Κλεφτοκοτάς 'στο μαξιλάρι'
'θέλει δέσιμο και χαλινάρι
και 'στ'αρχίδια του ακόμη
'χθεσινό ψωμί με βρώμη.
'Ψαρωμένη κεφαλή
'στα όνειρα εχάθη
με κολύμπι και ψυχή
κι'επουσιώδη πάθη.
Τ'ομορφότερο σου 'χάρισα λουλούδι
να το βλέπης και να το θαυμάζης,
μέλι γνήσιο και καθαρό να στάζης
και 'στα χείλη σου 'πικράθηκε
κοντοστεκούμενος σαν αγγελούδι
και υμέτερος ειλικρινώς
'στο άκουσμα γι'αγάπη και για φως
που σταθερά 'ψυχράνθηκε.
Θά 'θελα υπάλληλος τραπέζης
'παθιασμένα και αναίμακτα να γίνω,
να μοιράζω αποδείξεις,υποσχέσεις,να περνώ σφραγίδες
και να 'βγαίνουν,για να 'βγαίνουν άτιμες παρονυχίδες,άτιμες αιμορρο'ί'δες
'στους πελάτες νά 'χης να το λες,να τους εμπαίζης
και δουλειά 'στα εξωτερικά να δίνω,
ρέστ'αποπληρώνοντας και συναρμολογώντας βίδες.
Αν σαδομαζοχισμός καλείται κάτι τέτοιο,
έτοιμος θα είμαι και από τους πρώτους
να δεχθώ,να επικαλεστώ,επωμισθώ ευθύνη
δυσανάλογη της θέσης,τώρα,που κατέχω
και τα μέρη ν'απολαύσουν,επιτέλους,τη γαλήνη
τόσον που προσπάθησα,μεσόκοπος,να τρέχω.
Εμπνεόμενος (από) την Αλλαγή,
σαπίζοντας τη Χαραυγή,
τα όνειρα 'χαράξαν Άγος.
Έπασχα 'νωρίς από Ρωμαντισμό,
κλινήρης 'στη Ζωή και το Θεό
μου έως ότου σπάσ'ο Πάγος.
'Καθόμουν ώρες και σε άκουγα να θορυβής,
τα όπλα να μην παραδίδης
και κλεφτά να μου σφυρίζης όσο ζης
''Κατέκλεψα τους πάντες και τα πάντα όπου γης!''.
Τ'ομορφότερο σού 'χάρισα λουλούδι
να μυρίζης όπου και να πας,
'στο προσκεφάλι σου σαν αγγελούδι
να το βάζης και να μου χαμογελάς.
Τ'ομορφότερο,αν και 'μικρό,
ενθύμιο αξέχαστο,παντοτεινό,
της νιότης και του έαρος πιστότατο στολίδι
ν'απαλύνη πόνους,βάσανα και κάθε σου βαρίδι.
Ψάξε με και θα με 'βρης
εκεί που κοντοζύγωσε η 'μέρα,
όπου 'δέσποσε το πέπλο μιας βραδιάς
που έλαχε τα πάντα,αίφνης,να κριθούν
και νιώσε με σαν φρέσκο μύρο
εξαπλώνοντας τη στάχτη του τσιγάρου,
τα 'φθαρμένα ρούχα,την καυτή ανάσα της γιαγιάς
'στο μέσον του Αιγαίου και του γλάρου,
σύντροφος πιστός αδέσμευτης Αποκριάς,
απόλυτος πιστός μιας συνεχούς Πρωταπριλιάς.
Δεν ήταν η πικρή μου 'μέρα
που 'σε όνειρο να κλέβης είδα.
Ήτανε το ψέμα τη Δευτέρα
και η κορο'ι'δία που 'στα χείλη την ελπίδα
'στέρησε και 'χώρισε την πανοπλία-παρωδία
'σε δυο μέρη,εκτοξεύοντας τη χρυσοφόρο λεία
'στους αιθέρες της ασφάλτου,
έτοιμος διαβήματος,μορτάλε σάλτου.
Την τελευταία μου ποτέ δεν είπα
λέξη,προσποιούμενος το γύπα,
κάματο θαρρώντας κι'εμπειρία
θ'αποκτήσω,θα κομίσω για την Τροία.
Ψέματα για πάντα,εκτιμώντας,θα μου λες
ενόσω θα ζεσταίνεται και θα κρυώνη ο καφές
που έχυσες 'μπροστά 'στα 'μάτια μου επάνω 'στο τραπέζι,
'φοβισμένος διαρκώς,παρατηρώντας τον πατέρα σου να χέζη.
Μια ιδέα είναι όλα,
φίλε μου,'μπροστά 'στην καρμανιόλα,
το καλύτερο Γραφείο Τελετών
αναζητώντας ως παλάτι των πτωχών.
Ψέματα θα είναι,τότε,
οι φαντασιώσεις.
Έτσι μού 'πανε,τουλάχιστον,
οι μετα-πτώσεις.
Δεν κατάφερα της μαίας τη δουλειά
'στο φρέαρ να ξεπλύνω,
παίζοντας Προπό και Κίνο,
'φαντασμένος ότι δε(ν)μου έκαν(μ)ε καρδιά.
Πλάι 'στην Αρένα τόσων αισθημάτων,
ευσεβών μου πόθων και τραυματικών εμπειριών
τα χείλη 'σώπασαν Θαυμάτων
Χώρ'αναζητώντας,ίσων,πάντα,όλων των ευκαιριών..
Έβ(γ)αλα το 'ψαροντούφεκο σημάδι
και 'κυλίστηκα 'στην άμμο,
γοερά θρηνώντας το Αλφάδι
πού 'χασα μετρώντας ως τη Σάμο.
Θά 'θελα τ'αστέρια να μετρώ
και τους αιθέρες με μοτό να σκίζω,
ψάχνοντας τη μοίρα μου 'στον ουρανό
και μεσοπέλαγα με σκάφος το Αιγαίο ν'αρμενίζω.
Θά 'θελα της φύσης όλα τα παυσίπονα
'στον οισοφάγο μου και λάρυγγα,να καταπίνω
να γλυκαίνομαι,να ζω πολύ επίπονα
και θαρραλέα γιατροσόφια μου,μετά,να δίνω.
Θά 'θελα τα βράδια να διάγω
πότε μες 'στη ζέστη
πότε μες 'στον πάγο.
''Α,θα 'πούν,το χέστη!''.
'Ψαραγορά θανατηφόρα.
'Πήραμε την κατηφόρα
και θα διαμαρτυρηθούν οι οργανώσεις.
Τρέξε να σωθής πριν τους ενώσης.
Κάποτε,νομίζοντας,αναρχικός
θα γίνω 'σύρθηκα 'στο μαύρο φως
μιας φευγαλέας μου απάτης,
θέτοντας 'σε κίνδυνο σαφώς
γονείς,οικείους,συγγενείς.
Ανέβλεψα κι'αιστάνθηκα 'νωρίς
το πλιάτσικο της εξουσίας
και 'στα όνειρα της απιστίας
βάρη επωμίσθηκα της πλάτης
μου κι'ευθύνες,άτακτος κι'εκκεντρικός.
'θέλει δέσιμο και χαλινάρι
και 'στ'αρχίδια του ακόμη
'χθεσινό ψωμί με βρώμη.
'Ψαρωμένη κεφαλή
'στα όνειρα εχάθη
με κολύμπι και ψυχή
κι'επουσιώδη πάθη.
Τ'ομορφότερο σου 'χάρισα λουλούδι
να το βλέπης και να το θαυμάζης,
μέλι γνήσιο και καθαρό να στάζης
και 'στα χείλη σου 'πικράθηκε
κοντοστεκούμενος σαν αγγελούδι
και υμέτερος ειλικρινώς
'στο άκουσμα γι'αγάπη και για φως
που σταθερά 'ψυχράνθηκε.
Θά 'θελα υπάλληλος τραπέζης
'παθιασμένα και αναίμακτα να γίνω,
να μοιράζω αποδείξεις,υποσχέσεις,να περνώ σφραγίδες
και να 'βγαίνουν,για να 'βγαίνουν άτιμες παρονυχίδες,άτιμες αιμορρο'ί'δες
'στους πελάτες νά 'χης να το λες,να τους εμπαίζης
και δουλειά 'στα εξωτερικά να δίνω,
ρέστ'αποπληρώνοντας και συναρμολογώντας βίδες.
Αν σαδομαζοχισμός καλείται κάτι τέτοιο,
έτοιμος θα είμαι και από τους πρώτους
να δεχθώ,να επικαλεστώ,επωμισθώ ευθύνη
δυσανάλογη της θέσης,τώρα,που κατέχω
και τα μέρη ν'απολαύσουν,επιτέλους,τη γαλήνη
τόσον που προσπάθησα,μεσόκοπος,να τρέχω.
Εμπνεόμενος (από) την Αλλαγή,
σαπίζοντας τη Χαραυγή,
τα όνειρα 'χαράξαν Άγος.
Έπασχα 'νωρίς από Ρωμαντισμό,
κλινήρης 'στη Ζωή και το Θεό
μου έως ότου σπάσ'ο Πάγος.
'Καθόμουν ώρες και σε άκουγα να θορυβής,
τα όπλα να μην παραδίδης
και κλεφτά να μου σφυρίζης όσο ζης
''Κατέκλεψα τους πάντες και τα πάντα όπου γης!''.
Τ'ομορφότερο σού 'χάρισα λουλούδι
να μυρίζης όπου και να πας,
'στο προσκεφάλι σου σαν αγγελούδι
να το βάζης και να μου χαμογελάς.
Τ'ομορφότερο,αν και 'μικρό,
ενθύμιο αξέχαστο,παντοτεινό,
της νιότης και του έαρος πιστότατο στολίδι
ν'απαλύνη πόνους,βάσανα και κάθε σου βαρίδι.
Ψάξε με και θα με 'βρης
εκεί που κοντοζύγωσε η 'μέρα,
όπου 'δέσποσε το πέπλο μιας βραδιάς
που έλαχε τα πάντα,αίφνης,να κριθούν
και νιώσε με σαν φρέσκο μύρο
εξαπλώνοντας τη στάχτη του τσιγάρου,
τα 'φθαρμένα ρούχα,την καυτή ανάσα της γιαγιάς
'στο μέσον του Αιγαίου και του γλάρου,
σύντροφος πιστός αδέσμευτης Αποκριάς,
απόλυτος πιστός μιας συνεχούς Πρωταπριλιάς.
Δεν ήταν η πικρή μου 'μέρα
που 'σε όνειρο να κλέβης είδα.
Ήτανε το ψέμα τη Δευτέρα
και η κορο'ι'δία που 'στα χείλη την ελπίδα
'στέρησε και 'χώρισε την πανοπλία-παρωδία
'σε δυο μέρη,εκτοξεύοντας τη χρυσοφόρο λεία
'στους αιθέρες της ασφάλτου,
έτοιμος διαβήματος,μορτάλε σάλτου.
Την τελευταία μου ποτέ δεν είπα
λέξη,προσποιούμενος το γύπα,
κάματο θαρρώντας κι'εμπειρία
θ'αποκτήσω,θα κομίσω για την Τροία.
Ψέματα για πάντα,εκτιμώντας,θα μου λες
ενόσω θα ζεσταίνεται και θα κρυώνη ο καφές
που έχυσες 'μπροστά 'στα 'μάτια μου επάνω 'στο τραπέζι,
'φοβισμένος διαρκώς,παρατηρώντας τον πατέρα σου να χέζη.
Μια ιδέα είναι όλα,
φίλε μου,'μπροστά 'στην καρμανιόλα,
το καλύτερο Γραφείο Τελετών
αναζητώντας ως παλάτι των πτωχών.
Ψέματα θα είναι,τότε,
οι φαντασιώσεις.
Έτσι μού 'πανε,τουλάχιστον,
οι μετα-πτώσεις.
Δεν κατάφερα της μαίας τη δουλειά
'στο φρέαρ να ξεπλύνω,
παίζοντας Προπό και Κίνο,
'φαντασμένος ότι δε(ν)μου έκαν(μ)ε καρδιά.
Πλάι 'στην Αρένα τόσων αισθημάτων,
ευσεβών μου πόθων και τραυματικών εμπειριών
τα χείλη 'σώπασαν Θαυμάτων
Χώρ'αναζητώντας,ίσων,πάντα,όλων των ευκαιριών..
Έβ(γ)αλα το 'ψαροντούφεκο σημάδι
και 'κυλίστηκα 'στην άμμο,
γοερά θρηνώντας το Αλφάδι
πού 'χασα μετρώντας ως τη Σάμο.
Θά 'θελα τ'αστέρια να μετρώ
και τους αιθέρες με μοτό να σκίζω,
ψάχνοντας τη μοίρα μου 'στον ουρανό
και μεσοπέλαγα με σκάφος το Αιγαίο ν'αρμενίζω.
Θά 'θελα της φύσης όλα τα παυσίπονα
'στον οισοφάγο μου και λάρυγγα,να καταπίνω
να γλυκαίνομαι,να ζω πολύ επίπονα
και θαρραλέα γιατροσόφια μου,μετά,να δίνω.
Θά 'θελα τα βράδια να διάγω
πότε μες 'στη ζέστη
πότε μες 'στον πάγο.
''Α,θα 'πούν,το χέστη!''.
'Ψαραγορά θανατηφόρα.
'Πήραμε την κατηφόρα
και θα διαμαρτυρηθούν οι οργανώσεις.
Τρέξε να σωθής πριν τους ενώσης.
Κάποτε,νομίζοντας,αναρχικός
θα γίνω 'σύρθηκα 'στο μαύρο φως
μιας φευγαλέας μου απάτης,
θέτοντας 'σε κίνδυνο σαφώς
γονείς,οικείους,συγγενείς.
Ανέβλεψα κι'αιστάνθηκα 'νωρίς
το πλιάτσικο της εξουσίας
και 'στα όνειρα της απιστίας
βάρη επωμίσθηκα της πλάτης
μου κι'ευθύνες,άτακτος κι'εκκεντρικός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου