'Σκέφτηκα να στείλω
τελευταίο στίχο,
πέφτοντας 'σε τοίχο,
συντροφιά με σκύλο.
Έσβησα τα πάθη 'στο τσιγάρο,
'χάραξα 'στο χέρι ανεπούλωτη πληγή
'στο πλοίο της γραμμής για Πάρο,
σημαδεύοντας ολόκληρη ζωή.
Απελπίστηκα ποτέ πως δε θα ζήσω.
Αγανάκτησα που τόσο,πλέον,θα υποχωρήσω.
Άλλη νότα φάλτσα σα θα τραγουδήσω.
Άλλη μπότα-κάλτσα ίχνη τόσα για ν'αφήσω.
Με τον έρωτα 'στα χείλια
και χαμόγελο πλατύ,
ποθώντας το κορμί
από θυμό και ζήλεια.
Κούκλα μου,πού 'χάθηκες;
Μονάχη έμεινες;'Τρελάθηκες;
Εδώ,σε ψάχνει ένα παλικάρι,
που 'χει το κεφάλι 'στο φεγγάρι..!
Τ'αρχικά σου 'χάραξα 'στο μπράτσο.
Σ'επιθύμησα σφοδρά κοντά μου.
Δεν το κάνω και δεν έκανα σουλάτσο.
Σ'έβαλα ευγενικά 'στα όνειρά μου.
'Πόθησα ν'αγγίξω
δυο χείλη φλογερά
και να σε σφίξω
για παντοτεινά.
Σου 'μίλησα κομψά,ευθύβολα που έκανες την πάπια.
Σε αγάπησα και 'στάθηκα 'στο ύψος.
Που με αγνοούσες και το έριξες από 'νωρίς 'στα χάπια,
που σε 'σκέπασε για πάντοτε ο γύψος.
Έγραψα τον υστερνό μου λόγο πριν σε 'δω
και η ψυχή μου αισθανθή την αγαλλίαση
να πλημμυρίζη,'βυθισμένη 'στη σκωρίαση,
πριν να με στείλης και να συναντήσω ουρανό.
'Στην ομορφιά σου παραδόθηκα
και τόσο 'χάθηκα 'στο πάθος.
Δεν 'ξανάκανα,θαρρώ,το λάθος
και ποτέ μαζί σου δεν προδόθηκα.
Ήταν ανεπούλωτη πληγή.
Δεν έβρισκα το θάρρος
να μη γίνωμαι το βάρος
'στη ζωή σου,βγάζοντάς σου την ψυχή..
'Πληγώθηκα βαθειά.
Με λόγια ξένα.
Με τους Κύκλωπες 'ξανά.
Για τον Κανένα.
'Σφιγμένη,τόσο,'στ'άστρα,
χτίζοντας 'στην άμμο κάστρα.
'Πλανεμέν'ιδέα
'πάνω 'στην παρέα.
Παιδιόθεν μια βασίλισσα καλή 'στο θρόνο.
Ένας πρίγκηπας,'ξυπόλυτος 'στ'αγκάθια.
Σαν παιδί 'φαγώθηκε από τον Κρόνο.
Μια ζωή 'στον πάγο,σέρνοντας τα κατακάθια.
'Στη ζωή του καφενείου.
Εκσυγχρονισμένη.
Που δεν περιμένει.
Δόξα τέτοια του μνημείου.
Με τ'όπλο ύπο μάλης
για σκοπιά 'στις δέκα.
'Στο ζενίθ κραιπάλης,
ψάχνοντας γυναίκα.
'Στ'όνειρο,εκεί,σε είδα,
σ'έπλασα 'στη φαντασία,
τελευταία μου ελπίδα
να 'βρω μιαν αχτίδα-σωτηρία...
'Κρύφτηκα 'στην άμμο.
Έγραψα τα παρωνύμια.
Σειρήνες για τα Ίμια.
Πλανώμενος,για γάμο.
'Ψήφισα να γίνω οικολόγος.
Μέγας ποιητής,δεινός ιδεολόγος.
Έψησα τ'οψάριο 'στα χείλη
ανθηρά και ξεκινώντας τον Απρίλη.
Με φτερά 'στη γη για να πετάξω
και τα βάσανα εγκαταλείπω,
ανεβαίνοντας 'σε μαύρον ίππο,
που θα 'βρω τον ουρανό να τάξω.
Όλα μια ιδέα φαεινή.
Τα πάντα,'στο μυαλό,
'σε τραγωδί'αρχαία.
Της ημέρας νέα
και παλιά,μελό,
χαροποιά,μες 'στη ζωή.
'Στα σύννεφα η πάροδος.
'Στη γη 'φανήκαν τ'άστρα.
Ταξιδάκι ανωφέρειας
απομαγεύοντας τα κάστρα.
'Στη σιγή αντίκρισα το θαύμα
την πληγή να αισθανθώ ακμαία
έκανε αφόρητα και ζέστη,καύμα
την ψυχή να εξετάσ'ωραία.
Ήτανε ακραίο.
'Πλήγωσα ψυχή
και σώμα νέο
και ουτιδανή.
Έρημος πολύ και στάχτες όλα.
Τόσο μόνος έπεσα 'στην αγκαλιά σου
παρευθύς να νιώσω για τον έρωτά σου
αχαλίνωτα 'σε καραμπόλ'.
Απέσταξα χολή
'στο υπερήφανο τεφτέρι.
Έβαλα και βουλοκέρι.
Έγινε η αφορμή.
Για μια ψυχή(με σώμ')ακμαία,
αίφνης,που ποθεί το ταίρι.
Για εκείνη,τώρα,για το χέρι
τόσο που ζητεί μια νέα.
Βάλε με πιστά 'στην αγκαλιά σου
και,αργά ή γρήγορα,θα 'δης
τα όνειρα,τον πόθο της στιγμής,
ραντίζοντας τα στρώματά σου.
'Βράδιασε 'νωρίς και σύννεφα 'στον τάφο.
'Μαζεμένος υετός γοργά 'στο προσκεφάλι
απαιτώντας τη ζωή,αυτή,με το μπουκάλι
συντροφιά με το χαράκτη και με το ζωγράφο.
'Θέλησα ζωή
αντίκρισα το θάνατο
με πνεύμ'αθάνατο
για μια ψυχή.
Κ'εσύ ν'ακούς
Δαιμόνιο το πνεύμ',
ανήσυχος ο νους
να παραθέτη γεύμα
'στο καράβι της Αργούς.
'Κριματισμένος αλλ'άθώος.
Ζήτουλας αλλά και πλούσιος.
Ψυχή και λόγος μου ανούσιος.
Επικινδύνως μα και σώως.
Αλλοπαρμένος 'στο κρεβάτι.
'Μαγεμένος,'στο καλπάζον άτι.
Ένδοξος 'στα χέρια της πλανέφτρας μοίρας.
Εγκαρδίως 'βυθισμένος 'στο ρυθμό της λύρας.
'Μέρ'ανέσπερη.
Θολά τα πάντα.
Νέφη 'στο Θεό μου.
Βάζοντας γιρλάντα.
Έστειλα επιστολή
'στον Άγιο Βασίλη.
Πράσινο το Μίλι,
διατρέχοντας τη γη.
Δίνοντας το χέρι
κλείνοντας παλάμη
σφίγγοντας γροθιά.
Πίνοντας για καλοκαίρι
για εκείνη που,χαράμι,
έσφιξα κρυφά.
Τριέσπερη φυγή.
Ονειρεμένα χνώτα.
Βάζοντας καπότα.
Ταξιδεύοντας,εκεί.
Έψεξα σκληρά τη μοίρα
και 'πικράθηκα 'στ'αλήθεια
που δε 'μπόρεσα 'στα στήθια
να σε πάρω,μα την Ήρα...
Έβρισκα το θάρρος
να με συνεπαίρνη γλάρος.
'Γύρευα το νέο
ψάχνοντας για τελευταίο.
Ήταν τόσες,τότε,'μέρες
που σε ήθελα κοντά μου.
Σ'έβλεπα 'στα βήματά μου.
Ούτε να με 'δης με σφαίρες.
Έψαλα τον πρώτο μου παιάνα,
χαιρετίζοντας τη Μάνα,
προσδοκώντας 'λίγο φως
από το μνήμα της σαφώς.
Έγραφα τους λόγους με φροντίδα
και συλλάβιζα τις λέξεις με οδύνη
ψάχνοντας από σκουπίδια μαργαρίτες.
Έσερνα το νου-υστάτη μου ελπίδα-
να διαυγασθή από τη σκοτοδίνη
που του προκαλούν οι τόσες ήττες.
Τι να κάνω που δε 'βρήκα
να χωθώ μες 'στο κουφάρι
'στο χωνί και το καβούκι,
να 'μπω επισήμως 'σε ζευγάρι
γυάλινα παπούτσια 'στο κουτούκι
του μπαρμπα-Θωμά,κοντά 'στο Ι.Κ.Α.;
Τότ'έστρεφα πολύ μυαλό
κατέβαζα τον ουρανό
επέστρεφα 'στη γη
ανέμενα ζωή.
Προχώρησα το βήμα
τόσο για το μνήμα
παίζοντας 'στο κύμα
ψάχνοντας το λήμμα...
Με τους Λάρητες
'βημάτισα γοργά
και με τις Χάριτες
ανηύρα τη χαρά.
Με όλες μου τις Μούσες
ενεπνεύσθην πέρα
και,παρέα με θεούσες,
έχασα τη 'μέρα.
Με τις Μούσες
'γνώρισα νυμφομανείς,
πολλές,θεούσες,
για να νιώσω ευτυχής.
Ω τερπνή μου Μούσα,
ω μαγευτική μου Αφροδίτη,
Αθηνά σοφή 'στα Σούσα,
τόσον Ήρα που φθονείς την Κρήτη..!
Θρόμβοι αίματος.
Ρανίδες του ιδρώτα.
Ευγενής κυλόττα.
Τοίχος ψέματος.
'Χάθηκα 'στην ιδεολογία.
'Πίστεψα 'στην αμαρτί'.
Αγχώθηκα πολύ με χρέη
που 'χουν πάντα οι Ωραίοι.
Κούφια λόγια 'στην Αψίδα.
Κούφια γη με τη ζωή χορτάτη,
συντροφιά με παλλακίδα,
που 'θελε να φάη και αυτή κομμάτι.
'Γεύθηκ'ανοιχτόκαρδα τες απολαύσεις
που και,τώρα,προσπαθείς,απλώς,να ψαύσης.
Έσυρα γοργά το νου 'στην ηδονή
που,πλέον,'τυραννούσε τόσο το κορμί.
Έξυσα πληγές και πάθη
'στ'όνειρο πως 'ξακουστός
απέμεινα μονάχος μες 'στα βάθη
μιας καρδιάς που μόνον έβλεπε το φως.