Τι δυστυχία η φυσίωση
και πόσο θάνατος ο πλούτος!
Τι κατάρα η αλλοίωση
μαζί που φέρνει κάθε Καίσαρας ή Βρούτος!
‘Δάγκωσα τη γλώσσα ‘στην προσπάθεια να θυμηθώ
σχολαστικά το θόρυβο που αντηχούσε μες ‘στ’αυτιά μου
και,προτού προλάβω με στολή παραλλαγής ‘στο χώμα να συρθώ,
εμφάνιση ‘ξανάκανε αυτό το βέλος ‘στην καρδιά μου.
Όλα όσα ‘θέλησα
με κόπο να ‘πετύχω
‘βρέθηκαν εξ αίφνης
‘σε ‘ξαναχτισμένο τοίχο.
Αξημέρωτά μου βράδι’
αφήνοντας πολλά σημάδια
μιας καμπής του εαυτού
‘στα πρόθυρα του κλονισμού
με μιας κυρίας άδεια
για μερικά φυλλάδια
‘στο πέταγμα χαρταετού
(επαύριον ενιαυτού)
με τις οθόνες και τα ράδια
ενός αθέατου συρμού
με χίλια παρακλάδια
‘στη νομή της εξουσίας,
γνώριμης πολύ και κρύας..
Κάθε νύχτα που ‘περνούσε
‘στην οθόνη του παραληρούσε.
Κάθε ‘μέρα του επτύει
‘σε ηλιάτορα που δύει.
Έψαξα πολύ να ‘βρω
την ωραιότερη του κόσμου γάμπα
να τη βάλω να ‘ντυθώ
υπό την καιομένη λάμπα
με σφραγίδα και με στάμπα.
Έβλεπα τον κόσμο να ζητή,
πολλές να τρέφη αυταπάτες,
μαγειρεύοντας πατάτες,
τρώγοντας αλάτι με ψωμί.
‘Στα όνειρά σου ήρθα πάλι
ξένος επιβάτης
για ν’ανάψω το μαγκάλι
της Θεάς Εκάτης.
Δεν ήξερα τι να σου ‘πω,
δε ‘γνώριζα παρά ελάχιστα
και ‘στο αμάξι ‘μπήκα τάχιστα
για να προφτάσω να σε ‘δω.
Επιθανάτιοι σπασμοί γλεντζέδων
‘σ’ένα γεύμ’ανολοκλήρωτο και δίχως τελειωμό
και με τα νεύρα των καφέδων
άκυρο για τη ζωή,’μπροστά ‘στο θάνατο μες ‘στο χωριό.
Κείμεν’ασυντάκτων συγγραφέων,λογογράφων,
υπερκείμενα δειλίας των Ατάκτων των Αγράφων
‘σε οικίες που θυμίζουνε τεκκέ
παρέα με τον ακριβό των ναργιλέ..
‘Στα μουλωχτά,εν τω κρυπτώ και παραβύστω
έφθασα κατενδεής να ζητιανεύω
την αγάπη που για χρόνια φαλκιδεύω
ερευνώντας,γράφοντας,διαβάζοντας με οίστρο…….Σα χελώνα 'στο χρυσό κλουβί της,
ένας πλούσιος κ'ερημοσπίτης,
την ελπίδ'αναζητώ
κοιτάζοντας τον ουρανό.
Η νύχτα δύσκολα περνά,
η 'μέρ'αλλόκοτα κυλά
κι'εγώ 'στον καναπέ τη 'βγάζω
με 'σπασμένο ένα βάζο.
Ζω το μυθιστόρημα της διπλανής μου πόρτας
'σε τραγέλαφο ελάσσονα και μείζονα
φεγγοβολώντας 'στο σκοτάδι 'μάτια κουκουβάγιας
για μια δόξα μου κενή με 'λίγα φύλλα βάγιας.
Τα πάντα,όμως,γύρω μου γκρεμίζονται
με πάταγο σωστό και καταρρέουν.
Φίλοι πού 'χα χρόνια να τους 'δω
μ'εγκαταλείπουν,'στην πρωτεύουσα συρρέουν.
Σανίδα σωτηρίας 'στα γλυκά σου 'μάτια,
ψέματα πολλά που φτιάχνουνε παλάτια
και,περίλυπος,εγώ,'στο βάθος του διαδρόμου
να ζητώ από τα ύψη να εκπέσω υπονόμου.
Πότε 'παγωμένα
πότε 'πυρωμένα
χείλη που δεν άντεξαν
'μιλώντας 'στα χαμένα.
Λεμονανθός τα χείλια
με ακτίνα κύκλου
'σε μια θέση του δικύκλου
ταξιδεύοντας με χίλια.
Των όλων τα καλύτερα πωλούντ',ευθύς,εδώ
αλλά ποτέ δεν αγοράζονται(χωρίς τιμή).
Τα τρόπαια που δε χαρίζονται 'στη γη
και τα γραπτά που μένουν δίχως χορηγό.