Έχασα την κόρη,
έμεινε ο γιος,
ο στοργικός,
τραβώντας ζόρι.
'Χάραξα 'στην αμμουδιά,
'σχημάτισα το πρόσωπό σου
με μεγάλη μου χαρά
που τόσο 'μπήκα 'στ'όνειρό σου.
Έκλεψα το πορτοφόλι.
Με περίμενε πιστόλι.
Μέτωπον αργολογίας
των ασήμων(κάποιων ευρωστίας).
Έπεσε το σήμα
κίνδυνος κι'ευθέως θάνατος.
Απέσειρα το βήμα
που μου απαιτούσεν ο Αθάνατος.
Παράταιρα πολύ τα χείλια
μ'έφεραν να κυνηγώ παγώνια
διανύοντας χιλιόμετρα και μίλια
και από την Ήρα μια ζωή αιώνια.
Η γη δεν κατακτάται με τη γλώσσα.
Τρόπος άλλος θα υπάρχη για να πείσης
και 'στους ουρανούς να στείλης,να χαρίσης
κλαυσιγέλωτα εκεί,κοντά 'στον Αλιόσα.
Περιχύνοντας υγρά,θυμίζοντας ανάποδη,
αγύριστο,αξύριστο κεφάλι,
φίλοι μου πολλοί,σημαντικοί,τετράποδοι,
γυρίζοντας από την παραζάλη.
Ήταν η ανία τόση,
'ζήλευα τον Πλάτωνα
'σε ντο ελάττονα
που είχε τη ζωή αποθεώση.
Κατέφασκα 'στη μνήμη
και 'γεννήθηκα πεισιθανάτως
ως αόρατος εχθρός με πλάτος
τον τραγέλαφον ως φήμη.
Κατά συρροήν οιηματίας
με περίτεχνη τη μέθοδο ληστείας,
ζωοκλέφτης κ'ένδοξος αρματωλός
και 'στα υψίπεδ'αλεπού και αετός.
Κάνοντας το ζύγι
και μετρώντας,πάλι,τα κουκιά
πως ήταν τόσο 'λίγη
συμπεραίνω,άδεια 'στην καρδιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου