Τρίτη 5 Απριλίου 2016

Βάτος άλσος του αδύτου Ή,ΑΛΛΩΣ ΠΩΣ,'Διαμάντια 'βουτηγμένα 'στο δρόμο με τις λάσπες

Έψαχνα τον αναπτήρα,τα κεριά
με 'λίγο φως τη γύμνια να καλύψω
'ξεχασμένες ώρες και ημέρες που θα λείψω
απ'τον κόσμο μολονότι έξω ξαστεριά..

Τη σωτηρία σου να 'βρης
'σε κάτι 'ξεχασμένες ζωγραφιές
που συντροφεύουν παιδικά σου όνειρα
και μάχεσαι για τις ευχές
που θα χαρίσουν παιδικά χαμόγελα-
το Άστρο πόλης μυστικής.

'Ξενιτεμένος και παιδί κατώτερου Θεού
'βγαλμένο 'στη 'μικρή οθόνη μιας ταινίας
άψυχο κουφάρι 'σ'αναζήτηση του εαυτού
'πνιγμένο και κατάφορτο από τις τύψεις της θυσίας.

Πρώτης τάξης κ'ευκαιρίας
το αλάτι να περισυλλέξω
'στο κρεβάτι και ας βρέξω
υποδήματα μιας ομηρίας
που με 'θέλει αιωνίως σκλάβο
δίχως να το καταλάβω
πλάι,μες 'στους άλλους μου συνομηλίκους,
παραλλήλως περπατώντας με τους λύκους
και τον αστρολάβο.

Τα κλειδιά του Παραδείσου
παραδίδοντας μαθήματ'
απ'το χείλος της αβύσσου
και τα χρυσοφόρα μνήματα.

Απ'τη γιορτή δεν έλειψε κανείς'
γι'αυτό να μην ανησυχής.
Το γάμ'ονειρευόμενοι με χρώματα,
βραδύκαυστη ουσία και αρώματα.

Την ώρα συνεχώς 'κοιτούσα
και για φεύγα δεν τ'ομολογούσα,δεν το συζητούσα
ώσπου ήρθε το κουδούνι
να μου λύση το ρουθούνι
και 'ξανά 'στα ίδια να πάω
έμμονα τ'αστέρια να μετράω
μήπως αισθανθώ το σύμπαν
την κατεύθυνση ν'αλλάζη μες 'στα λούσα,
ερμηνεύοντας,απλώς,τα Σούσα..

Ποιος 'στον κόσμο 'ζήτησε σοφία;
Ποιος δε 'στάθηκε 'στη συγκυρία
ικανός και άξιος για να κριθή
από εκλέκτορες που 'στην Οδύσσεια φωνή
απέβαλαν διερευνώντας για μια λύση συμβιβαστική
προσμένοντας Βαρβάρους για την ιστορία;

'Στην τρύπα που ορμήνευσαν να ζήσης
την ελπίδα 'στέρησαν μα όνειρα της φύσης
είθε να εξέλθης να συνέλθης και ν'αποσκιρτήσης
'στο μαράζι και τ'αγιάζι που θα 'δης και θα γνωρίσης...

Τι ρούχο θα φορέση πάλι
ο ηγήτορας 'στο καρναβάλι
και θα 'βγη να το βροντοφωνάξη
ότι όλα 'βρίσκονται 'σε πλήρη τάξη;

Αλλάζοντας το χρώμα του θηρίου
και παραχειμάζοντας με ήλιο
'σε δωμάτιο ευάερο-ευήλιο,
ακολουθώντας την πορεία πλοίου..

Κάθε μέτρο και σταθμός,
ανά εκτάρια ο χαλασμός,
ο ερχομός μιας άλλης 'μέρας
με τη λάμψη και το κύρος βέρας
'στο αριστερό για 'μάτια
που δεν είδαν τα κομμάτια
'λυγισμένα,'πεταμένα,διασκορπισμένα καθ'οδόν
-μηνύματα εσχάτων,τελευταίων εποχών..

'Στη Μούσα
'Καλλωπισμένη μα σεμνή,
λαχειοφόρος αγορά
'στην περιδίνηση αυτή
με τόσα μυστικά.

Ανώφελα μα θαρραλέα
'τήρησα κατά κεραία
όσα 'δίδαξες και ζης.
Δεσπόζουσα μορφή
εντός μου και φωνή
για να μεγαλουργής.

Τόσος χρόνος για το τίποτα
με λόγια ευτελή,ανείπωτα
για μιας βραδιάς τον έρωτα
'στα βάθη της ερήμου...

Από τ'ασήμαντα θ'αρχίζ'η μάχη
έχε κάτα νου σου,ποιητή,
με ουσιώδη για να καταλήγη,
χαλιναγωγώντας την Αυγή
που 'στάθηκ'ευτελής για 'μας και τόσο 'λίγη
'στο εδώλιο -'στα όρια- του κατηγορουμένου Δήμου.....

'Χαμένα καθ'ολοκληρίαν όλα,πάνε όλα στράφι
για το γάμο των διασήμων,κάποιου καραγκιόζη,
τραγουδά του λα'ι'κού μας τούτου βάρδου
ο καλλίφωνος της τοπικής μας χορωδίας..
Θέατρα και όπερες,'στη δίνη τζόγου και μπιλιάρδου,
για τα 'μάτια μας και μόνον οι χιλιάδες φωτογράφοι,
για την κάλυψη των ημετέρων μόνον οι μαφιόζοι ως σκαμπρόζοι..

Θα 'θελα της μουσικής
το σύμπαν να ενώσω
και με κύμβαλ'αλαλάζοντα
τους μύθους να προδώσω.

Αριθμολάγνα έρμαια οθόνης
τόνο σπέρνουν πανικού
'στα όνειρά σου-μη θυμώνης,
κράτησέ τους 'σε απόσταση,ανασφαλής
που είσαι και μ'εκφράσεις του συρμού...

Πάνε,τώρα,οι εχθροί
γι'ανάπαυση,ανεφοδιασμό
'στο μέρος που 'περνούσαμε 'μικροί
και ατενίζαμε ('σ)τον ουρανό.

Τι 'θέλαμε και είπαμε ανοίκειο
που θα μας έβγαζε νοκ άουτ
'στον αγώνα της ζωής με το κηρύκειο
'στα χέρια και 'στα πόδια τα σανδάλια
περιφέροντας χρυσά κοντά 'στα μανουάλια;

Γι'άλλη πάσχιζε πατρίδα,
'σ'άλλους ενατένιζε καιρούς
μετ'απ'την καταιγίδα,
της θεομηνίας τους κρουνούς.

'Στην τάξη προ(σ)χωρώ μιας 'πικραμένης μάνας
που τους γιους της έχασε μοιραία
'σε πολύνεκρα,αιφνίδια τροχαία
και τα 'μάτια της το σύζυγο με τον επώδυνο καρκίνο
να πασχίζ'υπομονετικά 'στο παίγνιο να μείνη να θωρούν εκείνο.

Δειλινά που δε χαράζουν,
λόγια που δεν επαρκούν,
τον πόνο ενσταλάζουν
'σε ταξιδευτές που νοσταλγούν.

'Ζωγράφισα το ψεύτικο προφίλ
του κλόουν που το τσίρκο αναμένει
κάθε χρόνο μένοντας ή επιστρέφοντας από τη Λιλ
'σε γη ανθόσπαρτα πανέμορφα καταραμένη.

Θαυμαστής ονείρου,
ταξιδιώτης του απείρου,
αγνωστικιστής ως το μεδούλι
με ζουρνά και ντέφι και νταούλι.

Το σπανιότερο απαίτησα να προσκομίσουν στίχο
πλάι 'στους παιάνες και τα εμβατήρια
που 'γέμισαν την ύπαιθρο και τα περίχωρα με ήχο
μεγαλόπρεπο,βαρύ και ψάχνοντας πειστήρια..

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου