Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2016

Χαμοπούλια της αβύσσου 'στο ερημικό 'ξωκλήσι

Κυκεώνας 'φορτωμένος με αστέρια
μες 'στα όνειρα που έπλασα μοναχικός
'ζητούσε την αυγή 'σε γνώριμα λημέρια
να 'παντρέψη,να ζυγίση το σκοτάδι με το φως.

Τα παραδείγματα πολλά,
ωστόσ'ο βίος τόσο σύντομος
που γοητεύει,όμως,τα παιδιά
και νέες φέρει συγκινήσεις,
εξαπλώνοντας επ'ίσοις
όροις το χαρτογι(υ)ακά.

Αποσταγμένο τσίπουρο
με κομψοτέχνημα μεζέ
'συντρόφευε αλλήθωρο
αλύπητα ποτέ μην 'πης,
'στ'αλήθεια σου,ποτέ..

Ήρθε η στιγμή να μάθης να επιβιώνης
'σ'έναν κόσμον εκμετάλλευσης και ανομίας
όπου όλα φαίνονται και βλέπονται και χρήζουν αποθεραπείας
μες 'σ τες σημειώσεις σου ανέλπιστα που τον καιρό,την ώρα σου σκοτώνεις.

Παρέβλεψα τα καίρια και τα σημαντικά
'στη σκοτοδίνη μου να βλέπω το βορρά
ως νότο,δύση την ανατολή
παρέα μ'ένα φίλο 'στη ζωή.


Kάλαθος αχρήστων ιστορίας
πρόδρομος αισχίστων τιμωρίας.
Βασιλεύς θανάτου κραταιός
γραφεύς της βάτ'ουτιδανός.
Πρόσκοπος προνοίας θε'ι'κής
προφήτης νέας εποχής.
Παιδίον καρποφόρον άμμου
παίγνιον ανοίκειον καλάμου
έργο νεκρικού θαλάμου
'στην ανύστακτη καρδιά μου
'στα νεφύδρια του Γράμμου
θάμβος μες 'στην αγκαλιά μου
'ζαλισμένος 'στα 'δικά μου
απομακρυσμένου γάμου.



Eγκατέλειψα τη γη πατρώα,
'χάθηκα 'στις ιδεοληψίες,
αφελέστατα πιστεύοντας,αθώα
πως θ'ανευρεθούν οι ευκαιρίες,

ίσες όλες και χρυσές,γι'ανέλιξη μες 'στην ιεραρχία
με συναίσθημα πολύ και μόνο τίμημα ελευθερία.

Δεν ήσαν ξένες σκέψεις,όχι,
μα πετώντας απ'το πρωτοβρόχι
τη 'λιακάδα,συγκεντρώνοντας τα νέφη,
έριξα τον εαυτό μου και τα βρέφη
'στον Καιάδα λησμοσύνης
πάντα 'στο βωμό Εκείνης..

Τι να σου 'πω και πώς να 'ξέρω
που με άφησες,εδώ,να υποφέρω,
'μαγεμένος και νωχελικός
και ξένος προς το πρώτο φως;

Με κυράτσες και περιωνύμους
'σε ταράτσες με τους μίμους
'σε παράσταση ονειρική να δίνουν ρεσιτάλ,
αναθρεμμένοι όλοι με το γάλα της ΜΕΒΓΑΛ.

Το φάρμακο ζητώ που θα με κάμη ευτυχή,
που θλίψεις μου και λύπες καταστέλλη,
πάθη θα κατασιγά,καταπρα'ύ'νη διαρκή,
αγχωτικά και άνθιση θα φέρη μες 'στα σκέλη.

Πολλά πολλά βαρύς,
ασήκωτος 'στους ώμους,
ψεύτης και υποκριτής
που περπατεί 'στους δρόμους
και που ζη με παρανόμους
και που ζη 'σε υπονόμους.

'Μοιάζει τώρα να τα έχη πλήρως όλα χάση
και πως κύμ'αφρίζον τον εξέρασε
'στης ξενιτείας τις πετρώδεις παραλίες που διαπέρασε
με την ταχύτητα φωτός,με περισσή τη βιάση.

Δεν είχε,πρώτ'απ'όλα,τι ν'αφηγηθή
-δεν είχεν άλλο χρήματα για να το κάνη.
Για ν'αλλάξη την πορεία του 'στη γη,
για να 'βρη ολομόναχος την Άννυ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου