Σάββατο 4 Αυγούστου 2018

Ματεθελοκοιλοδουλία ποιητού(τμήμα 7ο)

Πρωτόγονος σιγή
μες 'ς την αρμύρα ψιθυρίζει
πως θα ήσουνα παιδί
που σημαιούλες ανεμίζει.

Ήταν,πλέον,τότε σου,η πρώτη και η τελευταία
σου στιγμή που θά 'μενες μες 'ς την καλύβη
ν'αρμενίζης με τα πλοία μες 'ς την ήβη
ώρες και στιγμές.Εγώ,η Κοιμωμένη,η Ωραία..!

Ζήτουλες 'ς το δρόμο
χαρτζηλίκι μού 'ζητούσαν
και τσιγάρο ταχυδρόμο
υποθέσεις εκκρεμούσαν.

Άλλα χρόνια μες 'ς την πλήξη
άλλες 'μέρες μες 'ς την επαιτεία
να θυμίζης τι θα δείξη
το κουτί για τη Μαρία.

Σχέσι θά 'θελες να κάμω
να γοητευθώ από τις Άλλες
που 'πετούσα 'κείθε χάμω
ταξιδεύοντας με τόσες μπάλες.

Προχωρώντας βράδια ξένα
να χωρέσης τη μανία
που σου φέρν'η πένα
για μιαν εύσωμη Κυρία.

'Θυμήθηκα παληές αγάπες-αυταπάτες
να στριφογυρίζουν το μυαλό
και ν'ανεμίζουν πτερωτούς Πηγάσους.
Ήσαν οι πασίγνωστές μου,'δώθε,πλάτες
που μου μοσχομύριζαν μελό
και σάτυρες κρατώντας δυο μου άσσους.

'Κράτησα τον ευγενή μου ήχο
και αφέθηκα να 'βρω
μες 'ς την ανίας μου τον τοίχο
δυο 'ματάκια που μισώ.

Πληκτικές σφοδρώς οι ώρες
μού υπενθυμίζουν το σκοπό
που 'πλάστηκες,εκεί,για μπόρες
να ενατενίζης το Χωριό.

ΓΛΑΥΚΑ 'ΚΟΜΙΣΑ ΕΣ ΤΑΣ ΑΘΗΝΑΣ.
Όλο γοητεία,όλο χάρη.
'Γύρισα και προφανώς το ζάρι
και παρήλθε,τώρα,και ο μήνας.

Μόνο δύο έχε,τώρα,κάτα νου:
το πως θα δυνηθής και να σιγήσης
πριν αλέκτωρ τρις φωνήσαι που θα σβύσης
τα κεριά της οιμωγής και του παππού.

Με νώτα 'νοτισμένα,
οπλοστάσιο βαρύ,
'ξανά 'ς τα 'περασμένα,
δάκρυ χύνοντας πολύ.

'Γέμισα την τσάντα μ'αναμνήσεις
τ'άστρα έλαμπαν παντού
κ'εσύ 'χαμένη πριν τολμήσης
ν'ατενίσης Κόρη δειλινού.

Χωρίς την πένα,δίχως τη μελάνη
ανεδύθη χρυσοκέντητος η Αφροδίτη
κ'έκαμαν οι νέοι σου 'νωρίς 'ς την Κρήτη
εμποροπανήγυρι που νου σου δεν σου βάνει..

'Στα κουτσομπολιά του πρωινού σου
μην ελπίζης πως θα νιώσης
αύρα έαρος στιγμής καθώς θα παραδώσης
το Τετέλεσται του ξεναγού σου.

Ήλπισα να αιστανθώ
την πύλη της αγάπης
'ς το απόβραδο Ανατολής
και Δύσεως.

Προαισθάνθηκα το τέλος
κ'έχυσα το δάκρυ της απάτης
μιας ζωής που δε γνωρίζει
φώτα και οσμή θανάτου.


Δε συνάντησες ευθύνη
όπου 'γύριζες,θαρρείς,
με συντροφιά σου την οδύνη
να μαγεύη της οργής.
                                Τα πέρατα

'Στην Αψίδα τ'όνειρο εγχάρακτο
να σαγηνεύη περιηγητάς
και τους θαμώνας της βραδιάς
για φύση που κανείς δεν ένοιωσε.

Ανοικτή πληγή του Φαραώ
με βο'ι'δάμαξες γεμάτη
να σε παρασύρη 'ς το κενό
για να θαυμάζης την απάτη.

Από ουσία λούλουδα του κήπου
να σμιλεύουνε τα κάστρα
μες 'ς την παγωνιά της Κόρης
και τη λαιμαργία βλεφαρίδων.

Αστεία προσλαλιά γεμίζει τ'όνειρο
της φύσεως που σου κοάζει ''Έλα!''.

Από Θεούς και Δαίμονες λησμονηθείς
μες 'ς την πλαγιά του δειλινού
ν'αγγίζης τίποτε και αλλαχού
να 'βρίζης μες 'ς τ'ασήμαντα πληγής.

Πολυέξοδος θα γίνης
με φαιά ουσία για να μείνης
μέσα ν'ανοιχθής
εκεί που δε σε συναντά μηδείς.

Λουστράκι θα 'γινόσουν
θα 'χανόσουν μ'ένα βλέμμα
σα θα 'ζήταγες το αίμα
της ζωής(θα 'πληγωνόσουν..).

'Σάλιωσα το τελευταίο γράμμα
της ανίας που ερχόταν
να σε δοκιμάση ενωρίς
αν θα 'κοιμόσουν ή 'ξυπνούσες
να χαρής το Θείον Βρέφος.

Λιπόσαρκος από μεγάλος
ευειδής ο νεανίας
για ζωή που 'πήρε άλλος
εύγλωττος παρίας.

'Ζαλισμένες οι φιγούρες τόσων
να γυρεύουν τ'άπιαστο
κ'εκεί ως μαρμαράδες
να θυμίζουνε Κυκλάδες.

Για καπρίτσιο θα γνωρίσης
τη μελάνη να βυθίζεται
'ς την άβυσσο της ευφροσύνης.

'Ζωήρευσε το παρελθόν εκεί,'ς το πλοίο της γραμμής
για να χαρίζη το χαμόγελο μιας νοεράς ψυχής,
αποσβεννύοντας το ευγενές σου χρέος των στιγμών ενδόξων
μες 'ς τα θλιβερά λογύδριά σου των ανθρώπων παραδόξων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου