Αρκούμενος 'στο μέλλον που 'σμιλεύθηκε με στίφη
'στα βιβλία των ρητόρων και των φιλοσόφων της ζωής
και αυτοσυντηρούμενος από τα πλοία της γραμμής
μια διάνοια διέπλασα που μόνον έμαθε να γλύφει.
'Στο παράθυρο αετονύχη
'στα πλοκάμια τσαρλατάνου
με το μέγεθος του νάνου
χαμηλώνοντας τον πήχυ.
'Πήγα για μια μπύρα
ήρθα κατά τα λοιπά
συνταξιδιώτης ως τη Θήρα
μες 'στα ουρλιαχτά.
Πηγαία θαυμαστός περίπλους με ανώδυνη επιπλοκή
σαν περιπέτεια 'στη ζούγκλα,πρώιμα ως εφιάλτης,
να γηροκομώ τις ενοχές που είχα μιαν ολόκληρη ζωή
'σε ίδρυμ'ανιάτων με πορνόγερους 'σε Culties.
Η δόξα δε 'μισήθηκε ποτέ.
Το ίδιο και το χρήμα.
Τους προδότες ξεμονάχιαζαν
μ'επικηδείους προς το κύμα,
δοκιμάζοντας το ναργιλέ.
Ψευδόμενος ασύστολα για να κερδίσω πόντους
'στο τακούνι,την καρδιά μου παραμέλησα πολύ
και να φανώ μεγάλος μ'ένα τόσο δα μες 'στο αφρόντους
που αράχνιασε και μια περούκα 'φόρεσε λουόμενος με το γ(ι)ατί.
Συριστική φωνή τα όνειρά του ψέλνει
'στον παράδεισο,καθώς νομίζει,
για μιαν ίαση που παραγγέλνει
και τον Εφιάλτη του αποκοιμίζει.
'Κούρνιασα 'νωρίς 'στην αγκαλιά σου
ανεβαίνοντας για ένα χάδι
που μου έγινε τραυματικό σημάδι
'στο λαιμό ουλή μες 'στα φτερά σου.
Δεν ήταν ό,τι 'νόμιζες
απ'όνειρά σου καλομαθημένη,
φέρελπις σαν 'κόμιζες
μιζέρια και κακία,τόσο 'πληγωμένη.
Σου εξήγησα καλά
τα πράγματα πώς έχουν
μα εσύ 'στα 'ξαφνικά
με λόγια που αντέχουν
περιέγραψες μιαν άβυσσο,το χάος και τη σκοτοδίνη,
δίπλα σου να ίσταται οπού τα 'μάτια δε θωρούν,
απόμακρη από τες εξελίξεις και αθώα 'μπρός 'στα χείλη που διψούν.
'Κριματισμένη μιαν ολόκληρη ζωή,
αδύναμη από τες,όντως,περιστάσεις,
με αγκάλιαζες γεμάτη παραστάσεις
που θυμίζουν τσίρκο 'στο κρασί.
Κοντά σου μια ύπαρξη μακαριότητος
που θίγει τα συμφέροντα,τις ονειρώξεις
και 'στο πλαίσιο ανοίκειας αβρότητος
συγκρούεται μανιωδώς μ'επιδιώξεις.
'Ψαροντούφεκο και ναρκαλιευτής
τ'αγαπημένα μου αθλήματα
'μπροστά 'σε 'μανιασμένα κύματα
που 'μαρτυρούσανε την αύρα της ζωής.
Θηρεύοντας το άγνωστο με βάρκα την ανελπιστία
και 'γοητευμένος από χείλη που 'χαν χάση,τη μωρία,
'στο κρεβάτι 'ξάπλωσα γοργόπτερος,αδέσμευτος και πλήρως
'μαγεμένος 'στ'ανοικτά που 'πέρασε ατίθασος ο Πύρρος.
Δεν ήσαν ψέματα μα,επιτέλους,τι να 'πω;
Αλήθεια η 'μισή
μες 'στο ταξίδι για εκεί
που μ'έσυρε ο άνεμος με σκάφανδρο,πλωτό.
Τις ρίμες εκτοξεύοντας θανατηφόρες,
τα πουλιά μαζεύοντας 'στο φύσημα
'σε χρόνια ψεύτικα μα τόσο κρίσιμα
με οιωνούς,ο πλάνης,μες 'στις μυροφόρες.
'Ψεύδιζε.Η μόνη του αλήθεια
τοίχοι τέσσερεις να του κρατούν
το χέρι και το πόδι(αύτη γαρ συνήθεια)
με τα χείλη δίγλωσσα και λόγια τορνευτά που αντηχούν.
'στα βιβλία των ρητόρων και των φιλοσόφων της ζωής
και αυτοσυντηρούμενος από τα πλοία της γραμμής
μια διάνοια διέπλασα που μόνον έμαθε να γλύφει.
'Στο παράθυρο αετονύχη
'στα πλοκάμια τσαρλατάνου
με το μέγεθος του νάνου
χαμηλώνοντας τον πήχυ.
'Πήγα για μια μπύρα
ήρθα κατά τα λοιπά
συνταξιδιώτης ως τη Θήρα
μες 'στα ουρλιαχτά.
Πηγαία θαυμαστός περίπλους με ανώδυνη επιπλοκή
σαν περιπέτεια 'στη ζούγκλα,πρώιμα ως εφιάλτης,
να γηροκομώ τις ενοχές που είχα μιαν ολόκληρη ζωή
'σε ίδρυμ'ανιάτων με πορνόγερους 'σε Culties.
Η δόξα δε 'μισήθηκε ποτέ.
Το ίδιο και το χρήμα.
Τους προδότες ξεμονάχιαζαν
μ'επικηδείους προς το κύμα,
δοκιμάζοντας το ναργιλέ.
Ψευδόμενος ασύστολα για να κερδίσω πόντους
'στο τακούνι,την καρδιά μου παραμέλησα πολύ
και να φανώ μεγάλος μ'ένα τόσο δα μες 'στο αφρόντους
που αράχνιασε και μια περούκα 'φόρεσε λουόμενος με το γ(ι)ατί.
Συριστική φωνή τα όνειρά του ψέλνει
'στον παράδεισο,καθώς νομίζει,
για μιαν ίαση που παραγγέλνει
και τον Εφιάλτη του αποκοιμίζει.
'Κούρνιασα 'νωρίς 'στην αγκαλιά σου
ανεβαίνοντας για ένα χάδι
που μου έγινε τραυματικό σημάδι
'στο λαιμό ουλή μες 'στα φτερά σου.
Δεν ήταν ό,τι 'νόμιζες
απ'όνειρά σου καλομαθημένη,
φέρελπις σαν 'κόμιζες
μιζέρια και κακία,τόσο 'πληγωμένη.
Σου εξήγησα καλά
τα πράγματα πώς έχουν
μα εσύ 'στα 'ξαφνικά
με λόγια που αντέχουν
περιέγραψες μιαν άβυσσο,το χάος και τη σκοτοδίνη,
δίπλα σου να ίσταται οπού τα 'μάτια δε θωρούν,
απόμακρη από τες εξελίξεις και αθώα 'μπρός 'στα χείλη που διψούν.
'Κριματισμένη μιαν ολόκληρη ζωή,
αδύναμη από τες,όντως,περιστάσεις,
με αγκάλιαζες γεμάτη παραστάσεις
που θυμίζουν τσίρκο 'στο κρασί.
Κοντά σου μια ύπαρξη μακαριότητος
που θίγει τα συμφέροντα,τις ονειρώξεις
και 'στο πλαίσιο ανοίκειας αβρότητος
συγκρούεται μανιωδώς μ'επιδιώξεις.
'Ψαροντούφεκο και ναρκαλιευτής
τ'αγαπημένα μου αθλήματα
'μπροστά 'σε 'μανιασμένα κύματα
που 'μαρτυρούσανε την αύρα της ζωής.
Θηρεύοντας το άγνωστο με βάρκα την ανελπιστία
και 'γοητευμένος από χείλη που 'χαν χάση,τη μωρία,
'στο κρεβάτι 'ξάπλωσα γοργόπτερος,αδέσμευτος και πλήρως
'μαγεμένος 'στ'ανοικτά που 'πέρασε ατίθασος ο Πύρρος.
Δεν ήσαν ψέματα μα,επιτέλους,τι να 'πω;
Αλήθεια η 'μισή
μες 'στο ταξίδι για εκεί
που μ'έσυρε ο άνεμος με σκάφανδρο,πλωτό.
Τις ρίμες εκτοξεύοντας θανατηφόρες,
τα πουλιά μαζεύοντας 'στο φύσημα
'σε χρόνια ψεύτικα μα τόσο κρίσιμα
με οιωνούς,ο πλάνης,μες 'στις μυροφόρες.
'Ψεύδιζε.Η μόνη του αλήθεια
τοίχοι τέσσερεις να του κρατούν
το χέρι και το πόδι(αύτη γαρ συνήθεια)
με τα χείλη δίγλωσσα και λόγια τορνευτά που αντηχούν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου