Τρίτη 3 Μαΐου 2016

Μηνύματα θνητών-ημιθανών της νέας κατοχής

Καπνίζοντας για γούστο
του διαβόλου το χορτάρι
άλλαξε την παρτενέρ
και ‘πήρε το ζευγάρι.

Για μεγιστάνες και για κροίσους
‘σε χλιδή και πλούτο πάντα ίσους,
για πτωχούς και παρατρεχαμένους,
ενδεείς,ασήμους,’ξεχασμένους,
ως βορά ‘στα ‘νύχια των αρπακτικών,
αλύγιστων,ατίθασων,αψήφιστα μοναχικών.

Ημικατεργασμένο σώμα που τη λάμψη απηχεί,
‘κρυμμένα λόγια ‘στην καρδιά φρενίτιδος-απάτης,
σχολιανά μεγαλεπήβολα για την ιώβειο υπομονή,
γραπτά περισπουδάστων και προμάχων Άτης.

Κάθε ‘μέρ’αργοπεθαίνω
σαν τα νέα σου μαθαίνω.
Κάθε νύχτ’αποζητώ
του έρωτα το γιατρικό.

Μια εικόνα-φαντασίωση,
το είδωλο που αγαπήθηκε πολύ,
αλαζονεία και φυσίωση
για τ’ακριβά και τα ‘χαμένα μου γιατί.

Αλκοόλ,ουσίες,νυχτοπερπατήματα
βραδύκαυστη ουσία
που με χίλιες λέξεις έδειξε τα βήματα
προς την αθανασία..

‘Βγάζοντας σιγά-σιγά τα πολυέξοδά μου γούστα
και χορεύοντας με μαντινάδες μία σούστα
‘βγήκα έρημος και μόνος ‘στο σεργιάνι
συντροφιά με τον Ωραίο Φάνη.

Χωρίς ελάχιστη,ποτέ αναπνοή,
κρατώντας πάντα βακτηρία
γέρος που ‘μωράνθηκε
διαβάζοντας πιστά Γοργία.

‘Στο χάος λογισμών
που ανεξέλεγκτα  διαβαίνουν το κατώφλι
και ζητούν να ‘μπουν
η ματαιότης των στιγμών
που σπάζουν της καρδιάς την κρούστα και το τσόφλι
‘σε ανθρώπους που αγωνιούν,
μες ‘στους ανθρώπους σαν πονούν..

Αμοιβαία συναισθήματα,φιλοφρονήσεις
πλείστα όνειρα της εφηβείας όλ’απατηλά
-και παρατεταμένης,μάλιστα..-
για να χορτάσης και να πιης από τ’απάτητα νερά
μιας κρήνης δροσερής χωρίς καθυστερήσεις.

Πίστεψε ‘στον εαυτό σου,
ψάξε ‘βρες παρηγοριά
εκεί που ‘βγήκαν τα παιδιά
να παίξουν μα κ’εντός σου.

‘Στ’ονειρεμένο σου κελί
‘στα πρώιμά σου έτη
κούρεψε την κεφαλή γουλί
και κράτησε μια χαίτη.

Της ‘μυγδαλιάς το λούλουδο
‘στα πόδια σου δραπέτης
να ξεπλένη αίμα σου βαρύ
να σου ζητή επαίτης
όμορφους συνδυασμούς
του έαρος με κραδασμούς
της φύσεως ‘σ’ολόκληρη ζωή.

Σέρνοντας βαρύθυμα το σώμα σα νεκρός,
απλώνοντας το χέρι σα ζητιάνος
τις ημέρες του ‘περνούσε κορμοράνος●
ήρθε και μας ‘βρήκ’εκλιπαρώντας ‘λίγο φως.

‘Σ των στεναγμών το μετερίζι
κόψε λάσπη,βράσε ‘ρύζι
και το κράτος γεύσου του θανάτου.
Ήσουνα ‘μικρός,’μεγάλωσες ‘νωρίς,
διαβαίνοντας της εφηβείας τραύματα ψυχής
που άφησαν οι σπείρες και ορδές του Αναλάτου.

Αλλάζοντας το δέρμα,φίδι γνήσιο μα κολοβό,
ουρώντας 'στο πηγάδι σύννεφου 'στον ουρανό,
τη μοίρα του διέπλαθε με θάνατο αργό.

Τα βράδια του 'σε θέατρο και με μια μουσική 'γυρνούσε,
άνοιγε συρτάρια και ντουλάπια συνεχώς για το φα'ί',
για έγνοιες ο λόγος ούτε,πλέον,κάτι τον απασχολούσε,
'βυθισμένος 'σε αέναο και φαύλο κύκλο έως το πρωί.

Με τα ψέματα τον εαυτό του 'συντηρούσε,
με ουσίες συντροφιά και παραλήρημα σωστό
και διάφορ'αντικείμενα εδώ κι'εκεί 'ξεχνούσε,
''αναγεννημένος'' και 'κρυμμένος για πολύ καιρό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου