Αναβάδην και παλίμπαις
το της Αλβανολογίας πρόσχημα
βακχεύοντας τα σύνορα
διασκορπίζοντας ελπίδες
και τα'ί'ζοντας τις γίδες
και τα αιγοπρόβατα του Μύρωνος
ζαλίζοντας οικείους
και αναδιφώντας κρύους
με καφέδες των παλαιωτέρων
ήξεις και αφίξεις των εταίρων
εκ των επιλέκτων και δευτέρων
πλάθοντας τις επωμίδες
για την πυρκα'ι'ά ως Νέρων
αερόθεν με τους Πίους.
'Βρήκα λόγον αποχρώντα για να ζήσω
μες 'στην απουσία
με ουρανοξύστες και τα Τείχη 'πίσω,
'μπρός η ευκαιρία
για περιφανή βραβεία
μες 'στην Ιστορία.
Φλογερός σαν πυρκαγιά,
'καμμένος άπο πρώτο χέρι
έβαλα το βουλοκέρι
μες 'σε νου και 'σε καρδιά.
Πεθαίνω μα θα 'ξαναγεννηθώ
με 'μάτια 'στραγγισμένα 'στο κρασί
γυρίζοντας από ταξίδι μακρινό
σαν έφηβος αιώνιος και σαν παιδί.
Ατιμάζοντας τον ουρανό
με χίλιες λέξεις
και δαμάζοντας τις έξεις
μέσα 'στον ενιαυτό
την ώρα που θα πλέξης
χρώματα για να κοσμήσουν
και αρώματα για να κεντρίσουν
το ενδιαφέρον δίπλα 'στο σταθμό.
Αγγίζοντας αδράχτι,
'βγάζοντας το άχτι
'σε πατέρα κι' αδερφό,
οι τρεις μας γη με ουρανό.
Κενό των δεδομένων
έτοιμος για εξετάσεις
την ημέρα των ερωτευμένων
μ'ανεξέλεγκτες διαστάσεις.
'Σε παντέρημη βολτίτσα
'βγήκε βόλτα η σκυλίτσα
και το φαγητόν εζήτει
'σε ολόκληρη την Κρήτη.
Δικαίωμα 'στη λήθη
'ζήτησαν οι μαθητές
εγκαινιάζοντας καινούρια ήθη
μόνο για τις σπαζοκεφαλιές.
Αντικρίζοντας ημίφως πλάι
'στο παράθυρο
ημεροδούλ'-ημεροφάι
με σαγόνια καρχαρία
κατακτώντας και την Τροία
'στο ανέφελο,πεπλανημένο περιβάλλον
των εταίρων,συνεταίρων και των άλλων..
Πόσα πράγματα να κάνης
πριν,ακόμη,να πεθάνης,
πριν σου 'πουν πως θα πεθάνης
και ανάποδα να 'δης ραδίκια,
όταν σκέπτεσαι πως θα πεθάνης
και τ'αντίστοιχα θα πάρης
εύσημα ή ως ο Πάρις
για την εκλογή σου συγχαρίκια;
Τείνοντας 'στο άπειρον από τσιγάρο και καφέ
ζωή 'βαρέθηκα και φίλους
αναδιπλωμένος 'στο μοναχικό μου καναπέ
παρέα με γατιά και σκύλους.
Κορίτσι πόρτας διπλανής
που μου 'ζητούσε ζάχαρι
με 'βρήκε 'σ'ένα ρόλον άχαρι
αλλά πρωταγωνιστικό,φυγής.
Πεπλανημένα δειλινά
και νύχτες άδοξες,πικρά
σαν εγκατέλειψα τη 'μέρα
που κεφάλαιο 'ζητούσε τη Δευτέρ'
αγνώριστος σα 'βρέθηκα μονήρης,
παραληρηματικός αλλά και πάλιν πλήρης.
Ήταν η ψωλή μου μαύρη
και το σώμα μου καπνός
σαν ήρθαν οι 'δικοί μου λάβροι,
θύελλα και κεραυνός.
Τι να έκανα δεν 'ξέρω.
Πόσο,πια,να υποφέρω
βλέποντας εκείνο που ποτέ δε θά 'θελαν ν'ακούσουν
και 'στον κόρφο μου να βάλω και να φτύσω τι θα 'πούν για να με λούσουν..;
Αλεξάνδρα mia
και amore Ρούλα
μέσα 'στα μπαούλα
και την προκυμαία.
Βίκυ τσιάο
και τ'αρριβεντέρτσι μου Μαρία.
'Νόμισα κατάλαβες,θα έγινες κυρία,
έστω φευγαλέα.
Έκλεψα το χρόνο με το στίχο
λάφυρα κομίζοντας 'στα κάστρα
και περιπλανώμενος 'στον τοίχο,
γελαστός,πως κοίταξα με θέρμη τ'άστρα.
Δεν θα έβρισκα υπνοδωμάτιο
με ράντζο 'στο παγκράτιο
αποπληρώνοντας γραμμάτιο,
μοσχοπουλώντας μετοχές
'σε χρήσιμο φρεάτιο.
Μ'εορτινές πολλές ευχές.
28.Ευθύβολον το βλήμα.
Υδρογονοβόμβα,μεγατόνων.
Ζήτημα θανάτου και ζωής και κρίμα
'στους αιώνες των αιώνων.
Παρθένος με Λιοντάρι,
γεννηθείς εν Μπάφρα
με τα χείλη κάποιας Άφρα
για το τέλειο ζευγάρι.
Αναμοχλεύοντας την Ιστορία
και ζητώντας ρέστ'
από χαρτονομίσματα 'στη θέα
πως 'πληρώθηκε πολύ ακαριαία
μετρητοίς και 'βρέθηκε να μου χρωστά την Ουρανία.
Τώρα ψάξε 'βρέστα!
'Ψαρεύοντας την παρακμή
μα νοιώθοντας το σφρίγος
πότε φανερός και 'λίγος
πότε κάνοντας ζωή.
'Βαρεθήκαμε κοψίδια
και το 'ρίξαμε 'στα ξύδια
εκτιμώντας πως θα διαρκέση
αιωνίως και ο νους θα το χωρέση..
Εις διπλούν χοροπηδάς
τ'άντερά σου για να φας
και λόγο να μη δώσης
πουθενά με δόσεις.
Δε 'ζήτησαν το λόγο
και το έριξαν 'στον τζόγο
εμμανείς για 'λίγο παραπάνω,
παίζοντας σαξόφωνο με ντραμς και πιάνο.
Σκέφτεσαι παραπατείς
για μία δόση λογικής
με είδωλα τη φήμη
σα χαράσσεις με τη μνήμη.
Πάντοτε λευκό χαρτί ο νους
'στα μετερίζι'από ανάγκη
θάπτοντας τα πάντα σαν παππούς.
Οι ροδαλές μου αναμνήσεις.
Ύψιστες στοχεύσεις και ρυθμίσεις
με τις ξεφτισμένες απαιτήσεις
βροντερό χαστούκ'
υπερπηδώντας το φαράγγι
του ονείρου,της αλήθειας και της φύσης
τις Ημέρες Τελικής μου Κρίσης.
Χριστούγεννα και πνεύμ'αργίας
συσκοτίζοντας το νου
με χείλη του βουνού
αλλόκοτο κατέλαβε δια της βίας.
Εκείνα που δε θά 'θελες ποτέ να γράψης,
όσα 'φυλακίστηκαν βαθειά 'στη γη
και το μυαλό σου 'πήραν,τη ζωή,
φιλότιμα να προσπαθήσης να συρράψης.
Άγνοια σημαντική κινδύνου
έξοδος θανατηφόρα κρίνου
διαποτίζοντας τα νέφη
με ταλέντο και με κέφι
τραγουδοποιών
και ραψωδών
δρομίσκων
και οικίσκων
και λυκίσκων
έως τα χαράματα
με δάκρυα και κλάματα
ορίζοντας ημεροκάματα
μια φαντασία του Ονείρου
σπέρματα ποικίλλα του Απείρου
οικογενειών τα δράματα
'στα χαρακώματα του Λίνου
και των αστερίσκων.
Μια μοναδική επιθυμία
γράφοντας να τη γνωρίσω,
την καρδιά της κλέβοντας πιστά
την ευτυχία να χαρίσω
'σε δυο 'μάτια γαλανά
μ'επιδερμίδα τόσο λεία.
Οδηγός τυφλών προς επιβάτες:
''Κάντε διάδρομο,πιλάτες
και ασκήσεις αεροβικής
που θα τονώσουν το κορμί
και χάρισμα θα δώσουν
ευεξίας και τιμής
εκεί που η ζωή
δεν έχει νόημα κανένα και ισχνοί
παλεύοντας με τα θηρία
θάνατο σκορπίστε 'στα σημεία''.
Όλα 'θαύμασα εκείνα
που δε 'θέλησες ποτέ
με στόμφο και πομπή ν'ακούσης
αγγελοκρουόμενος,
καπνίζοντας το θείο ναργιλέ
'στα τρίσβαθα σκοτάδια,
ημερεύοντας τα βράδια
και να 'πης το μήνα
διακοσμώντας τις συγκρούσεις..
Είχα μια ζαλάδα,
μια παράξενη καούρα,
πονοκέφαλο 'στα ούρα.
Την Παλλάδα!
Πόρτες ανοιχτές δε 'βρήκα
μα εναγωνίως μέσα 'μπήκα
σπάζοντας παράθυρα,καθρέφτες,
ό,τι 'βρέθηκε 'μπροστά μου.Ρε,τους κλέφτες!
Αηδία μ'έπιασε,μελαγχολία
μες 'στους θάμνους και τις πόες,
ξεριζώνοντας φαράγγια με τους Τρώες,
αρμενίζοντας με το Αιγαίο 'στη γωνία.
Άλλη δε συνάντησα επιλογή
κατηφορίζοντας γοργά 'στον Άδη,
αίμα χύνοντας,ιδρώτα 'στο σκοτάδι
και φωτιές μεγάλες 'στην αυλή.
Είδωλα θα βλέπης,Ποιητή,
που θα σε κάνουν να χαμογελάς
με όνειρα φανταχτερά 'στην πλέρια γη
και βλέμματα ποικίλλα και περίεργα με χρώμα της φωτιάς.
Δε θα 'βρης αλλού Σειρήνες
και η Χάρυβδις ξερνώντας ύδατα πολλά
κι'εσένα θα ξεράση 'σε λειχήνες
που τη Σκύλλα σου δεν είδες πιο 'μπροστά.
Κύκλος είναι και γυρίζει
που σου γλυκοφτερουγίζει
που δεν έδωσες ποτέ σου σημασία
διάσπαρτος με όνειρα,κοσμογονία.
Πατρίδα μου κατάφυτη,
Πατρίδα μου ηλιοκαμμένη,
'στο χλωμό μου παραθύρι ταίρι
βλέπω και αγαλλιώ το 'ματωμένο χέρι
απαλά για 'σένα τείνοντας,χιλιοτραγουδισμένη..
Δηώσεως κατάλοιπα και μνημοσύνης
λόγοι την καρδιά μου συγκλονίζουν
'στ'άχυρα 'ριγμένη με τ'αυτιά μου που βουίζουν
'στην καλντέρα,το λιμάνι της Κυλλήνης.
'Πέρασαν τα χρόνια και οι μήνες
που 'ταξίδευα 'σε όλον τον πλανήτη.
'Πέρασαν οι πάπιες και οι χήνες
σφάζοντας που έτρωγα ωμές 'στην Κρήτη.
Έλεγε τις ίδιες ιστορίες πάντα
πίνοντας φραππέ,κρασί και φάνντα,
'βγάζοντας τη γκόμενα για ψώνι'από τα Πράντα
'καθισμένος αναπαυτικά 'στη θέση
που προηγουμένως είχε δέση.
'Θαύμαζε την άγνοιά του
'χτυπημένος με τσεκούρι,
σέρνοντας τα βόδια 'στη χαρά του
που δουλειά του ήταν μόνη το παγούρι.
Εντυπώσεις μόνο χάραξε
και 'στ'όνειρό σου άραξε
αγρεύοντας τα πλούτη
με λαούτο και με ούτι.
Άλλην ψάξε για πατρίδα
τελευταία μου φορά που σ'είδα
για Μαλδίβες,Ίμπιζα,Ντουμπάι
ταξιδεύοντας με τον Τσενάι..
Τι βάσανος κι'αυτή
να σου 'μιλούν,να μην ακούς
'στο πέλαγος Σειρήνες,
τα φτερά να σου κοπούν
και να περιπλανιέσαι μήνες
ζωηρά προς το νησί
της Κίρκης και της Καλυψούς!;
Μποξεράκι ασορτί
με μπότες ή γαλότσες
'στο καράβι,'στις καρότσες
μ'ένα μαγικό ραβδί.
Ραψωδός ή μυθοπλάστης;
Ποιητής,φιλόσοφος ή σοφιστής
απόκοσμος,μυθομανής
δημιουργός και πλάστης;
Και μ'έν'αν έχης χέρι
όλα,πάλι,τα 'μπορείς
'κρυμμένος με το ταίρι
μιας ζωής μοναχικής.
Τείνοντας 'στο άπειρον από τσιγάρο και καφέ
ζωή 'βαρέθηκα και φίλους
αναδιπλωμένος 'στο μοναχικό μου καναπέ
παρέα με γατιά και σκύλους.
Κορίτσι πόρτας διπλανής
που μου 'ζητούσε ζάχαρι
με 'βρήκε 'σ'ένα ρόλον άχαρι
αλλά πρωταγωνιστικό,φυγής.
Πεπλανημένα δειλινά
και νύχτες άδοξες,πικρά
σαν εγκατέλειψα τη 'μέρα
που κεφάλαιο 'ζητούσε τη Δευτέρ'
αγνώριστος σα 'βρέθηκα μονήρης,
παραληρηματικός αλλά και πάλιν πλήρης.
Ήταν η ψωλή μου μαύρη
και το σώμα μου καπνός
σαν ήρθαν οι 'δικοί μου λάβροι,
θύελλα και κεραυνός.
Τι να έκανα δεν 'ξέρω.
Πόσο,πια,να υποφέρω
βλέποντας εκείνο που ποτέ δε θά 'θελαν ν'ακούσουν
και 'στον κόρφο μου να βάλω και να φτύσω τι θα 'πούν για να με λούσουν..;
Αλεξάνδρα mia
και amore Ρούλα
μέσα 'στα μπαούλα
και την προκυμαία.
Βίκυ τσιάο
και τ'αρριβεντέρτσι μου Μαρία.
'Νόμισα κατάλαβες,θα έγινες κυρία,
έστω φευγαλέα.
Έκλεψα το χρόνο με το στίχο
λάφυρα κομίζοντας 'στα κάστρα
και περιπλανώμενος 'στον τοίχο,
γελαστός,πως κοίταξα με θέρμη τ'άστρα.
Δεν θα έβρισκα υπνοδωμάτιο
με ράντζο 'στο παγκράτιο
αποπληρώνοντας γραμμάτιο,
μοσχοπουλώντας μετοχές
'σε χρήσιμο φρεάτιο.
Μ'εορτινές πολλές ευχές.
28.Ευθύβολον το βλήμα.
Υδρογονοβόμβα,μεγατόνων.
Ζήτημα θανάτου και ζωής και κρίμα
'στους αιώνες των αιώνων.
Παρθένος με Λιοντάρι,
γεννηθείς εν Μπάφρα
με τα χείλη κάποιας Άφρα
για το τέλειο ζευγάρι.
Αναμοχλεύοντας την Ιστορία
και ζητώντας ρέστ'
από χαρτονομίσματα 'στη θέα
πως 'πληρώθηκε πολύ ακαριαία
μετρητοίς και 'βρέθηκε να μου χρωστά την Ουρανία.
Τώρα ψάξε 'βρέστα!
'Ψαρεύοντας την παρακμή
μα νοιώθοντας το σφρίγος
πότε φανερός και 'λίγος
πότε κάνοντας ζωή.
'Βαρεθήκαμε κοψίδια
και το 'ρίξαμε 'στα ξύδια
εκτιμώντας πως θα διαρκέση
αιωνίως και ο νους θα το χωρέση..
Εις διπλούν χοροπηδάς
τ'άντερά σου για να φας
και λόγο να μη δώσης
πουθενά με δόσεις.
Δε 'ζήτησαν το λόγο
και το έριξαν 'στον τζόγο
εμμανείς για 'λίγο παραπάνω,
παίζοντας σαξόφωνο με ντραμς και πιάνο.
Σκέφτεσαι παραπατείς
για μία δόση λογικής
με είδωλα τη φήμη
σα χαράσσεις με τη μνήμη.
Πάντοτε λευκό χαρτί ο νους
'στα μετερίζι'από ανάγκη
θάπτοντας τα πάντα σαν παππούς.
Οι ροδαλές μου αναμνήσεις.
Ύψιστες στοχεύσεις και ρυθμίσεις
με τις ξεφτισμένες απαιτήσεις
βροντερό χαστούκ'
υπερπηδώντας το φαράγγι
του ονείρου,της αλήθειας και της φύσης
τις Ημέρες Τελικής μου Κρίσης.
Χριστούγεννα και πνεύμ'αργίας
συσκοτίζοντας το νου
με χείλη του βουνού
αλλόκοτο κατέλαβε δια της βίας.
Εκείνα που δε θά 'θελες ποτέ να γράψης,
όσα 'φυλακίστηκαν βαθειά 'στη γη
και το μυαλό σου 'πήραν,τη ζωή,
φιλότιμα να προσπαθήσης να συρράψης.
Άγνοια σημαντική κινδύνου
έξοδος θανατηφόρα κρίνου
διαποτίζοντας τα νέφη
με ταλέντο και με κέφι
τραγουδοποιών
και ραψωδών
δρομίσκων
και οικίσκων
και λυκίσκων
έως τα χαράματα
με δάκρυα και κλάματα
ορίζοντας ημεροκάματα
μια φαντασία του Ονείρου
σπέρματα ποικίλλα του Απείρου
οικογενειών τα δράματα
'στα χαρακώματα του Λίνου
και των αστερίσκων.
Μια μοναδική επιθυμία
γράφοντας να τη γνωρίσω,
την καρδιά της κλέβοντας πιστά
την ευτυχία να χαρίσω
'σε δυο 'μάτια γαλανά
μ'επιδερμίδα τόσο λεία.
Οδηγός τυφλών προς επιβάτες:
''Κάντε διάδρομο,πιλάτες
και ασκήσεις αεροβικής
που θα τονώσουν το κορμί
και χάρισμα θα δώσουν
ευεξίας και τιμής
εκεί που η ζωή
δεν έχει νόημα κανένα και ισχνοί
παλεύοντας με τα θηρία
θάνατο σκορπίστε 'στα σημεία''.
Όλα 'θαύμασα εκείνα
που δε 'θέλησες ποτέ
με στόμφο και πομπή ν'ακούσης
αγγελοκρουόμενος,
καπνίζοντας το θείο ναργιλέ
'στα τρίσβαθα σκοτάδια,
ημερεύοντας τα βράδια
και να 'πης το μήνα
διακοσμώντας τις συγκρούσεις..
Είχα μια ζαλάδα,
μια παράξενη καούρα,
πονοκέφαλο 'στα ούρα.
Την Παλλάδα!
Πόρτες ανοιχτές δε 'βρήκα
μα εναγωνίως μέσα 'μπήκα
σπάζοντας παράθυρα,καθρέφτες,
ό,τι 'βρέθηκε 'μπροστά μου.Ρε,τους κλέφτες!
Αηδία μ'έπιασε,μελαγχολία
μες 'στους θάμνους και τις πόες,
ξεριζώνοντας φαράγγια με τους Τρώες,
αρμενίζοντας με το Αιγαίο 'στη γωνία.
Άλλη δε συνάντησα επιλογή
κατηφορίζοντας γοργά 'στον Άδη,
αίμα χύνοντας,ιδρώτα 'στο σκοτάδι
και φωτιές μεγάλες 'στην αυλή.
Είδωλα θα βλέπης,Ποιητή,
που θα σε κάνουν να χαμογελάς
με όνειρα φανταχτερά 'στην πλέρια γη
και βλέμματα ποικίλλα και περίεργα με χρώμα της φωτιάς.
Δε θα 'βρης αλλού Σειρήνες
και η Χάρυβδις ξερνώντας ύδατα πολλά
κι'εσένα θα ξεράση 'σε λειχήνες
που τη Σκύλλα σου δεν είδες πιο 'μπροστά.
Κύκλος είναι και γυρίζει
που σου γλυκοφτερουγίζει
που δεν έδωσες ποτέ σου σημασία
διάσπαρτος με όνειρα,κοσμογονία.
Πατρίδα μου κατάφυτη,
Πατρίδα μου ηλιοκαμμένη,
'στο χλωμό μου παραθύρι ταίρι
βλέπω και αγαλλιώ το 'ματωμένο χέρι
απαλά για 'σένα τείνοντας,χιλιοτραγουδισμένη..
Δηώσεως κατάλοιπα και μνημοσύνης
λόγοι την καρδιά μου συγκλονίζουν
'στ'άχυρα 'ριγμένη με τ'αυτιά μου που βουίζουν
'στην καλντέρα,το λιμάνι της Κυλλήνης.
'Πέρασαν τα χρόνια και οι μήνες
που 'ταξίδευα 'σε όλον τον πλανήτη.
'Πέρασαν οι πάπιες και οι χήνες
σφάζοντας που έτρωγα ωμές 'στην Κρήτη.
Έλεγε τις ίδιες ιστορίες πάντα
πίνοντας φραππέ,κρασί και φάνντα,
'βγάζοντας τη γκόμενα για ψώνι'από τα Πράντα
'καθισμένος αναπαυτικά 'στη θέση
που προηγουμένως είχε δέση.
'Θαύμαζε την άγνοιά του
'χτυπημένος με τσεκούρι,
σέρνοντας τα βόδια 'στη χαρά του
που δουλειά του ήταν μόνη το παγούρι.
Εντυπώσεις μόνο χάραξε
και 'στ'όνειρό σου άραξε
αγρεύοντας τα πλούτη
με λαούτο και με ούτι.
Άλλην ψάξε για πατρίδα
τελευταία μου φορά που σ'είδα
για Μαλδίβες,Ίμπιζα,Ντουμπάι
ταξιδεύοντας με τον Τσενάι..
Τι βάσανος κι'αυτή
να σου 'μιλούν,να μην ακούς
'στο πέλαγος Σειρήνες,
τα φτερά να σου κοπούν
και να περιπλανιέσαι μήνες
ζωηρά προς το νησί
της Κίρκης και της Καλυψούς!;
Μποξεράκι ασορτί
με μπότες ή γαλότσες
'στο καράβι,'στις καρότσες
μ'ένα μαγικό ραβδί.
Ραψωδός ή μυθοπλάστης;
Ποιητής,φιλόσοφος ή σοφιστής
απόκοσμος,μυθομανής
δημιουργός και πλάστης;
Και μ'έν'αν έχης χέρι
όλα,πάλι,τα 'μπορείς
'κρυμμένος με το ταίρι
μιας ζωής μοναχικής.