Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2016

Αναρμόδιος Αριστογείτονος του Θετταλού

Καταπιάστηκα με τη σωρό
από ανοίκεια αιδημοσύνη
κ'έλαχε τον κόμπο 'στο λαιμό
να σφίξω μες 'στη σκοτοδίνη.

Κάθε τι που είδα
προς απογοήτευση μεγάλη
έφερνε και νέα προσωπίδα
ως καινούρια μου προμετωπίδα
μιας ζωής ερημικής μες 'στη σπατάλη.

Φύσει μου αδύνατο ν'αποδεχθώ
τους νέους όρους της δουλείας
και καλύτερο για πάντοτε ζυγό
να βάλω άλλης 'στα μελτέμια Τροίας.

Για κάτι άλλο πάντοτε διαπράττω
έγκλημα καθείρξεως,ανόσια την πράξη,
βασιλεύοντας το πνεύμα μου 'στο Λασκαράτο,
γαληνεύοντας ψυχή και νου με τάξη.

Έπεφτα με μούτρα
έξυνα την κούτρα
έβλεπα τις αποστάσεις
φεύγοντας από τις περιστάσεις.

Γλυκύς ο θαυμασμός
'σε χείλη μόνον ξένα
και απότομος θυμός
'σε πρόσωπα καταραμένα.

Αφασία η διαγλωσσική
ως σκέψις πρωτοπόρος·
δεν επήλθε,όμως,κόρος
κατ'ελάχιστον από ζωή.

ΤΙΣ ΒΟΥΛΕΤ'ΑΓΟΡΕΥΕΙΝ
ΤΟΥ ΤΙ Τ'ΟΝ ΤΟΥ ΠΕΡΙ
Μ'ΑΙΜΑΤΟΕΝ ΧΕΡΙ
ΚΑΙ ΣΚΕΔΑΖΕΙΝ ΚΑΙ ΧΟΡΕΥΕΙΝ;

Έγραφα γι'αόρατες πληγές
μου συντροφιά με πορτοκάλι το χυμό
που 'πήγα και αγόρασα με το κιλό,
δεσμεύοντας τις εποχές.

Αδέσμευτος,μα την αλήθεια·
χειμαρρώδης η συνήθεια.
Κοπιώδης η συναγωγή
δογμάτων·ενδιατριβή.

Αποφεύγοντας παγίδες·
όλες έγιναν,πια,βίδες.
Την προ'ύ'παρξη και την ουσία
ερμηνεύοντας απέπλευσα προς Τροία.

Άλλες 'γύρευα βραδιές
με μουσικές εξωτικές
τ'αυτιά να συγκινήσουν
πρώτ'απ'όλα και ν'αφήσουν
διαρκείς χρωματισμούς.

Με πόνο έκλεινα ημέρες
εμφορούμενος από τη ζήλεια
να ενδώσω ή να τρέξω μίλια
μου 'μπροστά πατώντας γκάζι
αψηφώντας τη φωτιά που σιγοβράζει
κάμπο και βουνά και πεδιάδες
ερμηνεύοντας τους οιωνούς.

Ήθελα να 'δω το έως πού θα φθάσω,
'θέλησα να μάθω έως πότε θα ζυγίζω
νόμους μες 'στην Ιστορία για να ησυχάσω
μόνιμα και πώς και τι εκ νέου θα κομίζω..

Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 2016

Θαλάσσιες φαντασιώσεις κόσμου πολυπόθητου

Έψαχνα φωνές της χώρας
πλάστρες που ενίσχυαν το ηθικό,
το ένα κάτω,ένα 'πάνω και παθητικό
από τα κείμενα της Δώρας.

Το ιερόν 'κοιμήθη τέρας
-'ξύπνησε και ο πατέρας.

Της ανατολής τα φώτα
με πολύχρωμη καπότα
'μάγεψε και άλλαξε
με όρχεις που μετάλλαξε
'σε μιας κυρίας αγωνία
κ'έφερε την τρικυμία.

Ήταν,τέλος,παρωδία
που του έκατσε θανατηφόρα
προσκαλώντας το Διαγόρα
να καθήση για την ιστορία.

Μυθικές οι αναμνήσεις
περιμένουν χορηγούς
και σπόνσορες προτού 'μιλήσης
και τους 'πης ολόκαρδα κ'ευχαριστώ.

Οι θρυλικές αναφορές
συνθέτοντας τους οιωνούς
από το σήμερα 'στο 'χτές
το άλμα κάνοντας αποφασιστικό.

Χωρίς φωνή και γλώσσα,
δίχως ύπαρξη κι'ελευθερία
'πορευόμουν για βραβεία
'νάμεσα 'σε Όλυμπο και Όσσα.

Δεν είδα εγγραμμάτους,
δεν αντίκρισα παρά σκιές
ανθρώπων μες 'στες βάτους
να κυλιούνται μ'ενοχές
(εδώ και 'κεί πωλούνται μετοχές).

Απόειδα για να 'μπορέσω
να σταθώ σιμά τους
αρωγός πριν να φορέσω
προσωπείο 'στον καμβά τους.

Λόγια μια φθηνή δικιολογία,
μύθ'ιερωτάτων συμμαχία
μιας καμπής και γοητεία
που απείχ'ακόμα,με θηρία
ζώντας,τα πιο ενστικτώδη,
ο ταλαίπωρος,εγώ,το βόδι.

Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2016

Χαμοπούλια της αβύσσου 'στο ερημικό 'ξωκλήσι

Κυκεώνας 'φορτωμένος με αστέρια
μες 'στα όνειρα που έπλασα μοναχικός
'ζητούσε την αυγή 'σε γνώριμα λημέρια
να 'παντρέψη,να ζυγίση το σκοτάδι με το φως.

Τα παραδείγματα πολλά,
ωστόσ'ο βίος τόσο σύντομος
που γοητεύει,όμως,τα παιδιά
και νέες φέρει συγκινήσεις,
εξαπλώνοντας επ'ίσοις
όροις το χαρτογι(υ)ακά.

Αποσταγμένο τσίπουρο
με κομψοτέχνημα μεζέ
'συντρόφευε αλλήθωρο
αλύπητα ποτέ μην 'πης,
'στ'αλήθεια σου,ποτέ..

Ήρθε η στιγμή να μάθης να επιβιώνης
'σ'έναν κόσμον εκμετάλλευσης και ανομίας
όπου όλα φαίνονται και βλέπονται και χρήζουν αποθεραπείας
μες 'σ τες σημειώσεις σου ανέλπιστα που τον καιρό,την ώρα σου σκοτώνεις.

Παρέβλεψα τα καίρια και τα σημαντικά
'στη σκοτοδίνη μου να βλέπω το βορρά
ως νότο,δύση την ανατολή
παρέα μ'ένα φίλο 'στη ζωή.


Kάλαθος αχρήστων ιστορίας
πρόδρομος αισχίστων τιμωρίας.
Βασιλεύς θανάτου κραταιός
γραφεύς της βάτ'ουτιδανός.
Πρόσκοπος προνοίας θε'ι'κής
προφήτης νέας εποχής.
Παιδίον καρποφόρον άμμου
παίγνιον ανοίκειον καλάμου
έργο νεκρικού θαλάμου
'στην ανύστακτη καρδιά μου
'στα νεφύδρια του Γράμμου
θάμβος μες 'στην αγκαλιά μου
'ζαλισμένος 'στα 'δικά μου
απομακρυσμένου γάμου.



Eγκατέλειψα τη γη πατρώα,
'χάθηκα 'στις ιδεοληψίες,
αφελέστατα πιστεύοντας,αθώα
πως θ'ανευρεθούν οι ευκαιρίες,

ίσες όλες και χρυσές,γι'ανέλιξη μες 'στην ιεραρχία
με συναίσθημα πολύ και μόνο τίμημα ελευθερία.

Δεν ήσαν ξένες σκέψεις,όχι,
μα πετώντας απ'το πρωτοβρόχι
τη 'λιακάδα,συγκεντρώνοντας τα νέφη,
έριξα τον εαυτό μου και τα βρέφη
'στον Καιάδα λησμοσύνης
πάντα 'στο βωμό Εκείνης..

Τι να σου 'πω και πώς να 'ξέρω
που με άφησες,εδώ,να υποφέρω,
'μαγεμένος και νωχελικός
και ξένος προς το πρώτο φως;

Με κυράτσες και περιωνύμους
'σε ταράτσες με τους μίμους
'σε παράσταση ονειρική να δίνουν ρεσιτάλ,
αναθρεμμένοι όλοι με το γάλα της ΜΕΒΓΑΛ.

Το φάρμακο ζητώ που θα με κάμη ευτυχή,
που θλίψεις μου και λύπες καταστέλλη,
πάθη θα κατασιγά,καταπρα'ύ'νη διαρκή,
αγχωτικά και άνθιση θα φέρη μες 'στα σκέλη.

Πολλά πολλά βαρύς,
ασήκωτος 'στους ώμους,
ψεύτης και υποκριτής
που περπατεί 'στους δρόμους
και που ζη με παρανόμους
και που ζη 'σε υπονόμους.

'Μοιάζει τώρα να τα έχη πλήρως όλα χάση
και πως κύμ'αφρίζον τον εξέρασε
'στης ξενιτείας τις πετρώδεις παραλίες που διαπέρασε
με την ταχύτητα φωτός,με περισσή τη βιάση.

Δεν είχε,πρώτ'απ'όλα,τι ν'αφηγηθή
-δεν είχεν άλλο χρήματα για να το κάνη.
Για ν'αλλάξη την πορεία του 'στη γη,
για να 'βρη ολομόναχος την Άννυ.

Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου 2016

Μύθ'ΕΙΔΩΛΩΝ και ΤΑΥΤΟΤΗΣ οφειλής

''Ετοιμοπαράδοτο τριάρι με βεράντα
πλούσια και θέα ('σ)το Σαρωνικό
πωλείται 'σε τιμή ελευθερίας.'',ισχυρίζεται μπαλάντα,
παίζοντας από μητρόπολη,τα σύνορα ως το Γαλατικό χωριό.

Ζωγραφίζοντας το άπειρο με σημειώσεις που κρατώ,
'στα τρίσβαθα σκοτάδια συνεπλάκην μ'έναν άλλον εαυτό,
κρινόμενος από την κούφια μου μελάνη,
ερεθίζοντας τα 'μάτια,σπάζοντας ως πορσελάνη.

Θιασώτης του ονείρου,
εραστής του κλήρου,
τραγωδός 'χαμένης εποχής
και χορηγός μιας φυλακής.

Τα καλύτερά μου χρόνια
φανταζόμενος αιώνια
που 'βομβάρδιζαν κανόνια
και παρέσυραν τα πάντα
κάνοντας αβάντα
με γεμάτη τσάντα.

Τον εαυτό μου υποθήκευσα και μάλλον
θα μεταναστεύσω να σωθώ από το περιβάλλον
που με 'θέλει άρρωστο και 'τελειωμένο
να βαδίζω λες και είναι πεπρωμένο.



'Xάθηκα 'στες αναμνήσεις το ανέφικτο ποθώντας
για τη μάνα γη που εγκατέλειψα και 'γύρισα ζητώντας
'λίγη νιότη,'λίγο φως εκεί που τρεμοσβήνει
το τσακμάκι μου σαφώς και λάμψη που μου δίνει.

Ήταν η ασθένεια ή μήπως χαρακτήρας;
Έψαξα τα πάντα γύρω μου κι' εντός μου
μα κατάλαβα 'νωρίς πως ο Θεός μου
θα ερχόταν παρευθύς σωστός οδοστρωτήρας

τα σκοτάδια να μου λύση και με θέα
το γαλάζιο και κίτρινο πηγαία
δρόμο 'μπρός μου να διανοίξη
αντιπαρερχόμενος την πλήξη
με μιαν άγκυρα να ρίξη
ό,τι σκοτεινό,σαθρό σημαία..

Δε 'μπορούσα να σηκώσω άλλο βάρος.
Υπεράνω ήταν των δυνατοτήτων.
Μόνιμη πηγή ευφραίνουσα ο Φάρος
και τα όρια των νέων ταυτοτήτων.

Δεν ήταν η απάντηση ορθή.
'Κανάκευε τους αναγνώστες μόνο,
τόσον έωλη και παραπειστική
που δε 'χωρούσε μα τον Κρόνο

άλλης προσοχής και περαιτέρω.
Τι να πρωτοαναφέρω;


Νους εσκοτισμένος 'στην κλεψύδρα
και φυγόδικος παλεύει με την Ύδρα.

Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου 2016

Τ'απόνερα μιας Λίμνης

'Στα πολλά μοναχικά μου βράδια
έγινα οινόφλυξ,'κάπνιζα μανιωδώς,
ως ο αράπης και αρειμανίως,
έως ότου τα κατάφερα και 'πήρ'
αλλά τη σύντομη και ποθεινή μου άδεια
που μου άφησε τις αναμνήσεις,τα σημάδια
ευτυχίας,αποδράσεων από τη φυλακή που 'πήγαινα ολοταχώς
και τα παιχνίδια που μου έπαιζε,που έκανε ο βίος.

Και σαφώς εγνώριζα συνέπειες.
Τα βράδια που με 'γέλαγαν ιέρειες,
τις 'μέρες που περιπλανιόμουν 'στα δρομάκια,
ψάχνοντας τον άνθρωπο που θα του τρέχουν τα μπατζάκια.

Έμαθε να εκφωνή τους λόγους
τέλεια και από στήθους
στήνοντας καλά τους λίθους
σαγηνεύοντας τα πλήθη.

Το μυαλό του 'σκαρφιζόταν μυθολόγους,
η καρδιά του συναντούσε κίονες
και άλλους...εκτελεστικούς βραχίονες
αρνούμενος τη λήθη.

Μου 'πήρε μιαν ολόκληρον ημέρα για να περιγράφω
τι λαχταριστό κατέφαγα,'σε τι ωραία 'σπίτια 'μπήκα,
πού 'γλεντούσα τις βραδιές,'σε όπερα ή κινηματογράφο,
αν με φίλους ή (και) με γνωστούς κατέλυσα,
προσποιηθείς πως,συζητώντας,έλυσα
προβλήματα χρονίζοντα 'σε κρουαζιέρα ως τη Μαρτινίκα..

Τι κρίμα τη ζωή σου έχοντας απαρνηθή
να υποδύεσαι το κύτταρο το ζωντανό της κοινωνίας
της δημοσιότητος τραβώντας φώτα και την προσοχή,
τραβώντας προς τα κάτω αιφνιδίως το χαλί
και μαγειρεύοντας με την πειθώ,με σιδηρά πυγμή
τις κατευθύνσεις που θα λάβουν μέρος της ασυδοσίας...

Εξαφανίζοντας τα χρήματα
γοργόπους και με βήματα
ευτόλμων και γενναίων
έγιν'ένας χαμαιλέων.

Τραγουδώντας 'στην ομήγυρι
διασκέδασε 'στην εμποροπανήγυρι
γεμίζοντας τις μπαταρίες
με κομψές(αλλά χωριάτισσες)κυρίες.

Τα πολλά μου δείγματα η ώρα ήρθε να σου δείξω,
προς αρχές και άλλα να φανώ αριστομέτρης,συνεπής,
με όνειρα που τ'άντερα μου 'γύρισαν,που 'κόντευσα να φρίξω,
με οράματα που δεν κατάφεραν τα 'δόντια να τους τρίξω
και με αλχημείες και κολπάκια που μου ήρθαν της στιγμής..

'Ταξίδευσα 'σε τόπο χλοερό,
εκεί που 'παγωμένες τάφροι
χάσκουν και γελούν,'σ'ωκεανό
τη συνοδεία κλαρινέττου-άρπας
το κομμάτι για να κάνουν
κυριλέδες μα και κάφροι...

Τι όνειρο κι'αυτό!
Μια λίμνη αίματος
υπερχειλίζοντας λουτρό
κι'εμένα μόνο θεατή
(και μ'ένα μόνο θεατή..),
ανθίζοντας κατά τη χαραυγή!

Παριστάνοντας ψευδόμενος αδικηθέντα
και νομίζοντας ο κόσμος θά 'ναι,θα βαδίζη 'στα νερά του,
έμοιαζε να μη σταυρώνη,πια,ουτέ μιά του κουβέντα
-μύγα 'στο σπαθί τ'ουδέποτε να μη σηκώνη-
μόλη του τη ρέντα για μοναδική πατέντα
που εφηύρε μόλις ήταν πλήρως 'στα καλά του
για τα τρίχρονα,πολύπαθα και διάφορα παιδιά του...