''Ετοιμοπαράδοτο τριάρι με βεράντα
πλούσια και θέα ('σ)το Σαρωνικό
πωλείται 'σε τιμή ελευθερίας.'',ισχυρίζεται μπαλάντα,
παίζοντας από μητρόπολη,τα σύνορα ως το Γαλατικό χωριό.
Ζωγραφίζοντας το άπειρο με σημειώσεις που κρατώ,
'στα τρίσβαθα σκοτάδια συνεπλάκην μ'έναν άλλον εαυτό,
κρινόμενος από την κούφια μου μελάνη,
ερεθίζοντας τα 'μάτια,σπάζοντας ως πορσελάνη.
Θιασώτης του ονείρου,
εραστής του κλήρου,
τραγωδός 'χαμένης εποχής
και χορηγός μιας φυλακής.
Τα καλύτερά μου χρόνια
φανταζόμενος αιώνια
που 'βομβάρδιζαν κανόνια
και παρέσυραν τα πάντα
κάνοντας αβάντα
με γεμάτη τσάντα.
Τον εαυτό μου υποθήκευσα και μάλλον
θα μεταναστεύσω να σωθώ από το περιβάλλον
που με 'θέλει άρρωστο και 'τελειωμένο
να βαδίζω λες και είναι πεπρωμένο.
'Xάθηκα 'στες αναμνήσεις το ανέφικτο ποθώντας
για τη μάνα γη που εγκατέλειψα και 'γύρισα ζητώντας
'λίγη νιότη,'λίγο φως εκεί που τρεμοσβήνει
το τσακμάκι μου σαφώς και λάμψη που μου δίνει.
Ήταν η ασθένεια ή μήπως χαρακτήρας;
Έψαξα τα πάντα γύρω μου κι' εντός μου
μα κατάλαβα 'νωρίς πως ο Θεός μου
θα ερχόταν παρευθύς σωστός οδοστρωτήρας
τα σκοτάδια να μου λύση και με θέα
το γαλάζιο και κίτρινο πηγαία
δρόμο 'μπρός μου να διανοίξη
αντιπαρερχόμενος την πλήξη
με μιαν άγκυρα να ρίξη
ό,τι σκοτεινό,σαθρό σημαία..
Δε 'μπορούσα να σηκώσω άλλο βάρος.
Υπεράνω ήταν των δυνατοτήτων.
Μόνιμη πηγή ευφραίνουσα ο Φάρος
και τα όρια των νέων ταυτοτήτων.
Δεν ήταν η απάντηση ορθή.
'Κανάκευε τους αναγνώστες μόνο,
τόσον έωλη και παραπειστική
που δε 'χωρούσε μα τον Κρόνο
άλλης προσοχής και περαιτέρω.
Τι να πρωτοαναφέρω;
Νους εσκοτισμένος 'στην κλεψύδρα
και φυγόδικος παλεύει με την Ύδρα.
πλούσια και θέα ('σ)το Σαρωνικό
πωλείται 'σε τιμή ελευθερίας.'',ισχυρίζεται μπαλάντα,
παίζοντας από μητρόπολη,τα σύνορα ως το Γαλατικό χωριό.
Ζωγραφίζοντας το άπειρο με σημειώσεις που κρατώ,
'στα τρίσβαθα σκοτάδια συνεπλάκην μ'έναν άλλον εαυτό,
κρινόμενος από την κούφια μου μελάνη,
ερεθίζοντας τα 'μάτια,σπάζοντας ως πορσελάνη.
Θιασώτης του ονείρου,
εραστής του κλήρου,
τραγωδός 'χαμένης εποχής
και χορηγός μιας φυλακής.
Τα καλύτερά μου χρόνια
φανταζόμενος αιώνια
που 'βομβάρδιζαν κανόνια
και παρέσυραν τα πάντα
κάνοντας αβάντα
με γεμάτη τσάντα.
Τον εαυτό μου υποθήκευσα και μάλλον
θα μεταναστεύσω να σωθώ από το περιβάλλον
που με 'θέλει άρρωστο και 'τελειωμένο
να βαδίζω λες και είναι πεπρωμένο.
'Xάθηκα 'στες αναμνήσεις το ανέφικτο ποθώντας
για τη μάνα γη που εγκατέλειψα και 'γύρισα ζητώντας
'λίγη νιότη,'λίγο φως εκεί που τρεμοσβήνει
το τσακμάκι μου σαφώς και λάμψη που μου δίνει.
Ήταν η ασθένεια ή μήπως χαρακτήρας;
Έψαξα τα πάντα γύρω μου κι' εντός μου
μα κατάλαβα 'νωρίς πως ο Θεός μου
θα ερχόταν παρευθύς σωστός οδοστρωτήρας
τα σκοτάδια να μου λύση και με θέα
το γαλάζιο και κίτρινο πηγαία
δρόμο 'μπρός μου να διανοίξη
αντιπαρερχόμενος την πλήξη
με μιαν άγκυρα να ρίξη
ό,τι σκοτεινό,σαθρό σημαία..
Δε 'μπορούσα να σηκώσω άλλο βάρος.
Υπεράνω ήταν των δυνατοτήτων.
Μόνιμη πηγή ευφραίνουσα ο Φάρος
και τα όρια των νέων ταυτοτήτων.
Δεν ήταν η απάντηση ορθή.
'Κανάκευε τους αναγνώστες μόνο,
τόσον έωλη και παραπειστική
που δε 'χωρούσε μα τον Κρόνο
άλλης προσοχής και περαιτέρω.
Τι να πρωτοαναφέρω;
Νους εσκοτισμένος 'στην κλεψύδρα
και φυγόδικος παλεύει με την Ύδρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου