Την πόρτα
Πλατανόφυλλα 'στην αμμουδιά
και 'ξεραμένα χόρτα
κλείνοντας εμμονικά
με πολυτίμους και χρυσαφικά.
'Πουλημένες ταξιδιάρες
και γερόντισσες μωρές
με παρθενοπιπίτσες ικανές
(αφράτοι κώλοι και βυζάρες).
Άπνοια κ'εσύ να κάθεσαι ακόμη.
Με τις φίλες σου να ονειρεύεσ'ερωτιάρη
που θα σ' πάρη με μια στέκα(Νόμοι
απαράβατοι με την αναισθησία του πρωτάρη).
Δεν έβλεπα την ώρα
που θα έρθη μπόρα.
Ξέχασέ με,αν 'μπορής,
μες 'στ'όνειρο βροχής.
'Ζήλευες(εγώ ποτέ).
Δεν είχα τι να κρύψω.
Πριν να έρθης,θα σε νίψω
μες 'στον καμπινέ.
'Θύμωσες(εκεί αγριεμένη).
'Πείσμωσα(ποιος θα σε περιμένει;).
Μια βρακολαλούσα με νυστέρι
για μιαν άλλη με παχύ τεφτέρι.
Βαρυπόντων με πλεκτά
Συγκινήθηκες.Εγώ καθόλου.
'Πήγαινες κατά διαόλου
και,ω θαύμα,σ'έσωσαν αλήτες
που βαδίζουν πάντα με τις μύτες.
Μια μοναχοκόρη πατσαβούρα
για να συγκεντρώνη μόνο μούρα
και να παίζη με αμάξι'
(αποτελώντας φράξια).
Πώλει πνεύμα
(κάνω νεύμα).
Είχες μούρη
του Μουντζούρη.
Σου.Sim-so(u)n's Εμ-παίζοντας κρυφτό
''Ω,γλυκέ μου!'',θα του 'πης.
Πολύ που 'χάρηκα να 'δης
που θα τον 'πούν κ'εκείθε,τώρα,λαθροκυνηγό
να σέρνεται 'στο κορδονάκι της(αν έχης το Θεό!).
Έκλεβε παγκάρια,
έχανε 'στα ζάρια
και του Περροκέ θαμών
των οπισθίων της Σιών.
Δεν είχα τι να 'πω
και μοχαχούλα σου σε 'βρίσκω!
Έμιξα μελί ζωμό
(το μέλαν'..)άπο ζάχαριν και Misko.
'Ξανά ποτέ
Απαθής(για την καρέκλα)
συντροφιά με μία Θέκλα
και τον Παύλο προς τη Δαμασκό
να βλέπω φως εκεί που δε θα 'μπω.
Κύρι'ελέησον και σώσε μας,Κυρά.
'Στο μαγαζί ενός Σωτήρ'(Ιεχωβά;).
Οι ενθυμήσεις με κορόμηλα,στραγάλια
χίλια πού 'γιναν στιχάκι και σμπαράλια.
Allu fuck τσάρκ'
Προβλεπόταν διασκεδάζεις.
Δώσε τόνο και για 'μένα
που θα λείπω(αν αδειάζης..)
με τις βέρες για την πέν'.
'Πούλησες ό,τ'είχες.
Τά 'δωσες 'στο Θοδωρή.
Μια τοσο-δούλα 'στο βρακί
που 'χώθηκε 'στις τρίχες.
Κρυο-τερπνούλα κλαψο-μούνα
Παράχωσα το μέλι,
έκαψα τη Ρίγα-'νιά,
μου χάιδευες τα σκέλη
και 'ροφούσες γαλλικά.
Ήσουνα παππάς Πατριαρχείου,
έγινα ζευγάς εν μέσω κρύου.
Και συνέχεια του 'μιλούσες για ψυχαγωγία
με τους υδρατμούς που 'γέμισαν ψυγεία.
Δακτυλήθρες-μπομπονιέρες
δραπετεύοντας με σούζα.
Γιουνιβέρσιτυ(βλαχάρες).
Στραβοτιμονιές(χαβ-ρ-ούζα)
'βουτηγμένες μες 'ς τες φτέρες
για 'μικρές και για ζημιάρες.
'Ψώνιζες το Γερμανό,
τα είχα με Γαλλίδα.
Ήσουν μακριά και δε σε είδα,
'γύριζα,εδώ,με Bo.
Αρρώστησες βαρειά,
εξορκισμένη μου παρθένα.
Σού 'γραφα μανιακά
μα έβλεπες τα τρένα.
Δεν 'κάθησα.Και περπατώ,
ακόμα,για μνημεία
μασκοφόρων 'στην πορεία
δίχως 'θέλω και ζητώ.
Ό,τι κι'αν συμμελετήσης
το μυαλό σου νά 'ν' εκεί
πριν να προλάβω για ν'αφήσης
ό,τι τόσο σε απασχολεί.
Που έχεις-για να λες
'Πήγαινες 'στα μπαρ με κοσμικούς.
Δεν είχα πού να μείνω.
Τώρα φεύγω και σε σβήνω,
θυσιάζοντας και τους Θεούς.
Με γκανιότα 'σ'ένα petro-gaz και δίχως βαρελότα(για τον Uncle Kevin-Triangle)
Τρικαλινή τρυγόνα,
Λαρισαία ημιόνα,
'σε Μοναστηράκι και Θησείο
'κάπνιζες το ναργιλέ κ'εγώ το Θείο.
Ασφάλεια για πάντα
μες 'στην τσόχα(Prada).
Η ζωή 'μικρή
παρέα 'στο γιαπί
με Yankees φωτογράφους
που τρελαίνονται 'στο μπάφους.
'Συρόσουν προς κουζίνα.
Έτοιμη να δώσης ρέστα.
Βάλε χρόνους και ξεκίνα
να γνωρίσης Ινιέστα.
Δε θα 'ρχόμουν.Σώπα.Για να μάθης.
'Βγές εσύ να 'δούμε.
On δι air θα 'πούμε
'λίγα και καλά πριν να την πάθης.
Η κορούλα σου η Όλι(-η)
πού 'κανεν αλλαξοκώλι
με την άλλη,τη μαμά,
χαρτί γεμάτη,μαλακά.
Είχε την ταινιοθήκη.
Δεν απείχα τόσο
μέχρι να σ' το(-ν) χώσω
μες 'στην εργαλειοθήκη.
Ευρύτριχες κυράτσες
πιάνοντας μπεκάτσες
'στην Anadolu του φθινοπώρου
με γεμίσεις καστανόξανθες(του φλώρου).
Full time season.
In the small fat prison.
Getting mad,by the way,
happy traveller που κλαίει.
Ήταν όρθιος(εφ'ύδατι και βλέμματι μες 'στο οινόπνευμα οινόφλυγος θεούσης)
Financiare και minuto.
Άλλο,πάλι,πέρα,'τούτο.
Δεν προλάβαινα να πέσω
'στο γλυκό και να τη δέσω.
Για τη Λύκαινα τη Donna
που το 'χάρηκε πολύ(Παρίσι),
ξεσκονίζοντας γοργά τη βρύση
κατακτώντας τον Αιώνα.
Έγραφα να 'δης ποια είσαι.
Τι θα ήμουν αν ερχόσουν.
Πρόσεξε:θα σε προδόσουν
'κεί που πας και προσποιείσαι.
Τιβερ-λίγκα για την ERA.
Με δυο φίλες εκλεκτές
που έχυναν 'μπροστά 'στη βέρα
πού 'χες μόνο για να καις.
Δε θα μ'έχης κι',έτσι,
φάε κοκορέτσι.
Δε θα σου 'μιλώ
(και είναι σοβαρό)
γιατ'ήσουν 'σε χωριό
κι',εγώ,μες 'στο κοτέτσι
που περίμενα(και ζω).
Κουτί,σαβούρα,τόσο νιότη.
Γλυκοχάραξε κ'εσύ να τον φιλάς
ακόμη(τον αχρείο πότη)
με Γεροντικό 'στο φως μιας παιδιάς.
Μείνε 'στο γραφείο.
Έχω Studio,εδώ.
Ανέβα 'στο Βουνό
πριν να μας πιάση κρύο.
Το 'ξέρεις;
Ήταν η ζωή του όλη
άνεμος 'σε βιτριόλι.
'Στη ζωή σου μια για πάντα θα σε αρνηθώ
να ησυχάσω και να σταματήσω(τι τραβώ;).
Ευφυεστάτη για μια νύχτα.
Τ'άνθη σου μου 'πέταξες(και ρίχ'τα)
για να 'δω μια γεματούλ'αμέσως('στην Ερμού)
που έτρωγε τις ρόκες-σάρκες(πονηρή και αλεπού).
Φωλεά και σμήνος.
Άνθισεν ο Κρίνος.
'Στην Ελλάδα Finos
(γελαστός ο 'Ντίνος).
Αραχνοφοβίες και κραυγές.
Αγωνιστής μες 'στις φακές
που 'σέρβιραν μπατσίνες
με ιστό μακρύ και ίνες.
'Στο Forest Black με τα πατιναριά υδραμφιβίου σήματος
Πάλ'ευτυχώς θα με αφήσης.
Εξυψώνομαι και παραζώ.
Εσύ,δα,κοίτα να σαπίσης,
τότε,για τον ώριμο καρπό.
'Γεννήθηκα για ρωμαλέος
(όμως 'πέθανα πιο νέος).
'Γέρασα χιλιάδες 'στη μωρία,
'ξέρασα φυλλάδες για Κυρία.
Και σχολαστικά που τα διαβάζεις δε με συγκινείς.
Το αγοράκι σου και τον αντρούλη
σου που σε κακοπηδά 'στο Σούλι,
κάνοντας αμάν,εδώ,από το 'σπίτι του να 'βγης.
Γεροντολάγνος για ζωή,
για φιλολόγους sport,
με χημικούς çok zor,
τραβώντας πόδι και κουπί.
Τράβα 'βρέ το γκόμενο που σου αξίζει.
Δε με άγγιζες μηδέποτε αλλά,εφιδρωμένος,
είπα πως αρραβωνιάστηκα(και μένω 'χωρισμένος),
δυστυχής με τη χαρά που σε θυμίζει.