Τι τ'όπλο,πλέον,θα το κάνεις,
συνδιοικητής σα γίνης κάποτε κ'εσύ;
'Γεμίσαμε ρεπλίκες
μες 'στις τσοντοθήκες
-'κρύφτηκε ο Θεοφάνης
γκομενίδια ψάχνοντας εκεί.
Ο τσοπάνης
'Γύρευα το Λαπαθιώτη,
'λάτρευα τον Καρκαβίτσα,
με Σκιαθίτη και με Σώτη
έξυν'αενάως γκλίτσα.
Ήτανε να φτάσω τ'όνειρο
πως δε θα 'ξαναγγίξω μία.
Όμορφη σιγή 'ς τα χείλη
και παράταιρες στιγμές του τότε.
'Σπόγγισα τις μνήμες μου μ'αισχύνη
και 'ξανάδα τη ζωντάνια,τη φρεσκάδα
του θανάτου.
Δυο ρίμες έπλεκα 'ς το νήμα
δυο φύσεις ενατένιζα 'ς το άπειρο
και διεπίστωσα την αδικία.
Πομπώδεις οι εκφράσεις σου
'ζητούσαν το ηλιοβασίλεμα
δακρύων φλογερών.
Στίχο-στίχο έψαχνα το νόημα
'ς των ζυγωματικών την άκρη
με περίβλεπτη ουσία του φωτός
εξανεμίζοντας ελπίδες πού 'χα
να φανώ γενναίος προς καιρού ολίγον τι.
Με 'ρολόγι 'ψάρευα τη γκόμενα
'ς το άλσος πικροστάλακτης χαράς
για να μην 'ξαναδώ να χάνεται
ο άντρας που θα έχανε
τη γη του ύπο μάλης.
Αγανάκτησα να σε προφτάσω
να με 'δης να σβύνω ντοκουμέντα
'ς τ'αρχιπέλαγος της πλήξης.
Όπως-όπως τηγανιά
για βραδινό της 'μέρας
'ς τον ανθόκηπο της νιότης,
ω Θεέ μου,πληκτική η ανθρωπότης..!
Σπέρνοντας κουκιά 'σ την έρημο
απόμακρης ζωής
'σε παραθύρι το παντέρημο
αθώας ενοχής.
'Στα χέρια σου παλάμες ακουμπούσαν
με τα χνώτα που 'νωρίς 'περνούσαν
και προσήγγιζαν μια λαίμαργη φωνή
'βγαλμένη ως το Περθ ως την Αυγή.
Δεδομένος εμπροστά σου δεν υπάρχει,πια,κανείς
απόκρυφα για να σου λέει
και να χάνεται-ας πταίει..-
μες 'ς τα σύνορα και τις κραυγές μιας φυλακής.
Φυλλομετρώ στιγμές
κοντά σου για να 'πω
πως τίποτε δεν αγαπώ.
Απόμακρες ζωές.
'Πλησίασα τη ματαιοδοξία
κ'έγινα θαμών σκασιαρχείου
ν'αποδιώχνω τώρα με μανία
τη ζωή εντίμου σου κυρίου.
'Θέλησα ν'ακούσω τ'όνομά σου,
να χαθώ απλώς 'ς το άγγιγμά σου
και ν'αγγίξω κορυφή βουνού
μα 'χάθηκα και 'βρήκα τον παππού.
'Σε κανέναν,πια,και σήμερα
δεν έδωσα τη σημασία
την προσήκουσα με ακηδία
για να συναντήσω λέοντες ανήμερα.
Κέρνα με και 'σύ ποτό
να 'πούμε και τα νέα
και 'ς την αγκαλιά σου ας χαθώ
για να 'βρεθούμε,πια,μοιραία.
Πλάνο είχα ν'αραδιάσω
πριν 'βρεθώ κοντά σου και ξεράσω
μες 'ς τ'απόνερα της νιότης,
ω χαρά μου,ανθρωπότης..!
Πότε-πότε άκουγες και τζαζ
και μου 'σερνόσουν έως και την πλαζ
με 'μάτια ξένα,χείλη και πηγαία
ένστικτο θεριεύοντας 'μπροστά σου,'ς την κεραία..
Πρόσεχα καλά τι λέγω
και ας ήμουν αφελής
με τη 'γελάδα που αρμέγω
έντρομος,περιδεής.
συνδιοικητής σα γίνης κάποτε κ'εσύ;
'Γεμίσαμε ρεπλίκες
μες 'στις τσοντοθήκες
-'κρύφτηκε ο Θεοφάνης
γκομενίδια ψάχνοντας εκεί.
Ο τσοπάνης
'Γύρευα το Λαπαθιώτη,
'λάτρευα τον Καρκαβίτσα,
με Σκιαθίτη και με Σώτη
έξυν'αενάως γκλίτσα.
Ήτανε να φτάσω τ'όνειρο
πως δε θα 'ξαναγγίξω μία.
Όμορφη σιγή 'ς τα χείλη
και παράταιρες στιγμές του τότε.
'Σπόγγισα τις μνήμες μου μ'αισχύνη
και 'ξανάδα τη ζωντάνια,τη φρεσκάδα
του θανάτου.
Δυο ρίμες έπλεκα 'ς το νήμα
δυο φύσεις ενατένιζα 'ς το άπειρο
και διεπίστωσα την αδικία.
Πομπώδεις οι εκφράσεις σου
'ζητούσαν το ηλιοβασίλεμα
δακρύων φλογερών.
Στίχο-στίχο έψαχνα το νόημα
'ς των ζυγωματικών την άκρη
με περίβλεπτη ουσία του φωτός
εξανεμίζοντας ελπίδες πού 'χα
να φανώ γενναίος προς καιρού ολίγον τι.
Με 'ρολόγι 'ψάρευα τη γκόμενα
'ς το άλσος πικροστάλακτης χαράς
για να μην 'ξαναδώ να χάνεται
ο άντρας που θα έχανε
τη γη του ύπο μάλης.
Αγανάκτησα να σε προφτάσω
να με 'δης να σβύνω ντοκουμέντα
'ς τ'αρχιπέλαγος της πλήξης.
Όπως-όπως τηγανιά
για βραδινό της 'μέρας
'ς τον ανθόκηπο της νιότης,
ω Θεέ μου,πληκτική η ανθρωπότης..!
Σπέρνοντας κουκιά 'σ την έρημο
απόμακρης ζωής
'σε παραθύρι το παντέρημο
αθώας ενοχής.
'Στα χέρια σου παλάμες ακουμπούσαν
με τα χνώτα που 'νωρίς 'περνούσαν
και προσήγγιζαν μια λαίμαργη φωνή
'βγαλμένη ως το Περθ ως την Αυγή.
Δεδομένος εμπροστά σου δεν υπάρχει,πια,κανείς
απόκρυφα για να σου λέει
και να χάνεται-ας πταίει..-
μες 'ς τα σύνορα και τις κραυγές μιας φυλακής.
Φυλλομετρώ στιγμές
κοντά σου για να 'πω
πως τίποτε δεν αγαπώ.
Απόμακρες ζωές.
'Πλησίασα τη ματαιοδοξία
κ'έγινα θαμών σκασιαρχείου
ν'αποδιώχνω τώρα με μανία
τη ζωή εντίμου σου κυρίου.
'Θέλησα ν'ακούσω τ'όνομά σου,
να χαθώ απλώς 'ς το άγγιγμά σου
και ν'αγγίξω κορυφή βουνού
μα 'χάθηκα και 'βρήκα τον παππού.
'Σε κανέναν,πια,και σήμερα
δεν έδωσα τη σημασία
την προσήκουσα με ακηδία
για να συναντήσω λέοντες ανήμερα.
Κέρνα με και 'σύ ποτό
να 'πούμε και τα νέα
και 'ς την αγκαλιά σου ας χαθώ
για να 'βρεθούμε,πια,μοιραία.
Πλάνο είχα ν'αραδιάσω
πριν 'βρεθώ κοντά σου και ξεράσω
μες 'ς τ'απόνερα της νιότης,
ω χαρά μου,ανθρωπότης..!
Πότε-πότε άκουγες και τζαζ
και μου 'σερνόσουν έως και την πλαζ
με 'μάτια ξένα,χείλη και πηγαία
ένστικτο θεριεύοντας 'μπροστά σου,'ς την κεραία..
Πρόσεχα καλά τι λέγω
και ας ήμουν αφελής
με τη 'γελάδα που αρμέγω
έντρομος,περιδεής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου