'Στα πολλά μοναχικά μου βράδια
έγινα οινόφλυξ,'κάπνιζα μανιωδώς,
ως ο αράπης και αρειμανίως,
έως ότου τα κατάφερα και 'πήρ'
αλλά τη σύντομη και ποθεινή μου άδεια
που μου άφησε τις αναμνήσεις,τα σημάδια
ευτυχίας,αποδράσεων από τη φυλακή που 'πήγαινα ολοταχώς
και τα παιχνίδια που μου έπαιζε,που έκανε ο βίος.
Και σαφώς εγνώριζα συνέπειες.
Τα βράδια που με 'γέλαγαν ιέρειες,
τις 'μέρες που περιπλανιόμουν 'στα δρομάκια,
ψάχνοντας τον άνθρωπο που θα του τρέχουν τα μπατζάκια.
Έμαθε να εκφωνή τους λόγους
τέλεια και από στήθους
στήνοντας καλά τους λίθους
σαγηνεύοντας τα πλήθη.
Το μυαλό του 'σκαρφιζόταν μυθολόγους,
η καρδιά του συναντούσε κίονες
και άλλους...εκτελεστικούς βραχίονες
αρνούμενος τη λήθη.
Μου 'πήρε μιαν ολόκληρον ημέρα για να περιγράφω
τι λαχταριστό κατέφαγα,'σε τι ωραία 'σπίτια 'μπήκα,
πού 'γλεντούσα τις βραδιές,'σε όπερα ή κινηματογράφο,
αν με φίλους ή (και) με γνωστούς κατέλυσα,
προσποιηθείς πως,συζητώντας,έλυσα
προβλήματα χρονίζοντα 'σε κρουαζιέρα ως τη Μαρτινίκα..
Τι κρίμα τη ζωή σου έχοντας απαρνηθή
να υποδύεσαι το κύτταρο το ζωντανό της κοινωνίας
της δημοσιότητος τραβώντας φώτα και την προσοχή,
τραβώντας προς τα κάτω αιφνιδίως το χαλί
και μαγειρεύοντας με την πειθώ,με σιδηρά πυγμή
τις κατευθύνσεις που θα λάβουν μέρος της ασυδοσίας...
Εξαφανίζοντας τα χρήματα
γοργόπους και με βήματα
ευτόλμων και γενναίων
έγιν'ένας χαμαιλέων.
Τραγουδώντας 'στην ομήγυρι
διασκέδασε 'στην εμποροπανήγυρι
γεμίζοντας τις μπαταρίες
με κομψές(αλλά χωριάτισσες)κυρίες.
Τα πολλά μου δείγματα η ώρα ήρθε να σου δείξω,
προς αρχές και άλλα να φανώ αριστομέτρης,συνεπής,
με όνειρα που τ'άντερα μου 'γύρισαν,που 'κόντευσα να φρίξω,
με οράματα που δεν κατάφεραν τα 'δόντια να τους τρίξω
και με αλχημείες και κολπάκια που μου ήρθαν της στιγμής..
'Ταξίδευσα 'σε τόπο χλοερό,
εκεί που 'παγωμένες τάφροι
χάσκουν και γελούν,'σ'ωκεανό
τη συνοδεία κλαρινέττου-άρπας
το κομμάτι για να κάνουν
κυριλέδες μα και κάφροι...
Τι όνειρο κι'αυτό!
Μια λίμνη αίματος
υπερχειλίζοντας λουτρό
κι'εμένα μόνο θεατή
(και μ'ένα μόνο θεατή..),
ανθίζοντας κατά τη χαραυγή!
Παριστάνοντας ψευδόμενος αδικηθέντα
και νομίζοντας ο κόσμος θά 'ναι,θα βαδίζη 'στα νερά του,
έμοιαζε να μη σταυρώνη,πια,ουτέ μιά του κουβέντα
-μύγα 'στο σπαθί τ'ουδέποτε να μη σηκώνη-
μόλη του τη ρέντα για μοναδική πατέντα
που εφηύρε μόλις ήταν πλήρως 'στα καλά του
για τα τρίχρονα,πολύπαθα και διάφορα παιδιά του...
έγινα οινόφλυξ,'κάπνιζα μανιωδώς,
ως ο αράπης και αρειμανίως,
έως ότου τα κατάφερα και 'πήρ'
αλλά τη σύντομη και ποθεινή μου άδεια
που μου άφησε τις αναμνήσεις,τα σημάδια
ευτυχίας,αποδράσεων από τη φυλακή που 'πήγαινα ολοταχώς
και τα παιχνίδια που μου έπαιζε,που έκανε ο βίος.
Και σαφώς εγνώριζα συνέπειες.
Τα βράδια που με 'γέλαγαν ιέρειες,
τις 'μέρες που περιπλανιόμουν 'στα δρομάκια,
ψάχνοντας τον άνθρωπο που θα του τρέχουν τα μπατζάκια.
Έμαθε να εκφωνή τους λόγους
τέλεια και από στήθους
στήνοντας καλά τους λίθους
σαγηνεύοντας τα πλήθη.
Το μυαλό του 'σκαρφιζόταν μυθολόγους,
η καρδιά του συναντούσε κίονες
και άλλους...εκτελεστικούς βραχίονες
αρνούμενος τη λήθη.
Μου 'πήρε μιαν ολόκληρον ημέρα για να περιγράφω
τι λαχταριστό κατέφαγα,'σε τι ωραία 'σπίτια 'μπήκα,
πού 'γλεντούσα τις βραδιές,'σε όπερα ή κινηματογράφο,
αν με φίλους ή (και) με γνωστούς κατέλυσα,
προσποιηθείς πως,συζητώντας,έλυσα
προβλήματα χρονίζοντα 'σε κρουαζιέρα ως τη Μαρτινίκα..
Τι κρίμα τη ζωή σου έχοντας απαρνηθή
να υποδύεσαι το κύτταρο το ζωντανό της κοινωνίας
της δημοσιότητος τραβώντας φώτα και την προσοχή,
τραβώντας προς τα κάτω αιφνιδίως το χαλί
και μαγειρεύοντας με την πειθώ,με σιδηρά πυγμή
τις κατευθύνσεις που θα λάβουν μέρος της ασυδοσίας...
Εξαφανίζοντας τα χρήματα
γοργόπους και με βήματα
ευτόλμων και γενναίων
έγιν'ένας χαμαιλέων.
Τραγουδώντας 'στην ομήγυρι
διασκέδασε 'στην εμποροπανήγυρι
γεμίζοντας τις μπαταρίες
με κομψές(αλλά χωριάτισσες)κυρίες.
Τα πολλά μου δείγματα η ώρα ήρθε να σου δείξω,
προς αρχές και άλλα να φανώ αριστομέτρης,συνεπής,
με όνειρα που τ'άντερα μου 'γύρισαν,που 'κόντευσα να φρίξω,
με οράματα που δεν κατάφεραν τα 'δόντια να τους τρίξω
και με αλχημείες και κολπάκια που μου ήρθαν της στιγμής..
'Ταξίδευσα 'σε τόπο χλοερό,
εκεί που 'παγωμένες τάφροι
χάσκουν και γελούν,'σ'ωκεανό
τη συνοδεία κλαρινέττου-άρπας
το κομμάτι για να κάνουν
κυριλέδες μα και κάφροι...
Τι όνειρο κι'αυτό!
Μια λίμνη αίματος
υπερχειλίζοντας λουτρό
κι'εμένα μόνο θεατή
(και μ'ένα μόνο θεατή..),
ανθίζοντας κατά τη χαραυγή!
Παριστάνοντας ψευδόμενος αδικηθέντα
και νομίζοντας ο κόσμος θά 'ναι,θα βαδίζη 'στα νερά του,
έμοιαζε να μη σταυρώνη,πια,ουτέ μιά του κουβέντα
-μύγα 'στο σπαθί τ'ουδέποτε να μη σηκώνη-
μόλη του τη ρέντα για μοναδική πατέντα
που εφηύρε μόλις ήταν πλήρως 'στα καλά του
για τα τρίχρονα,πολύπαθα και διάφορα παιδιά του...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου