Βορρά λαθρεπιβάτης.
Μ'ενα όφωνον επί της πλάτης
για τες Μακαρίους προς Ελάτης.

Πάρ'την περιφέρεια για να γελάσουμε.
Τι θα κερδίσουμε αλλά και τι θα χάσουμε.
Δε 'γέλασα ποτέ.Και 'σύ διαπορούσες.
'Κερασμένη τέρψη(σόλες και πατούσες).

'Τρελάθηκα 'στον έρωτα
μες 'στα βουνά και τα λαγκάδι',
ανανεώνοντας τα λάδι'
αγγίζοντας Αχέρο(ν)τα.

Μία δούλα για βελάκια.
Μια τρυπούλα με σορτσάκια.
Θα χαθής οπώς οι άλλες
πού 'χες διώξη τις προάλλες.

Αστειρεύτου γνώσεως πηγής μπουμπούκα
με το γνώριμό της τηλεβόα(τη ντουντούκα)
για να κράζη πως κατέχει τη Σοφία
(Έρημη 'στον Κόσμο και γεμάτη αμαρτία).

Όταν κλείσης,θα σου μείνη.
Θα το 'δης και 'στην πορεία.
Μια ολόκληρη στιγμή δεν έβλεπα καμμία
(όμως σού 'λειψεν η σκοτοδίνη).

Δε με ήθελες και απορούσα
τι σου έλειπε να φορεθή.
Συνήθισα με άνδρα που 'κοιτούσα
το φλυτζάνι να σου 'ξαναπή.

By cordially

Απείχες.Έριξα Λευκό
(το άκυρο παρωχημένο).
Εκαθήμην με Βραστές μες 'στο Χωριό
να περιμένω μόνον τρένο.