Τετάρτη 31 Μαΐου 2017

Φυγή προς τα εμπρός

Μελιστάλακτη ασήμου η ζωή,
παρειλημμένη με την πλαστελίνη,
'σ'ένα πλαίσιο γεμάτο ενοχή,
ενατενίζοντας τ'αστέρια 'στην Κυλλήνη.

Με κωδικό του σώματος
εξήλθε για να κάνη πιάτσα
με μια νηνεμία και μπουνάτσα
επαιτώντας,ο αόμματος.

'Θήρευσα τη γνώση,
'πήγα να 'βρω ηλιαχτίδα
δίχως μάσκα,δίχως προσωπίδα
που ποτέ δεν είχες νιώση.

Για τα 'μάτια πράκτωρ,
για τα χείλη σου τουρίστας,
για τα ροδοπέταλα της πίστας.
Οδηγός μου ο Ελλάκτωρ.

Άλλης νιότης 'ζήλεψε
τα μεσημέρια και τα βράδι',
αφήνοντας 'στο δρόμο τα σημάδια
για καλό που 'φίλεψε.

Ήταν η ζωή πικρή,
τα λόγια τόσο περιττά
που 'βρήκα μια 'μικρή
για να περνώ καλά.

Ανασφαλής πολύ ο νέος,
ακατάστατος σα χαρακτήρας,
ξέδινε με τενεκέ μιας μπύρας,
δίδοντας αντίτιμο γενναίως.

Όλα τόσο 'θύμιζαν εσένα,
όλα μού 'δειχναν ευθέως δρόμο
προς τη Ρώμη να βαδίσω δίχως νόμο
με τα χείλη,πλέον,'παγωμένα.

Μιας ασημαντότητος βαρυθυμία
έφερε 'στη φόρα και 'στο φως τις βέρες
'ξημερώματα Σαββάτου με κυρία
που 'ποθούσε να γευθή τηλεαστέρες.

Από τις στάκτες Αναγέννηση βραδεία,
'στο μυαλό προσδιορίζοντας προοπτική
για βράδια μαγικά,ζηλόφθονος μα κρύα,
σπείροντας,οργώνοντας,θερίζοντας τη γη.

Δεν έστερξα να σε ακολουθήσω.
Δεν ευελπιστώ ποτέ μου να σε 'δω.
Απ'οίκω ήμουν με κεριά να σβήσω
κάθε σου ανάμνηση το φως μου για να 'βρω..

Ξένη πίστη και ζωή
ανοίκειες οι λέξεις
που ορέγεσαι να παίξης
ανερμάτιστα κ'εσύ.

Ανοικτές πληγές
'σ'Εμφύλιο προς ώρας
με ψυχές κενές
'στο μπαρ,εκεί,''Της Λώρας''..

Ανέξοδα εκτοξευόμενες οι λέξεις
με ιούς και με βακτήρια
εκεί που 'βγάζουν εισιτήρια,
γυρίζοντας από τις πλάνες και τις έξεις.

Τρίτη 30 Μαΐου 2017

Ρητίνη κωνοφόρων

Έχασα την κόρη,
έμεινε ο γιος,
ο στοργικός,
τραβώντας ζόρι.

'Χάραξα 'στην αμμουδιά,
'σχημάτισα το πρόσωπό σου
με μεγάλη μου χαρά
που τόσο 'μπήκα 'στ'όνειρό σου.

Έκλεψα το πορτοφόλι.
Με περίμενε πιστόλι.
Μέτωπον αργολογίας
των ασήμων(κάποιων ευρωστίας).

Έπεσε το σήμα
κίνδυνος κι'ευθέως θάνατος.
Απέσειρα το βήμα
που μου απαιτούσεν ο Αθάνατος.

Παράταιρα πολύ τα χείλια
μ'έφεραν να κυνηγώ παγώνια
διανύοντας χιλιόμετρα και μίλια
και από την Ήρα μια ζωή αιώνια.

Η γη δεν κατακτάται με τη γλώσσα.
Τρόπος άλλος θα υπάρχη για να πείσης
και 'στους ουρανούς να στείλης,να χαρίσης
κλαυσιγέλωτα εκεί,κοντά 'στον Αλιόσα.

Περιχύνοντας υγρά,θυμίζοντας ανάποδη,
αγύριστο,αξύριστο κεφάλι,
φίλοι μου πολλοί,σημαντικοί,τετράποδοι,
γυρίζοντας από την παραζάλη.

Ήταν η ανία τόση,
'ζήλευα τον Πλάτωνα
'σε ντο ελάττονα
που είχε τη ζωή αποθεώση.

Κατέφασκα 'στη μνήμη
και 'γεννήθηκα πεισιθανάτως
ως αόρατος εχθρός με πλάτος
τον τραγέλαφον ως φήμη.

Κατά συρροήν οιηματίας
με περίτεχνη τη μέθοδο ληστείας,
ζωοκλέφτης κ'ένδοξος αρματωλός
και 'στα υψίπεδ'αλεπού και αετός.

Κάνοντας το ζύγι
και μετρώντας,πάλι,τα κουκιά
πως ήταν τόσο 'λίγη
συμπεραίνω,άδεια 'στην καρδιά.

Δευτέρα 29 Μαΐου 2017

Υετός και νέφη με σελήνη

'Πίστευα πως θα 'σουν πρώτη,
'νόμιζες πως ήταν τόσο σημαδιακό
να 'βρης τον άνδρα μες 'στη νιότη
σου,τον τελευταίο,μ'ένα ύφος κωμικό.

Δράμ',ακόμη,να με ψάχνης 'στην Αψίδα.
Μια εποποιία νοσταλγίας
'σ'ένα πρωινό παραμυθίας
με καφέ 'στο χέρι δίχως,πια,ελάχιστη ελπίδα.

'Γύρεψα τον ουρανό,
συζώντας με κυρία,
παίζοντας για το Θεό
χωρίς αφέλεια και μία.

Τραγικό να σε προσμένω
'σε μιαν έρημο,εδώ,
χωρίς πατρίδα,'σε χωριό,
να λύνω μόνο και να δένω.

Κωμικό να ζης με αυταπάτες,
μες 'στην ελαφρότητα του είναι.
Ό,τι και να κάνης άλλο,μείνε
όπου είσαι'γύρισέ μου πλάτες.

Τι θα κάνουμε δεν 'ξέρω,
τώρα τι μου κάνεις αγνοώ
μα βλέπω μόνο δειλινό
απέναντι από τη Λέρο.

Το κοντέρ κατέγραψε χαράματα,
οι αναμνήσεις το μυαλό απέστρεψαν
'σε ατραπούς που ήτανε για κλάμματα
και την πορεία προς τα θεί'ανέστρεψαν..

Τα έφτιαξες με μπαλαδόρο,
έριξα γιατρίνα του Κολωνακίου,
ήσουν χαζογκόμενα γραφείου,
είχα τρόπους(θείο δώρο).

Ψύλλους 'στ'άχυρα μονίμως ψάχνεις,διαρκώς,
χωρίς πυξίδα,δε θα βλέπης πουθενά το φως,
θα χάνεσαι 'σε αδιέξοδα φιλιά
που κόμπο θα σου φέρνουν 'στα λαιμά.

Έσβησαν φωτιές
ολόκληρη μια χώρα
ήρθαν οι φωνές
που 'γέννησαν Πανδώρα.

'Φυλακίστηκα πολύ αιφνίδια εκεί
που τόσον ήθελα να ζήσω.
Ταξιδεύοντας 'στην Α'ι'τή,
αφήνοντας για πάντα την Ελλάδα 'πίσω.

Πολύτιμα πετράδια καθ'οδόν προς Τρίκαλα

Υπηρέτης μιας ερήμου,
μιας χοάνης και αβύσσου,
με τη μέθοδο του μίμου,
με το φρόνημα του Κροίσου.

'Μαγεμένη μ'έναν τσαρλατάνο,
'παθιασμένη με τον καπετάνιο,
ταξιδεύοντας,λουόμενη 'στο μπάνιο,
σπέρνοντας κουκιά 'στην έρημο'σε χάνω..

Ήσουν μες από τις 'λίγες
Ήταν μπάτσος κι',έγω,Βλάχος.
Ήμουν δίπλα σου κι',εσύ,'βαρούσες μύγες.
Σου εξήγησα:πολύ το πάχος.
Έπαιξες τα ρέστα σου εκεί,απλώς,που 'πήγες.

Εκεί 'καθόμουν.Σε ανέμενα μα δε με είδες.
Σε πολιορκώ και να χαζεύω με τις ώρες.
Φευγαλέα που 'φορούσα τις περικνημίδες
μα,εσύ,που 'θέριζες γοργά τις μπόρες.

Άπλωσα την ευγενή κορμάρα,
'πήρες κι'έκανες το ναργιλέ,
σου είπα πώς να γίνης η κουκλάρα
μα,εσύ,'σκεφτόσουν μόνον τον κεφτέ.

'Χάζευα τα 'μάτια
και 'κοιτούσες το κεφάλι.
Έχτιζα παλάτια
κι'έλιωνα σα μανουάλι.

Παρασκευή 26 Μαΐου 2017

Ατίμητη ζωή

Μούσα και γοργόνα 'στο χαρέμι,
δεσποινίς και ώριμη 'στο μπάνιο,
με φτερά μου να πετάς το γκέμι,
μες 'στο φως περιχυμένη το ελλάνιο.

Με Γερμανό να βλέπης τ'άστρα,
με το Γάλλο να γκρεμίζης κάστρα.
Πότε 'στο Μανχάτταν 'σε ουρανοξύστη
πότε 'στ'Όρος να σου 'βγαίν'η πίστη.

Το Θερμα'ι'κό
Ήθελα να 'πω τον τελευταίο λόγο.
Ήθελα να 'δω τον εθισμό 'στο τζόγο.
Ούτε πρώτη ούτε τελευταία
που το χρόνο 'γέμιζες με θέα.

Αντιστροφή των εποχών.
Οπισθοδρόμηση των λέξεων.
Ανέμελη βροχή κρουνών
'στη σφαίρα των κακίστων έξεων.

Το σύστημα δουλεύει
και η μηχανή γερνά
με κάποια που παιδεύει
τόσο και σε προσπερνά.

Έγραφα τα υστερνά,
κατέπιπτα 'σε τοίχο,
άκουγα βαρύ τον ήχο
ν'αποπνέη τη λαλιά.

Πόντια,'στο διάστημα,
που ύψωσες ανάστημα,
'στον ουρανό με είδες,
φρούδες κάνοντας ελπίδες.

Διαυγής ο νους
με χείλη ξένα.
Εγγονός μα και παππούς.
'Μιλώντας 'στον Κανένα.

Τετάρτη 24 Μαΐου 2017

Με ασήμι και χρυσό στο στήθος

Δύσκολη το έπαιξες μα ήσουν νέα
και ανώριμη,'στα σύννεφα 'πετούσες,
την ψυχή μού έβγαλες,χωρίς παρέα,
τη στιγμή που με τυχάρπαστους 'γυρνούσες.

Τον ήλιο μου σου 'χάρισα
και ήρθα να σε 'δω 'στο Βόλο,
ταξιδεύοντας από τη Λάρισα,
θαυμάζοντας τα 'μάτια και τον κώλο.

'Στα κάτω χείλη με μανία σε 'φιλούσα
που με τόσους τα 'κανες ροδάνι,
με δυο φίλους σου,σωστό ντουμάνι,
τη μορφή σου σαν αναπολούσα.

Πού να ήσουν,άρα,τώρα;
'Στο μπαλκόνι σου αμέσως 'βγες κι'εκφράσου,
αναμένοντας τη μπόρα,
ή,από εκεί,από 'μπροστά μου,τώρ',αμέσως,χάσου.

Πνεύμονες ανηύρα,οξυγόνο
(με μια μάσκα),σα νεοφερμένος,
άπειρος και άβγαλτος μα 'παντρεμένος,
έρωτα να αιστανθώ και πόνο.

Τόσο 'πούλησα ψυχή
αλλά και,χρόνια,σώμα,
ήδη ξένο,μια ζωή
που 'σκόρπισα 'σε κώμα.

Ξένο σώμα 'στη ζωή σου,
παραγιός,εξ αγχιστείας,
υιοθέτησα μορφή σου
μ'ένα βλέμμα φαντασίας.

Κυριακή 21 Μαΐου 2017

Άσβεστο ζωής το πυρ

Βασίλισσα 'στο θρόνο
με το γητευτή φιδιών
από Ινδίες.

Χίπισσα κοντά 'στον Κρόνο
που καταβροχθίζει
συνεχώς και σιχτιρίζει,
φάντασμα,'σε θέατρο σκιών
με τις κυρίες.

Πλεόνασμ'αθωότητος 'στα χείλη
και περίσσευμα καρδιάς από ατσάλι
με το νου γεμάτο μαργαρίτες,πάλι,
και κορμί από γρανίτη τον Απρίλη.

Της Ακροπόλεως θαμών
μες 'στου Βοσπόρου τα στενά
'σε πύργους και 'σε φρούρια βυζαντινά
με γαλλικό φιλί προσόν.

Χάδια και φιλιά 'στο σώμα
πόθος κι'έρωτας με πάθος
δυο φορές το ίδιο λάθος
ουκ ανδρός σοφού αλλά 'σε κώμα.

'Πληγωμένος έρωτας νεότητος
που αποστάζει αίμα και ιδρώτα
πλάι 'σ'ερμαφρόδιτη,αβρότητος
και χαριέσσης,που φορεί κυλόττα.

Βασιλεύς Ηπειρωτών
και Μακεδόνων
και Κρητών,Θρακών
'στην έρημο αιώνων.

'Ζήλευσα την άβυσσο
'σιχάθηκα τις πόρνες
'στη βαβούρα με τις κόρνες
'παντρεμένος 'στην Ανάβυσσο.

Ψέγω τόσο τη στιγμή
που είδα το κορμί
πανέτοιμο να με ζητή
φυγόκεντρα ως το πρωί.

Σάββατο 13 Μαΐου 2017

'Στο 'μικροσκόπιο εσχάτων ημερών-Ερωτικός ο πρόλογος

'Σκέφτηκα να στείλω
τελευταίο στίχο,
πέφτοντας 'σε τοίχο,
συντροφιά με σκύλο.

Έσβησα τα πάθη 'στο τσιγάρο,
'χάραξα 'στο χέρι ανεπούλωτη πληγή
'στο πλοίο της γραμμής για Πάρο,
σημαδεύοντας ολόκληρη ζωή.

Απελπίστηκα ποτέ πως δε θα ζήσω.
Αγανάκτησα που τόσο,πλέον,θα υποχωρήσω.
Άλλη νότα φάλτσα σα θα τραγουδήσω.
Άλλη μπότα-κάλτσα ίχνη τόσα για ν'αφήσω.

Με τον έρωτα 'στα χείλια
και χαμόγελο πλατύ,
ποθώντας το κορμί
από θυμό και ζήλεια.

Κούκλα μου,πού 'χάθηκες;
Μονάχη έμεινες;'Τρελάθηκες;
Εδώ,σε ψάχνει ένα παλικάρι,
που 'χει το κεφάλι 'στο φεγγάρι..!

Τ'αρχικά σου 'χάραξα 'στο μπράτσο.
Σ'επιθύμησα σφοδρά κοντά μου.
Δεν το κάνω και δεν έκανα σουλάτσο.
Σ'έβαλα ευγενικά 'στα όνειρά μου.

'Πόθησα ν'αγγίξω
δυο χείλη φλογερά
και να σε σφίξω
για παντοτεινά.

Σου 'μίλησα κομψά,ευθύβολα που έκανες την πάπια.
Σε αγάπησα και 'στάθηκα 'στο ύψος.
Που με αγνοούσες και το έριξες από 'νωρίς 'στα χάπια,
που σε 'σκέπασε για πάντοτε ο γύψος.

Έγραψα τον υστερνό μου λόγο πριν σε 'δω
και η ψυχή μου αισθανθή την αγαλλίαση
να πλημμυρίζη,'βυθισμένη 'στη σκωρίαση,
πριν να με στείλης και να συναντήσω ουρανό.

'Στην ομορφιά σου παραδόθηκα
και τόσο 'χάθηκα 'στο πάθος.
Δεν 'ξανάκανα,θαρρώ,το λάθος
και ποτέ μαζί σου δεν προδόθηκα.

Ήταν ανεπούλωτη πληγή.
Δεν έβρισκα το θάρρος
να μη γίνωμαι το βάρος
'στη ζωή σου,βγάζοντάς σου την ψυχή..

'Πληγώθηκα βαθειά.
Με λόγια ξένα.
Με τους Κύκλωπες 'ξανά.
Για τον Κανένα.

'Σφιγμένη,τόσο,'στ'άστρα,
χτίζοντας 'στην άμμο κάστρα.
'Πλανεμέν'ιδέα
'πάνω 'στην παρέα.

Παιδιόθεν μια βασίλισσα καλή 'στο θρόνο.
Ένας πρίγκηπας,'ξυπόλυτος 'στ'αγκάθια.
Σαν παιδί 'φαγώθηκε από τον Κρόνο.
Μια ζωή 'στον πάγο,σέρνοντας τα κατακάθια.

'Στη ζωή του καφενείου.
Εκσυγχρονισμένη.
Που δεν περιμένει.
Δόξα τέτοια του μνημείου.

Με τ'όπλο ύπο μάλης
για σκοπιά 'στις δέκα.
'Στο ζενίθ κραιπάλης,
ψάχνοντας γυναίκα.

'Στ'όνειρο,εκεί,σε είδα,
σ'έπλασα 'στη φαντασία,
τελευταία μου ελπίδα
να 'βρω μιαν αχτίδα-σωτηρία...

'Κρύφτηκα 'στην άμμο.
Έγραψα τα παρωνύμια.
Σειρήνες για τα Ίμια.
Πλανώμενος,για γάμο.

'Ψήφισα να γίνω οικολόγος.
Μέγας ποιητής,δεινός ιδεολόγος.
Έψησα τ'οψάριο 'στα χείλη
ανθηρά και ξεκινώντας τον Απρίλη.

Με φτερά 'στη γη για να πετάξω
και τα βάσανα εγκαταλείπω,
ανεβαίνοντας 'σε μαύρον ίππο,
που θα 'βρω τον ουρανό να τάξω.

Όλα μια ιδέα φαεινή.
Τα πάντα,'στο μυαλό,
'σε τραγωδί'αρχαία.
Της ημέρας νέα
και παλιά,μελό,
χαροποιά,μες 'στη ζωή.

'Στα σύννεφα η πάροδος.
'Στη γη 'φανήκαν τ'άστρα.
Ταξιδάκι ανωφέρειας
απομαγεύοντας τα κάστρα.

'Στη σιγή αντίκρισα το θαύμα
την πληγή να αισθανθώ ακμαία
έκανε αφόρητα και ζέστη,καύμα
την ψυχή να εξετάσ'ωραία.

Ήτανε ακραίο.
'Πλήγωσα ψυχή
και σώμα νέο
και ουτιδανή.

Έρημος πολύ και στάχτες όλα.
Τόσο μόνος έπεσα 'στην αγκαλιά σου
παρευθύς να νιώσω για τον έρωτά σου
αχαλίνωτα 'σε καραμπόλ'.

Απέσταξα χολή
'στο υπερήφανο τεφτέρι.
Έβαλα και βουλοκέρι.
Έγινε η αφορμή.

Για μια ψυχή(με σώμ')ακμαία,
αίφνης,που ποθεί το ταίρι.
Για εκείνη,τώρα,για το χέρι
τόσο που ζητεί μια νέα.

Βάλε με πιστά 'στην αγκαλιά σου
και,αργά ή γρήγορα,θα 'δης
τα όνειρα,τον πόθο της στιγμής,
ραντίζοντας τα στρώματά σου.

'Βράδιασε 'νωρίς και σύννεφα 'στον τάφο.
'Μαζεμένος υετός γοργά 'στο προσκεφάλι
απαιτώντας τη ζωή,αυτή,με το μπουκάλι
συντροφιά με το χαράκτη και με το ζωγράφο.

'Θέλησα ζωή
αντίκρισα το θάνατο
με πνεύμ'αθάνατο
για μια ψυχή.

Κ'εσύ ν'ακούς
Δαιμόνιο το πνεύμ',
ανήσυχος ο νους
να παραθέτη γεύμα
'στο καράβι της Αργούς.

'Κριματισμένος αλλ'άθώος.
Ζήτουλας αλλά και πλούσιος.
Ψυχή και λόγος μου ανούσιος.
Επικινδύνως μα και σώως.

Αλλοπαρμένος 'στο κρεβάτι.
'Μαγεμένος,'στο καλπάζον άτι.
Ένδοξος 'στα χέρια της πλανέφτρας μοίρας.
Εγκαρδίως 'βυθισμένος 'στο ρυθμό της λύρας.

'Μέρ'ανέσπερη.
Θολά τα πάντα.
Νέφη 'στο Θεό μου.
Βάζοντας γιρλάντα.

Έστειλα επιστολή
'στον Άγιο Βασίλη.
Πράσινο το Μίλι,
διατρέχοντας τη γη.

Δίνοντας το χέρι
κλείνοντας παλάμη
σφίγγοντας γροθιά.
Πίνοντας για καλοκαίρι
για εκείνη που,χαράμι,
έσφιξα κρυφά.

Τριέσπερη φυγή.
Ονειρεμένα χνώτα.
Βάζοντας καπότα.
Ταξιδεύοντας,εκεί.

Έψεξα σκληρά τη μοίρα
και 'πικράθηκα 'στ'αλήθεια
που δε 'μπόρεσα 'στα στήθια
να σε πάρω,μα την Ήρα...

Έβρισκα το θάρρος
να με συνεπαίρνη γλάρος.
'Γύρευα το νέο
ψάχνοντας για τελευταίο.

Ήταν τόσες,τότε,'μέρες
που σε ήθελα κοντά μου.
Σ'έβλεπα 'στα βήματά μου.
Ούτε να με 'δης με σφαίρες.

Έψαλα τον πρώτο μου παιάνα,
χαιρετίζοντας τη Μάνα,
προσδοκώντας 'λίγο φως
από το μνήμα της σαφώς.

Έγραφα τους λόγους με φροντίδα
και συλλάβιζα τις λέξεις με οδύνη
ψάχνοντας από σκουπίδια μαργαρίτες.
Έσερνα το νου-υστάτη μου ελπίδα-
να διαυγασθή από τη σκοτοδίνη
που του προκαλούν οι τόσες ήττες.

Τι να κάνω που δε 'βρήκα
να χωθώ μες 'στο κουφάρι
'στο χωνί και το καβούκι,
να 'μπω επισήμως 'σε ζευγάρι
γυάλινα παπούτσια 'στο κουτούκι
του μπαρμπα-Θωμά,κοντά 'στο Ι.Κ.Α.;

Τότ'έστρεφα πολύ μυαλό
κατέβαζα τον ουρανό
επέστρεφα 'στη γη
ανέμενα ζωή.

Προχώρησα το βήμα
τόσο για το μνήμα
παίζοντας 'στο κύμα
ψάχνοντας το λήμμα...

Με τους Λάρητες
'βημάτισα γοργά
και με τις Χάριτες
ανηύρα τη χαρά.

Με όλες μου τις Μούσες
ενεπνεύσθην πέρα
και,παρέα με θεούσες,
έχασα τη 'μέρα.

Με τις Μούσες
'γνώρισα νυμφομανείς,
πολλές,θεούσες,
για να νιώσω ευτυχής.

Ω τερπνή μου Μούσα,
ω μαγευτική μου Αφροδίτη,
Αθηνά σοφή 'στα Σούσα,
τόσον Ήρα που φθονείς την Κρήτη..!

Θρόμβοι αίματος.
Ρανίδες του ιδρώτα.
Ευγενής κυλόττα.
Τοίχος ψέματος.

'Χάθηκα 'στην ιδεολογία.
'Πίστεψα 'στην αμαρτί'.
Αγχώθηκα πολύ με χρέη
που 'χουν πάντα οι Ωραίοι.

Κούφια λόγια 'στην Αψίδα.
Κούφια γη με τη ζωή χορτάτη,
συντροφιά με παλλακίδα,
που 'θελε να φάη και αυτή κομμάτι.

'Γεύθηκ'ανοιχτόκαρδα τες απολαύσεις
που και,τώρα,προσπαθείς,απλώς,να ψαύσης.
Έσυρα γοργά το νου 'στην ηδονή
που,πλέον,'τυραννούσε τόσο το κορμί.

Έξυσα πληγές και πάθη
'στ'όνειρο πως 'ξακουστός
απέμεινα μονάχος μες 'στα βάθη
μιας καρδιάς που μόνον έβλεπε το φως.