Κυριακή 30 Απριλίου 2017

Κομψές αντανακλάσεις έρωτα

Ήθελα πολύ να 'βρω το ταίρι
κι'έψαχνα 'στην τύχη μου εδώ κι'εκεί
μια ζωή να φτιάξω μόνο με το χέρι
και 'στον ουρανό να εγχαράξω μια ψυχή.

Δεν έβλεπα την ώρα να σε συναντήσω.
Δεν το άντεχα να μη σε 'δω και να γυρίσω
άπρακτος,με άδεια την παλάμη,
'στη γενέτειρά μου πόλη,'πίσω,
τη βραδιά να ενθυμούμαι και το βλάμη.

'Κάθησα και 'μέτρησα καλά τα λάθη.
'Βρήκα τόσους ήρωες και δαίμονες,θεούς,
να με βυθίζουν ολονέν και πάντοτε 'στα πάθη
πού 'λεγα θα σβήσω 'στο Νησί της Καλυψούς.

Ήταν η φωνή μου πνιγηρή,
δεν άκουγε σχεδόν ποτέ τ'αστέρια,
'σμίλευε εικόνες τόσα καλοκαίρια
και χειμώνες,μ'έρωτα γλυκύ.

Με τη φαντασία έπλεξα το νήμα
της ζωής που τόσο ήθελα κοντά σου,
σύντροφος πιστός,κατέχοντας το βήμα
λόγου που μου 'δόθηκε 'στην αγκαλιά σου.

'Πλάγιασα εκεί,κοντά σου,
αντικρίζοντας το θαύμα,
επουλώνοντας το τραύμα,
νιόπαντρος,'στην αγκαλιά σου.

Έσβησα 'νωρίς τα ίχνη
με ορμές μου να φουντώνουν
με ρολόι που μου δείχνει
μάταια πως όλα και τελειώνουν..

Κάθε 'μέρ'αργοπεθαίνω
σαν τα 'μάτια σου προσμένω.
Κάθε νύχτ'ακροβατώ
με 'ραγισμένον εαυτό,
για να σου 'πω το σ'αγαπώ
που ήθελα με ύφος 'πονεμένο..

Με ολόγιομο φεγγάρι
σ'έκρυβα 'στα δυο μου χέρια.
Ένα ταιριαστό ζευγάρι
που του έλειπαν τα περιστέρια.

'Κράτησα σφιχτά 'στην αγκαλιά μου
τη μορφή και την αναπνοή σου,
ροδοπέταλο επάνω 'στο κορμί σου,
όλ'ανοίγοντας για 'σένα τα φτερά μου.

Ζεστή καρδιά
και σφριγηλό κορμί
και νους ουράνιος.

Πυκνή 'ματιά
λυγίζοντας τη γη
σα λίθος σπάνιος.

Κατέβασα τον ουρανό
δυο στίχους να διαβάσω
ατενίζοντας για να ξεχάσω
πίκρες μου και λάθη 'στο λεπτό.

Σμίγοντας με θέρμη
και κρατώντας μια φωνή
θερμά να με παρακαλή,
μονάχη κι'έρμη.

'Ζήλεψα το φως
που έβλεπα μαζί σου,
τόσο ζωντανός
από το μαγικό φιλί σου.

Γρήγορα 'πλανέφτηκα 'στο άκουσμά σου,
ονειρεύτηκα πως είμαστε μαζί
για πάντα,ταξιδεύοντας 'στην αγκαλιά σου,
θεραπεύοντας μιαν ανοιχτή πληγή.

Σού 'δινα τα πάντα
και σε είχα 'στο μυαλό μου,
τη φωτό σου 'στη βεράντα
'ξαναβλέποντας μες 'στ'όνειρό μου.

Έψαχνα πολύ καιρό την αγκαλιά σου,
να γευθώ τα χείλη,να χαρώ τα χέρια
που θα με αγγίξουν με καρδιά αιθέρια
και 'στα σύννεφα θα ταξιδεύω,ευτυχής με τη χαρά σου.

Δεν έβλεπα την ώρα
μέσα μου για να σε κλείσω
και τον εαυτό ν'αφήσω
'λεύτερο εδώ και τώρα.

Ανεύθυνα 'πληγώθηκα,
κατάντησα σκιά
του εαυτού μου αλλ'ανδρώθηκα
'στη φουσκοθαλασσιά.

Σοβαρός και 'μετρημένος,
άντεξα αισθήματα και πάθη
κρύβοντας,γνωστός και ξένος,
παριστάνοντας αυτά που είχα πάθη.

Ήταν η φωνή μου τόσο ξένη.
Έτοιμη και να σε περιμένη.
Άλλο τίποτα δεν έχω.
Χείλη,στόμα μου να βρέχω.

Σε περίμενα 'στα ξένα.
Μού 'χες γίνη έρωτας.
Και τάμα έκανα για 'σέν'.
Ακόμη με 'ρωτάς;

Φτερουγίζοντας 'στις κορυφές.
Ποθώντας τόσο το κορμί σου.
Σήμερ'ατενίζοντας και 'χθές.
Ολόκληρος,την ύπαρξή σου.

Μια φωλιά και μια κρυψώνα για εμάς,τα δύο,
κάπου για να πάμε τόσο μόνοι,
τότε,γύρω,που θα 'ξημερώνη
να χαρούμε πριν το ύστατο μα πρόσκαιρο αντίο.

Έτοιμος σαν παγωτό να λιώσω.
Έτοιμος κοντά σου να ενδώσω.
Έτοιμος ζωή και σώμα να σου δώσω.
Με τους στίχους την αγάπη ν'αποδώσω.

Αναπάντεχα,εδώ,'δεμένος,
ασυναίσθητα ερωτευμένος,
φανερά 'στην έρημο 'κρυμμένος,
ζώντας μια μυθιστορί',απορημένος.

Τετάρτη 26 Απριλίου 2017

Φιλοτεχνία της ασίγαστης ψυχής

'Πλανεμένα τόσα βράδια 'στον Αστέρα
συντροφιά πολύ καλή με νεοπλούτους
που ξεπούλησαν την κάθε των ημέρα
χάριν καμωμάτων με τοιούτους.

Έσβησα οριστικά την κάθε λέξη,
έψαξα να γίνω μιας καρριέρας ρήτορας,
αγορητής Βουλής,ωραίος επιβήτορας
που έμαθε παντού καλά το πώς να παίξη.

Της μοίρας η ζωή
και η ζωή της μοίρας
τόσο μ'έδωσε πολύ
να καταλάβω
να προλάβω
τον απόηχο της λύρας
να με συντροφεύη διαπαντός
ορίζοντας νυχθήμερα 'στο φως.

'Γύρεψα φλογέρα
παίζοντας ως το πρωί
γλυκειά και μαλακή
για να κυλά η 'μέρα.

Ανοίκειο το υπερθέαμα.
Πολύ ασύνηθες για μουσική.
Επένδυση 'παρμέν'ειλικρινώς
από μια δύσκολη,σκληρή ζωή.

Πρώτα εξοβελιστέα τα σκουπίδια,
ύστερα τα προκεχωρημένα μνήματα
που συντροφεύουν τους θνητούς,τα θύματα
μιας αυταπάτης,σύροντας προς τα μιμίδια.

'Κοίταξα μακρόθεν ουρανό
και απουσίαζες για τόσα χρόνια.
Έστειλα τα ρόδα 'στο Θεό
και ανταπέστειλε ζωή αιώνια.

'Φύλαξ',αποκλειστικά και μόνο,για εσένα
τ'ομορφότερο του κόσμου μας λουλούδι
και αγαπημένο σου ζωής τραγούδι
έβαλα για δυο 'μάτια,χείλη τρισχαριτωμένα.

Σάββατο 22 Απριλίου 2017

Νέα εσοδεία 'στην ανατολή μιας νέας 'μέρας ροδαλής

Πικραμύγδαλο ζωή και τα κεφάλια όλα μέσα,
συντροφιά με το βιβλίο και με το μπουχέσα
διαρκώς από `δικούς του(τραγωδία)να ζητή
λεφτά με φίλους και γνωστούς για να τα πιη..

Παρέα με το Φάνη

συντροφία με Αρτέμη
πίνοντας μες 'στο ντουμάνι
τρώγοντας αυγά με παντεσπάνι
ροκανίζοντας το χρόνο με κοκκινολαίμη.

Πηγαία συναισθήματα 'στην άκρη

άκανθοι και ρόδα μου μαζί
'στα σύννεφα χαμόγελο και δάκρυ
'πέσαν φευγαλέα 'στη ζωή.

Απέρριψα τα σύννεφα 'στη γη

'βασίλευσε ο ουρανός και πάλι
'στο αμμώδες και ωραίο περιγιάλι
για να 'βρω μια καρδιά και την ψυχή.

'Δέσμευσα το χρόνο,
έγραψα την ιστορία
με χαλίκια 'στην πορεία
με πατέρα μου τον Κρόνο.

Για εσένα
Θ'απαγγείλω λόγια 'μετρημένα
θα χαθώ 'στον ήλιο μου για πάντ'
αναγνωρίζοντας καλά 'στην πένα
πως,αν χάσω,θα κρατήσω μια μπαλάντα.

Έψαλα 'περήφανα τον ύμνο

και 'ξημέρωσα κοντά σου
συνοδός πολυτελείας
ταξιδιώτης του απείρου προς τη Λήμνο
πέφτοντας 'στην αγκαλιά σου
για τα 'μάτια μιας κυρίας..

'Ξημερώματα δεκάχρονου με τα μηνύματα
με ζήλεια,περιέργεια και φαντασία,
σπαζοκεφαλιά διαλύοντας με τέτοια βήματα,
μιας λεωφόρου,άλματα σωστά μνημεία.

'Τραυμάτισα με ρίμες

τις αθώες μνήμες.
'Πλήγωσα τον εαυτό
που είχα 'στο χωριό.

Έψαχνα τη λέξη

για να δρέψω τον καρπό
μαζί μου για να παίξη
και τον έρωτά μας να χαρώ.

Σάββατο 8 Απριλίου 2017

Ερωτική ζωή

'Στα χείλη μόνο τ'όνομά σου
συλλαβίζω και 'στην άμμο γράφω,
υπερήφανος κι'ευτυχισμένος,τ'αρχικά σου,
ερωτιάρης άντρας δίπλα σου με ταχυγράφο.

Τ'ομορφότερο πετράδι
να 'χα θα σου 'χάριζα,
μαζί σου και 'στον Άδη,
τρώγοντας και πάριζα..

Τ'ομορφότερο συναίσθημα.
Η ομορφότερη στιγμή μαζί σου.
Έχοντας καιρό σαφές προαίσθημα
πως ανασαίνω 'στ'όνειρο απ'την πνοή σου.

'Γύριζα παντού για να σε 'βρω,
περιπλανιόμουν μόνος μες 'στα ξένα
για ν'αντλήσω δύναμη και να σωθώ
αράζοντας 'σε ασφαλή,για πάντοτε,λιμένα.

Έστειλα το χάδι,
'ζήτησα φιλί,
σαν όνειρο 'στον Άδη,
έπεσα 'στη γη.

Ταξιδεύοντας με νου και στόμα
και προτρέχοντας για το φιλί
καυτό,διανύοντας,εδώ κι'εκεί,ακόμ'
απόσταση,συζώντας,για μια δεύτερη ζωή.

Σε 'γνώρισα εντός λεωφορείου της γραμμής,
τ'αστέρια όλα τ'ουρανού μετά χαράς σου 'δώρισα
και πλάι σου προσάραξα για πάντοτε και όρισα
ζωή αλλιώτικη να κάνω,σύντροφός σου μιας ζωής.

Αναπνέεις μέσα μου,
γαμώ τη μπέσα μου.
Αλλάζω κι'έρχομαι ζωή
να επουλώσω μια πληγή

για χρόνια που 'κρατούσε
και 'στα χείλη με 'κοιτούσε,
προσποιούμενη και απορούσε
τώρα πώς και 'βρήκ'απαντοχή

κοντά σου για να έρθω μπαταρίες να γεμίσω
και με νου αιθέριο την αγάπη μου να σου κομίσω..

'Πλάγιασα κοντά σου,
σε 'φαντάστηκα γυμνή,
ασήμαντος,εγώ,'στον έρωτά σου
'βυθισμένος,κάνοντας για να σε 'δω ευχή.

Παράξενα πολύ τα λόγι'
απέσταξαν το γάλα και το μέλι
άφθονο 'σε δρομολόγια
που 'κρυβαν καημό και πόνο μες 'στα σκέλη.

Τα χείλη μου σου 'χάρισα.
Κατέφθασα γοργά 'στη Λάρισα
και μέχρι να πατήσω 'στην Καβάλα
έκανα με δυο κορίτσια διαρκώς τραμπάλα.

'Ψάρευα 'στην τύχη
και με άκουγαν οι τοίχοι.
Έβλεπα κοντά σου τη ζωή
που 'πήγαζε από την ηδονή

που είχα και που είχες,
χαιδεύοντας τις τρίχες
σου,σγουρές,που έχεις και το πλούσιο στήθος,
άγνωστος πολύ,γι'αρχή,εγώ,'χαμένος μες 'στο πλήθος.

Χάιδευα τα καστανά μαλλιά σου
και χαρά μεγάλη 'πήρα,
καίγοντας με αναπτήρα
δυο τούφες γράφοντας εκεί,κοντά σου.

Έκλεισα καλά 'στο χέρι
δυο σταγόνες του καφέ
που πίνεις μ'έν'αστέρι
ταξιδεύοντας μες 'στον τεκκέ.

Δεν είπα ψέματα.
Πολύ σε αγαπούσα.
Σαν τα 'μάτια μου σε είχα.
Σ'έντυνα 'στην πένα και 'στην τρίχα
και 'στα βλέμματα
κεφάλι δε 'γυρνούσα.

Εντός σου άφησε πολύ τη φαντασία
να φωλιάση και παρέα να σου κάνη
μέχρι να με 'δης και όλα να λυθούν
αυτόματα 'σε ώρες και στιγμές(η ευκαιρία
η χρυσή..),'περήφανη,αγέρωχη,σωστό αλάνι
για τα συναισθήματα που περιμένω να εκδηλωθούν...

Ζω με τη σκιά σου.
Αναπνέω άρωμά σου.
Εξαντλώ τα βράδια
και κρατώ σημάδια
μιας ελπίδας μιας κοινής ζωής
ολόκληρης και,χώρια σου,'μισής..

Δεν έχω να σου γράψω.
Λόγια όλα τόσο περιττά.
Κοστούμι γαμπριάτικο θα ράψω,
με μια βέρα,'στα κρυφά.

'Σε 'μένα
Θα 'ρθω να σε κλέψω
να σε πάρω μακριά
την προσοχή να στρέψ'
ολόκληρη παντοτεινά.

Τετάρτη 5 Απριλίου 2017

Τραυματική ζωή

'Στον πάγκο του ο κάθε κατεργάρης
ή 'στη φυλακή(ανάλογα με το ποιόν του..).
Γύρω μου σκοτάδια,μέσα μου ο Άδης,
'σε μοιραία πτήση ο 'μικρός Λαερτιάδης,
βασιλεύς Φαιάκων και ηγήτωρ σα βαρκάρης,
τετραπέρατος,θεός,θαυμάζοντας το παρελθόν του..

Στωικά κατέστη κ'αίφνης φέσι
και λαθραία 'μπαίνοντας 'στο πλοίο
παίρνοντας από τις πρώτες θέση
και καλώντας το ασθενοφόρο για φορείο.

Αγκαλίτσα σ'είχα,
ήταν όλα τέλεια
χωρίς καμμιάν ατέλεια
παρόλο που απείχα.

Πλάνης ήτανε μα περιζήτητος,
'στα όνειρα φαινόμενο
αρούρης μα κι'επόμενο
ταξίδι της ζωής,ωραίος και αήττητος.

Ψευδίζοντας με τ'άστρα,
χτίζοντας παλάτια,κάστρα,
κάτω,πότε,'κεί,'στην παραλία
πότε παίζοντας μπιλιάρδο 'στην πλατεία.

Τ'όνειρό μου 'θέλησα να καταγράψω,
ένα όραμα για κοινωνία
και κοστούμι νέο για καλό να ράψω
προσεγγίζοντας μυθιστορία.

Καταργώντας σύνορα και νόμους
μάγκας 'ζούσε κι'έτρωγε,αποκοιμιόταν
και 'ξυπνούσε μες 'στους πέντε δρόμους,
παρουσία του Θεού,
ελέω τ'ουρανού
που τόσο,μες 'στον οίστρο του,ονειρευόταν.....

'Ταξίδευα 'νωρίς 'στο άπειρο
με όνειρά μου τόσες εμμονές
απείρου κάλλους,καλλονής
εκπάγλου,ατενίζοντας της γης
τα μύρια βάσανα και τις ριπές
των όπλων με τον ήλιο ζάπυρο.

Έστειλα 'περήφανος το γράμμα
περιμένοντας ευθεί'απάντηση
'σε μία κατ'ιδίαν μας συνάντηση
από ζωής αντλώντας πλέριο νάμα..

Από φωτιά μη σκιάζεσαι 'μικρή.
Τις χαμηλοβλεπούσες και σιγανοπαπαδιές
ν'απομακρύνης κάνοντας ζωή
μεγάλη παρακολουθώντας συμπεριφορές.

'Ζήλεψα τους ποιητές
και 'θαύμασα τους αστρονόμους.
Έκλεισα εντός μου τις πηγές
περιπλανώμενος 'στους υπονόμους.

Κυριακή 2 Απριλίου 2017

Θυσιάζοντας εγώ για χάρι μιας ελπίδος αιωνίου-Καταφύγιον ανίδεων

Γράφω για εκείνη ενθυμήματα,
παθήματα μα και μαθήματα
πολέμου,κατακτήσεως,κυριαρχίας
μες 'στα όνειρα μιας απολύτου τρικυμίας.

Γράφω για δυο 'μάτια
τόσο,'στην αρχή μας,ξένα
'σ'ένα στρόβιλο με άτια
παντελώς 'τρικυμισμένα.

'Μέτρησα καλά ως και το δέκα.
Η δουλειά του Αστυνόμου Μπέκα.
Επιστρέφοντας από την ασωτία,
γιος της νύχτας,εξωθώντας 'στην πορνεία.

'Ψάρευσα πολλά χρυσά λαβράκια
'στο βυθό του κόλπου και αρχιπελάγους
αποτίοντας τιμής το φόρο άγους
πίνοντας ουίσκυ και σφηνάκια.

Με σωρό τα κρίματα
με 'μανιασμένα κύματα
ωκεανού που 'δρόσισε τα χείλη
διανοίγοντας πλατειά μια πύλη...

Τριγύριζα καιρό με τη σκιά μου,
άσημος και 'φοβισμένος,
εξαντλούμενος 'στα όνειρά μου,
'στο κατάρτι μου 'δεμένος.

Σε περίμενα για ώρα
έξω 'στη βεράντ'
ακούγοντας μπαλάντα
με δυο τσάντες δώρα.

Δεν πρόσεχα πολύ τι έγραφα.
Εικόνες και σκιές κατέγραφ',
αποδελτιώνοντας 'στη φαντασία,
εν διαστάσει ζώντας με την ευτυχία.

Θιασώτης κάλλους του απείρου
και γενάρχης του πηγαίου μου ονείρου
ψάχνοντας ερώτημα το προαιώνιο
και υποφέροντας με τραύμα χρόνιο

'στ'αζήτητα του έρωτα πρωθιερέας,
ικανός ακήρυχτου πολέμου συγγραφέας.

'Βουτηγμένος όλος 'σε μια πλάνη,
ταξιδεύοντας 'περήφανος 'στο άπειρο,
ψωνίζοντας από,'μπροστά,γυναικομάνι,
παριστάνοντας προς ώρας τον ανάπηρο.

'Ξεχασιάρης από γούστο
και παραπονιάρης,τραγωδός
μιας επικής μυθιστορίας,
αυτοκράτωρ Αουγκούστο,
γιος καρδιναλίων(παρωδός)
επί ταις θύραις της μωρίας.

'Δικτυωμένος 'στην ανοησία
και γυρεύοντας από την Εκκλησία
τη γυναίκα των ονείρων,της ζωής του
κατά την περίοδο απόλυτης ακμής του.

Με το έν'αυταρχικός του 'μουδιασμένο πόδι
με το άλλο πότε πρεσβευτής και πότε καρδινάλιος,
γλεντζές αφόρητος και αχθοφόρος,σατουρνάλιος,
μιας ρόδας ή μιας πέτρας σέρνοντας το βόδι..

'Ψαρεύοντας 'στο φλέγον κύμα,
ρίχνοντας βολή για κάποιο θύμα.
Ψέγοντας τα όνειρα που έγυραν γοργά 'στο πλάι,
ορεγόμενος μια φαντασία μελετώντας το Μπουκάι.

Ασήμαντος ο δρόμος,
η απόσταση 'μικρή,
'μπροστά ο αστυνόμος,
'πίσω μόνον η ζωή.

Δεύτερή μου φύσι,
μάχη πέρι την ουσία,
γόνιμος η κρίσι,
'φορτισμένος με μωρία.

Άβγαλτος ο νιος,
'νυμφεύθηκε μια κόρη,
στανικώς και με το ζόρι,
τραγικός,μαζί και κωμικός.

Πηγαία συναισθήματα
καρδιάς που 'χάθηκε 'στα ύψη
μ'ένα κάρο,γύρω,βλήματα
που την ανάγκασαν ευθύς να ρίψη.

Πάσχουσα καρδία,
'φωτισμένος νους,
μαχόμενη ανελπιστία,
ποταμού βαθύς ο ρους.


'Μπορείς να ζήσης ανέτως και με το παρελθόν σου:απλώς,αργοπεθαίνοντας.