Ήθελα πολύ να 'βρω το ταίρι
κι'έψαχνα 'στην τύχη μου εδώ κι'εκεί
μια ζωή να φτιάξω μόνο με το χέρι
και 'στον ουρανό να εγχαράξω μια ψυχή.
Δεν έβλεπα την ώρα να σε συναντήσω.
Δεν το άντεχα να μη σε 'δω και να γυρίσω
άπρακτος,με άδεια την παλάμη,
'στη γενέτειρά μου πόλη,'πίσω,
τη βραδιά να ενθυμούμαι και το βλάμη.
'Κάθησα και 'μέτρησα καλά τα λάθη.
'Βρήκα τόσους ήρωες και δαίμονες,θεούς,
να με βυθίζουν ολονέν και πάντοτε 'στα πάθη
πού 'λεγα θα σβήσω 'στο Νησί της Καλυψούς.
Ήταν η φωνή μου πνιγηρή,
δεν άκουγε σχεδόν ποτέ τ'αστέρια,
'σμίλευε εικόνες τόσα καλοκαίρια
και χειμώνες,μ'έρωτα γλυκύ.
Με τη φαντασία έπλεξα το νήμα
της ζωής που τόσο ήθελα κοντά σου,
σύντροφος πιστός,κατέχοντας το βήμα
λόγου που μου 'δόθηκε 'στην αγκαλιά σου.
'Πλάγιασα εκεί,κοντά σου,
αντικρίζοντας το θαύμα,
επουλώνοντας το τραύμα,
νιόπαντρος,'στην αγκαλιά σου.
Έσβησα 'νωρίς τα ίχνη
με ορμές μου να φουντώνουν
με ρολόι που μου δείχνει
μάταια πως όλα και τελειώνουν..
Κάθε 'μέρ'αργοπεθαίνω
σαν τα 'μάτια σου προσμένω.
Κάθε νύχτ'ακροβατώ
με 'ραγισμένον εαυτό,
για να σου 'πω το σ'αγαπώ
που ήθελα με ύφος 'πονεμένο..
Με ολόγιομο φεγγάρι
σ'έκρυβα 'στα δυο μου χέρια.
Ένα ταιριαστό ζευγάρι
που του έλειπαν τα περιστέρια.
'Κράτησα σφιχτά 'στην αγκαλιά μου
τη μορφή και την αναπνοή σου,
ροδοπέταλο επάνω 'στο κορμί σου,
όλ'ανοίγοντας για 'σένα τα φτερά μου.
Ζεστή καρδιά
και σφριγηλό κορμί
και νους ουράνιος.
Πυκνή 'ματιά
λυγίζοντας τη γη
σα λίθος σπάνιος.
Κατέβασα τον ουρανό
δυο στίχους να διαβάσω
ατενίζοντας για να ξεχάσω
πίκρες μου και λάθη 'στο λεπτό.
Σμίγοντας με θέρμη
και κρατώντας μια φωνή
θερμά να με παρακαλή,
μονάχη κι'έρμη.
'Ζήλεψα το φως
που έβλεπα μαζί σου,
τόσο ζωντανός
από το μαγικό φιλί σου.
Γρήγορα 'πλανέφτηκα 'στο άκουσμά σου,
ονειρεύτηκα πως είμαστε μαζί
για πάντα,ταξιδεύοντας 'στην αγκαλιά σου,
θεραπεύοντας μιαν ανοιχτή πληγή.
Σού 'δινα τα πάντα
και σε είχα 'στο μυαλό μου,
τη φωτό σου 'στη βεράντα
'ξαναβλέποντας μες 'στ'όνειρό μου.
Έψαχνα πολύ καιρό την αγκαλιά σου,
να γευθώ τα χείλη,να χαρώ τα χέρια
που θα με αγγίξουν με καρδιά αιθέρια
και 'στα σύννεφα θα ταξιδεύω,ευτυχής με τη χαρά σου.
Δεν έβλεπα την ώρα
μέσα μου για να σε κλείσω
και τον εαυτό ν'αφήσω
'λεύτερο εδώ και τώρα.
Ανεύθυνα 'πληγώθηκα,
κατάντησα σκιά
του εαυτού μου αλλ'ανδρώθηκα
'στη φουσκοθαλασσιά.
Σοβαρός και 'μετρημένος,
άντεξα αισθήματα και πάθη
κρύβοντας,γνωστός και ξένος,
παριστάνοντας αυτά που είχα πάθη.
Ήταν η φωνή μου τόσο ξένη.
Έτοιμη και να σε περιμένη.
Άλλο τίποτα δεν έχω.
Χείλη,στόμα μου να βρέχω.
Σε περίμενα 'στα ξένα.
Μού 'χες γίνη έρωτας.
Και τάμα έκανα για 'σέν'.
Ακόμη με 'ρωτάς;
Φτερουγίζοντας 'στις κορυφές.
Ποθώντας τόσο το κορμί σου.
Σήμερ'ατενίζοντας και 'χθές.
Ολόκληρος,την ύπαρξή σου.
Μια φωλιά και μια κρυψώνα για εμάς,τα δύο,
κάπου για να πάμε τόσο μόνοι,
τότε,γύρω,που θα 'ξημερώνη
να χαρούμε πριν το ύστατο μα πρόσκαιρο αντίο.
Έτοιμος σαν παγωτό να λιώσω.
Έτοιμος κοντά σου να ενδώσω.
Έτοιμος ζωή και σώμα να σου δώσω.
Με τους στίχους την αγάπη ν'αποδώσω.
Αναπάντεχα,εδώ,'δεμένος,
ασυναίσθητα ερωτευμένος,
φανερά 'στην έρημο 'κρυμμένος,
ζώντας μια μυθιστορί',απορημένος.
κι'έψαχνα 'στην τύχη μου εδώ κι'εκεί
μια ζωή να φτιάξω μόνο με το χέρι
και 'στον ουρανό να εγχαράξω μια ψυχή.
Δεν έβλεπα την ώρα να σε συναντήσω.
Δεν το άντεχα να μη σε 'δω και να γυρίσω
άπρακτος,με άδεια την παλάμη,
'στη γενέτειρά μου πόλη,'πίσω,
τη βραδιά να ενθυμούμαι και το βλάμη.
'Κάθησα και 'μέτρησα καλά τα λάθη.
'Βρήκα τόσους ήρωες και δαίμονες,θεούς,
να με βυθίζουν ολονέν και πάντοτε 'στα πάθη
πού 'λεγα θα σβήσω 'στο Νησί της Καλυψούς.
Ήταν η φωνή μου πνιγηρή,
δεν άκουγε σχεδόν ποτέ τ'αστέρια,
'σμίλευε εικόνες τόσα καλοκαίρια
και χειμώνες,μ'έρωτα γλυκύ.
Με τη φαντασία έπλεξα το νήμα
της ζωής που τόσο ήθελα κοντά σου,
σύντροφος πιστός,κατέχοντας το βήμα
λόγου που μου 'δόθηκε 'στην αγκαλιά σου.
'Πλάγιασα εκεί,κοντά σου,
αντικρίζοντας το θαύμα,
επουλώνοντας το τραύμα,
νιόπαντρος,'στην αγκαλιά σου.
Έσβησα 'νωρίς τα ίχνη
με ορμές μου να φουντώνουν
με ρολόι που μου δείχνει
μάταια πως όλα και τελειώνουν..
Κάθε 'μέρ'αργοπεθαίνω
σαν τα 'μάτια σου προσμένω.
Κάθε νύχτ'ακροβατώ
με 'ραγισμένον εαυτό,
για να σου 'πω το σ'αγαπώ
που ήθελα με ύφος 'πονεμένο..
Με ολόγιομο φεγγάρι
σ'έκρυβα 'στα δυο μου χέρια.
Ένα ταιριαστό ζευγάρι
που του έλειπαν τα περιστέρια.
'Κράτησα σφιχτά 'στην αγκαλιά μου
τη μορφή και την αναπνοή σου,
ροδοπέταλο επάνω 'στο κορμί σου,
όλ'ανοίγοντας για 'σένα τα φτερά μου.
Ζεστή καρδιά
και σφριγηλό κορμί
και νους ουράνιος.
Πυκνή 'ματιά
λυγίζοντας τη γη
σα λίθος σπάνιος.
Κατέβασα τον ουρανό
δυο στίχους να διαβάσω
ατενίζοντας για να ξεχάσω
πίκρες μου και λάθη 'στο λεπτό.
Σμίγοντας με θέρμη
και κρατώντας μια φωνή
θερμά να με παρακαλή,
μονάχη κι'έρμη.
'Ζήλεψα το φως
που έβλεπα μαζί σου,
τόσο ζωντανός
από το μαγικό φιλί σου.
Γρήγορα 'πλανέφτηκα 'στο άκουσμά σου,
ονειρεύτηκα πως είμαστε μαζί
για πάντα,ταξιδεύοντας 'στην αγκαλιά σου,
θεραπεύοντας μιαν ανοιχτή πληγή.
Σού 'δινα τα πάντα
και σε είχα 'στο μυαλό μου,
τη φωτό σου 'στη βεράντα
'ξαναβλέποντας μες 'στ'όνειρό μου.
Έψαχνα πολύ καιρό την αγκαλιά σου,
να γευθώ τα χείλη,να χαρώ τα χέρια
που θα με αγγίξουν με καρδιά αιθέρια
και 'στα σύννεφα θα ταξιδεύω,ευτυχής με τη χαρά σου.
Δεν έβλεπα την ώρα
μέσα μου για να σε κλείσω
και τον εαυτό ν'αφήσω
'λεύτερο εδώ και τώρα.
Ανεύθυνα 'πληγώθηκα,
κατάντησα σκιά
του εαυτού μου αλλ'ανδρώθηκα
'στη φουσκοθαλασσιά.
Σοβαρός και 'μετρημένος,
άντεξα αισθήματα και πάθη
κρύβοντας,γνωστός και ξένος,
παριστάνοντας αυτά που είχα πάθη.
Ήταν η φωνή μου τόσο ξένη.
Έτοιμη και να σε περιμένη.
Άλλο τίποτα δεν έχω.
Χείλη,στόμα μου να βρέχω.
Σε περίμενα 'στα ξένα.
Μού 'χες γίνη έρωτας.
Και τάμα έκανα για 'σέν'.
Ακόμη με 'ρωτάς;
Φτερουγίζοντας 'στις κορυφές.
Ποθώντας τόσο το κορμί σου.
Σήμερ'ατενίζοντας και 'χθές.
Ολόκληρος,την ύπαρξή σου.
Μια φωλιά και μια κρυψώνα για εμάς,τα δύο,
κάπου για να πάμε τόσο μόνοι,
τότε,γύρω,που θα 'ξημερώνη
να χαρούμε πριν το ύστατο μα πρόσκαιρο αντίο.
Έτοιμος σαν παγωτό να λιώσω.
Έτοιμος κοντά σου να ενδώσω.
Έτοιμος ζωή και σώμα να σου δώσω.
Με τους στίχους την αγάπη ν'αποδώσω.
Αναπάντεχα,εδώ,'δεμένος,
ασυναίσθητα ερωτευμένος,
φανερά 'στην έρημο 'κρυμμένος,
ζώντας μια μυθιστορί',απορημένος.