Δευτέρα 21 Μαρτίου 2016

'Στο Καφενείο της Βο(υ)λής-Τα Μυστικά του Βάλτου με τ'ακουστικά του δράματος και παροιμιωδώς..

Οίκος χωρίς Γιάννη προκοπή δεν κάνει.
Το Δράμα του Βάλτου ή Ο Βάλτος του Δράματος;

Ήτανε 'στο πευκοδάσος που 'λιαζόμασταν
υπό το μόδιο
γνωρίζοντας την αίγλη,
τον πλανόδιο,
σαν άπο χρόνων και 'χαιρόμασταν
τραυματικές μοιράζοντας τις εμπειρίες
πλάκα σπάζοντας με ώριμες κυρίες.

Δεν είχα λόγους για να γράψω
κ'ερεθίσματα για να πιαστώ,
μονάχα με φωτό να καταγράψω
της ζωής απόλυτο κενό.

'Στ'αζήτητα πως λογοφέραμε
να ξέρης μια οβίδα 'στο νερό
'στ'απύθμενα της Μεσογείου
'ρίξαμε χωρίς ποτέ σκοπό
και Λούης 'γίναμε της υφηλίου
μόνο καύχημα το μόνο που προσφέραμε
καταφερτζήδες με γλυκύ αδημοσύνης τον καρπό
'στης άνοιξης γωνία τον οστέινο καημό.

Πικροχολώντας βέλη
και μυρίζοντας τις πικροδάφνες
'στ'όνειρο που 'χάθηκε
με φόρους υψηλούς και τέλη.

Ασταμάτητ'απεφάσισα τις δάφνες να κομίσω
'σε αυτόν που 'χάραξε τα βήματά του,
σανιδώνοντας και τρέχοντας 'στα δεξιά του,
όλα τα προσκόμματα υπερπηδώντας μα τον Κροίσο.

Λόγος ποιος να τρέχω
να κρατιέμαι 'στο φουστάνι
και με τόσα 'λίγα που κατέχω
να πορώνομαι 'στο χάνι;

Ποια αιτία να υπάρχη
όταν κάθε 'μέρα βροχερή
τον ήλιο να ζητώ που άρχει
και με αναζωογονεί;

'Ψηλά,εκεί,'στα όνειρα
που 'βάλτωσαν,'στο χείλος,
'δόντια έβγαλε,θαρρείς,
της θάλασσας ο μύλος.

Υψηλά,εκεί,'στο άλσος
το κατάφυτο και οξυγονοκολλημένο
μια ζωή εκλιπαρούσε
και 'ζητούσε μακρινό ταξίδι με το τρένο..

Παράταιρος ο θαυμασμός
και Νάρκισσος ο δρόμος.
Ανεξίτηλος ωκεανός
και πνιγηρός ο τρόμος.

Κάθε νέο και δοκιμασία
και τεστάρισμ'αντοχών
από την ηπειρωτική Ρωσσία
έως τ'Όρος των Θεών.

Ψησταριά ''Ο Μπάμπης''.
Σουβλατζίδικο ''Η Μάρω''.
Φάμπρικα με Φάρο.
Ιχθυόσκαλα ''Ο Λάμπης''.

Ψάξε με 'στο φως
και παίξε όσο 'θές.
Μονάχα ο Θεός
και σήμερα και 'χθές.

Το κατωσέντονο και ουισκάκι,
σε περικαλώ.
Ήμουνα πολύ 'μικρός,παιδάκι
και από χωριό.

Η πόλη χαραυγή που 'σεληνιαζόταν
και ο βράχος της που υψηλά 'στεκόταν
τον χαρταετό πετώντας δραστικά
'μπλεγμένο 'στα καλώδια
ο δρόμος τα διόδια εμπόδια
ο λόγος πού 'χε τη 'δική του χάρη
ξέφωτο μειράκια με τυχερό των ζάρι
την πορεί'ακολουθώντας διαδικαστικά..

Λόγος μαίας 'στο παζάρι
λόγος φερετζέ και βάρη
'σε αμέτρητους,προθύμου,
υπηκόους του Αλίμου.

Αλιμούσιος
και αυτεξούσιος
'στα 'χνάρια του παππού.

Πηλέως
Αχιλλέως
όψεις διασυρμού
και με φαινόμενα του νου.

'Σε πολλά εκτάρια της γης
Κραδαίνοντας τα λάβαρα,φωνάζοντας συνθήματα
του Άδη 'πολλαπλασιάστηκαν τα μνήματα
και με πνοή ανέμου τα γλισχρά παιδάρια
το φόντο 'κάλυψαν και 'γέμισαν ολόκληρα ερμάρια.

Πηγαίνοντας για βρούβες
μέσα 'στις λακκούβες
ανεκάλυψα τι έχασα,τι 'πήρα,
'μεθυσμένος με κρασί και μπύρα.

Διάλειμμα για το τσιγάρο
ταξιδεύοντας προς Πάρο.
Ριγιούνιον 'ρυτιδιασμένο για μοντέλα
μες 'στο Πρακτορείο με ολόμαυρη δαντέλα.

'Βράδιασε κι'εφώνησεν αλέκτωρ
μάχη Αχιλλεύς και βέρσους Έκτωρ
κατενώπιον τειχών μακρών
κατερριμμένων ύπο βλέμμα των Θεών.

Αποδείξεις μού ζητείς με οίστρο ταξειδίων
μ'όχημα μιαν απερίσπαστη,σχεδόν και στωική,γαλήνη
για να κάνης τρέλλες,'στο λεωφορείο των οργίων,
για να ζωγραφίσης με ακουαρέλες την Ισμήνη.

Άπληστα γυρεύοντας της φύσεως ανασασμούς
και καλλιτεχνικά θωρώντας ακριβά με κέρμα
το τομάρι,τη μητέρα βλέποντας μες 'στους σπασμούς
δε 'βρήκα,έστω και για δείγμα,και δεν είχα έρμα.

'Σε θολά κορμί νερά
'βρεγμένα ως τα χείλη
'ρόδισαν τα σκέλη μου
το μήνα του Απρίλη.

Ανταριασμένος,για βουνά και αμμολόφους,
έψαχνε για φαγητό με ήχους υποκώφους
πλάι 'στα πιο δύσκολα στενά και τις γωνίες,
βραδυπορευόμενος,ζορίζοντας τις κρύες
'μέρες του χειμώνα με τους αθανάτους φιλοσόφους,
αποτίοντας τιμή,προσφέροντας ανθέων ευωδίες.

Όλα μαύρα,όλα ξένα,
μού θυμίζουν τον Κανένα
στάση κάνοντας 'στους Λωτοφάγους,
θυσιάζοντας κατσίκες μα και τράγους.

Μέλη εύμορφα σα μέλι πάναγνο γευόμενος
από τα χείλη της και 'μάτια ολονέν σαγηνευόμενος
το έαρ πλησιάζοντας και ο βαρύς χειμώνας,
την απάτη μηρυκάζοντας και ο σαρωτικός τυφώνας...

Γκαζάκι έτοιμο να εκραγή
μειλίχια και 'στο λασπότοπο ν'αποσταλή
σαν έμπνευση θανατηφόρα και απατηλή,
σαν ψέμα που διαδέχεται με φως και τη ζωή...

Νυστάζοντας μες 'στ'όνειρο
με ύφος επηρμένο και παμπόνηρο
και δυο κουβέντες άτεχνες και άδειες,
πλήρης γήρατος του σφρίγους
μες 'στους στίχους μου τους 'λίγους...

Τη ζωή του όριζε,ο υπναλέος,
με ψωμί,τυρί κ'ελιές,
αδύναμος από τες περιστάσεις
δίχως και πολλές-πολλές συστάσεις
πότε λέγοντας ευχές
και πότ'ελπίζοντας,με σοκ και δέος.

Παράξενα ορίζοντας η μοίρα
έδωσε φωτιά 'στον αναπτήρα
συλλογής,εγχάρακτο,που είχα,
τραγικός θαμώντας,μες 'στο βήχα.

''Παίγνιο μηδενικού αθροίσματος.'',
αθρόα η προσέλευση του κόσμου.
Χέρι για το κρίμα μου εκείνο δώσ'μου
ψυχολογικό 'σε όριο να φτάσω πείσματος.

Βαδίζοντας τα 'χνάρια του Ηλίου
'στο ημίφως 'βρίσκοντας την Κλίμακα
που θα με πάη 'στον Παράδεισο.
Για την Οδό Ελευθερίας του Κυρίου.

Ανθρωπάρια πολλά θα 'δης
και περισσότερα θ'ακούσης
μα 'σε όλ'αξίως να σταθής
για ν'αποφύγης τις συγκρούσεις.

Προμοτάροντας μια κρέμα
με ιδρώτα,με βαρύ το αίμα
των εργαζομένων 'σε αυτή,
ονείρατ'ατενίζοντας 'στη γη.

Αδιέξοδα τα βράδια σου σαν είναι,
πρόσεχε πώς νυχτοπερπατείς
και γι'άλλη μια φορά 'σε θέση μάχης 'σπίτι μείνε,
ραψωδός και 'στρατευμένος ποιητής.

Το μέλλον σου για μια και μόνη κοίτα
και το παρελθόν για 'λίγο άφησε 'στην άκρη,
θεωρώντας τα πουλιά 'στον ουρανό,προφέροντας την ήττα,
πλάκα κάνοντας εμμόνως με τη Θεοδώρα Τζάκρη.

Άλληνε γυναίκα δε θα 'βρης
και άλλης το κορμί δε θα ζητήσης,
μες 'στα φώτα μόνο ν'αναλογιστής
οπίσσω κ'εμπροστά σου τι θ'αφήσης.

'Στο μοιραίο πρώτο φως
Μουσικές του κόσμου άκουγε μανιωδώς
και χορταράκι για σανό 'ρουφούσε,
πλάνης,'στα θεατρικά που τόσον εξυμνούσε,
τόσον αγαπούσε,
'πεινασμένος,γκομενίζων και αυταρχικός..

Δεν κατάφερα ν'ανθίση
της καρδιάς μου η αμυγδαλιά,
λατρεύοντας τη φύση,
να χαρώ να 'δω τη ζωγραφιά...

'Ψάρευα και κυνηγούσ'
αδέσποτα σαν κολυμπούσα
για Ελλάδα,προς Αιγαίο,
τραύμα φέροντας ακραίο.

Ποτέ σου 'πίσω μη γυρίζης για να 'δης
τι εναπέμεινε και τι θα μείνη τώρα,
προσδοκώντας κέρδη,παίρνοντας και φόρα
'σ τας δυσμάς εργένικης και μάταιης ζωής.

'Ψαρούκλες 'βγάζω μπούκλες και το μαγαζί κερνώ
κ'εχθρούς και φίλους,όλους,εκ βαθέων συγχωρώ.

Αργά και βασανιστικά οι ώρες
με ρολόι τύπου τοίχου,ακριβείας,
πολεμώντας 'στο πλευρό μιας άσωτης κυρίας,
παίρνοντας υπνάκο 'στις αιώρες.

Να προφέρω λόγο συμπαγή
να παραδώσω μάθημα προς μίμηση
να συνεισφέρω 'στη ζωή
να νιώσω ανεξάρτητος η θύμηση.

'Πλάγιασα 'στο νεκροκρέβατο εκείνο,αγκαζέ
κρατώντας και τιμώντας το Βιβλίο των Επών,
υπενθυμίζοντας 'σε όλους μου τους φίλους τον καφέ,
τηρώντας κάτα γράμμα τη ροή των εποχών.

'Στα υστερνά θα γέρνω σαν κουφάρι
και θ'απλώνω χέρια πόδια σαν Αργώ
μ'εγγόνια που θα εύχομαι να 'ξαναδώ,
με νύφη και γαμπρό,με το ζευγάρι.

'Πυρωμένο σίδερο με άγγιξε
και,βλέποντας τ'αστέρια,
πάντοτε ημιλιπόθυμος,
σταυρώνοντας τα χέρια,
τελευταία μου ευχή
να μάθω,έπι τέλους,το Γιατί.

Ήτανε 'μικρός,λιγνός,ασθενική τη κράσει,
πάντοτε νομίζοντας πως τίποτε να χάση
δεν επρόκειτο να έχη και ξενύχτης μιας οθόνης
'ξημερώνοντάς τους μεθεόρτια ουρήθρα
'βγάζοντας τα όνειρα μιας ζώνης.

'Στο χαβαλέ του υπολογιστή κι' ο πρώτος,
αφοπλιστικός,ταχύτατος αλλά και γραφικός,
αδέκαστος κριτής των πάντων εκτιμώντας φως και σκότος,
'ψωνισμένος μουλωχτά με τις γαργάρες,θαυμαστός ως Ουγενότος.

Το κοκό και το σεργιάνι
έφτιαξαν μυαλό ντουμάνι
και με χείλη της Αβύσσου
'γέννησαν τον πλούτο Κροίσου.

''Μια του κλέφτη,
δυό του ψεύτη,
τρ(ε)ις και η κακή του(ς) ώρα.''
'στα παράθυρα των Μπόρα-Μπόρα
συνορεύοντας αναποσπάστως με τη χλίδα
με τεράστια επιγραφή που αναγράφει ''Δε σε 'ξέρω,δε σε είδα.''.

Λογικές ακροβασίες θα θωρής
και ρήτορες 'σε στάση προσοχής
'μπροστά 'στο μεγαλείο του διαλόγου
έπαινον ακούοντας ή απεχθίστου ψόγου
τα συντρίμμια και 'στην άμιλλα την ευγενή,'στη θεωρί'
αναφανδόν τασσόμενοι και πάντοτε με την κυριαρχία.

Δεκαετίες 'πέρασαν πολλές σημαντικές η καμινάδ'
αυτή που μας 'συντρόφευσε
με τις βροχές καταρρακτώδεις και με χιόνι 'στην Ελλάδα...

'Ηθελα να γράψω ακριβώς το τι σημαίνει
νά 'σαι ολομόναχος και όλ'οι άλλοι ξένοι
'σ'έδαφος πατρίδος πλήρως αφιλόξενο και αδηφάγο
με ρανίδες φόρου αίματος,ιδρώτα,σκέτο πάγο.

Τι κρίμα
να 'σαι βλήμα
και τα βέλη
τσιφτετέλι
να χορεύουν σα Μαινάδες,
πίνοντας πορτοκαλάδες!;

Όλα όσα θα 'θελα ν'ακούν οι άλλοι για εμένα,
όλα όσα τα ονείρατά μου 'ζήλευσαν και είδα αιφνιδίως να πλανώνται
είν'εκείνα που τα βράδια μου ετοίμασα καλά με πένα
που τις προσδοκίες μου ανέβασαν απροσδοκήτως,απ'τις στάκτες μου ν'αναγεννώνται.

Άγγιξα τα δώματα του Άδη
και της χαραυγής διαλείμματα
συνέθεσαν πολλά ποιήματα
'στο φως 'λουσμένα με σκοτάδι.

Φευγαλέες αναμνήσεις ζείδωρες υποτυπώδεις
'χαραγμένες 'στα κελιά της νιότης
'φωτισμένες με την αύρ'απ'το μυαλό της
'στο αιώνιο λίκνισμ',αφιερωμένες 'στο χορό της
'σε στιγμές ανέφελες,ανέμελες,σχεδόν σκιώδεις...

Τι δυστυχία ν'ακροάσαι
τον παλμό μιας εποχής
και να κρημνίζης όνειρα
εκείνων,θαρραλέων,της φυγής
που έκριναν τη δόξα
μάταιη και ψυχοφθόρα,
ζήλον έχοντας πολύν
καθέ στιγμή και ώρα
'σ της ζωής την ανηφόρα..

'Στο λυρικό μου αμανέ
'λικνίστηκαν οι κόρες
της Εκάτης και με ναργιλέ
'γιορτάσαν(ε) 'σε/με τις ώρες
κρίσιμες και δύσκολες για την πατρίδ',
αγγίζοντας το άγαλμα/είδωλο (χεριού) του Μίδα..

Όλα τα 'χε η Μαργιω(ο)ρή ο φερετζές/ναργιλές της/τής έλειπε.
Όλα τά 'χ' η Μαργιωρή ο...Ναργιλές δε φτάνει(και...δε 'βγαίνει..!).

Παρασκευή 11 Μαρτίου 2016

Θάλασσα Νεκρά

Κλεφτοκοτάς 'στο μαξιλάρι'
'θέλει δέσιμο και χαλινάρι
και 'στ'αρχίδια του ακόμη
'χθεσινό ψωμί με βρώμη.

'Ψαρωμένη κεφαλή
'στα όνειρα εχάθη
με κολύμπι και ψυχή
κι'επουσιώδη πάθη.

Τ'ομορφότερο σου 'χάρισα λουλούδι
να το βλέπης και να το θαυμάζης,
μέλι γνήσιο και καθαρό να στάζης
και 'στα χείλη σου 'πικράθηκε
κοντοστεκούμενος σαν αγγελούδι
και υμέτερος ειλικρινώς
'στο άκουσμα γι'αγάπη και για φως
που σταθερά 'ψυχράνθηκε.

Θά 'θελα υπάλληλος τραπέζης
'παθιασμένα και αναίμακτα να γίνω,
να μοιράζω αποδείξεις,υποσχέσεις,να περνώ σφραγίδες
και να 'βγαίνουν,για να 'βγαίνουν άτιμες παρονυχίδες,άτιμες αιμορρο'ί'δες
'στους πελάτες νά 'χης να το λες,να τους εμπαίζης
και δουλειά 'στα εξωτερικά να δίνω,
ρέστ'αποπληρώνοντας και συναρμολογώντας βίδες.

Αν σαδομαζοχισμός καλείται κάτι τέτοιο,
έτοιμος θα είμαι και από τους πρώτους
να δεχθώ,να επικαλεστώ,επωμισθώ ευθύνη
δυσανάλογη της θέσης,τώρα,που κατέχω
και τα μέρη ν'απολαύσουν,επιτέλους,τη γαλήνη
τόσον που προσπάθησα,μεσόκοπος,να τρέχω.

Εμπνεόμενος (από) την Αλλαγή,
σαπίζοντας τη Χαραυγή,
τα όνειρα 'χαράξαν Άγος.

Έπασχα 'νωρίς από Ρωμαντισμό,
κλινήρης 'στη Ζωή και το Θεό
μου έως ότου σπάσ'ο Πάγος.

'Καθόμουν ώρες και σε άκουγα να θορυβής,
τα όπλα να μην παραδίδης
και κλεφτά να μου σφυρίζης όσο ζης
''Κατέκλεψα τους πάντες και τα πάντα όπου γης!''.

Τ'ομορφότερο σού 'χάρισα λουλούδι
να μυρίζης όπου και να πας,
'στο προσκεφάλι σου σαν αγγελούδι
να το βάζης και να μου χαμογελάς.

Τ'ομορφότερο,αν και 'μικρό,
ενθύμιο αξέχαστο,παντοτεινό,
της νιότης και του έαρος πιστότατο στολίδι
ν'απαλύνη πόνους,βάσανα και κάθε σου βαρίδι.

Ψάξε με και θα με 'βρης
εκεί που κοντοζύγωσε η 'μέρα,
όπου 'δέσποσε το πέπλο μιας βραδιάς
που έλαχε τα πάντα,αίφνης,να κριθούν
και νιώσε με σαν φρέσκο μύρο
εξαπλώνοντας τη στάχτη του τσιγάρου,
τα 'φθαρμένα ρούχα,την καυτή ανάσα της γιαγιάς
'στο μέσον του Αιγαίου και του γλάρου,
σύντροφος πιστός αδέσμευτης Αποκριάς,
απόλυτος πιστός μιας συνεχούς Πρωταπριλιάς.

Δεν ήταν η πικρή μου 'μέρα
που 'σε όνειρο να κλέβης είδα.
Ήτανε το ψέμα τη Δευτέρα
και η κορο'ι'δία που 'στα χείλη την ελπίδα
'στέρησε και 'χώρισε την πανοπλία-παρωδία
'σε δυο μέρη,εκτοξεύοντας τη χρυσοφόρο λεία
'στους αιθέρες της ασφάλτου,
έτοιμος διαβήματος,μορτάλε σάλτου.

Την τελευταία μου ποτέ δεν είπα
λέξη,προσποιούμενος το γύπα,
κάματο θαρρώντας κι'εμπειρία
θ'αποκτήσω,θα κομίσω για την Τροία.

Ψέματα για πάντα,εκτιμώντας,θα μου λες
ενόσω θα ζεσταίνεται και θα κρυώνη ο καφές
που έχυσες 'μπροστά 'στα 'μάτια μου επάνω 'στο τραπέζι,
'φοβισμένος διαρκώς,παρατηρώντας τον πατέρα σου να χέζη.

Μια ιδέα είναι όλα,
φίλε μου,'μπροστά 'στην καρμανιόλα,
το καλύτερο Γραφείο Τελετών
αναζητώντας ως παλάτι των πτωχών.

Ψέματα θα είναι,τότε,
οι φαντασιώσεις.
Έτσι μού 'πανε,τουλάχιστον,
οι μετα-πτώσεις.

Δεν κατάφερα της μαίας τη δουλειά
'στο φρέαρ να ξεπλύνω,
παίζοντας Προπό και Κίνο,
'φαντασμένος ότι δε(ν)μου έκαν(μ)ε καρδιά.

Πλάι 'στην Αρένα τόσων αισθημάτων,
ευσεβών μου πόθων και τραυματικών εμπειριών
τα χείλη 'σώπασαν Θαυμάτων
Χώρ'αναζητώντας,ίσων,πάντα,όλων των ευκαιριών..

Έβ(γ)αλα το 'ψαροντούφεκο σημάδι
και 'κυλίστηκα 'στην άμμο,
γοερά θρηνώντας το Αλφάδι
πού 'χασα μετρώντας ως τη Σάμο.

Θά 'θελα τ'αστέρια να μετρώ
και τους αιθέρες με μοτό να σκίζω,
ψάχνοντας τη μοίρα μου 'στον ουρανό
και μεσοπέλαγα με σκάφος το Αιγαίο ν'αρμενίζω.

Θά 'θελα της φύσης όλα τα παυσίπονα
'στον οισοφάγο μου και λάρυγγα,να καταπίνω
να γλυκαίνομαι,να ζω πολύ επίπονα
και θαρραλέα γιατροσόφια μου,μετά,να δίνω.

Θά 'θελα τα βράδια να διάγω
πότε μες 'στη ζέστη
πότε μες 'στον πάγο.
''Α,θα 'πούν,το χέστη!''.

'Ψαραγορά θανατηφόρα.
'Πήραμε την κατηφόρα
και θα διαμαρτυρηθούν οι οργανώσεις.
Τρέξε να σωθής πριν τους ενώσης.

Κάποτε,νομίζοντας,αναρχικός
θα γίνω 'σύρθηκα 'στο μαύρο φως
μιας φευγαλέας μου απάτης,
θέτοντας 'σε κίνδυνο σαφώς
γονείς,οικείους,συγγενείς.

Ανέβλεψα κι'αιστάνθηκα 'νωρίς
το πλιάτσικο της εξουσίας
και 'στα όνειρα της απιστίας
βάρη επωμίσθηκα της πλάτης
μου κι'ευθύνες,άτακτος κι'εκκεντρικός.

Κυριακή 6 Μαρτίου 2016

Το Λυκόφως των Θεών

Δρασκελιές 'στην άμμο με βαρειά καρδιά
για λάθη μου και παραλείψεις
κάνοντας την πάπια μα να κρύψης
άλλο δε 'μπορείς αλήθεια που πονά..

Με νότες κάθε 'μέρα και κουπλέ-ρεφρέν
'νομίζαμε θα επισπεύσουμε
βραδύπου μέλλον και σα μανεκέν
θα κουνηθούμε και χορεύσουμε..

'Θέλησα να γράψω για εκείνα
που μου 'φόρτωσαν 'στην πλάτη
και μου 'στόλισαν παλάτι
'σπίτι διαμοιράζοντας την πείνα.

Κομίζοντας φαρδιά-πλατειά το παρελθόν
και χείλη έχοντας,απλώς,αντιζηλίας
'στ'όνειρο που είδα ν'αφυπνίζη
χέρι τείνοντας μακραίωνης φιλίας.

Πάλι γράφοντας 'στην άμμο
με ορθάνοιχτες παλάμες
παρατώντας για πουρνάρια,μόλις,γάμο
'κίνησα για τις Μπαχάμες.

Ήθελα να γράψω για τα όνειρα
που με 'βυθίσανε 'στον Άδη
και μονότονα περνώντας ένα βράδυ
διαλυθήκανε 'στη λάσπη 'σ'ένα γκαζοντενεκέ.

Ήταν,λέει,το κεφάλι
της μονάκριβης μες 'στο μπουκάλι,
άχνιζε με πόδια 'στυλωμένα 'σ'έναν καναπέ ροζέ.

Για λεπτά της αγωνίας
σμήνος μελισσών
'στα πέρατα της Τροίας
και των Οινουσσών.

'Πίστεψα ('σ)τον εαυτό μου
που μου έταζε πολλά,θαρρείς,
τα όνειρα ολόκληρης ζωής
παρέα για τον ψυχισμό μου.

'Πήδηξα τους φράχτες,
μ'έπιασαν οι σφάχτες
που μες 'στ'όνειρο αναπολούσα
και της γης τα σύνορα 'περνούσα.

'Ητανε πολλές φαντασιώσεις
μέχρι τελευταίας των ρανίδος
για να γίνω συγγραφέας
βράδυ την ημέρα της μοιραίας

καταλήξεως υποχρεώσεις
πού 'ρθαν 'μαζεμένες της ελπίδος
υποβοηθούσης με τιμή,με κήδος.

Δεν έψαχνε την εύλογη να 'βρη αιτία.
Μόνος ήτανε και η Ελλάδα
χώρος του ανοίκειος και στρωματσάδα
την 'περνούσε ως μια τιμωρία

που φυγόκεντρα θ'αποζητούσε
'στ'όνειρο που 'στάθηκε οξύ
και την εξήγησή του απαιτούσε
μες 'στη φουσκοθαλασσιά,μες 'στο τσαρδί
σαν έγκλειστος 'ξανά 'γυρνούσε.

'Στο 'σπίτι σαν επέστρεφε 'φινιρισμένος
μόλις για μιας γκόμενας τα 'μάτια
σπινθηρίζοντας τα σκέλη του με μένος
με μια μάσκα φανερά εκνευρισμένος
έχτιζε και γκρέμιζε παλάτια.

Άλλο 'ζήλεψα πλανήτη
και 'ταξίδεψα 'στην Κρήτη
ζεστασιά και θαλπωρή να 'βρω
γυμνός,περιδεής,με κολικό..

Παγερή ανάσα
καυστική ποτάσα
ζόφος,
γνόφος,
'στα δωμάτια μπουνάτσα
'στο Αιγαίο η μπουγάτσα'
ήτανε θανατερή.