‘Στο νου δεν είχα μήτε μια γυναίκα
μήτε φίλους και πεντάρφανα παιδιά
μα ευτυχούσα βλέποντας το Μπέκα
και τα Ραντεβού των Κωφαλάλων ‘στα Τυφλά..
Και τόσον ανεθάρρησα…
Τη νεότητα σού ‘χάρισα
για να με βλέπης με χαρά,
συμπάθεια και προσμονή.
Δε ‘θέλησ’ανταπόδωση
ελάχιστη από τιμή
και σεβασμό ‘στα γηρατειά.
Να σου θέτη..
Όποια πέτρα κι’αν σηκώσης
-πρόσεξε να μην το μετανιώσης..-,
θ’αντικρίσης άρνηση ‘στον κόσμο και μοιρολατρεία,
‘στο ρυθμό μιας άλλης εποχής να ταξιδεύη παγερά με γοητεία,
χρόνο να ορίζη για δρεπανηφόρους
και ψυχοπομπούς,του μέλλοντος τους όρους..
Όλ’αρχίζουν με την ευχερή και ποταπή αράδα
του παππά που έσφαξε μιαν αγελάδα
ιερή και του δεσμείν και λύειν μου ‘ζητούσε
για εκείνο που ‘στ’αφτιά του μόνον αντηχούσε
πνευματώδες,άξιο μεγάλης προσοχής
‘στη σφαίρα της φαντασιώσεως της εποχής…….
Δε ‘γνώριζα τι έγραφα.
Παλμούς κατέγραφα.
Γνωρίζουν μόνο ‘λίγοι
σα ζωγράφοι ‘στην παλέττα
που κλοιό μού σφίγγουν και μπερέττα.
Φύσεως κολίγοι.
Έψαχνα το νόημα κι’ακόμη
μ’επισκέπτονται συχνά οι αστυνόμοι
για τα μέτρα του φερέτρου.
‘Στο Θεό την κάθε μου ελπίδα
εναπέθεσα για μιαν αχτίδα
σωτηρίας.Του Αγίου,σήμερα,του Πέτρου.
Όταν όλα ‘πλάστηκαν για μια καριόλα,
όταν έβριθιν χαζ μπιν κριέιτιντ για μια καρέκλα,
φυλακής,κοιμητηρίου όπου εορτάζ’η Θέκλα,
τότ’,εγώ,αστροναυτώ,ενίσταμαι για καραμπόλα..
Πλάι ‘στις αθώες ρίμες
έσπασα τις κνήμες,
άπληστα,εργένης,
που δεν περιμένεις
να γνωρίσης άπο φήμες.
‘Στον εχθρό μου δεν το εύχομαι
και ‘στο Θεό νυχθημερόν προσεύχομαι
ο Άλλος να μη ματαξαναβρή
το λόγο για επίθεση και απειλή…..
Αγάμου θυγατρός υποδυόμενος το ρόλο
‘σε μιας άλλης εποχής ‘ταξίδευσα με στόλο
ναυμαχώντας κοινωνία
προσεγγίζοντας την Τροία
και ‘ναυάγησ’αρκετά κοντά,’στην Πόλη
ζώνοντάς με φίδια,μύδια,στρείδια και λοιποί διαβόλοι..
Δεν περίμενα επίσκεψη
κι’ενδιαφέρον τόσο ζωηρό.
Εσύ δεν ήσουνα ‘σε σύσκεψη
εκεί,’στο πολεμοχαρές χωριό;
Με τα μελό
‘Κριματισμένος άπο μέγα λάθος
έσβηνα τσιγάρα μες ‘στο πάθος
να πρωτεύσω,πρώτος να φανώ,
τα μούτρα σπάζοντας,χωρίς σφυγμό..
Άσε το μυαλό ελεύθερο
και προσγειώσου,’στην αλήθεια.
Φωτιά μεγάλη μες ‘στα στήθια
και ατσάλι γι’απελεύθερο.
Τα όνειρά σου κάμε πράξη
τον αγώνα δώσε της ζωής
Θεός μοναδικός κριτής
επουρανίου ησυχίας μα και τάξης.
Γνωρίζοντας τη γκόμενα
σαπίζοντας τα βράδια
φοβούμενος σκοτάδια
και μπλακ άουτ συνεχόμενα.
‘Βυθισμένος ‘σ’ένα κόσμο αδικίας
με τα όνειρα φτηνούς λαθρεπιβάτες,
βάζοντας ‘ξανά πρωτόλεια,’περήφανα τις πλάτες
για τα σύνορα μιας αδιόρατης και μυστικοπαθούς μωρίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου