Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2016

Ανεμώλια πρωτόφαντα εν μέσω του χειμώνος

Συλλογίστηκα να 'βγω από την άβυσσο,
'φαντάστηκα τις ευτελείς αυτές αράδες
με τα πρόβατα και γίδια,με τις αγελάδες
'σ'ένα μεσουράνημα αιώνιο,παράδεισο.

Εγκατέλειψα τον εαυτό
'στους πρόποδες του όρους των θεών
και μ'ένα πήδημα ριψάσπιδος
το σώμα 'χάρισα 'στη γη των αφανών.

Το Εύρηκα ποθώντας και τη λησμοσύνη
'ζάλισα τον οδηγό που με 'καλούσε να παρευρεθώ
'στον Κάτω Κόσμο με μια φορεσιά
του δέους και του κύρους μόνο για εκείνη..

'Πέταξα οριστικά την τηλεόραση και τη 'μικρή οθόνη,
δίδοντας τη μάχη με συνείδηση και ήθος,
πλάθοντας τις ιστορίες πολλαχώς·ο μέγας μύθος.
Εφ'εξής βουβοί,νεκροί,'μηδενισμέν'οι χρόνοι.

Εξεζητημένες λέξεις ερριμμένες 'στο σκοτάδι,
εκτοξεύοντας τη λάσπη,βάζοντας σωστό σημάδι
εποχές και τα σημεία του ορίζοντα
με αγκαλιές 'σε χείλη ελληνίζοντα.

'Πόθησα γυμνόστηθη να 'δω
την αγκαλιά
κ'εξώθησα μοναδικά τον εαυτό
να μου χαρίση
τη λαλιά
το θαύμα να προσμείνω,
να προαναγγείλω,
μ'ένα τραύμα 'στην καρδιά
που κλείνω,λύνω
και οφείλω..

Οι βασιλείς συνήλθαν γης και ουρανού
για να χαράξουν νέα σύνορα και όρη,
εντολή δημιουργίας παραβαίνοντας ως κόρη
οφθαλμού εκεί που πρέπει να τηρούν,κατά κρημνού
τα πράγματα ωθώντας 'στο Κεφαλοχώρι..

Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2016

Ζωής σπερμολογία

Στεγνός από αισθήματα
τη γλώσσα 'βούτηξα μες 'στη μελάνη
με πολλά και δίσημα μηνύματα,
θαρρείς,'παρμένα όλ'από τη Μάνη.

'Σ'εποχή αλλοπαρμένων
μόνη δύναμη των ξένων
η ανάμνηση βαρύνει.

Φευγαλέα βλέμματα
η ματαιότης μιας στιγμής
'σ'αιώνιο ταξίδι διαφυγής
και αποδράσεως με ψέματα
ενός αυτόκλητου,'μικρού θεού
που έμαθε να κρίνη
πάντα 'στην κατάψυξη του εαυτού.

Τι θα έκανες αν δεν υπήρχε,
αν ολόκληρη ζωή 'περνούσες
δίχως κλάσμα να τους βλέπης
και μονάχα 'στ'όνομά τους να γλεντούσες;

Άλλο ψεύδος δε θ'αντέξω.
Άλλη γλώσσα δε θα 'βρω.
Μονάχος για να τριγυρνώ
και με ανθρώπους για να παίξω.

Κρίμα δε σηκώνω άλλο,
δε 'μπορώ,απλώς,να κρίνω
με γνωστούς και φίλους που τα πίνω
και νερό μες 'στο κρασί,'στο αίμα μου να βάλω.

Αυτόκλητοι σωτήρες το ζυγό θα προορίζουν,
'στο λαιμό να περισφίξουν τη θηλιά
που σαγηνεύει και τους εκλεκτούς,εξαπατά
με δυο γαιδάρων άχυρα την ώρα που αφρίζουν.

Για να 'βρω διάκριση,γαλήνη
μόνος μου διέσχισα το ρου
της ιστορίας ψάχνοντας τη μήνι
Αχιλλέως 'στην πλαγιά ενός βουνού.

Αχνόφεγγε σιγά-σιγά η λύση,ένα φως,εκείνο
το σημάδι που μου υπενθύμιζε το χρέος
που 'χε μείνη διαποτίζοντας τον κρίνο,
ανεμίζοντας παράλληλα με δέος.

Δρεπανηφόρος Χάροντας 'σερνόταν 'στο ασθενοφόρο
το γιατρό 'καλούσε να του 'πη τα νέα της ημέρας
ανατρέχοντας ημερολόγιο 'νωρίς με Αμαλθείας κέρας
πολεμώντας λυσσαλέα,μ'ένστικτα εγωισμού το τέρας
κάθε τόσο που αναφυόταν κ'έφραζε το θείο δώρο.

'Λίγο η ανάγκη να σε 'δω
για 'λίγο έρωτα να νιώσω
της καρδιάς μου τον παλμό
και το θεό μου να προδώσω.

Δύο ποτηράκια οίνος
με μια κούπα του καφέ
και το τσιγάρο συνοδευτικό
ενός 'περήφανου γκουρμέ
'σε μελισσών το σμήνος.
Συνταγής το θεραπευτικό.