Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2015

Σεληνόφως-‘Χιονισμένα όνειρα ‘σε πεφταστέρια ΙΙI

Αναβάδην και παλίμπαις
το της Αλβανολογίας πρόσχημα
βακχεύοντας τα σύνορα
διασκορπίζοντας ελπίδες
και τα'ί'ζοντας τις γίδες
και τα αιγοπρόβατα του Μύρωνος
ζαλίζοντας οικείους
και αναδιφώντας κρύους
με καφέδες των παλαιωτέρων
ήξεις και αφίξεις των εταίρων
εκ των επιλέκτων και δευτέρων
πλάθοντας τις επωμίδες
για την πυρκα'ι'ά ως Νέρων
αερόθεν με τους Πίους.

'Βρήκα λόγον αποχρώντα για να ζήσω
μες 'στην απουσία
με ουρανοξύστες και τα Τείχη 'πίσω,
'μπρός η ευκαιρία
για περιφανή βραβεία
μες 'στην Ιστορία.

Φλογερός σαν πυρκαγιά,
'καμμένος άπο πρώτο χέρι
έβαλα το βουλοκέρι
μες 'σε νου και 'σε καρδιά.

Πεθαίνω μα θα 'ξαναγεννηθώ
με 'μάτια 'στραγγισμένα 'στο κρασί
γυρίζοντας από ταξίδι μακρινό
σαν έφηβος αιώνιος και σαν παιδί.

Ατιμάζοντας τον ουρανό
με χίλιες λέξεις
και δαμάζοντας τις έξεις
μέσα 'στον ενιαυτό
την ώρα που θα πλέξης
χρώματα για να κοσμήσουν
και αρώματα για να κεντρίσουν
το ενδιαφέρον δίπλα 'στο σταθμό.

Αγγίζοντας αδράχτι,
'βγάζοντας το άχτι
'σε πατέρα κι' αδερφό,
οι τρεις μας γη με ουρανό.

Κενό των δεδομένων
έτοιμος για εξετάσεις
την ημέρα των ερωτευμένων
μ'ανεξέλεγκτες διαστάσεις.

'Σε παντέρημη βολτίτσα
'βγήκε βόλτα η σκυλίτσα
και το φαγητόν εζήτει
'σε ολόκληρη την Κρήτη.

Δικαίωμα 'στη λήθη
'ζήτησαν οι μαθητές
εγκαινιάζοντας καινούρια ήθη
μόνο για τις σπαζοκεφαλιές.

Αντικρίζοντας ημίφως πλάι
'στο παράθυρο
ημεροδούλ'-ημεροφάι
με σαγόνια καρχαρία
κατακτώντας και την Τροία
'στο ανέφελο,πεπλανημένο περιβάλλον
των εταίρων,συνεταίρων και των άλλων..

Πόσα πράγματα να κάνης
πριν,ακόμη,να πεθάνης,
πριν σου 'πουν πως θα πεθάνης
και ανάποδα να 'δης ραδίκια,
όταν σκέπτεσαι πως θα πεθάνης
και τ'αντίστοιχα θα πάρης
εύσημα ή ως ο Πάρις
για την εκλογή σου συγχαρίκια;


Τείνοντας 'στο άπειρον από τσιγάρο και καφέ
ζωή 'βαρέθηκα και φίλους
αναδιπλωμένος 'στο μοναχικό μου καναπέ
παρέα με γατιά και σκύλους.



Κορίτσι πόρτας διπλανής
που μου 'ζητούσε ζάχαρι
με 'βρήκε 'σ'ένα ρόλον άχαρι
αλλά πρωταγωνιστικό,φυγής.

Πεπλανημένα δειλινά
και νύχτες άδοξες,πικρά
σαν εγκατέλειψα τη 'μέρα
που κεφάλαιο 'ζητούσε τη Δευτέρ'
αγνώριστος σα 'βρέθηκα μονήρης,
παραληρηματικός αλλά και πάλιν πλήρης.



Ήταν η ψωλή μου μαύρη
και το σώμα μου καπνός
σαν ήρθαν οι 'δικοί μου λάβροι,
θύελλα και κεραυνός.

Τι να έκανα δεν 'ξέρω.
Πόσο,πια,να υποφέρω
βλέποντας εκείνο που ποτέ δε θά 'θελαν ν'ακούσουν
και 'στον κόρφο μου να βάλω και να φτύσω τι θα 'πούν για να με λούσουν..;




Αλεξάνδρα mia
και amore Ρούλα
μέσα 'στα μπαούλα
και την προκυμαία.

Βίκυ τσιάο

και τ'αρριβεντέρτσι μου Μαρία.
'Νόμισα κατάλαβες,θα έγινες κυρία,
έστω φευγαλέα.




Έκλεψα το χρόνο με το στίχο
λάφυρα κομίζοντας 'στα κάστρα
και περιπλανώμενος 'στον τοίχο,
γελαστός,πως κοίταξα με θέρμη τ'άστρα.

Δεν θα έβρισκα υπνοδωμάτιο

με ράντζο 'στο παγκράτιο
αποπληρώνοντας γραμμάτιο,
μοσχοπουλώντας μετοχές
'σε χρήσιμο φρεάτιο.
Μ'εορτινές πολλές ευχές.

28.Ευθύβολον το βλήμα.

Υδρογονοβόμβα,μεγατόνων.
Ζήτημα θανάτου και ζωής και κρίμα
'στους αιώνες των αιώνων.

Παρθένος με Λιοντάρι,

γεννηθείς εν Μπάφρα
με τα χείλη κάποιας Άφρα
για το τέλειο ζευγάρι.

Αναμοχλεύοντας την Ιστορία

και ζητώντας ρέστ'
από χαρτονομίσματα 'στη θέα
πως 'πληρώθηκε πολύ ακαριαία
μετρητοίς και 'βρέθηκε να μου χρωστά την Ουρανία.
Τώρα ψάξε 'βρέστα!

'Ψαρεύοντας την παρακμή

μα νοιώθοντας το σφρίγος
πότε φανερός και 'λίγος
πότε κάνοντας ζωή.

'Βαρεθήκαμε κοψίδια

και το 'ρίξαμε 'στα ξύδια
εκτιμώντας πως θα διαρκέση
αιωνίως και ο νους θα το χωρέση..

Εις διπλούν χοροπηδάς

τ'άντερά σου για να φας
και λόγο να μη δώσης
πουθενά με δόσεις.

Δε 'ζήτησαν το λόγο

και το έριξαν 'στον τζόγο
εμμανείς για 'λίγο παραπάνω,
παίζοντας σαξόφωνο με ντραμς και πιάνο.

Σκέφτεσαι παραπατείς

για μία δόση λογικής
με είδωλα τη φήμη
σα χαράσσεις με τη μνήμη.


Πάντοτε λευκό χαρτί ο νους

'στα μετερίζι'από ανάγκη
θάπτοντας τα πάντα σαν παππούς.
Οι ροδαλές μου αναμνήσεις.

Ύψιστες στοχεύσεις και ρυθμίσεις

με τις ξεφτισμένες απαιτήσεις
βροντερό χαστούκ'
υπερπηδώντας το φαράγγι
του ονείρου,της αλήθειας και της φύσης
τις Ημέρες Τελικής μου Κρίσης.


Χριστούγεννα και πνεύμ'αργίας

συσκοτίζοντας το νου
με χείλη του βουνού
αλλόκοτο κατέλαβε δια της βίας.





Εκείνα που δε θά 'θελες ποτέ να γράψης,
όσα 'φυλακίστηκαν βαθειά 'στη γη
και το μυαλό σου 'πήραν,τη ζωή,
φιλότιμα να προσπαθήσης να συρράψης.

Άγνοια σημαντική κινδύνου
έξοδος θανατηφόρα κρίνου
διαποτίζοντας τα νέφη
με ταλέντο και με κέφι
τραγουδοποιών
και ραψωδών
δρομίσκων
και οικίσκων
και λυκίσκων
έως τα χαράματα
με δάκρυα και κλάματα
ορίζοντας ημεροκάματα
μια φαντασία του Ονείρου
σπέρματα ποικίλλα του Απείρου
οικογενειών τα δράματα
'στα χαρακώματα του Λίνου
και των αστερίσκων.

Μια μοναδική επιθυμία
γράφοντας να τη γνωρίσω,
την καρδιά της κλέβοντας πιστά
την ευτυχία να χαρίσω
'σε δυο 'μάτια γαλανά
μ'επιδερμίδα τόσο λεία.



Οδηγός τυφλών προς επιβάτες:
''Κάντε διάδρομο,πιλάτες
και ασκήσεις αεροβικής
που θα τονώσουν το κορμί
και χάρισμα θα δώσουν
ευεξίας και τιμής
εκεί που η ζωή
δεν έχει νόημα κανένα και ισχνοί
παλεύοντας με τα θηρία
θάνατο σκορπίστε 'στα σημεία''.

Όλα 'θαύμασα εκείνα
που δε 'θέλησες ποτέ
με στόμφο και πομπή ν'ακούσης
αγγελοκρουόμενος,
καπνίζοντας το θείο ναργιλέ
'στα τρίσβαθα σκοτάδια,
ημερεύοντας τα βράδια
και να 'πης το μήνα
διακοσμώντας τις συγκρούσεις..

Είχα μια ζαλάδα,
μια παράξενη καούρα,
πονοκέφαλο 'στα ούρα.
Την Παλλάδα!

Πόρτες ανοιχτές δε 'βρήκα
μα εναγωνίως μέσα 'μπήκα
σπάζοντας παράθυρα,καθρέφτες,
ό,τι 'βρέθηκε 'μπροστά μου.Ρε,τους κλέφτες!

Αηδία μ'έπιασε,μελαγχολία
μες 'στους θάμνους και τις πόες,
ξεριζώνοντας φαράγγια με τους Τρώες,
αρμενίζοντας με το Αιγαίο 'στη γωνία.

Άλλη δε συνάντησα επιλογή
κατηφορίζοντας γοργά 'στον Άδη,
αίμα χύνοντας,ιδρώτα 'στο σκοτάδι
και φωτιές μεγάλες 'στην αυλή.

Είδωλα θα βλέπης,Ποιητή,
που θα σε κάνουν να χαμογελάς
με όνειρα φανταχτερά 'στην πλέρια γη
και βλέμματα ποικίλλα και περίεργα με χρώμα της φωτιάς.

Δε θα 'βρης αλλού Σειρήνες
και η Χάρυβδις ξερνώντας ύδατα πολλά
κι'εσένα θα ξεράση 'σε λειχήνες
που τη Σκύλλα σου δεν είδες πιο 'μπροστά.

Κύκλος είναι και γυρίζει
που σου γλυκοφτερουγίζει
που δεν έδωσες ποτέ σου σημασία
διάσπαρτος με όνειρα,κοσμογονία.

Πατρίδα μου κατάφυτη,
Πατρίδα μου ηλιοκαμμένη,
'στο χλωμό μου παραθύρι ταίρι
βλέπω και αγαλλιώ το 'ματωμένο χέρι
απαλά για 'σένα τείνοντας,χιλιοτραγουδισμένη..

Δηώσεως κατάλοιπα και μνημοσύνης
λόγοι την καρδιά μου συγκλονίζουν
'στ'άχυρα 'ριγμένη με τ'αυτιά μου που βουίζουν
'στην καλντέρα,το λιμάνι της Κυλλήνης.

'Πέρασαν τα χρόνια και οι μήνες
που 'ταξίδευα 'σε όλον τον πλανήτη.
'Πέρασαν οι πάπιες και οι χήνες
σφάζοντας που έτρωγα ωμές 'στην Κρήτη.

Έλεγε τις ίδιες ιστορίες πάντα
πίνοντας φραππέ,κρασί και φάνντα,
'βγάζοντας τη γκόμενα για ψώνι'από τα Πράντα
'καθισμένος αναπαυτικά 'στη θέση
που προηγουμένως είχε δέση.

'Θαύμαζε την άγνοιά του
'χτυπημένος με τσεκούρι,
σέρνοντας τα βόδια 'στη χαρά του
που δουλειά του ήταν μόνη το παγούρι.

Εντυπώσεις μόνο χάραξε
και 'στ'όνειρό σου άραξε
αγρεύοντας τα πλούτη
με λαούτο και με ούτι.

Άλλην ψάξε για πατρίδα
τελευταία μου φορά που σ'είδα
για Μαλδίβες,Ίμπιζα,Ντουμπάι
ταξιδεύοντας με τον Τσενάι..

Τι βάσανος κι'αυτή
να σου 'μιλούν,να μην ακούς
'στο πέλαγος Σειρήνες,
τα φτερά να σου κοπούν
και να περιπλανιέσαι μήνες
ζωηρά προς το νησί
της Κίρκης και της Καλυψούς!;

Μποξεράκι ασορτί
με μπότες ή γαλότσες
'στο καράβι,'στις καρότσες
μ'ένα μαγικό ραβδί.

Ραψωδός ή μυθοπλάστης;
Ποιητής,φιλόσοφος ή σοφιστής
απόκοσμος,μυθομανής
δημιουργός και πλάστης;

Και μ'έν'αν έχης χέρι
όλα,πάλι,τα 'μπορείς
'κρυμμένος με το ταίρι
μιας ζωής μοναχικής.

Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2015

Σεληνόφως-‘Χιονισμένα όνειρα ‘σε πεφταστέρια ΙΙ

Ντουζίν’αυγά,τομάτες και πατάτες
το μενού της συμφοράς από απάτες
με στρουθοκαμήλους και σκυλιά και γάτες
που περίγελω μας έκαναν ημέρα μεσημέρι
κι’,όσοι ανεθάρρευσαν,’χαμένοι ‘πήγαν άπο χέρι.

Πλαγιομετωπικά,’στο δρόμο,
εμποδίζοντας τον τροχονόμο.
Αυτοψία.
‘κινησία
‘στο πολύβουο,αγχώδες
άστυ με παντοίες ρόδες.

Βοεβόδες
άκαπνοι μπασμένοι
δύο τόσο ξένοι
‘στις Παγόδες.

Παράταιρη σιγή ‘στα όνειρα εχάθη
της νυκτός εκείνης κανακεύοντας
το φως και μασκαρεύοντας
της γης το κατακάθι.

‘Χλώμιασα με το δωμάτιο
αράχνες έχοντας γεμίση
παίζοντας παγκράτιο
και τόμπολα ‘στην κρίση.

‘Ματωμένα χιόνια της Αβύσσου
όνειρα φυγής ‘στα χείλη Κροίσου
‘στο ρολόγι το επιτραπέζιο
ζηλεύοντας την απ(ρ)αξία
και χωρίς να έχης μία…

Τι θυμάσαι
και πού θά’σαι
να εξιστορήσης
θαύματα της φύσης,
κρίμα φέροντας βαρύ,
φορτίο κουβαλώντας,
διασκορπώντας αλαφρύ
με άτεχνες κινήσεις;

Στέργοντας χωρίς χαμόγελο,χωρίς ζωή
από τ’απόνερα φιλοδοξίας
που δε ‘στάθηκε να φέρης έτ’εις πέρας.
‘Παγωμένος,ανειδίκευτος πρωί Δευτέρας
για τα σκήπτρα εξουσίας
βάσανο χαλκεύοντας αγώνα για τιμή.


Μεταχρονολογημένες
Εξαργύρωσα τις τελευταίες μου επιταγές
κουπόνια σούπερ-μάρκετ το πρωί
φυλάσσοντας καλά (‘σ)το χρηματοκιβώτιο..
Δεν ήταν περιδέραιο,δεν ήταν,καν,ενώτιο
περίοπτη προθήκη να κοσμή
και ν’αγκαλιάζη απαλά στιγμές προσωπικές.

Πάσχει σίγουρα κανείς
που ‘δέθηκε ‘νωρίς
με όσα του καταλογίζουν
και αδιάφορα σφυρίζουν
ότ’υπάρχει νικητής
‘σε άνισον,ανόμοιον αγώνα
(μ’εξαιρέσεις του κανόνα).

‘Φύλαξα με στόμφο,τόσο,για εσένα
τ’ομορφότερο πετράδι
-όνειρα ‘ματαιωμένα
‘σε Παράδεισο και Άδη-
ότι θα γυρίσης βράδυ
να μου ευχηθής,
τη λύπη ν’απαλύνης
να εξαγνισθής
και,τώρα που αφήνεις
τον αγαπημένο κόσμο,
με λιβανωτό και δυόσμο,
άλλη να προκύψη (να χαρής τη) γέννα.

Κατάπληκτος που τώρα
έφθασεν η ώρα
να δικαιωθής,
περιδεής
από τη μπόρα
(της στιγμής)
της ενοχής
ξεσπώντας,αφανής,
και τρώγοντας
και ροκανίζοντας
μασώντας
και μαδώντας
μασουλώντας
ό,τι έμεινεν αποβραδίς
το νόστιμο το άνοστο
που ‘πέρασε
που ‘γνώρισες στενής
μιας αστραπής
ζητώντας
την πολύκροτ’ιστορία
μα και δώρα.

‘Πληγωμένος αετός,παμπόνηρο κουνάβι,
τρεχαντήρ’η αλεπού,χελώνα περπατώντας βράδυ
Ζωολογικός μισθοσυντήρητος,ανοίκειος η βλάβη,
γι’άνθρωπο που ‘στόχευσε με τέλειο σημάδι.

Πάγια νομολογία να κρατής
το ίσο,να κερδίζης το ψωμί σου
μόνο με δυνάμεις της επιλογής σου
για τα χρόνια της μεγάλης σου σιωπής.

Φαιά ουσία
σαν Κυρία
εκδαπανωμένη
γνώριμη μαζί και ξένη
χείλ’υποκλαπέντα
‘πάνω ‘στην κουβέντα.
Σημειώσεις
άνευρες
προσομοιώσεις
και διστακτικές
εκτυπωμένες
και μοναχικές
με τες καδένες
μ’αποχρώσεις
εύτολμες εχθές.

Περισσότερα
‘σε κότερα
και ‘σε μαρίνες.
Πέντε μήνες.
Στασιμότης
ο ιππότης
ο υπέρμαχος της πείνας
και συμμέτοχος της πρέζας
μιας ‘μικρής Αμυγδαλέζας
‘στα δισκωρυχεία της κουρτίνας.

Γκουβερνάντα
για τα πάντα
‘στην κουζίνα
και το μήνα
‘πληρωμένη
με τα Πράντα
‘λιμασμένη-
‘μαγεμένη
‘στο(υ) Ελλάντα.

Ιδιόχειρη συνθήκη
ως την ήττα ή τη νίκη.
Για τους Εραστές.
‘Ψαγμένη δόξα για τα πλήθη
που αναζητούν τα Νέα Ήθη.
Μύχιες οι ευχές.

Επουράνιο απαύγασμα με νυχτικό
και νυμφοστολισμένη μπέρτα
τον ανέφελον αυτόν,εδώ,καιρό
με την περίεργη κουβέρτα.

Αφασία τόσον ιπταμένη
‘σε χωράφια και ‘σε πόλεις
μιας βροχής αγαπημένη.
Σαν τραγιά και σαν αγρίμια
ρόλους διαμοιράζοντας συντρίμμια
ζόφο να ζωστούμε της πανώλης.

Κάθε μου γραμμή και πόνος,
κάθε πόνος μάθημα σωστό
από τη θλίψη και τον παγετό
να ‘δω πως είμαι μόνος.

"Τα πράγματα θα στρώσουν.",
έλεγες και παραστατικά
μού έδειχνες τα κτήρια
τα μεγαλοπρεπή και εισιτήρια
‘παιτούσες για ‘μωρά παιδιά.


Ενημερωμένο βιβλιάριο
για τα λεφτά που είχες
ίδιο,ακριβώς,τροπάριο
καβγά μονού,για τρίχες.

Τον κόσμο σου ανάποδα γυρνάς
παρηγοριά και δύναμη να ‘βρης
και,όσα,με την παρρησία σου,ξερνάς,
ανώγεια κατώγεια της γης.

Έγραψα,’ξανάγραψα και δώσ’του πάλι
Πόντιος να μας χορεύση,εύθυμος,τον πεντοζάλη
μήπως ‘λίγο και για όλα,πλέον,’ξεχαστούμε
και χαρά και κλέος ‘στη ζωή να ‘δούμε.

Σφυροκοπώντας το παράθυρο,
σμιλεύοντας πυκνά τη γλώσσα
μιας ‘στερνής ιδέας,Θε μου,πόσα
έπλασες μονάχα μ’ένα Λόγο!

‘Στο εργοστάσιο
Βαρειάς ατμόσφαιρας το νέφος ‘στους εργάτες
‘κλόνισε την ψυχραιμία του Συμβούλου,
ανεμίζοντας τα χέρια,πόδια και τις πλάτες
-‘στα σκαριά- του χρυσοθηρικού μπαούλου.
Καταχνιά καπνού,εκεί που τίποτα
δε ‘φύτρωσε,παντού,ανείπωτα
για τις εξαγωγές του υποφέροντας
και τις εγκαταστάσεις μεταφέροντας
ευθύς αλλού..

‘Ζήτησα το φύλλο
με το σκύλο
και τη γάτα
σαν πατάτα
που απλώθηκε να κοιμηθή,
σαρακοφαγωμένη και ισχνή.

Σιγαλιά με τόσες νότες
επουράνιες από ‘ψηλά
‘στο φως να κυματίζουν,
με τα φύλλα να θροῒζουν,
τις κομψές μου μπότες
ως τον κόρφο να γυαλίζουν,
ψάλλοντας Παιάνα ρυθμικά..

‘Τεντώθηκα το στίχο μιας αναπνοής
να ‘βρω,απόγιομα και σούρουπο,βραδιά
ειλικρινή και τίμια ‘στο χείλος της οργής
ανώφελα να κλέψω ‘σε θολά νερά.

Ψάχνω κάτι να κρατήσω
φλέγον ‘σε δυο χέρια
με τα περιστέρια
σύντροφους καλούς ‘ξοπίσω.
Ψάχνω κάτι για να ‘πω
αρπάζοντας τ’αστέρια
και ‘στο φως για να χαθώ
ν’ανοίξουνε τεφτέρια.

Δεν είχα λόγια και τα ‘βρήκα
μες ‘στην άβυσσο που ‘κλείστηκα,
τον εαυτόν αποχωρίστηκα
και την αυγή για προίκα.
Είχα θράσος τέτοιο που δεν ‘μπήκα
‘στο στρατό για λόγους ευνοήτους,
κοπιάζοντας να φθάσ’ως και την Πνύκα
ν’αρνηθώ με πείσμα τη ζωή τους.

‘Χυλωμένα λόγια ‘στο Βραχάτι,
πάθη ανεπίγνωστα και άλγεα πολλά
τα όνειρα εσίγησαν ‘στο άτι
‘φάνηκαν σαν καταιγίδα ‘στην καρδιά.
‘Ψαρωμένα χείλια ‘στα βουνά
καρποφορώντας την ελπίδα
ζυγιζόμενα χωρίς πυξίδα
με κραυγές και ουρλιαχτά.

Ρωσσίδα ιερόδουλος,Πακιστανός εργάτης,
Αλβανός κακοποιός,Αιγύπτιος ‘ψαράς,
η Νέα (μετεκόμισεν) Ωραία μας Ἑλλάς
‘στα Τάρταρ’απαξίας,χρόνιας απάτης.


Φρούδες οι ελπίδες να φανής
και μάταια πως θα γυρίσης
δάκρυα πολύβρεκτα της χαραυγής
και θαύματα νεοφανή της φύσης.

Δεν είχα κάτι για να 'πω
και όλα 'μοιάζαν ίδια,
ώσπου τ'όνειρο,εσπερινό,
με 'γέμισε στολίδια.

Όνειρο του κόσμου μελιστάλακτο
και βάπτισμα πυρός του αιωνίου,
όχημα νυκτός απρόσιτο και των ορέων
της ζωής ανδρός και γυναικός ολβίου.

Χρυσοποίκιλτες φιγούρες
και μεταξωτές μεταμφιέσεις
'στο μυαλό μου φέρνουν σβούρες,
έτοιμες να τις φορέσης.

Το μυαλό μου 'στην Καβάλα,
η καρδιά 'στη Δράμα,
φευγαλέα όνειρα 'στη γυάλα,
χάλυβα το κράμα.

Φυσιογνωμικά σε 'γνώριζα.
Δε θα 'χες κάτι ουσιώδες να μου 'πης.
Από φωτογραφίες αναγνώριζα.
Δεσπόζουσα μορφή ονείρατα ψυχής.

Μαύρα σύννεφα 'λαμπύριζαν με ούριο
'στο αρχιπέλαγος βαθιά
και την ανέμελη καρδιά
καμώνοντας,ως τώρα,οχυρό και φρούριο.

Με πεντάευρα 'στη μέση και 'φθαρμέν',
απατηλά,σαν όνειρα,του χρόνου 'σκουριασμένα
και ζωή,πανάσημη μα δόλια,
'χτισμένη με κυκλαδικά ειδώλια.

Πυρά για τους ικέτες,
δόξα για τους τεθνεώτες
και μακαρισμοί 'σε πότες
που συνέλαβαν δραπέτες.

Παρασκευή 9 Οκτωβρίου 2015

Σεληνόφως-‘Χιονισμένα όνειρα ‘σε πεφταστέρια

‘Σκιασμένα κρίνα ‘στην Αψίδα
‘χαραγμένα με το πόδι
σέρνοντας-τι βόδι!-
και αψίθυμα προς τη λεπίδα.

Ανεμοδούρα για τους ναυτικούς
και σπόρος για τις κότες,
ζηλευτή πηγή δροσιάς
για μέθυσους και πότες.


Ψιλόβροχο ‘στο μνήμ’
αποκοιμίζοντας το κύμα
μ’ένα φως φανταχτερό
της νιότης δένοντας τ’αποκαῒδια
και σκορπίζοντας φτερά μες ‘στα παιχνίδια
νου,καρδιάς και του εγώ.

Μούσα έωλη ‘στην πρέσσα
με τα γιατροσόφια και κομπρέσσα
για εκείνους που ‘χαρήκαν
και ‘στη σχόλη μόνο ‘βρήκαν
ό,τι ποθητό κι’ευθές και αληθές
με συνταγή από το σήμερα ‘στο ‘χθές.

‘Στο σεληνόφως μάγεμα και ρόδο του Απρίλη,
ανθισμένη λεμονιά ‘στο προσκεφάλι
σ’είδα και,χαρούμενος αγάλι αγάλι,
με την προσμονή σου να δροσίζη μου τα χείλη.

Κάθε νύχτα καρτερώντας
το βελούδινό σου πράμα
‘στ’όνειρο να δίνεται
γεμίζοντας το δράμα.

Από κλητήρας οδηγός
και οδοντίατρος Δεσπότης
στίγμ’αφήνοντας σαφώς
‘στο σώμα το μαγιό της.

Λαμποκοπώντας τη φθορά,
διασπείροντας το φόβο
γαρνιτούρα φαγητά
ολόσωμο σε κόβω.

Χαρίεις Ἐλικών
κι'Ἐρύμανθος ἁβρότης
ἡ ἀστείρευτος πηγή
γηράτων καὶ τῆς νιότης.

Γυρεύοντας μιας γκόμενας το πάρκιν(γκ)
αισθανόμενος πως είμαι ‘στον αέρα
με φτερά γευόμενος τα στάρκιν(γκ)
λαίμαργα τη νύκτα έκαμα ημέρα.

Πλαγίως κενολόγος,ως ερημοσπίτης,
‘κράτησα τον Άτλαντα πολύ ‘ψηλά,
ταλαίπωρος,’στου δρόμου τα ‘μισά,
το κύρος και την αίγλη αναχώματα πιστά,
το μέλλον εφαντάσθηκα μα τι βραδύτης!

‘Κάλεσα ‘στο μνήμα
όλους όσοι ολοπρόθυμοι,εκεί,
μου ‘στάθηκαν ‘στο κρίμα…
Τι αναισχυντία!

Θρίαμβος,ωστόσο,
να ποθούν και να μη ‘θέ ς
τα Γουάι νοτ και γουάι γιες
και οπτασία
να πωλής την προστασία
όσον-όσο..

Λογύδρια εκποίησης,
φερέφωνα της Ήρας,
προσκομίζοντα της Ποίησης
τα γνωμικά μιας Μοίρας,
αθετώντας τον παλμό της Λύρας
και φρεσκάροντας Σουρή.

Οργανοπαίκτες "Οἱ ἀτάλαντοι"
και μουζικάντηδες "Οἱ μερακλῆδες",
της Αθήνας,με ωτοασπίδες,
ψηφολέκτες πολυτάλαντοι
και περιφέρειας γυψοσανίδες
κάνοντας μεγάλη τη ζωή.

Ανα-σύρσου τη Δευτέρα
με πανώλιν και χολέρα
μύχιους κάνοντας εκείνους
που υπέκυψαν ‘στους κρίνους.

Εκ-διπλώσου και την Τρίτη
σα γεράκι,σα σπουργίτη,
δώσε τόπο ‘στην οργή
να λάμψη,να φανερωθή

και

πάλι,Σάββατο και Κυριακή,
να συνεισφέρης το μαγνήτη.



Μέριμνα ουδόλως
αν από ‘νωρίς
βρακί και κώλος
‘γίναμε-να ‘δης

που δεν υπήρξε ‘στις προθέσεις,
πάναγνες,σχεδόν οσιακές,
να μείνουμε από τις σχέσεις
φτωχαδάκια κι’εραστές.


Τι έμεινε να ‘πης,
πηγαίε Οδυσσέα,
με ζιζάνια παρέα
του κοιτώνα,
προμαχώνα,
‘στο μαρτύριο της γης;

Τι άλλο θα εφεύρης,Πηνελόπη,
όντως,να καθυστερήση
της Ιθάκης τους επίδοξους μνηστήρες
που,προσφέροντας τη λύση,
θα λυθούν τα χέρια και οι κόποι
να υφαίνης για να πλύνη ‘στους νιπτήρες;


Φαρδύνοντας τα παντελόνια,
μαγειρεύοντας τα κανελόνια
‘σε απόσταση ‘μισού χιλιοστού
(από απόφαση της διαιτησίας).
‘Σε κατάσταση,εξόχως,πανικού
πλειστηριάζοντας τα όρια της Τροίας.


Ξένε,άλλην ψάξε για πατρίδα
βάζοντας περικνημίδα
και κρατώντας βακτηρία.

Δεν είν’για σε η γη αυτή,
δε σου ταιριάζει για ζωή
να δείχνης τέτοιαν απαξία.


Πολυφορώντας λέξεις,φράσεις και ιδέες
έμοιασες των όσων οι πληγές,γενναίες,
έφεραν καταστροφή.

Σπερμολογώντας αυθωρεί
τον κόσμο αυτομάτως ‘θάρρησες θ’αλλάξης,
δείλαιος για δεδομένα και για πράξεις.


Σημαίνον στέλεχος ομολογεί:
"Δεν είχαμε και ‘δώσαμε τη γη,
πλησίστιοι θορύβου της αρχής
‘τρυπώσαμεν,εργάτες της φυγής,
μοιράζοντας τες υποσχέσεις
αφειδώς,κατά ριπάς,και θέσεις".


Πρώτη μου φορά που είδα
ελικόπτερο σαν πυραμίδα
(πρώτη μου και τελευταία
που αντάμωσα βεβαία
τη συνείδηση με την καρδιά
‘στο σμιλευμένο μου σκοτάδι
ρίπτοντας το παραγάδι
προεξέχοντας βαθειά..)
‘ψιμυθιωμένο ‘στα κρυφά,
ολόγλυπτο,ανάγλυφο και να πετά
και ‘φορτωμένο αναμνήσεις
πως δεν είναι ώρα να γυρίσης
‘στ’άγρια χαράματα και βράδυ
να μου ‘πης,για να θυμίσης,
"Ήτανε πολύ αργά"…


Όσο και να ζης,δε θα ‘πετύχης
κάλαμο βουτώντας και να βήχης
τα σπουδαία να υμνήσης
και να ‘δης τοπία για να λύσης
‘λίγο-‘λίγο
που σου κρύβω
τώρα δα
‘στα φανερά
τον κόσμο και τον κόμπο που σε δένει
με τη γη και αενάως περιμένει
                           να κυριαρχήσης..


Τρεις Δεσπότες και μια κλώσσα
ψάχνοντας τον Αλιόσα
να ξεφύγουν (η Κατάρα)
παροδεύουν προς Χειμάρρα.

Με την καραμπίνα για πελάτη
άλλοτε προς το βοριά και άλλοτε με μπάτη
και ‘ψαρεύοντας το άπειρο
με ουρανό θερμό και ζάπυρο.

Στήθη μαυρομάτικ’αναπνέοντας από ‘ψηλά
ραντίζοντας το βράχο της σιγής σταλαγματιά-σταλαγματιά
‘στη ζέση ξένης αγκαλιάς
τα ‘μάτια σου φιλώντας της καρδιάς
Πατρίδα έψαξα να ‘βρω
‘σε μέρος ευαγές και φωτεινό.

Πυκνόφυτη ορμή ‘δεμένη ‘στα κατάρτια
‘κύλησε σαν αίμα κτίζοντας παλάτια
‘σε αμμόλοφο που ‘χώρισε
τον προϊστάμενο και διόρισε
σα ‘βουβαμένο καναρίνι
φίλους,συγγενείς και άλλα σμήνη.

Κοάζοντας τη Δόξα
και ονει-ρευόμενοι μια Μόξα
‘σπάσαμε το φράγμα,
τραυματίζοντας ανάμεσα,
ζημιωθέντες άμεσα
για κάποιο πράγμα
καταγής
που έσυρε
‘νωρίς.

Σφικτή αμυγδαλιά
της Λεγεώνας Ξένων
‘πιάστηκε ‘στην αγκαλιά
μιας χούφτας ‘ξεπεσμένων.

Τον καλύτερο με τη μεζούρα
στίχο ‘θάρρεψα
πως ‘βρήκα
μες ‘στο Ι.Κ.Α.
λες και ‘ψάρεψα
τον ήχο.Τι αληθινή σκοτούρα!

Ψάλλε,Μούσα,την Αιδώ
και,Χάριτες,τη Δίκη
άλληνε ‘μπροστά μου να μη ‘δ(ι)ω
μιαν πλέρια τέτοιαν καταδίκη.

Θολά οι αναμνήσεις
έφεραν τοπία
σμίγοντας και κρύα
όνειρα μιας φύσης
άγονης και στείρας
‘στον απόηχο της Λύρας.

Ξέφτια τα κομμάτια
του χρυσού με(ς) (‘σ)τα καράτια
και αδάμαντος τα χείλη
‘νωτισμένα τον Απρίλη.

Ξέφτια τραύματα ‘στο νόστο
μιας βραδιάς γεμάτης πόστο
και καθήκον
εν τω μέσω λύκων
και αρπακτικών
κομπόδεμα
για ‘ξόδεμα
προς δόξαν των Αστών,
προς τέρψι Χορηγών.

Κρύο ντους μες ‘στην αλάνα
με τα ξυραφάκια
σαν παιδάκια
‘παίζαμε χωρίς τη Μάνα.
Άλλη ‘θέλαμε μα ήρθε φως ουράνιο
να μας σκεπάση με το θράσος μας τιτάνιο
να βλέπουμε την τελευταία της οδύνη,
να σπαράσσεται,’στα δεξιά να επικλίνη
και γαλήνια τους πάντες ν’αποχαιρετά.
Τι δυστυχία κι’ευτυχία να φυσά!

Τ’αστέρια ‘θέλησα να ρίξω
‘πάνω σου να σκεπαστής
με τον Ηλιάτορα ‘νωρίς
αγάπη τόσο για να δείξω.
Δεν είδα πως γυμνή
σε άφησα,εκεί,
ανήμπορη,’στο Φρίξο.

Τσιγαράκι για το δρόμο
και βαλίτσα για το χέρι
συνεπής και με το νόμο
φεύγοντας με νέο ταίρι.
Αλλαγή των παραστάσεων
και σπάσιμο της γυάλας
και των τοίχων μιας μπουκάλας
‘στη χορεία ευγενών συστάσεων.

‘Στον ώμο
με τσαντάκι
προς Αρένα
και τη χτένα
‘στο σακάκι
για το Νόμο.
Με τη φύση
για γαμήσι
και το βλέμμα
Ουρανό
με κρύο αίμα
‘στο χωριό.

Αιώνια μάχη
για γαργάρες
με στομάχι
για τις -λ-άρες.



Τσιμπολογώντας κάπως την αναπνοή
για να γεμίσω μόνο μπαταρίες
άχαρη γοργό με βήμα έκαμα ζωή
γυρεύοντας παραπληγίες,
συγκεντρώνοντας δικαιολογίες.
‘Λίγη δόξα,’λίγη μόνον εξουσία
ονειρεύθηκα να στείλω
θαρρετά με γράμμα ως πρωτοπορία
ταξιδεύοντας ‘στο Νείλο.
Μυστική
Αποστολή
διεκδικώντας Λόγο,
ύπαρξη,ελευθερία
‘πό τον εθισμένο τζόγο
και την ασυναρτησία.
‘Στην Εποχή των Παγετώνων,
πλέον,ζώντας
̶ Π(π)ο(ό)κα-χό(ν)ν(ν)τα-ς  ̶
την ‘ψαριά μου κάποιων τόνων
‘ζύγισα γενναίως,
‘ζύγισα τυχαίως
με θυμό και δέος.

Μαδώντας στάχυ ‘στο χωράφι,
τρέχοντας σαν άγριο ελάφι…….

Ποτάμι που δεν έρευσε ποτέ,
καρδιά που αιμορράγησε παλιά…….


Τις τελευταίες μου
ιχνηλατώ Ημέρες
που τα Παραμύθια
διαδέχθηκαν οι Βέρες.


Βράδυ και το φως ‘παιχνίδιζε,τρεμόσβηνε ‘στο ξέφωτο,
το μούχρωμα τις σκέψεις ‘στίλβωσα του μέλλοντος
ν’αντλήσω κάτα δύναμιν ανέσπερα
τη νιότη που εχάθη και το κύμα που κοκκάλωσε
τα όνειρα και που τους έδιδε λαβή και αφορμή
εκ νέου για σεργιάνι και καντάδα
μύχια,ιδιαίτερα γνωρίζοντας την πλάση.
‘Στ’Όρος σκαρφαλώνοντας με νου και βιάση
της απανθρωπίας τους ληρώδεις οδηγούς
περιπλανώμενος απροσδοκήτως με ‘λιακάδα
και αγριολούλουδα μαζεύοντας από αφηρημάδα
υπερήφανος που δε συνάντησα Θεούς
να ψιθυρίζουν ‘στο αυτί και γνώση να ψελλίζουν
άτιμη με προσδοκίες να πορεύονται πεζή.
Φυλλοβόλησε και τα καῒκια
προσαράζοντας μες ‘στα ραδίκια
έκαναν ολόκληρη στροφή
για ν’αποκοιμηθούν αργά ‘στο πέλαγος.

Δεσμώτης χρόνος ‘στη σιωπή
δεσμώτης πόνος την αυγή
αράδιασε τις αμαρτίες
πλήρεις ημερών κηδείες.

Βαδίζοντας προς το αχνόφως,
‘κεί,που σταματούν οι μνήμες,
έπεσα,’τραυμάτισα
τις φτερωτές μου κνήμες,
ουρανός αστράπτοντας,
τα σύννεφα πυκνά,
η δόξα μου μεγάλη
και προς δόξαν το κεφάλι,
φευγαλέα η ‘ματιά.


Παρατεταγμένος πάγος
με κηλίδες μες ‘στο άγος
της καρδιάς που ‘φίλεψε τους πάντες
και τα όνειρά της είδε με τις τσάντες

να σκορπίζονται ‘στον άνεμο
μες ‘στο λιμάνι το απάνεμο
‘σε ‘μέρα βροχερή και άδεια.
Ύδατα,πετρέλαια και λάδια.


Τι ‘κόμισες,τι αξιώθηκες,ω Ποιητή,
να ‘πης,ευέξαπτος,από τα μύρια
που ‘φανερώθηκαν με χείλη κύρια
ένοχα και ποταπά ‘σ’ολόκληρη τη γη;

Πυρά τα φίλια σαν ομελέττα
ξεφυτρώνοντας με κράτος οπερέττα
και τη ζήλ(ε)ια όλων να δεσπόζη
‘σε κορμί που ζέχνει και που όζει.


Παγωνιά δροσοσταλίδων
επιφορτισμένη και ‘σε κώμ’
αειθαλών ελπίδων
‘σ’ένα σκληραγωγημένο σώμα.


Περίχυτη,φωτόλουστη καλντέρα
‘σε μαβί και τυρκουάζ,
υποδεχόμενη κεραυνοβόλα πλοία.

Εκ του σύνεγγυς εσπέρα
‘σε πισίνες και ‘σε πλαζ,
απόμακρη γι’ανθρώπους και θηρία.
                   

Λευκαδιώτισσα γυμνή που ξέμεινες ‘στον πάγο
και Ζακυνθινή ‘μορφούλα,Κερκυραία
η μελωδική ‘σε χείλη των ΑΜΕΑ
επιδέξια χορεύοντας και συν πατάγω,

Ύμνον ψάλλε της Ζωής,
εμβρόντητα,θερμής..

Κυριακή 25 Ιανουαρίου 2015

Ἄρτι ἀφιχθείς

Το μουνί και το ρολόι
‘ψάρεψαν το κομπολόι.
‘Μάτια,στόμα και αυτιά
τη μύτη έσυραν ξυστά
‘σε γεύμα,φλεβαρίζοντας
από ευχές-τι σόι
και τι διαδρομή ορίζοντας!-,
κωδίκων κωδικών,αφρίζοντας,
τα μέλη ‘δώθε-‘κείθε κείμενα
‘σε χαμερπή και υπερκείμενα
                                           (Οστά).

Τσιγάρο και λυγμός
ανάποδος καιρός
‘σε φύση πλούσια,
ζωή ανούσια
και άγρυπνο το βλέμμα
ο ιδρώτας με το αίμα
σμίγοντας από το άστυ
που κραυγάζει τόσον ‘Άστη’..


Γεννώντας φήμη λησμονείς
το ποιος θεός επί της γης
απέστειλε τους Μαθητάς και Διδασκάλους και τους Μάγους.

Θρυμματίζοντας Εικόνες τώρα
Δισκαρίων
ο Αρίων
με τη Λώρα
του Τριάντα στόμαχο πληθύος ‘σε ‘μερόνυκτα του Άγους,
άλλη φύση,
να κινήση,
άλλο σώμα
μες ‘στο πώμα,
κάστανα και κάρβουνα -ποιος ‘ξέρη;-
και σερβίροντας ‘στο πρώτο χέρι..

Αοιδέ μονάκριβε,πολυαγαπημένε
οδηγός που έγινες,γνωστέ μαζί και ξένε!


Εκλόγιμος η θέσις
με ποικίλλες σχέσεις
τις αιρέσεις
(βηξ νευρωτικός).
Υπόστεγος ελπίς
δεσμία:’’Κρίσ’’’.


Νάμα κράμα
Πειραιώς Αλφάδι
φθάνοντας ‘στον Άδη,
ξεδιψώντας με Τεκίλλα
και αχρείαστα τα Μήλα
Ολυμπιονίκη.
Πώς ενώθηκαν οι κρίκοι;
Άριστο σημάδι.

Καθιστός ιστάμενος
σαν προϊστάμενος
τραγουδιστής του μήκους
και προσέχοντας τους λύκους
με φλουριά λιβάδι
εποχής:
"Μη γελασθής",
ο στρατιώτης,
"και ‘βρεθής
και πότης
και Κριτής
αντάμα"!

Δαφνοστεφής ο Τόνος
με περισπωμένη
να σε περιμένη.
Μέγας άθλος πάντα,
μέγας Άθλος,πόνος…


Κρανίο
Δύο,
Πέντ’,
Επτά,
Εννέα.
Παραπέντε
και Πηγαία.
Τι δαμάζεις και ‘μπορείς
ανήσυχος να κοιμηθής;
Τι ‘θέλεις η ανάγκη
να σου φέρουν πάγκοι;
Τι ζηλεύεις και φθονείς;
Που δε ‘γεννήθηκες ‘νωρίς;
Τι έχεις και κατέχεις,
δέχεσαι και απορρίπτεις
‘στα υπόγεια μιας κρύπτης;

Πυρασφάλειαι "Μινέττ’"
από το Λαύριον ως την Κινέτ'
απόηχος αυτασφαλείας για ξεπέτα..


Αρκαδική φωνή
εν Αργολίδι μάρτυς,
των Αγαρηνών ο γδάρτης
μα ‘στη φυλακή.


Αποχρώσεων ο ζάπλουτος
ενθέως άπο Βήμα
βήμα-βήμα ‘πάρθηκε,
τον έπνιξε το Κύμα.


Κορακιασμένο πρωινό
με βάσανα ‘στην πλάτη
άνοιξε ‘σ τας θύρας του
βασιλικό παλάτι.

Επίταξιν αρνούμενος
με λόγους φλογοβόλα
πότ’εδώ και πότ’εκεί
αρπάζοντας τη Βιόλα.

Το μέλλον ετεντώθηκε,
το παρελθόν εσβύθη
μόνος εναπέμεινα
και γύρω έζων πλήθη.



Μεταξύ λιβανωτών και κρίνων
οι Πυργίσκοι σου τριγύρω,
υποφέροντας από το λήρο
μιας μοναχοκόρης των Ελλήνων.

Μείζονες κ'ελάσσονες χορό

παραστρατήματα
δυο μόλις βήματα
παράταιρα 'στο Γεμιστό.

Βραχέα και μακρά,

μεγάλα και 'μικρά
'στο Πι και Φι
ο ουρανός-η γη.

Ασήμια τα φλουριά

'στον ήλιο λαμπυρίζουν
που τ'απένταρα παιδιά
'στον ουρανό σκορπίζουν.

Φωτιά πυκνή τα χείλη

και το στόμα παγερός ιδρώτας
μες 'στα ίχνη μιας ντακότας
πότ'εχθροί και πότε φίλοι.

Σπασμένα φρένα που ο Πάτροκλος από το φόβο επενδύει

δάνεια 'στις αμμουδιές που 'δέσαμε την τύχη
και 'χωρίσαμε ακαριαία με τον πήχυ
μας ανεβασμένο πως Διί Πατρί ευθέως και ομνύει.

Τ'όνειδος το σφρίγος

και το μεγαλείο,
ποταπός και 'λίγος,
'σ'ευγενές δοχείο.

'Κρατήσαμε το χρόνο μακριά

μη μας αρπάξη μια δυσεντερία
και η 'μέρα μας απέβη,
πάντως,φωτεινή,στιλπνή και λεία.



Βραχνᾶς πολύ ὁ κόρος
ὑπναλέος δορυφόρος,
τυπικός συνοδοιπόρος
ὡς ὀμφάλιος θὰ μείνῃ λῶρος.

Ἀντίστροφος ὁ Χρόνος
καὶ ἀκέφαλος ὁ Κῶνος
τὴν τελεία του ἐπισκοπεῖ
πολυεπίπεδα 'στὴ γῆ.


'Στὰ ὂνειρά του διὰ τοὺς Λάρητας
δὲν εἶχ’ἐπιλογήν
καὶ 'στὴ σιγήν
τὸ ἔργον,αἰσθησιακό,'σ τὰς Χάριτας
ἀφιεροῦται.
Μακραίωνος ἀνήρ
τὰ χείλεα ἡνώθη
καὶ εἰς τὸ ἀπόσπασμα τῆς Τρῆρ
τὸ μέλος κατεπόθη.



Μίμησις τοῦ εὐτελοῦς
ὁ ἀκροβολισμός
ἀπόηχος Ἀργοῦς
ἀσήμαντος,κενός.


Πνιγμένος ‘στα τσιγάρα,
βουτηγμένη ‘στη λαχτάρα.
Βυθισμένος ‘στα σκουπίδια
και να τρώη κουνουπίδια.

Όλον τον καιρό περνούσε
-ίσαμε που δε χειροκροτούσε-
τη σκιά του για σφαλιάρα
θεωρώντας ως αποκαΐδια.


Ανώφελο μα γράφηκε
πως τίποτα δεν παραγράφηκε
γνωστό ή άγνωστο(μελέτη)
ταξιδεύοντας ‘στον υψιπέτη
ουρανό
με το κανό.
Τι τραγικό!


Δε ‘βρέθηκε κανείς
το βράδυ της απονομής
να συγχαρή για το ευτύχημα
της μέθης.
Αλέθεις,
σπέρνεις και οργώνεις
και θερίζεις το ατύχημα
της μόνης.

Σύννεφα σπερματικά
‘στον ουρανό του Κρόνου
άνθη διαλεχτά
‘στον κλίβανο του πόνου.

Κρανίου Τόπος και οχλοβοή
από τα νέφη πλουμισμένα
μ’ασυγκράτητη ορμή
‘στο έδαφος ριγμένα.

Ό,τ’είχες και θα ‘πης
απ’όρυγμα του Μίδα
μη ζητής
προμετωπίδα.

Παιγνιόχαρτο σημάδι
τ’άντερα σωστά του Άδη
καθ’οδόν προς Λιανοκλάδι.
Μέλι,ζάχαρη και λάδι!


Κρίμα που ‘παιδεύθηκες ‘νωρίς
και το ελάχιστο για βήμα τέτοιο
‘βρίσκοντας δε ‘μπόρεσες να κάμης
σαν Πασάς,Βεζίρης και Καϊμακάμης,
σκληροτράχηλος από συμβάν αναίτιο
μα γλυκομίλητος και προσηνής.

Κρίμα που τον πατριωτισμό σου
είδες να εξαργυρώνη μετοχές
της Άλφα και ‘στη Γιούρο,
λόγων ‘σ’επιδείξεις Λούρο
να προβαίνης,ασφαλές
κερδίζοντας το έδαφος,
επαισχυνόμενος από τον Κούρο
που ατένιζε τον πανικό σου..

Κρίμα που τη φύση
σου,ανίκανος συγκρίσει,
ευτελίζοντας,ελπίζεις
μέλλον να ‘χης κι’άλλο να κερδίζης..


Τα όρια τραβώντας
και το μαγικό χαλί
‘σε άκρα
την φαλάκρα
κοίταξε φιλώντας
ό,τι σ’έδωσε (‘στ)η γη.



Ἁρματωμένοι εὐειδεῖς πρὸς Τροία
καὶ κομψῶς
γιὰ 'λίγο φῶς
τὴ γλῶσσα μας ὁρίσαμε "Κυρία".

Ρίχνοντας κοντά σου
τη σκιά ‘στο άρωμά σου
σα φλεγόμενος κρατήρας,
υποψήφιος μνηστήρας
‘στην αποστροφή της μοίρας.

Σκιερά ‘μερόνυκτα τραυματικά
για μιαν απόφαση που δε γεννά
παρά τον ομφαλό,τουλάχιστον,της φήμης
‘στ’ακρογιάλι του Φαλήρου και της Κύμης.

Ανεμίζοντας μαντήλι ρυθμικά
και με ποδήλατο για τουρ,
σιγοψελλίζοντας το ‘‘Βουρ’’
προς στίφη άτακτα πολλά..



Δε ‘μιλούσες ‘στο λιοπύρι.
Δε ‘μιλούσες για χωριό.
Το μόνο-‘τήρησες το χαρακίρι
που σου έδινε σφυγμό.
Τα πάντα έκανες ‘στην μπάντα,
‘πλήρωσες για γκουβερνάντα,
για την αγορά μιας Πράντα
με ανέφελο καιρό.

Παρέστησες το συγγραφέα
που προδίδεται ακαριαία
και ‘στους νόμους των τυφλών
σαγήνη θα κομίζει
των χιτώνων του ‘στα Νέα,
κακοφορμισμένα,ωριαία,
οίκαδε που ευνουχίζει
τις γραμμές που ατενίζει
και ‘σε πείσμα των καιρών..

Ξερνώντας λάσπη με τον Πάρι
‘στα πατήματα του αποχωρισμού
για τον Καρνάβαλο του Δράκου
‘σε στρωτή οδό αλλά του κάκου
τώρα,πια,που με τη θέα του συρμού
‘γειώθηκε το ματζαφλάρι.

Βασιλιάς με την πορφύρα
‘στ’όνειρο να βλέπει στρατιώτες
όσους έρχονται με γεμιστήρα
θείες προσφιλείς του τόσο νότες.

Νεοϋορκέζος,Γενοβέζος,Φράγκος
συνοδά του όλα μα και σπάγκος
πλάι-πλάι σαν αμφίδρομη μια σπείρα
της ζωής που έκαμεν η μοίρα.

Σα βεντάλιες ψυχανθή
στολίζοντας το μνήμα,
κρύβοντας από τη γη
θανατηφόρο βλήμα.