Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2017

Έρωτας 'στα χρόνια του ελέους-Πέτρινα τα χρόνια και σκιώδη

'Παρμένος από ρήτορα 'στις στάκτες του τσιγάρου
βράδι'ατέλειωτα διασχίζοντας ωκεανούς
σημείο μέγα ενατένισα του θεοφόρου γλάρου
να μου γνέφη καταφατικά 'σε δύσκολους καιρούς.

Ψυχή ζητώντας 'στην παράκρουση
θυμό γυρεύοντας 'στον πανικό
για ν'αντιδράσω με του ύμνου την ανάκρουση
και να ζυγίσω αντιστάσεις και παλμό.

Ψυχεδέλεια.Το πάρτυ που παλιώνει.
Μια ειρήνης εορτή
που τη Μακαριστή
από τον πάγο του ερέβους λιώνει.

Πρέπει χρόνος ίσαμ'ένας
'πέρασε και ούτε,πια,φωνή
'στο 'σπιτικό και ο Κανένας
έφερε 'ξανά καταστροφή.

Βαθύσκιωτη γαλήνη
με ανθρώπους αγαθούς
'σε δροσερή μια κρήνη
μ'εύγευστους χυμούς.

'Πάληωσα και το κουφάρι
έμεινε να μου θυμίζη
τον αγέρα που βουίζ'
υπό το μαξιλάρι.

Ψεύτικες και κούφιες μου ελπίδες 'στα βιβλία,
έρημες,μοναχικές βραδιές ανελλιπώς 'σε 'κείνα τα θρανία
να σκαλίζω το επιστητόν,τη γνώση,πάντως,να ρουφώ
περίπου σαν το Στιβ,το Μαρκ και τους Τιτάνες όλους που θα 'δω.
                                                                                       'Στο δρόμο.

Δεν έφεξε ποτέ η παλλακίδα
δεν ανέμεινα καθόλου ερωμένη
προστατεύοντας με την ασπίδα
έναν πόθο που 'χε 'βρη τη χλαίνη.

Κάθε πέρασμα και γέννηση
και κάθε προσωπίδα
ψυχοτρόπος αναγέννηση
'ματώνοντας από τσουκνίδα.

Η άρνηση τα βήματά μου έσυρε
'σε δρόμο που δε 'γνώρισα ποτέ
από το πολυώροφο Γεντί Κουλέ
και 'στην Ελλάδα με διέσυρε.

Αν ήθελα,θα έγραφα πραγματικά.
Εάν παρέδιδα ψυχή και σώμα
'σ'ευγενή του δημοσίου τρωκτικά,
'νωρίς θα έπεφτα 'σε τέτοιο κώμα.

Συνήθισε με τσίπουρα,τον συνεπήρε τζόγος
και κάθε φορά με φόρα 'στις γυναίκες εξορμούσε,
πράγματα κοινά μες 'στο μυαλό που 'λαχταρούσε
να 'βγη εκκρεμής,περίτεχνος,αειθαλής ο λόγος.

Σουρή και Σολωμό,Παπαδιαμάντη,Παλαμά
και 'στους Αρχαίους Σοφοκλή,Αισχύλο,Ευριπίδη,
τραγικούς και κωμικούς να φέρνουν τη σπορά
πανέτοιμη να συναχθή συλλάβισα σωστό παιχνίδι..

Αναπολώντας μια στιγμή
και αγνοούμενος από παιδί
'σε μέλλον πρωτοπόρο
δίχως προ'υ'πόθεση και όρο.

Διέκοψα την αρχισυνταξία
και 'ψαλίδισα 'μισούς,
μισθούς να κάνω επαιτεία
και μπλοκάκια τους θεούς.

'Πίσω-'πίσω,τελευταίος,'στην πορεία,
μ'ένα θωρηκτό το δρόμο να μου φράζη,
μεταχρονολογημένος και αυθόρμητος από τη συμμορία
να ψωνίζω το νερό το αίμα μου που απο-στάζει..

'Ψώνισα τις ευκαιρίες,
'χάρηκα τις προσφορές,
γυρίζοντας από πλατείες,
επιστρέφοντας με ασωτίες
'στη σειρά και μ'ενοχές.

'Δεσμευμένες μου κυρίες,
σαν τα κρύα τα νερά κορίτσια,
'σε παλιές φωτογραφίες,
διάφορα καπρίτσια μου και βίτσια.

Ήθελα φοιτήτρια.
Τις άλλες δε 'μπορούσα.
Τη Φαρμακολύτρια
που μια ζωή 'γλεντούσα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου