Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2017

Αμαζόνες και Τιτάνες-Το αβυσσαλέο (χ)άσμα

Ψελλίσματα 'στους τοίχους με μυρίους τρόπους
'σ'ένα έγκλημα καθοσιώσεως με φυλακίσεις και ισόβια
για τους θεράποντες που 'βρήκαν έκφραση ανθρώπους
και τον πόνο με τα βάσανα μετέπλασαν κοντά 'σε μια μπαρόβια.

Ψυχή 'στους δρόμους δεν κυκλοφορούσε,
όλοι των 'κλεισμένοι μα 'περήφανοι που
διεπίστωσαν απάτη πολλαπλή 'στις πλάτες,του Ευρίπου
διατρέχοντας μια διαδρομή,μιαν έκταση που 'κολυμπούσε.

Ακμαίος που,παρά την ηλικία,
έκαμε από 'νωρίς περιουσία,
κοντοστάθηκε με χείλη κάπως διόλου 'πικραμένα,
ψάχνοντας περιδεής μες 'στο Νησί Κυκλώπων τον Κανένα.

Πλημμυρίδα και αμπώτιδα
υπό τη Μασσαλιώτιδα,
το σύγχρονο ζωής παιάνα,
'στο πλευρό του μεγιστάνα.

Εμβάσματα Σατύρων
πνιγηρή φωνή ονείρων
'στα μελτέμια όλα του ανέμου
προς ακτές του Ρέμου και του Κρέμου.

Στερεώνοντας το έδαφος με χώμα γόνιμο
'σε δυο με τρεις ημέρες τη βεβαίωση παρέλαβα
πως δεν εγκαταλείπω υπό φως ανώνυμο
τη μάχη που δεν 'κρίθηκε,τον πόλεμο καθώς ανέλαβα..

Ψέματα 'στον εαυτό μου
στροβιλίζουν το μυαλό μου
και τα ίχνη των αναζητώ
συνεπαρμένος 'στο χωριό.

Μ'έν'αγέρι δροσερό
μαλλιά να χα'ι'δεύη
'βάδισα ενιαυτό
αγρότης που αρδεύει.

Όσα έγραψα -τι τύχη!-
'μάντρωσαν τρεις τοίχοι.
Όσα πρόκειται να γράψω,
με το αίμα μου θ'ανάψω.

Νέος μα και 'γέρασα
'στη σούπα μου που 'ξέρασα
'σε ρούχα και 'σε υποδήματα,
''Ιδού οι θύτες και ιδού τα θύματα!''...

'Στο απαύγασμα της δόξης
είχα μόνον ονειρώξεις
με πλεούμενα διασχίζοντας ωκεανό,
με τα πετούμενα ρυθμίζοντας συμβιβασμό.

Μιαν ιδέα όλην είχα,
πώς να ενδυθώ 'στην τρίχα.
'Γύρισα 'νωρίς 'στο 'σπίτι μπάνιο
κάνοντας με υπερωκεάνιο.

Έπιασε ψιλή βροχή και το εγώ
ασφυκτιούσε δίχως διόλου συντροφία,
μ'έπιασ'αιφνιδίως και μιαν αηδία
πού 'χ' αφήση τόσα 'πίσω 'στο χωριό.

Αλήθεια ψέματα δεν ήξερα τι να πρωτοπιστεύσω
σαν τα πάντα λίαν 'φαίνονταν ελκυστικά
'στην κούνια του μωρού ολίγον τι να ζωντανεύσω
'βρίσκοντας περιπαθής την πέτρα,τη φωτιά
για να ριχθώ 'ξανά 'περήφανος 'στην αγκαλιά
μιας κόρης εκλεκτής και το μυαλό να εκπαιδεύσω
για την αναγνώριση της ηδονής που προκαλεί και τα δεινά..

Βίος ο πλανόδιος μες 'στα προσχήματα και τις συμβάσεις,
που δεν ήξερ'από πού να κρατηθώ,
τα πάντα διαρρυθμίζοντας από αισθήσεις,παραστάσεις
και το άκρατο,υψαύχενο εγώ.

'Βουτηγμένος 'χάθηκα 'στες αναμνήσεις
τον ωραίο πόθο πάντοτε αυτής της φύσεως
κρατώντας και ζητώντας και το θαυμασμό χωρίς υποχωρήσεις
ως την τελευταία μου πνοή κατά την εποχή της κρίσεως.

Η μελάνη μόνη μου παραμυθία,
η μελέτη θείο δώρο,χάρισμα ο νους,
με τις πληγές που σέρνω μες 'στην ακριτομυθία
που κρατεί 'στη μέση του ο δύσμοιρος παππούς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου