Τρίτη 5 Απριλίου 2016

Αλυσοδεμένος ως τη Ρώμη

Διέσχιζα φαράγγια και δρυμούς,
'στην αναδρομικότητα 'χαμένος,
'πάσχιζα να λύσω εξισώσεις
μα δε 'βγήκα 'κερδισμένος.

Έγραφα για γόητρο
με τετρακίνητη ακτίνα περιμέτρου,
έγραψα με νόημα
'στην εορτή του Αποστόλου Πέτρου.

Ήμουν σαν ερωτευμένος
μ'ένα πάθος 'στην ανάσα
και πανίσχυρο το μένος
'βουτηγμένος μες 'στα γράσα.

Όλην ήθελα βιβλιοθήκη
πάθη να κατασιγάσω
και μ'απαίτηση το μπάσο
να ηχή απ'την προθήκη.

Με τα χείλη των ψιθύρων
κούρσες έτοιμο(ε)ς ονείρων
και λαθραία να εισάγω
τα ροφήματα 'στον πάγο.

Κενολογώντας πλήθος
ιαχές,κραυγές και φωνασκίες,
ταξιδεύοντας τις όμορφες κυρίες,
'μορφωμένος και με ήθος.

Τα πάντα δε χωρούν,
ολίγα που εξαφανίζονται,
πολλά που δεν αργούν
να φεύγουν να χαρίζονται.

Αδημονούσα η νοικοκυρά
τα μακαρόνια βράζει
και,με χείλη να κοάζη,
ψάχνει έντρομη για τον παρά.

Εκείνα που ποτέ δεν είπες,
όλα όσα 'στην καρδιά σου αντηχούν
κατάλαβ',έπι τέλους,μες 'στους γύπες
που τη σάρκα σου και τα οστά ποθούν.

Κατάγραψε το σύμπαν σου χαρούμενο
και άδειασε τις περιττές κουβέντες
κάτω και 'λιαζόμενος από τις τέντες
'στο μπαλκόνι σου με τον ηγούμενο

δυο συμβουλές να σου ψελλίζη
και δυο χαστουκάκια να σου δίνη
ένθερμα πιστεύοντας από τη δίνη
του μυαλού σου πως σε καθαρίζει..

Δεν έμεινε ο χρόνος,
θαλπωρή ο πόνος
με τα μελιστάλακτα εγκαύματα
που δένουν τη ζωή σου
και θανατηφόρα τραύματα
που έσυρες μαζί σου.

Για μια προσωπικότητα πως ζούμε,
για μια τύχη όλοι πολεμούμε
και τα ίχνη μας,εκεί,αφήνουμε
'σ'εκείνους που δε φτύνουμε.

Τόσα συναισθήματα πώς να χωρέσουν;
Τέτοιες οι αδυναμίες που θα καταπέσουν
και 'στον πάτο πάλι θα 'βρεθούμε όλοι,
ψάχνοντας για νόμιμο το φάρμακο με βιτριόλι.

Κάθε λέξη
κάθε φράση
μες 'στην έξη
που θα χάση
θα ξεράση
μίσος 'στην καρδιά,
εχθρότητα διασκορπίζοντας παντού
και με τα ουρλιαχτά
'στο τέλος -απευκταίο- του συρμού.

'Στην απομόνωση για εβδομάδα,
κακορίζικος για μια ολόκληρη βραδιά,
'στη μάχη 'παθιασμένος με ομάδα,
λύκειος για μιαν ικμάδα συντροφιά.

Όταν οι πηγές δε συναντώνται
και ρυάκια διαχωρίζονται,
η οφειλή σου μένει,τελικά,μα το Δαπόντε,
'μάτια-χείλη να σιτίζονται
από το πρυτανείο μιας θεσπέσιας ανάπαυσης
και του πυρός και ύδατος η λογική κατάπαυσις
το μέλλον μας θα καθορίση
φέρνοντας εκούσια τη λύση.

Νεροκουβαλητής,εξέδρας
οδηγός απομαγνητοφωνημένος,
λόγιος 'ψηλός από καθέδρας
μαχητής για τα πολλά σεσημασμένος.

'Ψάρευε κατ'αποκλειστικότητα και μη ζητής
ανθρώπους σου να κιτρινίσης.
Όπου αστερίσκος,της επιστρεφόμενης Αυριανής
τα πρωτοσέλιδα της Κρίσης.

Υπομονή τριμήνου
για την άνθιση του κρίνου
-περιπαικτικά ''της μπίλιας
που θα πέση άλλος σαν Αττίλας''-
'στα μαστάρια μιας αθώας Λίλιας
που την έκαν'ελαφρά και ζήλ(ε)ιας
του καρπού που ξέχυσε με το ρυθμό πιπίλας.

Παρακρατημένος με το ζόρι,
'σ'έρωτα τις ιστορίες και πλοκή,
αδέσμευτος σαν το κοκκ(κ)όρι,
ψείρας άπο λόγια κι'ενοχή.

'Θολωμένος μες 'στην κούνια,
αμυδρά,πολύ κοντά 'στο φως
που οδηγεί μιλιούνια
για ν'αλλάξη ο σκοπός..

Ό,τι έκανα για 'σένα,
ό,τι μόνο 'θέλησα για 'μας,
για πάντα 'χαραγμένο
απ'τα βάθη της καρδιάς
θα μένη,'στους αιώνες 'χαρισμένο,
μήτε με μολύβι μήτε πένα.

Πρακτικές επώδυνες που δεν απέδωσαν καρπούς,
συνθήκες στείρες που οδήγησαν 'στους ύψιστους θεούς
το έργο τούτο,το χιλιοπαιγμένο,
νεφελώδεις ουρανοί με ύφος 'πικραμένο.

Δεν ήλπισα,δε 'ζήτησ',αποτέλεσμα μηδενικό
από τα χείλη που προφέρουν προσφοράς τον τρύγο
το ποτήρι σου γεμίζοντας με άφθονο αυτό
για τον κοιλόπονο εμετικό,πηγαίο 'λίγο-'λίγο..

Τριάντα έφερε η έρευνα μα γκαρσονιέρα
ήτανε γραφτό η μοίρα να σ'ορίση
για να λες μετά πως ζω με τον αέρα
του αστού που προσπαθεί ν'αυτοκτονήση.

Ποτέ δεν έλειψαν οι κόντρες
και ποτέ τα σύννεφα 'στον ουρανό
αλλά υπομονή θα έκανες,θαρρείς,
πριν να πηδήξης μόνος 'στο κενό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου