Τετάρτη 24 Μαΐου 2017

Με ασήμι και χρυσό στο στήθος

Δύσκολη το έπαιξες μα ήσουν νέα
και ανώριμη,'στα σύννεφα 'πετούσες,
την ψυχή μού έβγαλες,χωρίς παρέα,
τη στιγμή που με τυχάρπαστους 'γυρνούσες.

Τον ήλιο μου σου 'χάρισα
και ήρθα να σε 'δω 'στο Βόλο,
ταξιδεύοντας από τη Λάρισα,
θαυμάζοντας τα 'μάτια και τον κώλο.

'Στα κάτω χείλη με μανία σε 'φιλούσα
που με τόσους τα 'κανες ροδάνι,
με δυο φίλους σου,σωστό ντουμάνι,
τη μορφή σου σαν αναπολούσα.

Πού να ήσουν,άρα,τώρα;
'Στο μπαλκόνι σου αμέσως 'βγες κι'εκφράσου,
αναμένοντας τη μπόρα,
ή,από εκεί,από 'μπροστά μου,τώρ',αμέσως,χάσου.

Πνεύμονες ανηύρα,οξυγόνο
(με μια μάσκα),σα νεοφερμένος,
άπειρος και άβγαλτος μα 'παντρεμένος,
έρωτα να αιστανθώ και πόνο.

Τόσο 'πούλησα ψυχή
αλλά και,χρόνια,σώμα,
ήδη ξένο,μια ζωή
που 'σκόρπισα 'σε κώμα.

Ξένο σώμα 'στη ζωή σου,
παραγιός,εξ αγχιστείας,
υιοθέτησα μορφή σου
μ'ένα βλέμμα φαντασίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου