'Κοιτούσα με σταχτί(λυγμό)
'ς της μέθης μου τα βράδια
την εικόνα που 'θελε Θεό
κρατώντας τα σημάδια.
Χρυσόψαρο κηρίον
δόξης μιας εκλύτου
(όνειρο του δύτου
ξέσπασμα κυρίων).
'Σάπισαν τα φύλλα
έπαθα και νίλα
που μανιωδώς θα τη 'φυσούσα
εξορκίζοντας εκεί που διουρούσα.
Μες 'στο Άλφα για το Σίγμα
'σε Φερράρα-Φλωρεντία
εμπροθέτως μ'ένα Ρήγμα
'στο Εγκώμιο(Μωρία).
Σύννεφ'αρωματισμένα
'στον αχό αφανισμένα
τη δικαίωση κο(ι)μίζοντας εκεί
που θα τους κάνεις naughty-smash παιδί.
Κακαόδενδρα μες 'στη Μεγίστη,
φοίνικες 'στη Νάξο
(όντως πού ν'αράξω;)
'στην αμηχανία πως θα 'βρω Καλλίστ'.
Εισήλθα 'στα κλεφτά,
σου έκανα και πλάκα,
'πίστευσες θα 'βρης Μαλάκα
να τα'ί'ζη τα Μωρά.
Είχες αγωνίες υπαρξιακές.
Δε θα 'γινόμουν Βήμα
για τις απορίες μόλις πού 'χες 'χτές
να δίνεσαι 'στο Νέο Κύμα.
C'est en mode surtout avant tout..!
Το μέλλον σου ανοίχτηκε
(θα έκανες την profession
χωρίς να πας για οντισιόν
-Σαλογριά που επιδείχτηκε).
Πια 'ξανά ποτέ να 'δης πως 'γέρασες επάνω 'στο θρανίο
Καθ'οδόν και 'στα λαγκάδια
όπου σπέρνεις θα θερίσης
και κατ'οίκο με σημάδια
πού 'λεγαν να μη γυρίσης.
Δε θά 'ρθω
Μάταιο λογύδριο
προς Κρήνη,'στο Ευύδριο.
Μιας δόξης απο-μιμητές
(Μωρό μου,σού 'λεγα ''Μην κλαις.'').
Τα λόγια 'φόρτωσα μες 'στα πατίνια,
έγραφα να 'δης πως απεχθάνομαι
τις φιλενάδες σου(Παράνομε!)
που 'γέμισαν τον κόσμο με μια γκρίνια.
Υποδήματα των se(Si)x(t)ies
Θα με 'βρης Καβάλα
έκανα και τάμα
να σου πάρω άλλα
τρέχοντας το βάμμα.
Σωτήρ και Παντοκράτορος
Αναπαύσου μες 'στο θρόνο
που με βλέπεις τόσο μόνο.
Και δεν κάνεις τίποτε για να παλουκωθής
να παίξουμε με τα στρινγκάκια της Ζωής.
Η ζωή σου όλη
'ξεχασμένη Ντόλλυ(-λι)
με πατράκο 'στη Δροσιά
και προς Εκάλη μητριά.
Μες 'στους νεο-πλούτους πενταροδεκάρας
Δε με θες και θα σε γράψω.
Άλλον ίδρωτα θα θάψω
για να 'δης τι ψεύτρα είσαι
που χαρίζεσαι(για...'βρίσε..!).
Την Αγκι-λέρα
'Φόρεσα τον ασημένιο Κουκουέ.
Δεν ένοιωθεν,ο δύσμοιρος,τα Δαπιτάκια.
'Μοίραζε στεφάνους 'στα δειλά γατάκια
των Φριι Press(ζ)(ες/ας)(και)παραγνωρίζοντας τον Τσε.
'Σ του Μουεζίνη Ραμαζάνι για το GULBAH(Z)A(AA)R-ι σκθλάβων
Ήτανε γραφιάς της Βραδυνής.
Τους έγραφε 'στον τοίχο.
Δίχως κρότον,άλλον ήχο
('πιάστηκε να βήχω
-Λειτουργία της Παρασκευής).
Ο Γηπεδούχος(με ταλάν)
'Σάπισεν καρύδα
με το άγγιγμα του Μίδα.
Balls με αλογοουρά,
οργώνοντας χωριά.
'Ζήλευε το κουμπαριό,
εγκατεστάθη(πότε;)Κρήτη,
μέρος σα'ι'τ-ευτικό,
με Tonotil ή προς Μαδρίτη.
Με muerte pad(t)ria(-ot)
Σού'πα να τα χάσης;
Θα 'βρεθής 'στην Τήλο
να σε χαίρεται το Φύλλο
-προσκαλείσαι ν'αποδράσης.
'ς της μέθης μου τα βράδια
την εικόνα που 'θελε Θεό
κρατώντας τα σημάδια.
Χρυσόψαρο κηρίον
δόξης μιας εκλύτου
(όνειρο του δύτου
ξέσπασμα κυρίων).
'Σάπισαν τα φύλλα
έπαθα και νίλα
που μανιωδώς θα τη 'φυσούσα
εξορκίζοντας εκεί που διουρούσα.
Μες 'στο Άλφα για το Σίγμα
'σε Φερράρα-Φλωρεντία
εμπροθέτως μ'ένα Ρήγμα
'στο Εγκώμιο(Μωρία).
Σύννεφ'αρωματισμένα
'στον αχό αφανισμένα
τη δικαίωση κο(ι)μίζοντας εκεί
που θα τους κάνεις naughty-smash παιδί.
Κακαόδενδρα μες 'στη Μεγίστη,
φοίνικες 'στη Νάξο
(όντως πού ν'αράξω;)
'στην αμηχανία πως θα 'βρω Καλλίστ'.
Εισήλθα 'στα κλεφτά,
σου έκανα και πλάκα,
'πίστευσες θα 'βρης Μαλάκα
να τα'ί'ζη τα Μωρά.
Είχες αγωνίες υπαρξιακές.
Δε θα 'γινόμουν Βήμα
για τις απορίες μόλις πού 'χες 'χτές
να δίνεσαι 'στο Νέο Κύμα.
C'est en mode surtout avant tout..!
Το μέλλον σου ανοίχτηκε
(θα έκανες την profession
χωρίς να πας για οντισιόν
-Σαλογριά που επιδείχτηκε).
Πια 'ξανά ποτέ να 'δης πως 'γέρασες επάνω 'στο θρανίο
Καθ'οδόν και 'στα λαγκάδια
όπου σπέρνεις θα θερίσης
και κατ'οίκο με σημάδια
πού 'λεγαν να μη γυρίσης.
Δε θά 'ρθω
Μάταιο λογύδριο
προς Κρήνη,'στο Ευύδριο.
Μιας δόξης απο-μιμητές
(Μωρό μου,σού 'λεγα ''Μην κλαις.'').
Τα λόγια 'φόρτωσα μες 'στα πατίνια,
έγραφα να 'δης πως απεχθάνομαι
τις φιλενάδες σου(Παράνομε!)
που 'γέμισαν τον κόσμο με μια γκρίνια.
Υποδήματα των se(Si)x(t)ies
Θα με 'βρης Καβάλα
έκανα και τάμα
να σου πάρω άλλα
τρέχοντας το βάμμα.
Σωτήρ και Παντοκράτορος
Αναπαύσου μες 'στο θρόνο
που με βλέπεις τόσο μόνο.
Και δεν κάνεις τίποτε για να παλουκωθής
να παίξουμε με τα στρινγκάκια της Ζωής.
Η ζωή σου όλη
'ξεχασμένη Ντόλλυ(-λι)
με πατράκο 'στη Δροσιά
και προς Εκάλη μητριά.
Μες 'στους νεο-πλούτους πενταροδεκάρας
Δε με θες και θα σε γράψω.
Άλλον ίδρωτα θα θάψω
για να 'δης τι ψεύτρα είσαι
που χαρίζεσαι(για...'βρίσε..!).
Την Αγκι-λέρα
'Φόρεσα τον ασημένιο Κουκουέ.
Δεν ένοιωθεν,ο δύσμοιρος,τα Δαπιτάκια.
'Μοίραζε στεφάνους 'στα δειλά γατάκια
των Φριι Press(ζ)(ες/ας)(και)παραγνωρίζοντας τον Τσε.
'Σ του Μουεζίνη Ραμαζάνι για το GULBAH(Z)A(AA)R-ι σκθλάβων
Ήτανε γραφιάς της Βραδυνής.
Τους έγραφε 'στον τοίχο.
Δίχως κρότον,άλλον ήχο
('πιάστηκε να βήχω
-Λειτουργία της Παρασκευής).
Ο Γηπεδούχος(με ταλάν)
'Σάπισεν καρύδα
με το άγγιγμα του Μίδα.
Balls με αλογοουρά,
οργώνοντας χωριά.
'Ζήλευε το κουμπαριό,
εγκατεστάθη(πότε;)Κρήτη,
μέρος σα'ι'τ-ευτικό,
με Tonotil ή προς Μαδρίτη.
Με muerte pad(t)ria(-ot)
Σού'πα να τα χάσης;
Θα 'βρεθής 'στην Τήλο
να σε χαίρεται το Φύλλο
-προσκαλείσαι ν'αποδράσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου