Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2017

ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ ΛΥΚΕΙΟΥ ΦΩΤΑΥΓΕΙΑι ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΙΟΥ ΤΗΣ ΟΜΟΟΥΣΙΟΥ ΚΑΙ ΑΥΤ(Ν)ΑΡΧΟΥ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΘΕΣΣΑΛΙΩΤΙΔΑΙΣ

Δρόσος μυστική
τους τοίχους κυριεύει
'στο αιώνιο κλουβί
που τόσο γοητεύει.

'Στο μαγικό σου όνειρο
παρέμβαλε το χαλινό
με ύφος επιτακτικό,
με ύφος πιο παμπόνηρο
από τον ίππο του εγώ.

Γιρλάντες και φωτάκι',αγάπες και λουλούδια
η ζωή ροδοκυλά,πετά και φεύγει σαν πουλί
με όνειρ'ανεκπλήρωτα,γεμάτα ενθουσιασμού τραγούδια
όλα τα καλούδια που σου έτυχαν και ήρθανε μαζί.

'Σε ύφος,πια,πρωτόλεια
τα τελευταία μου γραπτά
'παρμένα μες 'στην αγκαλιά
που έταζε και ανεμώλια.

Με ίχνη που δε 'γνώρισαν πατρίδα,
με ανέμους δυνατούς που άναψαν τη δάδα
να φωτίση και την τελευταία μας ελπίδα
'στην πολύχρονη,αθώα μας,εριστική Ελλάδα.

Ήτον η πνοή φεγγαροφώτου άλλου δρόσος
να μυρώνη τους αιώνες,τους ενιαυτούς,
μια θεραπευτική αναβαθμίδα όπου νόσος
δεν κυριαρχεί και στέφει τους ανθρώπους ως θεούς.

'Ψιθύρισα κραυγή εσχάτη
με φιληδονία και συναίσθημα μπλαζέ
ως ότου διαπιστώσω την απάτη
και χαθώ μες 'στο τριθέσιο αυτό καμπριολέ.

Το μέλλον ενατένισα με σοβαρότητα,πυγμή
ολίγη για να βάλω μες 'στα σκέλια μου χαρά
και νιότη για να νοιώσω ευλογία 'στα κρυφά,
εκεί που μόνον έδεσα τον Άτλαντα μες 'στη σιωπή.

'Σε γνώριμα περπάτησα λημέρια
με οικίσκους και με καταφύγια
για να ξεπέσω,έτσι,με τ'αστέρια
συντροφιά που έκαναν 'στα υποζύγια.

Νεοβαρβάρων το βαρύ κομμάτι
και ρεγιάδων αίγλη ξιπασιάς,
κακόβουλό μου ξένο 'μάτι
πού 'βλεπες χωρίς ποτέ να με 'ρωτάς!

'Στα σύννεφα ταξίδι
έκανα με λάδι και με ξίδι,
σύνορα γευόμενος και όρη
μόλο που στενεύουνε της φύσεως οι (π)όροι.

Αποξυόμενος και πλείστοι Κούροι
'στο ταξίδι της επιστροφής
με τον καφέ ως κάποιο καναβούρι
και μυριάδες μόνο της ευχής.

Αποξυόμενος ο Κούρος
τεστ ξυλόγλυπτο,κοντά ο Λούρος
να δροσίζη βήματα και ίχνη
έρωτα που μ'ένα στόμα μόνο δείχνει.

Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2017

Αμαζόνες και Τιτάνες-Το αβυσσαλέο (χ)άσμα

Ψελλίσματα 'στους τοίχους με μυρίους τρόπους
'σ'ένα έγκλημα καθοσιώσεως με φυλακίσεις και ισόβια
για τους θεράποντες που 'βρήκαν έκφραση ανθρώπους
και τον πόνο με τα βάσανα μετέπλασαν κοντά 'σε μια μπαρόβια.

Ψυχή 'στους δρόμους δεν κυκλοφορούσε,
όλοι των 'κλεισμένοι μα 'περήφανοι που
διεπίστωσαν απάτη πολλαπλή 'στις πλάτες,του Ευρίπου
διατρέχοντας μια διαδρομή,μιαν έκταση που 'κολυμπούσε.

Ακμαίος που,παρά την ηλικία,
έκαμε από 'νωρίς περιουσία,
κοντοστάθηκε με χείλη κάπως διόλου 'πικραμένα,
ψάχνοντας περιδεής μες 'στο Νησί Κυκλώπων τον Κανένα.

Πλημμυρίδα και αμπώτιδα
υπό τη Μασσαλιώτιδα,
το σύγχρονο ζωής παιάνα,
'στο πλευρό του μεγιστάνα.

Εμβάσματα Σατύρων
πνιγηρή φωνή ονείρων
'στα μελτέμια όλα του ανέμου
προς ακτές του Ρέμου και του Κρέμου.

Στερεώνοντας το έδαφος με χώμα γόνιμο
'σε δυο με τρεις ημέρες τη βεβαίωση παρέλαβα
πως δεν εγκαταλείπω υπό φως ανώνυμο
τη μάχη που δεν 'κρίθηκε,τον πόλεμο καθώς ανέλαβα..

Ψέματα 'στον εαυτό μου
στροβιλίζουν το μυαλό μου
και τα ίχνη των αναζητώ
συνεπαρμένος 'στο χωριό.

Μ'έν'αγέρι δροσερό
μαλλιά να χα'ι'δεύη
'βάδισα ενιαυτό
αγρότης που αρδεύει.

Όσα έγραψα -τι τύχη!-
'μάντρωσαν τρεις τοίχοι.
Όσα πρόκειται να γράψω,
με το αίμα μου θ'ανάψω.

Νέος μα και 'γέρασα
'στη σούπα μου που 'ξέρασα
'σε ρούχα και 'σε υποδήματα,
''Ιδού οι θύτες και ιδού τα θύματα!''...

'Στο απαύγασμα της δόξης
είχα μόνον ονειρώξεις
με πλεούμενα διασχίζοντας ωκεανό,
με τα πετούμενα ρυθμίζοντας συμβιβασμό.

Μιαν ιδέα όλην είχα,
πώς να ενδυθώ 'στην τρίχα.
'Γύρισα 'νωρίς 'στο 'σπίτι μπάνιο
κάνοντας με υπερωκεάνιο.

Έπιασε ψιλή βροχή και το εγώ
ασφυκτιούσε δίχως διόλου συντροφία,
μ'έπιασ'αιφνιδίως και μιαν αηδία
πού 'χ' αφήση τόσα 'πίσω 'στο χωριό.

Αλήθεια ψέματα δεν ήξερα τι να πρωτοπιστεύσω
σαν τα πάντα λίαν 'φαίνονταν ελκυστικά
'στην κούνια του μωρού ολίγον τι να ζωντανεύσω
'βρίσκοντας περιπαθής την πέτρα,τη φωτιά
για να ριχθώ 'ξανά 'περήφανος 'στην αγκαλιά
μιας κόρης εκλεκτής και το μυαλό να εκπαιδεύσω
για την αναγνώριση της ηδονής που προκαλεί και τα δεινά..

Βίος ο πλανόδιος μες 'στα προσχήματα και τις συμβάσεις,
που δεν ήξερ'από πού να κρατηθώ,
τα πάντα διαρρυθμίζοντας από αισθήσεις,παραστάσεις
και το άκρατο,υψαύχενο εγώ.

'Βουτηγμένος 'χάθηκα 'στες αναμνήσεις
τον ωραίο πόθο πάντοτε αυτής της φύσεως
κρατώντας και ζητώντας και το θαυμασμό χωρίς υποχωρήσεις
ως την τελευταία μου πνοή κατά την εποχή της κρίσεως.

Η μελάνη μόνη μου παραμυθία,
η μελέτη θείο δώρο,χάρισμα ο νους,
με τις πληγές που σέρνω μες 'στην ακριτομυθία
που κρατεί 'στη μέση του ο δύσμοιρος παππούς.

Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2017

Με πτυελοδοχείο,μελανοδοχείο κι'άλλα ευγενή αέρια

Μ'ένα μου χονδρό τσιγάρο
σημειώσεις μου παπυρικές
να ταξιδεύουν 'στον πλανήτη.

Στιγμιότυπα 'σε κάρο
που το σέρνουν βόδια 'σε κομήτη
που 'πεσε με φόρα σήμερα και 'χθές.

'Θέλει βάψιμο το 'σπίτι.
Σκάψιμο αιώνων 'στο γιαπί
για θησαυρούς από παιδί
με συντροφιά σπουργίτη
που 'πεσε από φεγγίτη.

'Στο 'μικρόκοσμον,εδώθε,να παλεύω
μήπως ρίξω τουφεκιά,χειροβομβίδα
και 'στο φως του φεγγαριού να ζωντανεύω
μνήμες και εικόνες μόνη μου ελπίδα.

Το μυαλό κουρκούτι,
επονείδιστο το σώμα
υποφέρω 'σ'ένα κώμα
που μου έγινε μπαρούτι.

Πόσους πνεύμονες πρασίνου να επισκεφθώ
το τέλειο βιβλίο μου του κόσμου για να γράψω
'σε δυο πέτρες τ'όνομά μου χάραγμα διαχρονικό
ν'αφήσω και το στόμα όλων μια για πάντα για να ράψω;

Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2017

Τι έλαχε,αναθαρρώ,να μου συμβή ακόμη;-Έκνομα

Αρκούμενος 'στο μέλλον που 'σμιλεύθηκε με στίφη
'στα βιβλία των ρητόρων και των φιλοσόφων της ζωής
και αυτοσυντηρούμενος από τα πλοία της γραμμής
μια διάνοια διέπλασα που μόνον έμαθε να γλύφει.

'Στο παράθυρο αετονύχη
'στα πλοκάμια τσαρλατάνου
με το μέγεθος του νάνου
χαμηλώνοντας τον πήχυ.

'Πήγα για μια μπύρα
ήρθα κατά τα λοιπά
συνταξιδιώτης ως τη Θήρα
μες 'στα ουρλιαχτά.

Πηγαία θαυμαστός περίπλους με ανώδυνη επιπλοκή
σαν περιπέτεια 'στη ζούγκλα,πρώιμα ως εφιάλτης,
να γηροκομώ τις ενοχές που είχα μιαν ολόκληρη ζωή
'σε ίδρυμ'ανιάτων με πορνόγερους 'σε Culties.

Η δόξα δε 'μισήθηκε ποτέ.
Το ίδιο και το χρήμα.
Τους προδότες ξεμονάχιαζαν
μ'επικηδείους προς το κύμα,
δοκιμάζοντας το ναργιλέ.

Ψευδόμενος ασύστολα για να κερδίσω πόντους
'στο τακούνι,την καρδιά μου παραμέλησα πολύ
και να φανώ μεγάλος μ'ένα τόσο δα μες 'στο αφρόντους
που αράχνιασε και μια περούκα 'φόρεσε λουόμενος με το γ(ι)ατί.

Συριστική φωνή τα όνειρά του ψέλνει
'στον παράδεισο,καθώς νομίζει,
για μιαν ίαση που παραγγέλνει
και τον Εφιάλτη του αποκοιμίζει.

'Κούρνιασα 'νωρίς 'στην αγκαλιά σου
ανεβαίνοντας για ένα χάδι
που μου έγινε τραυματικό σημάδι
'στο λαιμό ουλή μες 'στα φτερά σου.

Δεν ήταν ό,τι 'νόμιζες
απ'όνειρά σου καλομαθημένη,
φέρελπις σαν 'κόμιζες
μιζέρια και κακία,τόσο 'πληγωμένη.

Σου εξήγησα καλά
τα πράγματα πώς έχουν
μα εσύ 'στα 'ξαφνικά
με λόγια που αντέχουν
περιέγραψες μιαν άβυσσο,το χάος και τη σκοτοδίνη,
δίπλα σου να ίσταται οπού τα 'μάτια δε θωρούν,
απόμακρη από τες εξελίξεις και αθώα 'μπρός 'στα χείλη που διψούν.

'Κριματισμένη μιαν ολόκληρη ζωή,
αδύναμη από τες,όντως,περιστάσεις,
με αγκάλιαζες γεμάτη παραστάσεις
που θυμίζουν τσίρκο 'στο κρασί.

Κοντά σου μια ύπαρξη μακαριότητος
που θίγει τα συμφέροντα,τις ονειρώξεις
και 'στο πλαίσιο ανοίκειας αβρότητος
συγκρούεται μανιωδώς μ'επιδιώξεις.

'Ψαροντούφεκο και ναρκαλιευτής
τ'αγαπημένα μου αθλήματα
'μπροστά 'σε 'μανιασμένα κύματα
που 'μαρτυρούσανε την αύρα της ζωής.

Θηρεύοντας το άγνωστο με βάρκα την ανελπιστία
και 'γοητευμένος από χείλη που 'χαν χάση,τη μωρία,
'στο κρεβάτι 'ξάπλωσα γοργόπτερος,αδέσμευτος και πλήρως
'μαγεμένος 'στ'ανοικτά που 'πέρασε ατίθασος ο Πύρρος.

Δεν ήσαν ψέματα μα,επιτέλους,τι να 'πω;
Αλήθεια η 'μισή
μες 'στο ταξίδι για εκεί
που μ'έσυρε ο άνεμος με σκάφανδρο,πλωτό.

Τις ρίμες εκτοξεύοντας θανατηφόρες,
τα πουλιά μαζεύοντας 'στο φύσημα
'σε χρόνια ψεύτικα μα τόσο κρίσιμα
με οιωνούς,ο πλάνης,μες 'στις μυροφόρες.

'Ψεύδιζε.Η μόνη του αλήθεια
τοίχοι τέσσερεις να του κρατούν
το χέρι και το πόδι(αύτη γαρ συνήθεια)
με τα χείλη δίγλωσσα και λόγια τορνευτά που αντηχούν.

Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2017

Έρωτας 'στα χρόνια του ελέους-Πέτρινα τα χρόνια και σκιώδη

'Παρμένος από ρήτορα 'στις στάκτες του τσιγάρου
βράδι'ατέλειωτα διασχίζοντας ωκεανούς
σημείο μέγα ενατένισα του θεοφόρου γλάρου
να μου γνέφη καταφατικά 'σε δύσκολους καιρούς.

Ψυχή ζητώντας 'στην παράκρουση
θυμό γυρεύοντας 'στον πανικό
για ν'αντιδράσω με του ύμνου την ανάκρουση
και να ζυγίσω αντιστάσεις και παλμό.

Ψυχεδέλεια.Το πάρτυ που παλιώνει.
Μια ειρήνης εορτή
που τη Μακαριστή
από τον πάγο του ερέβους λιώνει.

Πρέπει χρόνος ίσαμ'ένας
'πέρασε και ούτε,πια,φωνή
'στο 'σπιτικό και ο Κανένας
έφερε 'ξανά καταστροφή.

Βαθύσκιωτη γαλήνη
με ανθρώπους αγαθούς
'σε δροσερή μια κρήνη
μ'εύγευστους χυμούς.

'Πάληωσα και το κουφάρι
έμεινε να μου θυμίζη
τον αγέρα που βουίζ'
υπό το μαξιλάρι.

Ψεύτικες και κούφιες μου ελπίδες 'στα βιβλία,
έρημες,μοναχικές βραδιές ανελλιπώς 'σε 'κείνα τα θρανία
να σκαλίζω το επιστητόν,τη γνώση,πάντως,να ρουφώ
περίπου σαν το Στιβ,το Μαρκ και τους Τιτάνες όλους που θα 'δω.
                                                                                       'Στο δρόμο.

Δεν έφεξε ποτέ η παλλακίδα
δεν ανέμεινα καθόλου ερωμένη
προστατεύοντας με την ασπίδα
έναν πόθο που 'χε 'βρη τη χλαίνη.

Κάθε πέρασμα και γέννηση
και κάθε προσωπίδα
ψυχοτρόπος αναγέννηση
'ματώνοντας από τσουκνίδα.

Η άρνηση τα βήματά μου έσυρε
'σε δρόμο που δε 'γνώρισα ποτέ
από το πολυώροφο Γεντί Κουλέ
και 'στην Ελλάδα με διέσυρε.

Αν ήθελα,θα έγραφα πραγματικά.
Εάν παρέδιδα ψυχή και σώμα
'σ'ευγενή του δημοσίου τρωκτικά,
'νωρίς θα έπεφτα 'σε τέτοιο κώμα.

Συνήθισε με τσίπουρα,τον συνεπήρε τζόγος
και κάθε φορά με φόρα 'στις γυναίκες εξορμούσε,
πράγματα κοινά μες 'στο μυαλό που 'λαχταρούσε
να 'βγη εκκρεμής,περίτεχνος,αειθαλής ο λόγος.

Σουρή και Σολωμό,Παπαδιαμάντη,Παλαμά
και 'στους Αρχαίους Σοφοκλή,Αισχύλο,Ευριπίδη,
τραγικούς και κωμικούς να φέρνουν τη σπορά
πανέτοιμη να συναχθή συλλάβισα σωστό παιχνίδι..

Αναπολώντας μια στιγμή
και αγνοούμενος από παιδί
'σε μέλλον πρωτοπόρο
δίχως προ'υ'πόθεση και όρο.

Διέκοψα την αρχισυνταξία
και 'ψαλίδισα 'μισούς,
μισθούς να κάνω επαιτεία
και μπλοκάκια τους θεούς.

'Πίσω-'πίσω,τελευταίος,'στην πορεία,
μ'ένα θωρηκτό το δρόμο να μου φράζη,
μεταχρονολογημένος και αυθόρμητος από τη συμμορία
να ψωνίζω το νερό το αίμα μου που απο-στάζει..

'Ψώνισα τις ευκαιρίες,
'χάρηκα τις προσφορές,
γυρίζοντας από πλατείες,
επιστρέφοντας με ασωτίες
'στη σειρά και μ'ενοχές.

'Δεσμευμένες μου κυρίες,
σαν τα κρύα τα νερά κορίτσια,
'σε παλιές φωτογραφίες,
διάφορα καπρίτσια μου και βίτσια.

Ήθελα φοιτήτρια.
Τις άλλες δε 'μπορούσα.
Τη Φαρμακολύτρια
που μια ζωή 'γλεντούσα.

'Γευμάτισα με Δειπνοσοφιστές που 'γέμισε το πλήθος

Οι φωνές παρέσυραν,
τα σύνορα διέσυραν
και την αυγή με χείλη,
πότε απολλώνεια και πότε διονυσιακά,
συμπίεσαν τις ώρες,τα λεπτά
'στο ανθισμένο γεύμα του Απρίλη.

Ερωτισμό δε 'βρήκα
'στ'όνομά της να χαθώ
και το πρωί που θα 'ξυπνήσω
να την 'ξαναδώ
για να γλυκοφιλήσω
μέτωπο και χείλη,αχ τι γλύκα..!

Πρέπει να 'σαι ρωμαλέος
'στο παράθυρο για να σταθής
στρατάρχης,ο αιώνιος Ρωμαίος,
γυναικοκατακτητής.

Το χέρι 'μάτωσ'αγγελοκρουόμενος κτυπώντας
και μετά μανίας φοβερής τη θύρα,
έκτοτε που άφησα λευκή 'στη Θήρα
τη σελίδα της ζωής(πεντηκοστή)να ταξιδεύη κολυμπώντας.

Πενήντα ιαχές
'στο θέρετρο του παραλόγου
όπου οι ψυχές
πολύ 'νωρίς,τα μέλη του συλλόγου,
τη σκυτάλη 'πήραν του διαλόγου
με διαθέσεις παιδικές.

Ψυχή που εγκατέλειψα
σαν 'πλύθηκα με μύρο.
'Στ'όνειρο για 'λίγο έλειψα
για την αγάπη μου,τη Σκύρο.

Γνήσιες 'στους στάβλους οι φοράδες
και ατόφια ράτσα μου οι σκύλοι
'ξάφνου συναντήθηκαν 'στις Συμπληγάδες
κι'έγιναν αχώριστοι δυο φίλοι.

Τη φυλλορροή μου εκμετρώ
'σε γνώριμα λημέρια
χαιρετώντας τη Βαλέρια
με πηγαίο θαυμασμό
μες 'στο βαθύ ωκεανό
με κρύο και με παγετό
από τα βράδια ως τα μεσημέρια.

Φλογερή τσαμπούνα μου
και παιγνιώδες μου κλαρίνο
'στο βωμό σου η μαούνα μου
το χέρι μ'έδωσε για χάρη σου που,τώρα,πίνω.