Καταπιάστηκα με τη σωρό
από ανοίκεια αιδημοσύνη
κ'έλαχε τον κόμπο 'στο λαιμό
να σφίξω μες 'στη σκοτοδίνη.
Κάθε τι που είδα
προς απογοήτευση μεγάλη
έφερνε και νέα προσωπίδα
ως καινούρια μου προμετωπίδα
μιας ζωής ερημικής μες 'στη σπατάλη.
Φύσει μου αδύνατο ν'αποδεχθώ
τους νέους όρους της δουλείας
και καλύτερο για πάντοτε ζυγό
να βάλω άλλης 'στα μελτέμια Τροίας.
Για κάτι άλλο πάντοτε διαπράττω
έγκλημα καθείρξεως,ανόσια την πράξη,
βασιλεύοντας το πνεύμα μου 'στο Λασκαράτο,
γαληνεύοντας ψυχή και νου με τάξη.
Έπεφτα με μούτρα
έξυνα την κούτρα
έβλεπα τις αποστάσεις
φεύγοντας από τις περιστάσεις.
Γλυκύς ο θαυμασμός
'σε χείλη μόνον ξένα
και απότομος θυμός
'σε πρόσωπα καταραμένα.
Αφασία η διαγλωσσική
ως σκέψις πρωτοπόρος·
δεν επήλθε,όμως,κόρος
κατ'ελάχιστον από ζωή.
ΤΙΣ ΒΟΥΛΕΤ'ΑΓΟΡΕΥΕΙΝ
ΤΟΥ ΤΙ Τ'ΟΝ ΤΟΥ ΠΕΡΙ
Μ'ΑΙΜΑΤΟΕΝ ΧΕΡΙ
ΚΑΙ ΣΚΕΔΑΖΕΙΝ ΚΑΙ ΧΟΡΕΥΕΙΝ;
Έγραφα γι'αόρατες πληγές
μου συντροφιά με πορτοκάλι το χυμό
που 'πήγα και αγόρασα με το κιλό,
δεσμεύοντας τις εποχές.
Αδέσμευτος,μα την αλήθεια·
χειμαρρώδης η συνήθεια.
Κοπιώδης η συναγωγή
δογμάτων·ενδιατριβή.
Αποφεύγοντας παγίδες·
όλες έγιναν,πια,βίδες.
Την προ'ύ'παρξη και την ουσία
ερμηνεύοντας απέπλευσα προς Τροία.
Άλλες 'γύρευα βραδιές
με μουσικές εξωτικές
τ'αυτιά να συγκινήσουν
πρώτ'απ'όλα και ν'αφήσουν
διαρκείς χρωματισμούς.
Με πόνο έκλεινα ημέρες
εμφορούμενος από τη ζήλεια
να ενδώσω ή να τρέξω μίλια
μου 'μπροστά πατώντας γκάζι
αψηφώντας τη φωτιά που σιγοβράζει
κάμπο και βουνά και πεδιάδες
ερμηνεύοντας τους οιωνούς.
Ήθελα να 'δω το έως πού θα φθάσω,
'θέλησα να μάθω έως πότε θα ζυγίζω
νόμους μες 'στην Ιστορία για να ησυχάσω
μόνιμα και πώς και τι εκ νέου θα κομίζω..
έγκλημα καθείρξεως,ανόσια την πράξη,
βασιλεύοντας το πνεύμα μου 'στο Λασκαράτο,
γαληνεύοντας ψυχή και νου με τάξη.
Έπεφτα με μούτρα
έξυνα την κούτρα
έβλεπα τις αποστάσεις
φεύγοντας από τις περιστάσεις.
Γλυκύς ο θαυμασμός
'σε χείλη μόνον ξένα
και απότομος θυμός
'σε πρόσωπα καταραμένα.
Αφασία η διαγλωσσική
ως σκέψις πρωτοπόρος·
δεν επήλθε,όμως,κόρος
κατ'ελάχιστον από ζωή.
ΤΙΣ ΒΟΥΛΕΤ'ΑΓΟΡΕΥΕΙΝ
ΤΟΥ ΤΙ Τ'ΟΝ ΤΟΥ ΠΕΡΙ
Μ'ΑΙΜΑΤΟΕΝ ΧΕΡΙ
ΚΑΙ ΣΚΕΔΑΖΕΙΝ ΚΑΙ ΧΟΡΕΥΕΙΝ;
Έγραφα γι'αόρατες πληγές
μου συντροφιά με πορτοκάλι το χυμό
που 'πήγα και αγόρασα με το κιλό,
δεσμεύοντας τις εποχές.
Αδέσμευτος,μα την αλήθεια·
χειμαρρώδης η συνήθεια.
Κοπιώδης η συναγωγή
δογμάτων·ενδιατριβή.
Αποφεύγοντας παγίδες·
όλες έγιναν,πια,βίδες.
Την προ'ύ'παρξη και την ουσία
ερμηνεύοντας απέπλευσα προς Τροία.
Άλλες 'γύρευα βραδιές
με μουσικές εξωτικές
τ'αυτιά να συγκινήσουν
πρώτ'απ'όλα και ν'αφήσουν
διαρκείς χρωματισμούς.
Με πόνο έκλεινα ημέρες
εμφορούμενος από τη ζήλεια
να ενδώσω ή να τρέξω μίλια
μου 'μπροστά πατώντας γκάζι
αψηφώντας τη φωτιά που σιγοβράζει
κάμπο και βουνά και πεδιάδες
ερμηνεύοντας τους οιωνούς.
Ήθελα να 'δω το έως πού θα φθάσω,
'θέλησα να μάθω έως πότε θα ζυγίζω
νόμους μες 'στην Ιστορία για να ησυχάσω
μόνιμα και πώς και τι εκ νέου θα κομίζω..