Σάββατο 4 Αυγούστου 2018

Ματεθελοκοιλοδουλία ποιητού(τμήμα 8ο)-ΕΚ ΤΩΝ ΕΓΚΑΤΩΝ Η ΠΝΟΙΗ

Έγραψα για 'σένα που περνάς
με ωτοστόπ 'ς το διάβα του Βαρδάρη
κι'έβλεπα τα τρένα μιας κακόγουστης βραδιάς
να σύρουν τα φορτία προς τον Άρι.

Θαλερό το πρωινό
και σ'έβλεπα γυμνή
για ν'ακοντίζης το Θεό
που σ'έδωσε τροφή.

Γνώσεις 'θέλησα μα τόσο μόνος
ν'αντικρίζω πλοία 'στο σταθμό
για να τους βλέπω και να επιζώ
κατά πως τρώγει τα παιδιά ο Κρόνος.

Εντυπώσεις ταξιδιωτικές,
χαρά Θεού τα μονοπάτια
να δουλεύουν όλα τ'άτια
και μαζί και οι στροφές.

'Ζήλευσα το φως
ποτέ μου που δεν είδα
φέροντας αθώα προσωπίδα
πώς,εκεί και πώς.

'Θέλει δούλεμα η γη
κι'εργάτες ουκ ολίγοι
για προπόνηση και ιαχή
με το θερμόμετρο και ζύγι.

Ήτον η ουσία σου τρεπτή
μα κ'η ενέργεια μεγάλη
να χαθής μες 'ς την απόλυτο σιγή
φιλώντας,τώρα,μανουάλι.

Σιμιγδαλένια η χαρά
να ζήση τ'όνειρο και πάλι
για να φέγγη,τότε,πολλαπλά
και να κουνήση το κεφάλι.

Γενέθλια
Ήθελα να σε γνωρίσω'
άλλη,πια,επιλογή καμμία,
πολεμώντας,ντόμπρος,για την Τροία
και κεριά για χάρι σου να σβύσω.

Ετρώθης,ω καρδία,
για να σκύψης το κεφάλι
να ζητήσης την ΑΔΕΙΑι
κ'όλα,πάλι σου,χαλάλι.

Παρέα με το Θέμι,
συντροφιά και με τον Πάρι
για τα 'μάτια του κοκκινολαίμη,
παίζοντας κορώνα-γράμματα το ζάρι.

Σπάνιον το είδος.
Είπα να συγκεντρωθώ.
'Στους Πέρσες και ο Μήδος.
Έγραψα για ν'απολυτρωθώ.

Παιάνα ήθελα να γράψω,
ύμνος θα 'μπορούσε νά 'ναι,
ω ρωμαντικέ μου νάνε,
για μια γούνα που θα ράψω.

Μες 'στο φως περιλουσθείσα
μες 'στο σκότος,πια,και 'σύ
και ν'ατενίζης την Πατρίσα
που θα έφευγε απ'τη ζωή.

Ως συνήθως γραφικός
να βλέπω μες 'στα μύρα
τη ζωή μου με τη λύρα
να διατρέχουνε 'ς το φως
ταξείδι ως τη Νάξο
που θα έχω για ν'αράξω.

'Πληγωμένη παρωδία
'ς τες βιτρίνες
να τοξεύουνε οι κύνες
αμαρτία.

Ήσαν όλοι των σαχλοί
κι'εγώ σαν άπιστος Θωμάς
να ταξιδεύω 'σ'άλλην εποχή
ωσότου πληρωθή ο κουμπαράς.

Ζηλιαρόγατος και 'σπιτονοικοκύρης,
τερατίδιο μορφώσεως αληθινόν
να ψάλλω επινίκιον των ουρανών
'ς την Πλατυτέρα μες 'ς τες πανηγύρεις..

Ερριμμένος ο καφές
με 'χνάρια ελεημοσύνης,
όπως σήμερα και 'χθές,
από τα βάθη δροσερής μιας κρήνης.

Ο έρως μου 'χαράχθηκε
'ς το πόστο του και 'τάχθηκε
να φέρη ευφροσύνη και χαρά
'σε δυο και τρία 'μάτια γαλανά.

Ματεθελοκοιλοδουλία ποιητού(τμήμα 7ο)

Πρωτόγονος σιγή
μες 'ς την αρμύρα ψιθυρίζει
πως θα ήσουνα παιδί
που σημαιούλες ανεμίζει.

Ήταν,πλέον,τότε σου,η πρώτη και η τελευταία
σου στιγμή που θά 'μενες μες 'ς την καλύβη
ν'αρμενίζης με τα πλοία μες 'ς την ήβη
ώρες και στιγμές.Εγώ,η Κοιμωμένη,η Ωραία..!

Ζήτουλες 'ς το δρόμο
χαρτζηλίκι μού 'ζητούσαν
και τσιγάρο ταχυδρόμο
υποθέσεις εκκρεμούσαν.

Άλλα χρόνια μες 'ς την πλήξη
άλλες 'μέρες μες 'ς την επαιτεία
να θυμίζης τι θα δείξη
το κουτί για τη Μαρία.

Σχέσι θά 'θελες να κάμω
να γοητευθώ από τις Άλλες
που 'πετούσα 'κείθε χάμω
ταξιδεύοντας με τόσες μπάλες.

Προχωρώντας βράδια ξένα
να χωρέσης τη μανία
που σου φέρν'η πένα
για μιαν εύσωμη Κυρία.

'Θυμήθηκα παληές αγάπες-αυταπάτες
να στριφογυρίζουν το μυαλό
και ν'ανεμίζουν πτερωτούς Πηγάσους.
Ήσαν οι πασίγνωστές μου,'δώθε,πλάτες
που μου μοσχομύριζαν μελό
και σάτυρες κρατώντας δυο μου άσσους.

'Κράτησα τον ευγενή μου ήχο
και αφέθηκα να 'βρω
μες 'ς την ανίας μου τον τοίχο
δυο 'ματάκια που μισώ.

Πληκτικές σφοδρώς οι ώρες
μού υπενθυμίζουν το σκοπό
που 'πλάστηκες,εκεί,για μπόρες
να ενατενίζης το Χωριό.

ΓΛΑΥΚΑ 'ΚΟΜΙΣΑ ΕΣ ΤΑΣ ΑΘΗΝΑΣ.
Όλο γοητεία,όλο χάρη.
'Γύρισα και προφανώς το ζάρι
και παρήλθε,τώρα,και ο μήνας.

Μόνο δύο έχε,τώρα,κάτα νου:
το πως θα δυνηθής και να σιγήσης
πριν αλέκτωρ τρις φωνήσαι που θα σβύσης
τα κεριά της οιμωγής και του παππού.

Με νώτα 'νοτισμένα,
οπλοστάσιο βαρύ,
'ξανά 'ς τα 'περασμένα,
δάκρυ χύνοντας πολύ.

'Γέμισα την τσάντα μ'αναμνήσεις
τ'άστρα έλαμπαν παντού
κ'εσύ 'χαμένη πριν τολμήσης
ν'ατενίσης Κόρη δειλινού.

Χωρίς την πένα,δίχως τη μελάνη
ανεδύθη χρυσοκέντητος η Αφροδίτη
κ'έκαμαν οι νέοι σου 'νωρίς 'ς την Κρήτη
εμποροπανήγυρι που νου σου δεν σου βάνει..

'Στα κουτσομπολιά του πρωινού σου
μην ελπίζης πως θα νιώσης
αύρα έαρος στιγμής καθώς θα παραδώσης
το Τετέλεσται του ξεναγού σου.

Ήλπισα να αιστανθώ
την πύλη της αγάπης
'ς το απόβραδο Ανατολής
και Δύσεως.

Προαισθάνθηκα το τέλος
κ'έχυσα το δάκρυ της απάτης
μιας ζωής που δε γνωρίζει
φώτα και οσμή θανάτου.


Δε συνάντησες ευθύνη
όπου 'γύριζες,θαρρείς,
με συντροφιά σου την οδύνη
να μαγεύη της οργής.
                                Τα πέρατα

'Στην Αψίδα τ'όνειρο εγχάρακτο
να σαγηνεύη περιηγητάς
και τους θαμώνας της βραδιάς
για φύση που κανείς δεν ένοιωσε.

Ανοικτή πληγή του Φαραώ
με βο'ι'δάμαξες γεμάτη
να σε παρασύρη 'ς το κενό
για να θαυμάζης την απάτη.

Από ουσία λούλουδα του κήπου
να σμιλεύουνε τα κάστρα
μες 'ς την παγωνιά της Κόρης
και τη λαιμαργία βλεφαρίδων.

Αστεία προσλαλιά γεμίζει τ'όνειρο
της φύσεως που σου κοάζει ''Έλα!''.

Από Θεούς και Δαίμονες λησμονηθείς
μες 'ς την πλαγιά του δειλινού
ν'αγγίζης τίποτε και αλλαχού
να 'βρίζης μες 'ς τ'ασήμαντα πληγής.

Πολυέξοδος θα γίνης
με φαιά ουσία για να μείνης
μέσα ν'ανοιχθής
εκεί που δε σε συναντά μηδείς.

Λουστράκι θα 'γινόσουν
θα 'χανόσουν μ'ένα βλέμμα
σα θα 'ζήταγες το αίμα
της ζωής(θα 'πληγωνόσουν..).

'Σάλιωσα το τελευταίο γράμμα
της ανίας που ερχόταν
να σε δοκιμάση ενωρίς
αν θα 'κοιμόσουν ή 'ξυπνούσες
να χαρής το Θείον Βρέφος.

Λιπόσαρκος από μεγάλος
ευειδής ο νεανίας
για ζωή που 'πήρε άλλος
εύγλωττος παρίας.

'Ζαλισμένες οι φιγούρες τόσων
να γυρεύουν τ'άπιαστο
κ'εκεί ως μαρμαράδες
να θυμίζουνε Κυκλάδες.

Για καπρίτσιο θα γνωρίσης
τη μελάνη να βυθίζεται
'ς την άβυσσο της ευφροσύνης.

'Ζωήρευσε το παρελθόν εκεί,'ς το πλοίο της γραμμής
για να χαρίζη το χαμόγελο μιας νοεράς ψυχής,
αποσβεννύοντας το ευγενές σου χρέος των στιγμών ενδόξων
μες 'ς τα θλιβερά λογύδριά σου των ανθρώπων παραδόξων.

Παρασκευή 3 Αυγούστου 2018

Ματεθελοκοιλοδουλία ποιητού(τμήμα 6ο)

Τι τ'όπλο,πλέον,θα το κάνεις,
συνδιοικητής σα γίνης κάποτε κ'εσύ;
'Γεμίσαμε ρεπλίκες
μες 'στις τσοντοθήκες
-'κρύφτηκε ο Θεοφάνης
γκομενίδια ψάχνοντας εκεί.

Ο τσοπάνης
'Γύρευα το Λαπαθιώτη,
'λάτρευα τον Καρκαβίτσα,
με Σκιαθίτη και με Σώτη
έξυν'αενάως γκλίτσα.


Ήτανε να φτάσω τ'όνειρο
πως δε θα 'ξαναγγίξω μία.
Όμορφη σιγή 'ς τα χείλη
και παράταιρες στιγμές του τότε.

'Σπόγγισα τις μνήμες μου μ'αισχύνη
και 'ξανάδα τη ζωντάνια,τη φρεσκάδα
του θανάτου.

Δυο ρίμες έπλεκα 'ς το νήμα
δυο φύσεις ενατένιζα 'ς το άπειρο
και διεπίστωσα την αδικία.

Πομπώδεις οι εκφράσεις σου
'ζητούσαν το ηλιοβασίλεμα
δακρύων φλογερών.

Στίχο-στίχο έψαχνα το νόημα
'ς των ζυγωματικών την άκρη
με περίβλεπτη ουσία του φωτός
εξανεμίζοντας ελπίδες πού 'χα 
να φανώ γενναίος προς καιρού ολίγον τι.

Με 'ρολόγι 'ψάρευα τη γκόμενα
'ς το άλσος πικροστάλακτης χαράς
για να μην 'ξαναδώ να χάνεται
ο άντρας που θα έχανε
τη γη του ύπο μάλης.

Αγανάκτησα να σε προφτάσω
να με 'δης να σβύνω ντοκουμέντα
'ς τ'αρχιπέλαγος της πλήξης.

Όπως-όπως τηγανιά
για βραδινό της 'μέρας
'ς τον ανθόκηπο της νιότης,
ω Θεέ μου,πληκτική η ανθρωπότης..!

Σπέρνοντας κουκιά 'σ την έρημο
απόμακρης ζωής
'σε παραθύρι το παντέρημο
αθώας ενοχής.

'Στα χέρια σου παλάμες ακουμπούσαν
με τα χνώτα που 'νωρίς 'περνούσαν
και προσήγγιζαν μια λαίμαργη φωνή
'βγαλμένη ως το Περθ ως την Αυγή.

Δεδομένος εμπροστά σου δεν υπάρχει,πια,κανείς
απόκρυφα για να σου λέει
και να χάνεται-ας πταίει..-
μες 'ς τα σύνορα και τις κραυγές μιας φυλακής.

Φυλλομετρώ στιγμές
κοντά σου για να 'πω
πως τίποτε δεν αγαπώ.
Απόμακρες ζωές.

'Πλησίασα τη ματαιοδοξία
κ'έγινα θαμών σκασιαρχείου
ν'αποδιώχνω τώρα με μανία
τη ζωή εντίμου σου κυρίου.

'Θέλησα ν'ακούσω τ'όνομά σου,
να χαθώ απλώς 'ς το άγγιγμά σου
και ν'αγγίξω κορυφή βουνού
μα 'χάθηκα και 'βρήκα τον παππού.

'Σε κανέναν,πια,και σήμερα
δεν έδωσα τη σημασία
την προσήκουσα με ακηδία
για να συναντήσω λέοντες ανήμερα.

Κέρνα με και 'σύ ποτό
να 'πούμε και τα νέα
και 'ς την αγκαλιά σου ας χαθώ
για να 'βρεθούμε,πια,μοιραία.

Πλάνο είχα ν'αραδιάσω
πριν 'βρεθώ κοντά σου και ξεράσω
μες 'ς τ'απόνερα της νιότης,
ω χαρά μου,ανθρωπότης..!

Πότε-πότε άκουγες και τζαζ
και μου 'σερνόσουν έως και την πλαζ
με 'μάτια ξένα,χείλη και πηγαία
ένστικτο θεριεύοντας 'μπροστά σου,'ς την κεραία..

Πρόσεχα καλά τι λέγω
και ας ήμουν αφελής
με τη 'γελάδα που αρμέγω
έντρομος,περιδεής.