Δευτέρα 25 Απριλίου 2016

Γονυπετής(‘στο παραλήρημα):η τελευταία μ’αίμα λέξη

Βολιδοσκοπώντας με τις ‘λίγες μου γραμμές
για ν’αντιμετωπίσω την πραγματικότητα
εξόφθαλμη που ‘βρέθηκε ‘μπροστά μου
να με προσπερνά και καθορίζη όνειρά μου
‘στο απόσπασμα εκείνο με πομπή και ιαχές
πρωταντικρίζοντας το θάνατο μες ‘στην αβρότητα…

Πνευμόνια ‘γύρευα πρασίνου
ιερού που,καθαγιασμένα,
φυλλοβόλησαν ‘στην πένα.
Του γαρύ(ί)φαλλ(λ)ου και κρίνου
για την όψη απορούσ’
-αν δεν αμφισβητούσ’..-
αναφυόμενα και ‘μαραμένα.

Όλες οι φωνές της πλάσης
αντηχούσαν μες ‘στα ξένα:
"Πρόσεχε να μην τη χάσης
καταντώντας σαν εμένα.".

Η μυρωδιά,το άγγιγμά της,
η ζωή ‘στο άκουσμά της
πάντοτε οικεία και συνήθης,
πάντοτε οικεία και ‘χαριτωμένα..

Δεν ευτύχησα να γράψω ούτε στίχο,
δεν αγνόησα τον κρότο ή τον ήχο,
ολομόναχος ολόκληρες που αγωνίστηκα βραδιές
να σείσω τις καμπάνες ‘στις Σαράντα Εκκλησιές.

Πουθενά δεν έμελλε να ‘βρω παρηγοριά,
παντού και πάντ’αποζητώντας τα κλειδιά
πυλών του Παραδείσου,
αν και ‘κόμισα εξίσου
φώτα,πέτρα ‘στον αιθέρα και μολύβι
‘στην περιπαθή που έμενα καλύβη.

Απόψε φύλλ’αμάσητα Πυθίας τραγουδούν τα εμβατήρια
και νεραιδόσκονη πετούν θαλάσσης όντα
‘σ’ευτυχείς ταξιδευτές αγγίζοντας μιαν ανακόντα
και ‘στη φωλεά γυρνούν του λύκου,θύματα εξιλαστήρια..

‘Πνιγμένος ‘στ’αβαθή νερά μιας λίμνης
που δε ‘χάραξε ποτέ ως τώρα.

Κυριακή 24 Απριλίου 2016

Με αγωνία και λαχτάρα τά ‘κανα ‘ξανά μαντάρα

Ό,τι και να έγραψα το έκανα επί τροχάδην,
εν βρασμώ ψυχής,’σε μαραθώνιο ή βάδην
με προτρεπτικό μου λόγο
βάζοντας υπάρχοντα ‘στο τζόγο
και στοιχηματίζοντας με τα ουράνια
κομίζοντας τις δάφνες του πρωταθλητή και τα στεφάνια
έτοιμος του νικητή να κόψω τελευταίο νήμα
ερευνώντας γι’αφορμές ‘στην κάσα και το μνήμα…

Διαλυμένος νους
που περπατεί ‘στην άμμο
‘δώθε-‘κείθε σέρνοντας και χάμω
το κεφάλι σαν παππούς..

Ας γυρίσω το κεφάλι
ν’αναλάβη ο παππούς
που και χρωστά της Μιχαλούς
και ίπταται από το προσκεφάλι.

Απόψε κάνει ερημιά,
τα όνειρα πληγή μεγάλη
‘σμιλεμένα μες ‘στη ζάλη
μες ‘στην κενωθείσα μου καρδιά.

Ποίηση ο ουρανός φωτίζοντας το μεσημέρι,
ο ιδρώτας χωραφιού που ‘σπάρθηκε ‘νωρίς,
αγέρωχος αγέρας που φυσά για ταίρι,
πλούσιοι καρποί της μάνας γης.

Με πολύχρωμη και παλαιά βεντάλια
τραγουδώντας ύμνους προς τιμήν
πεσόντων και ηρώων ‘σε κανάλια,
τροπαιούχων όλων,ηχηρή σειρήν.

Στόμα μελιστάλακτο
και σώμα το αδιάλλακτο
για μέθυσους και πότες.
Χείλη ‘ταραγμένα
μες ‘στο ψέμα βουτηγμέν’
από τις ευτελείς μας νότες.

Πόθος ανεκπλήρωτος παιάνα να χαρίσω
‘σ’όσους έφυγαν απ’τη ζωή φρενήρεις
και αδέκαστοι για δώματα και πλήρεις
ημερών,εσχάτων και αρχαίων,που δεν
επιστρέφουν,πια,για να μας ‘δούνε,‘πίσω..

Πέμπτη 21 Απριλίου 2016

Αλλοπα(επη)ρμένως έπι/έπη κλίνης

‘Σ’ένα τείχος αδιαπέραστο προσέκρουσα
με βλέφαρο ανύστακτο κ’ελπιδοφόρο
και τον κώδωνα κινδύνου έκρουσα
με τον Ερμή πιστό μαντατοφόρο.

Του μελλοθανάτου τραγουδώντας άσμα
κύκνειον,πασχίζοντας να τρέξω προς τον Άδη
και,κρυψίνους,μέγα γεφυρώνοντας το χάσμα
μήνυμα να στείλω ‘βουτηγμένος ‘στο σκοτάδι.

Ήτανε γραφτό να μη γυρίσης να με ‘δης
και πεπρωμένο ‘στην αγκάλη του να κοιμηθής
διαβάζοντας Καμύ και Κάφκα.
Για μια ‘ρημαγμένη γιάφκα.

Εάν το μέλλον δεν κοιτάξης,
αν το παρελθόν απαρνηθής,
τα πάντα θα θυμίζουν το παρόν
που ήσουνα για πάντοτε απών
από τις εξελίξεις της στιγμής,
από την προσοχή της τάξης..

Φημολογώντας τον Καιάδα
με ασπρόμαυρη λαμπάδα
‘δες προσεκτικός να μην περιπατής
ανάμεσα ‘σε Γερμανία και ‘σ’Ελλάδα
και ν’αναβοσβήνης δυστυχής
τσιγάρα,τροπαιούχος,
άσημος,’μικρός ευνούχος
με παρέα μια περίφημη καντάδα…

‘Στο ελάχιστο δε ‘γνώρισα την ηλικία
και ‘στο μέγιστον ονειροπόλος,
ερωτοπαθής πολύ,ωμός χαχόλος,
σέρνοντας προώρως ‘φαγωμένη βακτηρία.

Κούτσα-κούτσα σα χελώνα,
σαν παππούς με το μπαστούνι
για ν’αντέξω τη βελόνα
να χωθώ σαν το Γκουσγκούνη.

‘Στο ιπτάμενο γαλατικό χωριό
Ήταν τότε που τ’αστέρια έλαμπαν ‘στον ουρανό
και τώρα που ‘στο φεγγαρόφωτο σεληνιάζονται.
Δεν είχα λόγια να εκφράσω το παράπονο για να σου ‘πω
τι ώρα ‘βγαίνουν λύκοι και τσακάλια που τη λεία των μοιράζονται.

Με καλοδουλεμένο φτυάρι ‘χάραξα το φέρετρο
να συντροφεύη ‘στην πορεία ‘στην ιδέα κάθε βήμα
και φευγάτος,ένεκα φαντασιώσεως,’σε θέρετρο,
τα όνειρα ‘ματαιωμένα είδα ταξιδεύοντας με κύμα.

Δεν είχ’αναπνοή,δεν είχα ούτε ύφος
και ‘ταξίδευα ‘στο πέλαγος με ηλιαχτίδα,
ψάχνοντας τον οδοδείκτη,μια καλή πυξίδα,
πότε ‘στο βαθύ σκοτάδι πότε ‘σε ημίφως.

Ασάλευτος σα βράχος
και γενναίος μονομάχος
‘στης ζωής τα πόστ’.
Απόγειο με χείλη
‘γαντζωμένα ‘στο καντήλι
κάποιου μακαρίτου Κώστα.

Ολό και κάτι θά ‘βρης,
μια κοπέλα μάνας λάβρης,
‘στα τριάντα σου περίπου,
για να ζευγαρώσης.
Νά ‘σαι αυστηρά πηγαίος
να δεσμεύεσαι δια ζώσης
προχωρώντας μ’ένα δέος
‘σε χιλιάδες αποχρώσεις…

Σου ‘χάρισα φεγγάρια
‘στο Αιγαίο ν’αρμενίζης
παίζοντας ‘στα ζάρια
την Ελλάδα που γνωρίζεις.

Παρασκευή 15 Απριλίου 2016

Βραχώδης τόπος των συνόρων-Προλεγόμενα μιας τραγωδίας

‘Στο νου δεν είχα μήτε μια γυναίκα
μήτε φίλους και πεντάρφανα παιδιά
μα ευτυχούσα βλέποντας το Μπέκα
και τα Ραντεβού των Κωφαλάλων ‘στα Τυφλά..

Και τόσον ανεθάρρησα…
Τη νεότητα σού ‘χάρισα
για να με βλέπης με χαρά,
συμπάθεια και προσμονή.

Δε ‘θέλησ’ανταπόδωση
ελάχιστη από τιμή
και σεβασμό ‘στα γηρατειά.

Να σου θέτη..
Όποια πέτρα κι’αν σηκώσης
-πρόσεξε να μην το μετανιώσης..-,
θ’αντικρίσης άρνηση ‘στον κόσμο και μοιρολατρεία,
‘στο ρυθμό μιας άλλης εποχής να ταξιδεύη παγερά με γοητεία,
χρόνο να ορίζη για δρεπανηφόρους
και ψυχοπομπούς,του μέλλοντος τους όρους..

Όλ’αρχίζουν με την ευχερή και ποταπή αράδα
του παππά που έσφαξε μιαν αγελάδα
ιερή και του δεσμείν και λύειν μου ‘ζητούσε
για εκείνο που ‘στ’αφτιά του μόνον αντηχούσε
πνευματώδες,άξιο μεγάλης προσοχής
‘στη σφαίρα της φαντασιώσεως της εποχής…….

Δε ‘γνώριζα τι έγραφα.
Παλμούς κατέγραφα.
Γνωρίζουν μόνο ‘λίγοι
σα ζωγράφοι ‘στην παλέττα
που κλοιό μού σφίγγουν και μπερέττα.
Φύσεως κολίγοι.

Έψαχνα το νόημα κι’ακόμη
μ’επισκέπτονται συχνά οι αστυνόμοι
για τα μέτρα του φερέτρου.
‘Στο Θεό την κάθε μου ελπίδα
εναπέθεσα για μιαν αχτίδα
σωτηρίας.Του Αγίου,σήμερα,του Πέτρου.

Όταν όλα ‘πλάστηκαν για μια καριόλα,
όταν έβριθιν χαζ μπιν κριέιτιντ για μια καρέκλα,
φυλακής,κοιμητηρίου όπου εορτάζ’η Θέκλα,
τότ’,εγώ,αστροναυτώ,ενίσταμαι για καραμπόλα..

Πλάι ‘στις αθώες ρίμες
έσπασα τις κνήμες,
άπληστα,εργένης,
που δεν περιμένεις
να γνωρίσης άπο φήμες.

‘Στον εχθρό μου δεν το εύχομαι
και ‘στο Θεό νυχθημερόν προσεύχομαι
ο Άλλος να μη ματαξαναβρή
το λόγο για επίθεση και απειλή…..

Αγάμου θυγατρός υποδυόμενος το ρόλο
‘σε μιας άλλης εποχής ‘ταξίδευσα με στόλο
ναυμαχώντας κοινωνία
προσεγγίζοντας την Τροία
και ‘ναυάγησ’αρκετά κοντά,’στην Πόλη
ζώνοντάς με φίδια,μύδια,στρείδια και λοιποί διαβόλοι..

Δεν περίμενα επίσκεψη
κι’ενδιαφέρον τόσο ζωηρό.
Εσύ δεν ήσουνα ‘σε σύσκεψη
εκεί,’στο πολεμοχαρές χωριό;

Με τα μελό
‘Κριματισμένος άπο μέγα λάθος
έσβηνα τσιγάρα μες ‘στο πάθος
να πρωτεύσω,πρώτος να φανώ,
τα μούτρα σπάζοντας,χωρίς σφυγμό..

Άσε το μυαλό ελεύθερο
και προσγειώσου,’στην αλήθεια.
Φωτιά μεγάλη μες ‘στα στήθια
και ατσάλι γι’απελεύθερο.

Τα όνειρά σου κάμε πράξη
τον αγώνα δώσε της ζωής
Θεός μοναδικός κριτής
επουρανίου ησυχίας μα και τάξης.

Γνωρίζοντας τη γκόμενα
σαπίζοντας τα βράδια
φοβούμενος σκοτάδια
και μπλακ άουτ συνεχόμενα.

‘Βυθισμένος ‘σ’ένα κόσμο αδικίας
με τα όνειρα φτηνούς λαθρεπιβάτες,
βάζοντας ‘ξανά πρωτόλεια,’περήφανα τις πλάτες
για τα σύνορα μιας αδιόρατης και μυστικοπαθούς μωρίας.

Δευτέρα 11 Απριλίου 2016

Λεπτοκαμωμένος από χάντρες φιλντισένιες

Έβαζα 'στη ζυγαριά τις κούκλες
που 'βλεπα επί οθόνης των κρυστάλλων
μες 'στις κρύες νύχτες των μεγάλων
που 'χαν ως μοναδικό σκοπό,
που εμφανίζονταν με μπούκλες.

Yψιφωνίας τα γενναία μέλη
άκουγα και θλίψη μες 'στα σκέλη,
του ανθρώπου που αγνόησε φωνές
από τα χαμηλά να σμίγουν 'ξαφνικές
και 'στο Αιγαίο προοδευτικά
το φως να συσκοτίζουν
με τα γιατροσόφια να θυμίζουν
την αδυναμία 'στα χαρτιά...

Δημόσιος ο λόγος'μας τιμά.
Προσοδοφόρο κλίμα.
Παροδεύοντας με σήμα
τα καινούρια μου,αυτά,γυαλιά.

Δεν υπήρχε λόγος για να μείνης,
δεν υπάρχει λόγος για να φύγης.
Μόνο πρόσεχε βραδιάς σου 'λίγης
μη σκορπίσης το νερό της κρήνης.

Κάτι που φαντάζει σχιζοφρενικό
να γράψω 'θέλησα και προσπαθούσα για καιρό
και αδιανόητο 'στον κόσμο των ονείρων.

Ένωσα τα χείλη,έτσι,με βαρειά καρδιά
και νου και άρχισα να γράφω Υστερνά
μιας νύχτας που δεν πρόκειται να 'ξημερώση
και τους πόθους μας κοινούς 'στο αίμα να παγώση,
άπρακτος,ουτιδανός,με όψεις των Καβείρων.

Τι θα ήθελα να έχω.
Τι πραγματικά ποθώ.
'Ξοπίσω της 'ξανά να τρέχω
μήπως και δικαιωθώ;

Προαναγγελλόμενο το τέλος,
άγνωστη περιοχή.
Βυθίζοντας τα πάντα μες 'στο έλος
μια μοιραί'αυγή.

Ταξίδι χάρισε 'στη μνήμη
με τις λέξεις και τη φήμη
που απέκτησες αιφνίδια
'στο δρόμο με τα φίδια.

Την αγάπη δε γνωρίζω,
μες 'στα λάθη μου σαπίζω
και το τέλος διαμηνύω.

Είναι πάθος και το 'ξέρω
πως 'γεννήθηκα να υποφέρω
μες 'στη ζέστη και το κρύο.

Διαχώρισα τη θέση
που δεν είχε σχέση
με το θάνατο και τη ζωή.

Ενά παράπονο μονάχα
με 'κυρίευε που,τάχα,
έφερνε καταστροφή.

Τα όνειρα τελειώνουν φευγαλέα,
όπως άρχισαν,με 'μάτια και με χείλη
που ανθούν το μήνα του Απρίλη
και 'στ'αυτιά μας αντηχούν λαθραία..

Δεν ξεκαθαρίστηκε ακόμα
το εάν θα 'ρθούμε να σε 'δούμε,
ασθενής που 'βρίσκεσαι,'σε κώμα
και να υγιαίνης να σου ευχηθούμε.

Το χρόνο 'πολεμούσα
κάθε βράδυ και 'ζητούσα
έλεος να καταλογιστή..

Με τα συνθήματα 'περνούσα
για εκείνη που 'πονούσα
και της έδινα ψυχή.

Τι να 'πης και τι να στάξης
για εκείνους που 'νωρίς
το τρένο έχασαν,περιδεείς,
με λόγια,έργα,με τις πράξεις..;

Κάθε 'μέρα που 'γυρνούσα
εαυτό διεκδικούσα
και με 'θεριεμένα χείλη
την πιστή εκάμα φίλη...

Ήθελα να γράψω τ'ομορφότερο τραγούδι
που θα συντροφεύη τα 'χαμένα δειλινά
μα 'στην πορεία 'πείστηκα πως η καρδιά
δε συναινούσε κ',έτσι,διάλεξ'αγγελούδι.

Κάθε στίχος της νεότητος αχτίδα
που μες 'στ'όνειρο τους φίλους θα κερνά
και πάντοτε με θαρραλέα την ασπίδα
την ασχήμια μου θα 'ντύνη και τιμά..

Προσδεδεμένος 'στα κατάρτια μιας Αργούς
'Στα όρια 'μπλεγμένος μιας απάτης
που μου έλεγε ημερησίως ''Μην ακούς,
θ'αλλάξουν οι καιροί και θα 'σαι πρώτος,
θα 'ρθουν όλα μπούμερανγκ μα/απ'τους Θεούς.''..

Ευδοκιμώντας τα ουράνια,
κατέφθασα τα Θεοφάνεια
πνοή αλλιώτικη να δώσω
και τους στίχους ν'αποδώσω
με φωνή μου λυρική
και όργανα πολλά 'στη γη...

'Σπιτίσια γάτα,
έτοιμη φρεγάτα
καταπλέοντας 'στο Βόσπορο,
'ντυμένη με γραβάττα,
το βασανιστήριον υπέμεινα
'μικρός αρκούντως σαν παρέμεινα
Λουμίδης,'σ τας επάλξεις,παπαγάλος,
μεγαλώνοντας σαν τον ηλιόσπορο,
σαν κάποιος,μέχρι τότε,άλλος...

Το θέατρο 'σαγήνευσε το νου,
η μουσική 'στα χέρια του παππού
και ο απρόσιτος,ψυχρός Εβραίος,
δρασκελίζοντας γενναίως
θάλασσες που έδωσαν 'στην ανθισμένη
'μυγδαλιά τα μέσα και το μέτρο για να περιμένη
το Μεσσία πλάι 'στην αειθαλή κορμοστασιά του,
ο μεγάλος πόνος που σου εξιστόρησα
εάν πολλάκις που αναθεώρησα,
εάν πολλάκις και προχώρησα
σαν είδα προμηνύματα Δελφών
να τρεμοπαίζουν 'στην παρέα των Επτά Σοφών..

'Καθισμένος μ'ένα ύφος παρελκυστικό
τα βράδια 'γέμισα με μπαταρίες
'σε ημέρες αποπνικτικές και τόσο κρύες,
εναγώνια σαλπάροντας για Λήμνο και για Κω.

Τρίτη 5 Απριλίου 2016

Αλυσοδεμένος ως τη Ρώμη

Διέσχιζα φαράγγια και δρυμούς,
'στην αναδρομικότητα 'χαμένος,
'πάσχιζα να λύσω εξισώσεις
μα δε 'βγήκα 'κερδισμένος.

Έγραφα για γόητρο
με τετρακίνητη ακτίνα περιμέτρου,
έγραψα με νόημα
'στην εορτή του Αποστόλου Πέτρου.

Ήμουν σαν ερωτευμένος
μ'ένα πάθος 'στην ανάσα
και πανίσχυρο το μένος
'βουτηγμένος μες 'στα γράσα.

Όλην ήθελα βιβλιοθήκη
πάθη να κατασιγάσω
και μ'απαίτηση το μπάσο
να ηχή απ'την προθήκη.

Με τα χείλη των ψιθύρων
κούρσες έτοιμο(ε)ς ονείρων
και λαθραία να εισάγω
τα ροφήματα 'στον πάγο.

Κενολογώντας πλήθος
ιαχές,κραυγές και φωνασκίες,
ταξιδεύοντας τις όμορφες κυρίες,
'μορφωμένος και με ήθος.

Τα πάντα δε χωρούν,
ολίγα που εξαφανίζονται,
πολλά που δεν αργούν
να φεύγουν να χαρίζονται.

Αδημονούσα η νοικοκυρά
τα μακαρόνια βράζει
και,με χείλη να κοάζη,
ψάχνει έντρομη για τον παρά.

Εκείνα που ποτέ δεν είπες,
όλα όσα 'στην καρδιά σου αντηχούν
κατάλαβ',έπι τέλους,μες 'στους γύπες
που τη σάρκα σου και τα οστά ποθούν.

Κατάγραψε το σύμπαν σου χαρούμενο
και άδειασε τις περιττές κουβέντες
κάτω και 'λιαζόμενος από τις τέντες
'στο μπαλκόνι σου με τον ηγούμενο

δυο συμβουλές να σου ψελλίζη
και δυο χαστουκάκια να σου δίνη
ένθερμα πιστεύοντας από τη δίνη
του μυαλού σου πως σε καθαρίζει..

Δεν έμεινε ο χρόνος,
θαλπωρή ο πόνος
με τα μελιστάλακτα εγκαύματα
που δένουν τη ζωή σου
και θανατηφόρα τραύματα
που έσυρες μαζί σου.

Για μια προσωπικότητα πως ζούμε,
για μια τύχη όλοι πολεμούμε
και τα ίχνη μας,εκεί,αφήνουμε
'σ'εκείνους που δε φτύνουμε.

Τόσα συναισθήματα πώς να χωρέσουν;
Τέτοιες οι αδυναμίες που θα καταπέσουν
και 'στον πάτο πάλι θα 'βρεθούμε όλοι,
ψάχνοντας για νόμιμο το φάρμακο με βιτριόλι.

Κάθε λέξη
κάθε φράση
μες 'στην έξη
που θα χάση
θα ξεράση
μίσος 'στην καρδιά,
εχθρότητα διασκορπίζοντας παντού
και με τα ουρλιαχτά
'στο τέλος -απευκταίο- του συρμού.

'Στην απομόνωση για εβδομάδα,
κακορίζικος για μια ολόκληρη βραδιά,
'στη μάχη 'παθιασμένος με ομάδα,
λύκειος για μιαν ικμάδα συντροφιά.

Όταν οι πηγές δε συναντώνται
και ρυάκια διαχωρίζονται,
η οφειλή σου μένει,τελικά,μα το Δαπόντε,
'μάτια-χείλη να σιτίζονται
από το πρυτανείο μιας θεσπέσιας ανάπαυσης
και του πυρός και ύδατος η λογική κατάπαυσις
το μέλλον μας θα καθορίση
φέρνοντας εκούσια τη λύση.

Νεροκουβαλητής,εξέδρας
οδηγός απομαγνητοφωνημένος,
λόγιος 'ψηλός από καθέδρας
μαχητής για τα πολλά σεσημασμένος.

'Ψάρευε κατ'αποκλειστικότητα και μη ζητής
ανθρώπους σου να κιτρινίσης.
Όπου αστερίσκος,της επιστρεφόμενης Αυριανής
τα πρωτοσέλιδα της Κρίσης.

Υπομονή τριμήνου
για την άνθιση του κρίνου
-περιπαικτικά ''της μπίλιας
που θα πέση άλλος σαν Αττίλας''-
'στα μαστάρια μιας αθώας Λίλιας
που την έκαν'ελαφρά και ζήλ(ε)ιας
του καρπού που ξέχυσε με το ρυθμό πιπίλας.

Παρακρατημένος με το ζόρι,
'σ'έρωτα τις ιστορίες και πλοκή,
αδέσμευτος σαν το κοκκ(κ)όρι,
ψείρας άπο λόγια κι'ενοχή.

'Θολωμένος μες 'στην κούνια,
αμυδρά,πολύ κοντά 'στο φως
που οδηγεί μιλιούνια
για ν'αλλάξη ο σκοπός..

Ό,τι έκανα για 'σένα,
ό,τι μόνο 'θέλησα για 'μας,
για πάντα 'χαραγμένο
απ'τα βάθη της καρδιάς
θα μένη,'στους αιώνες 'χαρισμένο,
μήτε με μολύβι μήτε πένα.

Πρακτικές επώδυνες που δεν απέδωσαν καρπούς,
συνθήκες στείρες που οδήγησαν 'στους ύψιστους θεούς
το έργο τούτο,το χιλιοπαιγμένο,
νεφελώδεις ουρανοί με ύφος 'πικραμένο.

Δεν ήλπισα,δε 'ζήτησ',αποτέλεσμα μηδενικό
από τα χείλη που προφέρουν προσφοράς τον τρύγο
το ποτήρι σου γεμίζοντας με άφθονο αυτό
για τον κοιλόπονο εμετικό,πηγαίο 'λίγο-'λίγο..

Τριάντα έφερε η έρευνα μα γκαρσονιέρα
ήτανε γραφτό η μοίρα να σ'ορίση
για να λες μετά πως ζω με τον αέρα
του αστού που προσπαθεί ν'αυτοκτονήση.

Ποτέ δεν έλειψαν οι κόντρες
και ποτέ τα σύννεφα 'στον ουρανό
αλλά υπομονή θα έκανες,θαρρείς,
πριν να πηδήξης μόνος 'στο κενό.

Βάτος άλσος του αδύτου Ή,ΑΛΛΩΣ ΠΩΣ,'Διαμάντια 'βουτηγμένα 'στο δρόμο με τις λάσπες

Έψαχνα τον αναπτήρα,τα κεριά
με 'λίγο φως τη γύμνια να καλύψω
'ξεχασμένες ώρες και ημέρες που θα λείψω
απ'τον κόσμο μολονότι έξω ξαστεριά..

Τη σωτηρία σου να 'βρης
'σε κάτι 'ξεχασμένες ζωγραφιές
που συντροφεύουν παιδικά σου όνειρα
και μάχεσαι για τις ευχές
που θα χαρίσουν παιδικά χαμόγελα-
το Άστρο πόλης μυστικής.

'Ξενιτεμένος και παιδί κατώτερου Θεού
'βγαλμένο 'στη 'μικρή οθόνη μιας ταινίας
άψυχο κουφάρι 'σ'αναζήτηση του εαυτού
'πνιγμένο και κατάφορτο από τις τύψεις της θυσίας.

Πρώτης τάξης κ'ευκαιρίας
το αλάτι να περισυλλέξω
'στο κρεβάτι και ας βρέξω
υποδήματα μιας ομηρίας
που με 'θέλει αιωνίως σκλάβο
δίχως να το καταλάβω
πλάι,μες 'στους άλλους μου συνομηλίκους,
παραλλήλως περπατώντας με τους λύκους
και τον αστρολάβο.

Τα κλειδιά του Παραδείσου
παραδίδοντας μαθήματ'
απ'το χείλος της αβύσσου
και τα χρυσοφόρα μνήματα.

Απ'τη γιορτή δεν έλειψε κανείς'
γι'αυτό να μην ανησυχής.
Το γάμ'ονειρευόμενοι με χρώματα,
βραδύκαυστη ουσία και αρώματα.

Την ώρα συνεχώς 'κοιτούσα
και για φεύγα δεν τ'ομολογούσα,δεν το συζητούσα
ώσπου ήρθε το κουδούνι
να μου λύση το ρουθούνι
και 'ξανά 'στα ίδια να πάω
έμμονα τ'αστέρια να μετράω
μήπως αισθανθώ το σύμπαν
την κατεύθυνση ν'αλλάζη μες 'στα λούσα,
ερμηνεύοντας,απλώς,τα Σούσα..

Ποιος 'στον κόσμο 'ζήτησε σοφία;
Ποιος δε 'στάθηκε 'στη συγκυρία
ικανός και άξιος για να κριθή
από εκλέκτορες που 'στην Οδύσσεια φωνή
απέβαλαν διερευνώντας για μια λύση συμβιβαστική
προσμένοντας Βαρβάρους για την ιστορία;

'Στην τρύπα που ορμήνευσαν να ζήσης
την ελπίδα 'στέρησαν μα όνειρα της φύσης
είθε να εξέλθης να συνέλθης και ν'αποσκιρτήσης
'στο μαράζι και τ'αγιάζι που θα 'δης και θα γνωρίσης...

Τι ρούχο θα φορέση πάλι
ο ηγήτορας 'στο καρναβάλι
και θα 'βγη να το βροντοφωνάξη
ότι όλα 'βρίσκονται 'σε πλήρη τάξη;

Αλλάζοντας το χρώμα του θηρίου
και παραχειμάζοντας με ήλιο
'σε δωμάτιο ευάερο-ευήλιο,
ακολουθώντας την πορεία πλοίου..

Κάθε μέτρο και σταθμός,
ανά εκτάρια ο χαλασμός,
ο ερχομός μιας άλλης 'μέρας
με τη λάμψη και το κύρος βέρας
'στο αριστερό για 'μάτια
που δεν είδαν τα κομμάτια
'λυγισμένα,'πεταμένα,διασκορπισμένα καθ'οδόν
-μηνύματα εσχάτων,τελευταίων εποχών..

'Στη Μούσα
'Καλλωπισμένη μα σεμνή,
λαχειοφόρος αγορά
'στην περιδίνηση αυτή
με τόσα μυστικά.

Ανώφελα μα θαρραλέα
'τήρησα κατά κεραία
όσα 'δίδαξες και ζης.
Δεσπόζουσα μορφή
εντός μου και φωνή
για να μεγαλουργής.

Τόσος χρόνος για το τίποτα
με λόγια ευτελή,ανείπωτα
για μιας βραδιάς τον έρωτα
'στα βάθη της ερήμου...

Από τ'ασήμαντα θ'αρχίζ'η μάχη
έχε κάτα νου σου,ποιητή,
με ουσιώδη για να καταλήγη,
χαλιναγωγώντας την Αυγή
που 'στάθηκ'ευτελής για 'μας και τόσο 'λίγη
'στο εδώλιο -'στα όρια- του κατηγορουμένου Δήμου.....

'Χαμένα καθ'ολοκληρίαν όλα,πάνε όλα στράφι
για το γάμο των διασήμων,κάποιου καραγκιόζη,
τραγουδά του λα'ι'κού μας τούτου βάρδου
ο καλλίφωνος της τοπικής μας χορωδίας..
Θέατρα και όπερες,'στη δίνη τζόγου και μπιλιάρδου,
για τα 'μάτια μας και μόνον οι χιλιάδες φωτογράφοι,
για την κάλυψη των ημετέρων μόνον οι μαφιόζοι ως σκαμπρόζοι..

Θα 'θελα της μουσικής
το σύμπαν να ενώσω
και με κύμβαλ'αλαλάζοντα
τους μύθους να προδώσω.

Αριθμολάγνα έρμαια οθόνης
τόνο σπέρνουν πανικού
'στα όνειρά σου-μη θυμώνης,
κράτησέ τους 'σε απόσταση,ανασφαλής
που είσαι και μ'εκφράσεις του συρμού...

Πάνε,τώρα,οι εχθροί
γι'ανάπαυση,ανεφοδιασμό
'στο μέρος που 'περνούσαμε 'μικροί
και ατενίζαμε ('σ)τον ουρανό.

Τι 'θέλαμε και είπαμε ανοίκειο
που θα μας έβγαζε νοκ άουτ
'στον αγώνα της ζωής με το κηρύκειο
'στα χέρια και 'στα πόδια τα σανδάλια
περιφέροντας χρυσά κοντά 'στα μανουάλια;

Γι'άλλη πάσχιζε πατρίδα,
'σ'άλλους ενατένιζε καιρούς
μετ'απ'την καταιγίδα,
της θεομηνίας τους κρουνούς.

'Στην τάξη προ(σ)χωρώ μιας 'πικραμένης μάνας
που τους γιους της έχασε μοιραία
'σε πολύνεκρα,αιφνίδια τροχαία
και τα 'μάτια της το σύζυγο με τον επώδυνο καρκίνο
να πασχίζ'υπομονετικά 'στο παίγνιο να μείνη να θωρούν εκείνο.

Δειλινά που δε χαράζουν,
λόγια που δεν επαρκούν,
τον πόνο ενσταλάζουν
'σε ταξιδευτές που νοσταλγούν.

'Ζωγράφισα το ψεύτικο προφίλ
του κλόουν που το τσίρκο αναμένει
κάθε χρόνο μένοντας ή επιστρέφοντας από τη Λιλ
'σε γη ανθόσπαρτα πανέμορφα καταραμένη.

Θαυμαστής ονείρου,
ταξιδιώτης του απείρου,
αγνωστικιστής ως το μεδούλι
με ζουρνά και ντέφι και νταούλι.

Το σπανιότερο απαίτησα να προσκομίσουν στίχο
πλάι 'στους παιάνες και τα εμβατήρια
που 'γέμισαν την ύπαιθρο και τα περίχωρα με ήχο
μεγαλόπρεπο,βαρύ και ψάχνοντας πειστήρια..