'Στα χείλη μόνο τ'όνομά σου
συλλαβίζω και 'στην άμμο γράφω,
υπερήφανος κι'ευτυχισμένος,τ'αρχικά σου,
ερωτιάρης άντρας δίπλα σου με ταχυγράφο.
Τ'ομορφότερο πετράδι
να 'χα θα σου 'χάριζα,
μαζί σου και 'στον Άδη,
τρώγοντας και πάριζα..
Τ'ομορφότερο συναίσθημα.
Η ομορφότερη στιγμή μαζί σου.
Έχοντας καιρό σαφές προαίσθημα
πως ανασαίνω 'στ'όνειρο απ'την πνοή σου.
'Γύριζα παντού για να σε 'βρω,
περιπλανιόμουν μόνος μες 'στα ξένα
για ν'αντλήσω δύναμη και να σωθώ
αράζοντας 'σε ασφαλή,για πάντοτε,λιμένα.
Έστειλα το χάδι,
'ζήτησα φιλί,
σαν όνειρο 'στον Άδη,
έπεσα 'στη γη.
Ταξιδεύοντας με νου και στόμα
και προτρέχοντας για το φιλί
καυτό,διανύοντας,εδώ κι'εκεί,ακόμ'
απόσταση,συζώντας,για μια δεύτερη ζωή.
Σε 'γνώρισα εντός λεωφορείου της γραμμής,
τ'αστέρια όλα τ'ουρανού μετά χαράς σου 'δώρισα
και πλάι σου προσάραξα για πάντοτε και όρισα
ζωή αλλιώτικη να κάνω,σύντροφός σου μιας ζωής.
Αναπνέεις μέσα μου,
γαμώ τη μπέσα μου.
Αλλάζω κι'έρχομαι ζωή
να επουλώσω μια πληγή
για χρόνια που 'κρατούσε
και 'στα χείλη με 'κοιτούσε,
προσποιούμενη και απορούσε
τώρα πώς και 'βρήκ'απαντοχή
κοντά σου για να έρθω μπαταρίες να γεμίσω
και με νου αιθέριο την αγάπη μου να σου κομίσω..
'Πλάγιασα κοντά σου,
σε 'φαντάστηκα γυμνή,
ασήμαντος,εγώ,'στον έρωτά σου
'βυθισμένος,κάνοντας για να σε 'δω ευχή.
Παράξενα πολύ τα λόγι'
απέσταξαν το γάλα και το μέλι
άφθονο 'σε δρομολόγια
που 'κρυβαν καημό και πόνο μες 'στα σκέλη.
Τα χείλη μου σου 'χάρισα.
Κατέφθασα γοργά 'στη Λάρισα
και μέχρι να πατήσω 'στην Καβάλα
έκανα με δυο κορίτσια διαρκώς τραμπάλα.
'Ψάρευα 'στην τύχη
και με άκουγαν οι τοίχοι.
Έβλεπα κοντά σου τη ζωή
που 'πήγαζε από την ηδονή
που είχα και που είχες,
χαιδεύοντας τις τρίχες
σου,σγουρές,που έχεις και το πλούσιο στήθος,
άγνωστος πολύ,γι'αρχή,εγώ,'χαμένος μες 'στο πλήθος.
Χάιδευα τα καστανά μαλλιά σου
και χαρά μεγάλη 'πήρα,
καίγοντας με αναπτήρα
δυο τούφες γράφοντας εκεί,κοντά σου.
Έκλεισα καλά 'στο χέρι
δυο σταγόνες του καφέ
που πίνεις μ'έν'αστέρι
ταξιδεύοντας μες 'στον τεκκέ.
Δεν είπα ψέματα.
Πολύ σε αγαπούσα.
Σαν τα 'μάτια μου σε είχα.
Σ'έντυνα 'στην πένα και 'στην τρίχα
και 'στα βλέμματα
κεφάλι δε 'γυρνούσα.
Εντός σου άφησε πολύ τη φαντασία
να φωλιάση και παρέα να σου κάνη
μέχρι να με 'δης και όλα να λυθούν
αυτόματα 'σε ώρες και στιγμές(η ευκαιρία
η χρυσή..),'περήφανη,αγέρωχη,σωστό αλάνι
για τα συναισθήματα που περιμένω να εκδηλωθούν...
Ζω με τη σκιά σου.
Αναπνέω άρωμά σου.
Εξαντλώ τα βράδια
και κρατώ σημάδια
μιας ελπίδας μιας κοινής ζωής
ολόκληρης και,χώρια σου,'μισής..
Δεν έχω να σου γράψω.
Λόγια όλα τόσο περιττά.
Κοστούμι γαμπριάτικο θα ράψω,
με μια βέρα,'στα κρυφά.
'Σε 'μένα
Θα 'ρθω να σε κλέψω
να σε πάρω μακριά
την προσοχή να στρέψ'
ολόκληρη παντοτεινά.
συλλαβίζω και 'στην άμμο γράφω,
υπερήφανος κι'ευτυχισμένος,τ'αρχικά σου,
ερωτιάρης άντρας δίπλα σου με ταχυγράφο.
Τ'ομορφότερο πετράδι
να 'χα θα σου 'χάριζα,
μαζί σου και 'στον Άδη,
τρώγοντας και πάριζα..
Τ'ομορφότερο συναίσθημα.
Η ομορφότερη στιγμή μαζί σου.
Έχοντας καιρό σαφές προαίσθημα
πως ανασαίνω 'στ'όνειρο απ'την πνοή σου.
'Γύριζα παντού για να σε 'βρω,
περιπλανιόμουν μόνος μες 'στα ξένα
για ν'αντλήσω δύναμη και να σωθώ
αράζοντας 'σε ασφαλή,για πάντοτε,λιμένα.
Έστειλα το χάδι,
'ζήτησα φιλί,
σαν όνειρο 'στον Άδη,
έπεσα 'στη γη.
Ταξιδεύοντας με νου και στόμα
και προτρέχοντας για το φιλί
καυτό,διανύοντας,εδώ κι'εκεί,ακόμ'
απόσταση,συζώντας,για μια δεύτερη ζωή.
Σε 'γνώρισα εντός λεωφορείου της γραμμής,
τ'αστέρια όλα τ'ουρανού μετά χαράς σου 'δώρισα
και πλάι σου προσάραξα για πάντοτε και όρισα
ζωή αλλιώτικη να κάνω,σύντροφός σου μιας ζωής.
Αναπνέεις μέσα μου,
γαμώ τη μπέσα μου.
Αλλάζω κι'έρχομαι ζωή
να επουλώσω μια πληγή
για χρόνια που 'κρατούσε
και 'στα χείλη με 'κοιτούσε,
προσποιούμενη και απορούσε
τώρα πώς και 'βρήκ'απαντοχή
κοντά σου για να έρθω μπαταρίες να γεμίσω
και με νου αιθέριο την αγάπη μου να σου κομίσω..
'Πλάγιασα κοντά σου,
σε 'φαντάστηκα γυμνή,
ασήμαντος,εγώ,'στον έρωτά σου
'βυθισμένος,κάνοντας για να σε 'δω ευχή.
Παράξενα πολύ τα λόγι'
απέσταξαν το γάλα και το μέλι
άφθονο 'σε δρομολόγια
που 'κρυβαν καημό και πόνο μες 'στα σκέλη.
Τα χείλη μου σου 'χάρισα.
Κατέφθασα γοργά 'στη Λάρισα
και μέχρι να πατήσω 'στην Καβάλα
έκανα με δυο κορίτσια διαρκώς τραμπάλα.
'Ψάρευα 'στην τύχη
και με άκουγαν οι τοίχοι.
Έβλεπα κοντά σου τη ζωή
που 'πήγαζε από την ηδονή
που είχα και που είχες,
χαιδεύοντας τις τρίχες
σου,σγουρές,που έχεις και το πλούσιο στήθος,
άγνωστος πολύ,γι'αρχή,εγώ,'χαμένος μες 'στο πλήθος.
Χάιδευα τα καστανά μαλλιά σου
και χαρά μεγάλη 'πήρα,
καίγοντας με αναπτήρα
δυο τούφες γράφοντας εκεί,κοντά σου.
Έκλεισα καλά 'στο χέρι
δυο σταγόνες του καφέ
που πίνεις μ'έν'αστέρι
ταξιδεύοντας μες 'στον τεκκέ.
Δεν είπα ψέματα.
Πολύ σε αγαπούσα.
Σαν τα 'μάτια μου σε είχα.
Σ'έντυνα 'στην πένα και 'στην τρίχα
και 'στα βλέμματα
κεφάλι δε 'γυρνούσα.
Εντός σου άφησε πολύ τη φαντασία
να φωλιάση και παρέα να σου κάνη
μέχρι να με 'δης και όλα να λυθούν
αυτόματα 'σε ώρες και στιγμές(η ευκαιρία
η χρυσή..),'περήφανη,αγέρωχη,σωστό αλάνι
για τα συναισθήματα που περιμένω να εκδηλωθούν...
Ζω με τη σκιά σου.
Αναπνέω άρωμά σου.
Εξαντλώ τα βράδια
και κρατώ σημάδια
μιας ελπίδας μιας κοινής ζωής
ολόκληρης και,χώρια σου,'μισής..
Δεν έχω να σου γράψω.
Λόγια όλα τόσο περιττά.
Κοστούμι γαμπριάτικο θα ράψω,
με μια βέρα,'στα κρυφά.
'Σε 'μένα
Θα 'ρθω να σε κλέψω
να σε πάρω μακριά
την προσοχή να στρέψ'
ολόκληρη παντοτεινά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου