Τετάρτη 14 Φεβρουαρίου 2018

Ματεθελοκοιλοδουλία ποιητού(τμήμα 5ο)

'Τελείωσεν το σάλιο
κ'ονειρεύτηκα,δα,πως
μες 'σ'ενυδρείο ή ενάλιο
από το Νάσιοναλ σοφός.

Ήσαν μου ιδέες φαεινές,
το ήμισυ ολάκερου παντός
εάν και πρόσεχα σκιές
που μ'έγραφαν ''Γηράσκεις ζωηρός.''.

Τα σκέλη μου αιφνίδια τα 'ράπισα
με το βελόνι των Εξήκοντα και πένα
μα ποτέ δεν έβλεπα πως 'σάπισα
σκουριάζοντας μες 'στη ραστώνη 'κεί,'ς τα Τρένα.

'Σε μια γωνί',αερικό,
να τρεμοπαίζουν 'μάτια,
'ς τον αμμόλοφον αυτό
'δραπέτευσαν με άτια.

Ψάξε και θα διαπιστώσης
πόσο μόνη θα με νοιώσης
για να λες κατόπιν και μετά
πως 'χάθηκαν τ'Αρσενικά.

Πνιγμός ο διαρκής
μου χωρισμός σαφής
ολισθηρός για βλέφαρα με μακιγιάζ
'στα νούφαρα μιας μόνης πλαζ.

'Στο χαρακτήρα μου το είχα
πεπρωμένο να μην 'ξαναδιώ
τα 'μάτια σου μες 'ς τον αφρό,
χιλιόμετρα καθώς απείχα.

'Πόθησα το φως.
Με κυριεύει βράδυ.
Μ'έβγαζε το λάδι
να φωνάζω S.O.S.

Έρως ο κατάστηθος αβρώς
ενός βιολιού μου και τρομπέττας
μιας ζωής ανώριμης,ξεπέτας
που μου έλαχε να φάω βιος.

Στόμα το περίκλειστον,
καρδία πεταννύουσ',
αναπτερωμένον ηθικόν
χορεύοντας με τον εχθρόν,
ορθώς το ρήμα(''λύουσα'').
Κώμα το βαθύσκιον,
ψυχή που βλέπει τ'άστρ',
ακμαίος ο γερόλυκος 'στη γάστρα
με πλιγούρ' ή κόσκινον
('δεμένον καραβόσκοινον).

Οι τελευταίες μου αράδες
η εσχάτη μου πνοιή
σμιλεύοντας την εποχή
και κάνοντας παππάδες.

Ασήμαντος Ε.Τ.
επί της πρωτευούσης
σκάπτοντας τη γη
τη στείρα της Ναούσης.

Δεν είχα λόγο να σιγήσω.
Έπρεπε 'νωρίς να περιμένω
τη στιγμή που τους αγρούς θ'αφήσω
ν'αγοράσω το Ημαρτημένο.

'Χάθηκα 'ς τες λέξεις
που βροντοφωνάζουν ''Φύγε!''.
Βιάζεσαι να τρέξης,
σκηνοθέτα τόσο 'λίγε..!

Με ωτο-stop για το καμιόνι
τότε που θα είσαι τόσο μόνη.
'Βάρεσεν η ενδοφλέβιος κανόνι
για να 'πης πως είναι κώλος που κρυώνει.

Δεν έλεγες παρά να π(ι)ης
δεν ήθελα μα 'μπήκα
σαν τη μελισσούλα και τη σφήκ'
από παράδρομο της γης.

Αγαθοεργός πολίτης.
Τον 'μαγνήτιζαν ειδώλια
με τόσα που 'περνούσαν ανεμώλια
'στο νου του κι'έγινεν οπλίτης.

Μ'εμπόδισε η βούληση.
Το πυρ κατά ριπάς.
Ανυστερόβουλος και υπναράς.
'Φαινόταν μόνο σύληση.

'Στο πλατώ
Δοξασίες για κυνάρια
και με φερέλπιδες απόψεις
για τα νέα μας ζευγάρια
που βιάζεσαι on air να κόψης.

Τρίτη 13 Φεβρουαρίου 2018

Ματεθελοκοιλοδουλία ποιητού(τμήμα 4ο)

Θα ήθελα να 'πω τον τελευταίο λόγο:
πως δε σ'έχω,πια,κοντά μου.
'Πόθησα πολύ αργά ή ενωρίς το τζόγο;
'Σάλευσε συχνά-πυκνά,καρδιά μου.

Δε 'σκέφτηκα παρά μονάχα 'σένα.
'Ξάπλωσα ποτέ για να μη διω
ταχύπλοα και φέρρυ-μπόουτ ή και τρένα
πριν εμφανιστή και ο Κοκτώ.

Ήταν άλλες λόξες,είχες ρέντα.
Σού 'φεξε ν'αναπαυθής
με τσίκλα pepper mint ή μέντα
'στ'όνειρο της χαραυγής.

'Χαράχθηκαν τα γράμματα,
εσπούδακα να χάσω
χίλια 'μπαλωμένα ράμματα
που πρέπει να ξεχάσω.

'Δεσμεύτηκα μες 'ς τη σιγή
να λέγω τ'όνομά σου,
πια,προσφέροντας χο(λ)ή
Απόλλωνος μες 'ς την καρδιά σου.

Ήταν ένα σου μοιραίο
ήταν μια ζωή φευγάτη
τό 'κανες με σαλονάτη
και λατρεύοντας Μουσαίο.

Έκλωθα τ'αυγά
(σιγά τις κόττες).
Έπαιρνα τα μετρητά,
φορώντας και καπότες.

Τι σου έλαχε,θαρρείς
(να σβήνης και ν'ανάβης);
Ήταν το πεδίον αλληνής
που έτρεχες για να προλάβης..

ΙΔΟΥΚΑΙΝΑΠΟΙΩΤΑΠΑΝΤΑ.
ΤΙΤΟΙΟΥΤΟΣΕΔΟΞΕΝΥΜΙΝ;
Φορώντας τραγικά τα Prada
ΟΔΥΣΣΕΥΣ ή και Βενιαμίν.

ΒΟ(Υ)ΛΗιΤΕΚΑΙΤΩιΔΗΜΩι.
ΤΑΕΝΟΙΚΩιΕΝΕΥΣΧΗΜΩι
ΤΩιΠΟΔΙ(μια σκέτη γάμπα
τραυματίζοντας τη Λάμπα).

Σ'εκείνες,'κεί,τις ερημιές
περιπλανήθηκα 'στο μεταξύ
κι'εν συνεχεία είδα Λάμψη
προχωρώντας με μι'αστεία κάμψη
του θανάτου αντικρίζοντας ευχές
γαλήνη ψάχνοντας ή ταραχή.

Βωβός μεχρί τα σύγνεφα
ωχρός κατά την όψη
ήπια λησμονιάς φιλί
από σπαθιού την κόψη.

Δε ματάδα φρύδια
δεν ευνόησες κανένα
μύχιο πόθο για τα μύδια
μέχρι το Εικοσιένα.

Μ'ένα Pilot ή πέν'
αγνόησες τι θα συμβή
αν εγχαράξης και τη χένα
'πάνω 'στό 'να σου βυζί.

Μάταιο κι'ολέθριο να ψάχνης
μ'ανεπούλωτες πληγές
τι θα σου φέρ'η άνοιξη.
Και 'φασκιωμένος με ζαχάρεως της άχνης
τις πυκνές ακτογραμμές
που 'σίγησεν κρασοκατάνυξη.

ΙΛΕΩΣΓΕΝΟΥ'ΜΙΝ
ΠΑΡΑΡΛΑΜΑ
ΜΕΣΤΟΟΥΛΑΛΟΥΜΕΚΕΙΝΟ
ΞΕΨΑΧΝΙΖΟΝΤΑΣΤΟΚΙΝΟ
ΜΕΣΩΡΟΥΣΤΟΒΑΜΜΑ
ΕΝΔΟΞΟΣΠΟΤΕΛΙΜΗΝ.