Βολιδοσκοπώντας με τις ‘λίγες μου γραμμές
για ν’αντιμετωπίσω την πραγματικότητα
εξόφθαλμη που ‘βρέθηκε ‘μπροστά μου
να με προσπερνά και καθορίζη όνειρά μου
‘στο απόσπασμα εκείνο με πομπή και ιαχές
πρωταντικρίζοντας το θάνατο μες ‘στην αβρότητα…
Πνευμόνια ‘γύρευα πρασίνου
ιερού που,καθαγιασμένα,
φυλλοβόλησαν ‘στην πένα.
Του γαρύ(ί)φαλλ(λ)ου και κρίνου
για την όψη απορούσ’
-αν δεν αμφισβητούσ’..-
αναφυόμενα και ‘μαραμένα.
Όλες οι φωνές της πλάσης
αντηχούσαν μες ‘στα ξένα:
"Πρόσεχε να μην τη χάσης
καταντώντας σαν εμένα.".
Η μυρωδιά,το άγγιγμά της,
η ζωή ‘στο άκουσμά της
πάντοτε οικεία και συνήθης,
πάντοτε οικεία και ‘χαριτωμένα..
Δεν ευτύχησα να γράψω ούτε στίχο,
δεν αγνόησα τον κρότο ή τον ήχο,
ολομόναχος ολόκληρες που αγωνίστηκα βραδιές
να σείσω τις καμπάνες ‘στις Σαράντα Εκκλησιές.
Πουθενά δεν έμελλε να ‘βρω παρηγοριά,
παντού και πάντ’αποζητώντας τα κλειδιά
πυλών του Παραδείσου,
αν και ‘κόμισα εξίσου
φώτα,πέτρα ‘στον αιθέρα και μολύβι
‘στην περιπαθή που έμενα καλύβη.
Απόψε φύλλ’αμάσητα Πυθίας τραγουδούν τα εμβατήρια
και νεραιδόσκονη πετούν θαλάσσης όντα
‘σ’ευτυχείς ταξιδευτές αγγίζοντας μιαν ανακόντα
και ‘στη φωλεά γυρνούν του λύκου,θύματα εξιλαστήρια..
‘Πνιγμένος ‘στ’αβαθή νερά μιας λίμνης
που δε ‘χάραξε ποτέ ως τώρα.
που δε ‘χάραξε ποτέ ως τώρα.