Δρόσος μυστική
τους τοίχους κυριεύει
'στο αιώνιο κλουβί
που τόσο γοητεύει.
'Στο μαγικό σου όνειρο
παρέμβαλε το χαλινό
με ύφος επιτακτικό,
με ύφος πιο παμπόνηρο
από τον ίππο του εγώ.
Γιρλάντες και φωτάκι',αγάπες και λουλούδια
η ζωή ροδοκυλά,πετά και φεύγει σαν πουλί
με όνειρ'ανεκπλήρωτα,γεμάτα ενθουσιασμού τραγούδια
όλα τα καλούδια που σου έτυχαν και ήρθανε μαζί.
'Σε ύφος,πια,πρωτόλεια
τα τελευταία μου γραπτά
'παρμένα μες 'στην αγκαλιά
που έταζε και ανεμώλια.
Με ίχνη που δε 'γνώρισαν πατρίδα,
με ανέμους δυνατούς που άναψαν τη δάδα
να φωτίση και την τελευταία μας ελπίδα
'στην πολύχρονη,αθώα μας,εριστική Ελλάδα.
Ήτον η πνοή φεγγαροφώτου άλλου δρόσος
να μυρώνη τους αιώνες,τους ενιαυτούς,
μια θεραπευτική αναβαθμίδα όπου νόσος
δεν κυριαρχεί και στέφει τους ανθρώπους ως θεούς.
'Ψιθύρισα κραυγή εσχάτη
με φιληδονία και συναίσθημα μπλαζέ
ως ότου διαπιστώσω την απάτη
και χαθώ μες 'στο τριθέσιο αυτό καμπριολέ.
Το μέλλον ενατένισα με σοβαρότητα,πυγμή
ολίγη για να βάλω μες 'στα σκέλια μου χαρά
και νιότη για να νοιώσω ευλογία 'στα κρυφά,
εκεί που μόνον έδεσα τον Άτλαντα μες 'στη σιωπή.
'Σε γνώριμα περπάτησα λημέρια
με οικίσκους και με καταφύγια
για να ξεπέσω,έτσι,με τ'αστέρια
συντροφιά που έκαναν 'στα υποζύγια.
Νεοβαρβάρων το βαρύ κομμάτι
και ρεγιάδων αίγλη ξιπασιάς,
κακόβουλό μου ξένο 'μάτι
πού 'βλεπες χωρίς ποτέ να με 'ρωτάς!
'Στα σύννεφα ταξίδι
έκανα με λάδι και με ξίδι,
σύνορα γευόμενος και όρη
μόλο που στενεύουνε της φύσεως οι (π)όροι.
Αποξυόμενος και πλείστοι Κούροι
'στο ταξίδι της επιστροφής
με τον καφέ ως κάποιο καναβούρι
και μυριάδες μόνο της ευχής.
Αποξυόμενος ο Κούρος
τεστ ξυλόγλυπτο,κοντά ο Λούρος
να δροσίζη βήματα και ίχνη
έρωτα που μ'ένα στόμα μόνο δείχνει.
τους τοίχους κυριεύει
'στο αιώνιο κλουβί
που τόσο γοητεύει.
'Στο μαγικό σου όνειρο
παρέμβαλε το χαλινό
με ύφος επιτακτικό,
με ύφος πιο παμπόνηρο
από τον ίππο του εγώ.
Γιρλάντες και φωτάκι',αγάπες και λουλούδια
η ζωή ροδοκυλά,πετά και φεύγει σαν πουλί
με όνειρ'ανεκπλήρωτα,γεμάτα ενθουσιασμού τραγούδια
όλα τα καλούδια που σου έτυχαν και ήρθανε μαζί.
'Σε ύφος,πια,πρωτόλεια
τα τελευταία μου γραπτά
'παρμένα μες 'στην αγκαλιά
που έταζε και ανεμώλια.
Με ίχνη που δε 'γνώρισαν πατρίδα,
με ανέμους δυνατούς που άναψαν τη δάδα
να φωτίση και την τελευταία μας ελπίδα
'στην πολύχρονη,αθώα μας,εριστική Ελλάδα.
Ήτον η πνοή φεγγαροφώτου άλλου δρόσος
να μυρώνη τους αιώνες,τους ενιαυτούς,
μια θεραπευτική αναβαθμίδα όπου νόσος
δεν κυριαρχεί και στέφει τους ανθρώπους ως θεούς.
'Ψιθύρισα κραυγή εσχάτη
με φιληδονία και συναίσθημα μπλαζέ
ως ότου διαπιστώσω την απάτη
και χαθώ μες 'στο τριθέσιο αυτό καμπριολέ.
Το μέλλον ενατένισα με σοβαρότητα,πυγμή
ολίγη για να βάλω μες 'στα σκέλια μου χαρά
και νιότη για να νοιώσω ευλογία 'στα κρυφά,
εκεί που μόνον έδεσα τον Άτλαντα μες 'στη σιωπή.
'Σε γνώριμα περπάτησα λημέρια
με οικίσκους και με καταφύγια
για να ξεπέσω,έτσι,με τ'αστέρια
συντροφιά που έκαναν 'στα υποζύγια.
Νεοβαρβάρων το βαρύ κομμάτι
και ρεγιάδων αίγλη ξιπασιάς,
κακόβουλό μου ξένο 'μάτι
πού 'βλεπες χωρίς ποτέ να με 'ρωτάς!
'Στα σύννεφα ταξίδι
έκανα με λάδι και με ξίδι,
σύνορα γευόμενος και όρη
μόλο που στενεύουνε της φύσεως οι (π)όροι.
Αποξυόμενος και πλείστοι Κούροι
'στο ταξίδι της επιστροφής
με τον καφέ ως κάποιο καναβούρι
και μυριάδες μόνο της ευχής.
Αποξυόμενος ο Κούρος
τεστ ξυλόγλυπτο,κοντά ο Λούρος
να δροσίζη βήματα και ίχνη
έρωτα που μ'ένα στόμα μόνο δείχνει.