Κυριακή 15 Μαΐου 2016

Τι κρίμα που τα παιχνιδάκια ‘στη ζωή κοστίζουν τόσον ακριβά!

Τι δυστυχία η φυσίωση
και πόσο θάνατος ο πλούτος!
Τι κατάρα η αλλοίωση
μαζί που φέρνει κάθε Καίσαρας ή Βρούτος!

‘Δάγκωσα τη γλώσσα ‘στην προσπάθεια να θυμηθώ
σχολαστικά το θόρυβο που αντηχούσε μες ‘στ’αυτιά μου
και,προτού προλάβω με στολή παραλλαγής ‘στο χώμα να συρθώ,
εμφάνιση ‘ξανάκανε αυτό το βέλος ‘στην καρδιά μου.

Όλα όσα ‘θέλησα
με κόπο να ‘πετύχω
‘βρέθηκαν εξ αίφνης
‘σε ‘ξαναχτισμένο τοίχο.

Αξημέρωτά μου βράδι’
αφήνοντας πολλά σημάδια
μιας καμπής του εαυτού
‘στα πρόθυρα του κλονισμού
με μιας κυρίας άδεια
για μερικά φυλλάδια
‘στο πέταγμα χαρταετού
(επαύριον ενιαυτού)
με τις οθόνες και τα ράδια
ενός αθέατου συρμού
με χίλια παρακλάδια
‘στη νομή της εξουσίας,
γνώριμης πολύ και κρύας..

Κάθε νύχτα που ‘περνούσε
‘στην οθόνη του παραληρούσε.
Κάθε ‘μέρα του επτύει
‘σε ηλιάτορα που δύει.

Έψαξα πολύ να ‘βρω
την ωραιότερη του κόσμου γάμπα
να τη βάλω να ‘ντυθώ
υπό την καιομένη λάμπα
με σφραγίδα και με στάμπα.

Έβλεπα τον κόσμο να ζητή,
πολλές να τρέφη αυταπάτες,
μαγειρεύοντας πατάτες,
τρώγοντας αλάτι με ψωμί.

‘Στα όνειρά σου ήρθα πάλι
ξένος επιβάτης
για ν’ανάψω το μαγκάλι
της Θεάς Εκάτης.

Δεν ήξερα τι να σου ‘πω,
δε ‘γνώριζα παρά ελάχιστα
και ‘στο αμάξι ‘μπήκα τάχιστα
για να προφτάσω να σε ‘δω.

Επιθανάτιοι σπασμοί γλεντζέδων
‘σ’ένα γεύμ’ανολοκλήρωτο και δίχως τελειωμό
και με τα νεύρα των καφέδων
άκυρο για τη ζωή,’μπροστά ‘στο θάνατο μες ‘στο χωριό.

Κείμεν’ασυντάκτων συγγραφέων,λογογράφων,
υπερκείμενα δειλίας των Ατάκτων των Αγράφων
‘σε οικίες που θυμίζουνε τεκκέ
παρέα με τον ακριβό των ναργιλέ..

‘Στα μουλωχτά,εν τω κρυπτώ και παραβύστω
έφθασα κατενδεής να ζητιανεύω
την αγάπη που για χρόνια φαλκιδεύω
ερευνώντας,γράφοντας,διαβάζοντας με οίστρο…….

Σα χελώνα 'στο χρυσό κλουβί της,
ένας πλούσιος κ'ερημοσπίτης,
την ελπίδ'αναζητώ
κοιτάζοντας τον ουρανό.

Η νύχτα δύσκολα περνά,
η 'μέρ'αλλόκοτα κυλά
κι'εγώ 'στον καναπέ τη 'βγάζω
με 'σπασμένο ένα βάζο.

Ζω το μυθιστόρημα της διπλανής μου πόρτας
'σε τραγέλαφο ελάσσονα και μείζονα
φεγγοβολώντας 'στο σκοτάδι 'μάτια κουκουβάγιας
για μια δόξα μου κενή με 'λίγα φύλλα βάγιας.

Τα πάντα,όμως,γύρω μου γκρεμίζονται
με πάταγο σωστό και καταρρέουν.
Φίλοι πού 'χα χρόνια να τους 'δω
μ'εγκαταλείπουν,'στην πρωτεύουσα συρρέουν.

Σανίδα σωτηρίας 'στα γλυκά σου 'μάτια,
ψέματα πολλά που φτιάχνουνε παλάτια
και,περίλυπος,εγώ,'στο βάθος του διαδρόμου
να ζητώ από τα ύψη να εκπέσω υπονόμου.

Πότε 'παγωμένα
πότε 'πυρωμένα
χείλη που δεν άντεξαν
'μιλώντας 'στα χαμένα.

Λεμονανθός τα χείλια
με ακτίνα κύκλου
'σε μια θέση του δικύκλου
ταξιδεύοντας με χίλια.

Των όλων τα καλύτερα πωλούντ',ευθύς,εδώ
αλλά ποτέ δεν αγοράζονται(χωρίς τιμή).
Τα τρόπαια που δε χαρίζονται 'στη γη
και τα γραπτά που μένουν δίχως χορηγό.

Τρίτη 3 Μαΐου 2016

Μηνύματα θνητών-ημιθανών της νέας κατοχής

Καπνίζοντας για γούστο
του διαβόλου το χορτάρι
άλλαξε την παρτενέρ
και ‘πήρε το ζευγάρι.

Για μεγιστάνες και για κροίσους
‘σε χλιδή και πλούτο πάντα ίσους,
για πτωχούς και παρατρεχαμένους,
ενδεείς,ασήμους,’ξεχασμένους,
ως βορά ‘στα ‘νύχια των αρπακτικών,
αλύγιστων,ατίθασων,αψήφιστα μοναχικών.

Ημικατεργασμένο σώμα που τη λάμψη απηχεί,
‘κρυμμένα λόγια ‘στην καρδιά φρενίτιδος-απάτης,
σχολιανά μεγαλεπήβολα για την ιώβειο υπομονή,
γραπτά περισπουδάστων και προμάχων Άτης.

Κάθε ‘μέρ’αργοπεθαίνω
σαν τα νέα σου μαθαίνω.
Κάθε νύχτ’αποζητώ
του έρωτα το γιατρικό.

Μια εικόνα-φαντασίωση,
το είδωλο που αγαπήθηκε πολύ,
αλαζονεία και φυσίωση
για τ’ακριβά και τα ‘χαμένα μου γιατί.

Αλκοόλ,ουσίες,νυχτοπερπατήματα
βραδύκαυστη ουσία
που με χίλιες λέξεις έδειξε τα βήματα
προς την αθανασία..

‘Βγάζοντας σιγά-σιγά τα πολυέξοδά μου γούστα
και χορεύοντας με μαντινάδες μία σούστα
‘βγήκα έρημος και μόνος ‘στο σεργιάνι
συντροφιά με τον Ωραίο Φάνη.

Χωρίς ελάχιστη,ποτέ αναπνοή,
κρατώντας πάντα βακτηρία
γέρος που ‘μωράνθηκε
διαβάζοντας πιστά Γοργία.

‘Στο χάος λογισμών
που ανεξέλεγκτα  διαβαίνουν το κατώφλι
και ζητούν να ‘μπουν
η ματαιότης των στιγμών
που σπάζουν της καρδιάς την κρούστα και το τσόφλι
‘σε ανθρώπους που αγωνιούν,
μες ‘στους ανθρώπους σαν πονούν..

Αμοιβαία συναισθήματα,φιλοφρονήσεις
πλείστα όνειρα της εφηβείας όλ’απατηλά
-και παρατεταμένης,μάλιστα..-
για να χορτάσης και να πιης από τ’απάτητα νερά
μιας κρήνης δροσερής χωρίς καθυστερήσεις.

Πίστεψε ‘στον εαυτό σου,
ψάξε ‘βρες παρηγοριά
εκεί που ‘βγήκαν τα παιδιά
να παίξουν μα κ’εντός σου.

‘Στ’ονειρεμένο σου κελί
‘στα πρώιμά σου έτη
κούρεψε την κεφαλή γουλί
και κράτησε μια χαίτη.

Της ‘μυγδαλιάς το λούλουδο
‘στα πόδια σου δραπέτης
να ξεπλένη αίμα σου βαρύ
να σου ζητή επαίτης
όμορφους συνδυασμούς
του έαρος με κραδασμούς
της φύσεως ‘σ’ολόκληρη ζωή.

Σέρνοντας βαρύθυμα το σώμα σα νεκρός,
απλώνοντας το χέρι σα ζητιάνος
τις ημέρες του ‘περνούσε κορμοράνος●
ήρθε και μας ‘βρήκ’εκλιπαρώντας ‘λίγο φως.

‘Σ των στεναγμών το μετερίζι
κόψε λάσπη,βράσε ‘ρύζι
και το κράτος γεύσου του θανάτου.
Ήσουνα ‘μικρός,’μεγάλωσες ‘νωρίς,
διαβαίνοντας της εφηβείας τραύματα ψυχής
που άφησαν οι σπείρες και ορδές του Αναλάτου.

Αλλάζοντας το δέρμα,φίδι γνήσιο μα κολοβό,
ουρώντας 'στο πηγάδι σύννεφου 'στον ουρανό,
τη μοίρα του διέπλαθε με θάνατο αργό.

Τα βράδια του 'σε θέατρο και με μια μουσική 'γυρνούσε,
άνοιγε συρτάρια και ντουλάπια συνεχώς για το φα'ί',
για έγνοιες ο λόγος ούτε,πλέον,κάτι τον απασχολούσε,
'βυθισμένος 'σε αέναο και φαύλο κύκλο έως το πρωί.

Με τα ψέματα τον εαυτό του 'συντηρούσε,
με ουσίες συντροφιά και παραλήρημα σωστό
και διάφορ'αντικείμενα εδώ κι'εκεί 'ξεχνούσε,
''αναγεννημένος'' και 'κρυμμένος για πολύ καιρό.