Το μουνί και το ρολόι
‘ψάρεψαν το κομπολόι.
‘Μάτια,στόμα και αυτιά
τη μύτη έσυραν ξυστά
‘σε γεύμα,φλεβαρίζοντας
από ευχές-τι σόι
και τι διαδρομή ορίζοντας!-,
κωδίκων κωδικών,αφρίζοντας,
τα μέλη ‘δώθε-‘κείθε κείμενα
‘σε χαμερπή και υπερκείμενα
(Οστά).
Τσιγάρο και λυγμός
ανάποδος καιρός
‘σε φύση πλούσια,
ζωή ανούσια
και άγρυπνο το βλέμμα
ο ιδρώτας με το αίμα
σμίγοντας από το άστυ
που κραυγάζει τόσον ‘Άστη’..
Γεννώντας φήμη λησμονείς
το ποιος θεός επί της γης
απέστειλε τους Μαθητάς και Διδασκάλους και
τους Μάγους.
Θρυμματίζοντας Εικόνες τώρα
Δισκαρίων
ο Αρίων
με τη Λώρα
του Τριάντα στόμαχο πληθύος ‘σε ‘μερόνυκτα του
Άγους,
άλλη φύση,
να κινήση,
άλλο σώμα
μες ‘στο πώμα,
κάστανα και κάρβουνα -ποιος ‘ξέρη;-
και σερβίροντας ‘στο πρώτο χέρι..
Αοιδέ μονάκριβε,πολυαγαπημένε
οδηγός που έγινες,γνωστέ μαζί και ξένε!
Εκλόγιμος η θέσις
με ποικίλλες σχέσεις
τις αιρέσεις
(βηξ νευρωτικός).
Υπόστεγος ελπίς
δεσμία:’’Κρίσ’’’.
Νάμα κράμα
Πειραιώς Αλφάδι
φθάνοντας ‘στον Άδη,
ξεδιψώντας με Τεκίλλα
και αχρείαστα τα Μήλα
Ολυμπιονίκη.
Πώς ενώθηκαν οι κρίκοι;
Άριστο σημάδι.
Καθιστός ιστάμενος
σαν προϊστάμενος
τραγουδιστής του μήκους
και προσέχοντας τους λύκους
με φλουριά λιβάδι
εποχής:
"Μη γελασθής",
ο στρατιώτης,
"και ‘βρεθής
και πότης
και Κριτής
αντάμα"!
Δαφνοστεφής ο Τόνος
με περισπωμένη
να σε περιμένη.
Μέγας άθλος πάντα,
μέγας Άθλος,πόνος…
Κρανίο
Δύο,
Πέντ’,
Επτά,
Εννέα.
Παραπέντε
και Πηγαία.
Τι δαμάζεις και ‘μπορείς
ανήσυχος να κοιμηθής;
Τι ‘θέλεις η ανάγκη
να σου φέρουν πάγκοι;
Τι ζηλεύεις και φθονείς;
Που δε ‘γεννήθηκες ‘νωρίς;
Τι έχεις και κατέχεις,
δέχεσαι και απορρίπτεις
‘στα υπόγεια μιας κρύπτης;
Πυρασφάλειαι "Μινέττ’"
από το Λαύριον ως την Κινέτ'
απόηχος αυτασφαλείας για ξεπέτα..
Αρκαδική φωνή
εν Αργολίδι μάρτυς,
των Αγαρηνών ο γδάρτης
μα ‘στη φυλακή.
Αποχρώσεων ο ζάπλουτος
ενθέως άπο Βήμα
βήμα-βήμα ‘πάρθηκε,
τον έπνιξε το Κύμα.
Κορακιασμένο πρωινό
με βάσανα ‘στην πλάτη
άνοιξε ‘σ τας θύρας του
βασιλικό παλάτι.
Επίταξιν αρνούμενος
με λόγους φλογοβόλα
πότ’εδώ και πότ’εκεί
αρπάζοντας τη Βιόλα.
Το μέλλον ετεντώθηκε,
το παρελθόν εσβύθη
μόνος εναπέμεινα
και γύρω έζων πλήθη.
Μεταξύ λιβανωτών και κρίνων
οι Πυργίσκοι σου τριγύρω,
υποφέροντας από το λήρο
μιας μοναχοκόρης των Ελλήνων.
Μείζονες κ'ελάσσονες χορό
παραστρατήματα
δυο μόλις βήματα
παράταιρα 'στο Γεμιστό.
Βραχέα και μακρά,
μεγάλα και 'μικρά
'στο Πι και Φι
ο ουρανός-η γη.
Ασήμια τα φλουριά
'στον ήλιο λαμπυρίζουν
που τ'απένταρα παιδιά
'στον ουρανό σκορπίζουν.
Φωτιά πυκνή τα χείλη
και το στόμα παγερός ιδρώτας
μες 'στα ίχνη μιας ντακότας
πότ'εχθροί και πότε φίλοι.
Σπασμένα φρένα που ο Πάτροκλος από το φόβο επενδύει
δάνεια 'στις αμμουδιές που 'δέσαμε την τύχη
και 'χωρίσαμε ακαριαία με τον πήχυ
μας ανεβασμένο πως Διί Πατρί ευθέως και ομνύει.
Τ'όνειδος το σφρίγος
και το μεγαλείο,
ποταπός και 'λίγος,
'σ'ευγενές δοχείο.
'Κρατήσαμε το χρόνο μακριά
μη μας αρπάξη μια δυσεντερία
και η 'μέρα μας απέβη,
πάντως,φωτεινή,στιλπνή και λεία.
Βραχνᾶς πολύ ὁ κόρος
Μεταξύ λιβανωτών και κρίνων
οι Πυργίσκοι σου τριγύρω,
υποφέροντας από το λήρο
μιας μοναχοκόρης των Ελλήνων.
Μείζονες κ'ελάσσονες χορό
παραστρατήματα
δυο μόλις βήματα
παράταιρα 'στο Γεμιστό.
Βραχέα και μακρά,
μεγάλα και 'μικρά
'στο Πι και Φι
ο ουρανός-η γη.
Ασήμια τα φλουριά
'στον ήλιο λαμπυρίζουν
που τ'απένταρα παιδιά
'στον ουρανό σκορπίζουν.
Φωτιά πυκνή τα χείλη
και το στόμα παγερός ιδρώτας
μες 'στα ίχνη μιας ντακότας
πότ'εχθροί και πότε φίλοι.
Σπασμένα φρένα που ο Πάτροκλος από το φόβο επενδύει
δάνεια 'στις αμμουδιές που 'δέσαμε την τύχη
και 'χωρίσαμε ακαριαία με τον πήχυ
μας ανεβασμένο πως Διί Πατρί ευθέως και ομνύει.
Τ'όνειδος το σφρίγος
και το μεγαλείο,
ποταπός και 'λίγος,
'σ'ευγενές δοχείο.
'Κρατήσαμε το χρόνο μακριά
μη μας αρπάξη μια δυσεντερία
και η 'μέρα μας απέβη,
πάντως,φωτεινή,στιλπνή και λεία.
Βραχνᾶς πολύ ὁ κόρος
ὑπναλέος δορυφόρος,
τυπικός συνοδοιπόρος
ὡς ὀμφάλιος θὰ μείνῃ λῶρος.
Ἀντίστροφος ὁ Χρόνος
καὶ ἀκέφαλος ὁ Κῶνος
τὴν τελεία του ἐπισκοπεῖ
πολυεπίπεδα 'στὴ γῆ.
'Στὰ ὂνειρά του διὰ τοὺς Λάρητας
δὲν εἶχ’ἐπιλογήν
καὶ 'στὴ σιγήν
τὸ ἔργον,αἰσθησιακό,'σ τὰς Χάριτας
ἀφιεροῦται.
Μακραίωνος ἀνήρ
τὰ χείλεα ἡνώθη
καὶ εἰς τὸ ἀπόσπασμα τῆς Τρῆρ
τὸ μέλος κατεπόθη.
Μίμησις τοῦ εὐτελοῦς
ὁ ἀκροβολισμός
ἀπόηχος Ἀργοῦς
ἀσήμαντος,κενός.
Πνιγμένος ‘στα τσιγάρα,
βουτηγμένη ‘στη λαχτάρα.
Βυθισμένος ‘στα σκουπίδια
και να τρώη κουνουπίδια.
Όλον τον καιρό περνούσε
-ίσαμε που δε χειροκροτούσε-
τη σκιά του για σφαλιάρα
θεωρώντας ως αποκαΐδια.
Ανώφελο μα γράφηκε
πως τίποτα δεν παραγράφηκε
γνωστό ή άγνωστο(μελέτη)
ταξιδεύοντας ‘στον υψιπέτη
ουρανό
με το κανό.
Τι τραγικό!
Δε ‘βρέθηκε κανείς
το βράδυ της απονομής
να συγχαρή για το ευτύχημα
της μέθης.
Αλέθεις,
σπέρνεις και οργώνεις
και θερίζεις το ατύχημα
της μόνης.
Σύννεφα σπερματικά
‘στον ουρανό του Κρόνου
άνθη διαλεχτά
‘στον κλίβανο του πόνου.
Κρανίου Τόπος και οχλοβοή
από τα νέφη πλουμισμένα
μ’ασυγκράτητη ορμή
‘στο έδαφος ριγμένα.
Ό,τ’είχες και θα ‘πης
απ’όρυγμα του Μίδα
μη ζητής
προμετωπίδα.
Παιγνιόχαρτο σημάδι
τ’άντερα σωστά του Άδη
καθ’οδόν προς Λιανοκλάδι.
Μέλι,ζάχαρη και λάδι!
Κρίμα που ‘παιδεύθηκες ‘νωρίς
και το ελάχιστο για βήμα τέτοιο
‘βρίσκοντας δε ‘μπόρεσες να κάμης
σαν Πασάς,Βεζίρης και Καϊμακάμης,
σκληροτράχηλος από συμβάν αναίτιο
μα γλυκομίλητος και προσηνής.
Κρίμα που τον πατριωτισμό σου
είδες να εξαργυρώνη μετοχές
της Άλφα και ‘στη Γιούρο,
λόγων ‘σ’επιδείξεις Λούρο
να προβαίνης,ασφαλές
κερδίζοντας το έδαφος,
επαισχυνόμενος από τον Κούρο
που ατένιζε τον πανικό σου..
Κρίμα που τη φύση
σου,ανίκανος συγκρίσει,
ευτελίζοντας,ελπίζεις
μέλλον να ‘χης κι’άλλο να κερδίζης..
Τα όρια τραβώντας
και το μαγικό χαλί
‘σε άκρα
την φαλάκρα
κοίταξε φιλώντας
ό,τι σ’έδωσε (‘στ)η γη.
Ἁρματωμένοι εὐειδεῖς πρὸς Τροία
ό,τι σ’έδωσε (‘στ)η γη.
Ἁρματωμένοι εὐειδεῖς πρὸς Τροία
καὶ κομψῶς
γιὰ 'λίγο φῶς
τὴ γλῶσσα μας ὁρίσαμε "Κυρία".
Ρίχνοντας κοντά σου
τη σκιά ‘στο άρωμά σου
σα φλεγόμενος κρατήρας,
υποψήφιος μνηστήρας
‘στην αποστροφή της μοίρας.
Σκιερά ‘μερόνυκτα τραυματικά
για μιαν απόφαση που δε γεννά
παρά τον ομφαλό,τουλάχιστον,της φήμης
‘στ’ακρογιάλι του Φαλήρου και της Κύμης.
Ανεμίζοντας μαντήλι ρυθμικά
και με ποδήλατο για τουρ,
σιγοψελλίζοντας το ‘‘Βουρ’’
προς στίφη άτακτα πολλά..
Δε ‘μιλούσες ‘στο λιοπύρι.
Δε ‘μιλούσες για χωριό.
Το μόνο-‘τήρησες το χαρακίρι
που σου έδινε σφυγμό.
Τα πάντα έκανες ‘στην μπάντα,
‘πλήρωσες για γκουβερνάντα,
για την αγορά μιας Πράντα
με ανέφελο καιρό.
Παρέστησες το συγγραφέα
που προδίδεται ακαριαία
και ‘στους νόμους των τυφλών
σαγήνη θα κομίζει
των χιτώνων του ‘στα Νέα,
κακοφορμισμένα,ωριαία,
οίκαδε που ευνουχίζει
τις γραμμές που ατενίζει
και ‘σε πείσμα των καιρών..
Ξερνώντας λάσπη με τον Πάρι
‘στα πατήματα του αποχωρισμού
για τον Καρνάβαλο του Δράκου
‘σε στρωτή οδό αλλά του κάκου
τώρα,πια,που με τη θέα του συρμού
‘γειώθηκε το ματζαφλάρι.
Βασιλιάς με την πορφύρα
‘στ’όνειρο να βλέπει στρατιώτες
όσους έρχονται με γεμιστήρα
θείες προσφιλείς του τόσο νότες.
Νεοϋορκέζος,Γενοβέζος,Φράγκος
συνοδά του όλα μα και σπάγκος
πλάι-πλάι σαν αμφίδρομη μια σπείρα
της ζωής που έκαμεν η μοίρα.
Σα βεντάλιες ψυχανθή
στολίζοντας το μνήμα,
κρύβοντας από τη γη
θανατηφόρο βλήμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου