Παρασκευή 24 Μαρτίου 2017

Καλειδοσκόπιο-Πυρών φιλίων αναμέτρηση

Αλλοπαρμένος σαν την πεταλούδα,
πορευόμενος προς Παναγούδα,
τη νυκτερινή,εκείνη και λευκή
για τ'όνειρο να εκπληρώσω 'στη ζωή.

Διαρκώς παντού με τον πατέρα
τρέχοντας βολίδα την ημέρα
και τη νύχτα με τραγούδια
μιας καψούρας για πολλά λουλούδια.

Συνεχώς παντού με τον πατέρα.
Μόνοι κι'έρημοι παντού μες 'στη χολέρα
μόνο για διασκέδαση και ψυχική ανάταση
παίρνοντας μεγάλη της ζωής παράταση..

Ζώντας ένα δράμα
κάνοντας το τάμα
'στη ζωή να δώσω τη μεγάλη χάρη
να σηκώσω της ψυχής πολλά τα βάρη.

Λατρεύοντας εκείνη
άγαλμ'ανεγείροντας
αναθυμούμενος τη μήνι
αφορμήν εγείροντας.

Προσέμενα το πρώτο θαύμα
'ζούσα νέα φρέσκια τραγωδία
μα ιάσιμο το διαμπερές μου τραύμα
πότε με κατάθλιψη και πότε με μανία.

Πέμπτη 23 Μαρτίου 2017

Ασυνάρτητα και ανερμάτιστα-Ανόητα το χρόνο έκλεψα με φαντασία

Τόσα ήθελα πυκνά και άδολα να γράψω
με λεπίδα φλογερή να κόβη και να ράψω
το κοστούμι και πλεκτό της ευτυχίας που ορίζει μοίρες
των ανθρώπων,ερευνώντας λευκοχρύσου εκατόν πενήντα λίρες.

'Μαυρισμένη αγκαλιά
'σε όνειρο εκπίπτει
και 'στα ξένα μυρωδιά
δεν παίρνει ότι αποκρύπτει...

Φιλόξενη ζωή
το μέλλον πάντα σημαδεύει
με ανθρώπους που παιδεύει
για δροσιά μες 'στην πηγή..

Έριξα 'στην άμμο τη μελάνη,
διαρρηγνύοντας σωστά δεσμά και φαντασία
'πορωμένος,με μια πορσελάνη
'χαραγμένος,παρωθώντας 'στην αβελτηρία.

Με 'πούλησες για 'μάτια ξένα.
Τι δεν έκανα κι'εγώ για 'σένα;
Τι δεν 'κάναμε ποτέ μαζί,
ποτέ που μεταξύ μας δεν ειπώθηκε;
Παρατηρούσαμε τ'αστέρια
'σε ταξίδι(τώρα 'ματαιώθηκε..),
κρατώντας 'σε δυο χέρια
ουρανό που δεν ανδρώθηκε
ποθώντας μόνο τη ζωή...

Ψήφοι,αριθμοί,ψηφία
για μια γνώριμη και ώριμη κυρία
'στο αιώνιο ταξίδι μυστικής ζωής
με χείλη μιας αλλοδαπής.

Εξελίσσοντας τη φαντασία
και δημιουργώντας ιστορία
με μελέτες,άρθρα και βιβλία,
ευνουχίζοντας τη συνεχή μωρία.

Δεν άντεξα και είπα αίφνης φεύγω.
Άλλο δε 'μπορούσα να σε αποφεύγω.
'Στ'όνειρο συγκατοικώντας
και 'στην έρημο αναχωρώντας...

Τα καθ'έκαστα και τα ημαρτημένα

Τελείως τόσο 'χάθηκα 'στις λέξεις
που 'βαρέθηκες και τόσο 'θες να παίξης
τώρα,πάλι,που σου είπα,εξεζητημένες,
'στην καρδιά και το μυαλό για πάντα 'ξεχασμένες.

Ήσουν μόνη και σε είδα 'στο σταθμό
βουίζοντας από τη μουσική τ'αυτιά
τη δυνατή αρχίζοντας μες 'στο ρυθμό
'σε 'πεταμένα βράδια και 'σε δειλινά.

Έψαξα το παρελθόν σου και τι 'βρήκα..!;
Τη στιγμή εκείνη που 'κανες μια τρύπα
('στο νερό),που πρόσεξα και μέσ'αμέσως 'μπήκα
και πως τρέφεις αυταπάτες που γοργά σου είπα..

Δεν πρόφθασες να 'βγάλης το κραγιόν,
με κλαρινογαμβρό συζώντας
και 'στον ουρανό πετώντας
όνειρα κ'ελπίδες 'στο πηγαίο παρελθόν..

Πάντα ήλπιζα θα 'βρω ενδιαφέρουσα δουλειά
και συνεχώς ενσήμων θα κολλώ την αμνηστία
πότε μετρητοίς και πότε ζώντας μ'επαιτεία,
έργα,πια,μιμούμενος καταναγκαστικά.

'Πάχυνα με άχυρα εδώ
κ'εκεί που είμαι και που ζω.
'Τραυμάτισα πολύ και το εγώ
και 'κείνο που με συντηρούσε,
λέξεις πλάθοντας γι'αυτό,
βραδιές που μόνον απαιτούσε.

'Στα όνειρα πολύ,'ξανά,σε 'ζήτησα
σ'εξέθρεψα μες 'στις φαντασιώσεις
-που δεν είχες κάτι άλλο να μου δώσης-,
κάνοντας τη μακαρίτισσα
με μια ζωή αλήτισσα.

Ήταν η φυλλορροή μου 'λαβωμένο κύμα
που το έσυραν Θεοί 'στα βράχια.
Ήταν το κορμί απηυδισμένο,πλέον,νήμα
με το ένα πόδι σέρνοντας βατράχια.

'Στέγνωνα και η ζωή μου 'μαραμένη
εξαντλούμενος τα βράδια με 'χαριτωμένη,
πλέκοντας τα όνειρα και τις ελπίδες,
δέσμιος αχλύος και με παρωπίδες.

Ψάχνοντας 'στο μνήμα τη γαλήνη,
την ελπίδα ψάχνοντας εκείνη που σου δίνει
τη ζωή να γνωματεύης μες 'στην ψυχική οδύνη
που σε άφησε 'νωρίς δροσιά ν'αντλής από μια κρήνη...

Σύγκορμος ανώφελα 'ταράχτηκα
το αίμα 'κορυφώθηκε 'στα χείλη
τη στιγμή που πλήρως υποτάχτηκα
χωρίς πνοή με το καντήλι.

'Σμίλευσα πολύ καλά την πέτρα
'χάραξα και ώριμο γλυπτό
με κρίμα,πόνο,χαλασμό
Κυρίου παίρνοντας υπέροχα τα μέτρα.

'Πίστευσα 'στον εαυτό μου
και 'τιμώρησα 'στη μοναξιά
το μόνο φίλο μου κι'εχθρό μου,
τώρ'ακούγοντας μονάχα τα πουλιά..

Ψευδόμενος πηγαία και ασύστολα
και βρέχοντας με νεροπίστολα
τα σκέλια,τόσο προσποιούμενος
και την αρχήν αντιποιούμενος.

Τα βράδια σμίγοντας τ'αστέρια,
ξένος την ημέρα,Ζηλωτής και Προμηθέας
και Αδόλφος πού 'βαψε τα δυο του χέρια
μ'αίμα 'στο πανόραμα της θέας.

'Ζαλίσθηκα με ζύθο
πέφτοντας με λίθο
δίχως ουρανό 'στη γη
χωρίς ανάσα και ψυχή.

Ψειρίζοντας τη στάχτη
με απωθημένα και με άχτι
'στο βασίλειο της πλήξης
και τα πρόθυρα μιας ρήξης.

'Πληγωμένος μες 'στο φως
απόκοσμος και γέρος
Καρδιτσιώτης βέρος
σα 'μικρός Θεός.

Ηθικοπλάστης μες 'στην ηχηρή του απουσία,
νέος που 'μορφώθηκε οψιμαθώς
από τα λεξικά και με τις πραγματείες.

Κοσμοξακουσμένος,μελετώντας την ανία,
πού 'διναν και πού 'παιρναν 'στο φως
γραπτά που 'βρήκαν ανταπόκριση μεγάλη 'σε κυρίες.

'Στο Θιβέτ ως μοναχός
'στην Αίγυπτο σπουδές
με κρίματα και μ'ενοχές
κατεργαζόμενος το φως.

'Στο λήμμ'αναδιφώντας
και τις καταλήξεις διατηρώντας
'στο ακέραιο για χάρη μιας ελπίδας
που με ήθελε τον οπαδό της προσωπίδας.

Μιαν αρένα κ'ένα γήπεδο
χωρίς συναίσθηση χωρίς επίπεδο
με μόνη διαφορά και με ταυτότητα
'παρμένη με μια μίζα για την ανθρωπότητα...

Με τσιγαράκι 'πόθησα τους τελευταίους στίχους
και με καφεδάκι 'σκόνταψα 'στους μαύρους τοίχους
πρόσφατα που 'βάφτηκαν για να υπενθυμίζουν τη ζωή
που 'χάθηκε αδόξως κ'αιφνιδίως δίχως όρους,δίχως λογική...

Αντιμέτωπος με μοναξιά
και λόγια πάμφθηνα,εκεί
που τ'άστρα έδυσαν παντοτεινά
και 'φάνηκε ο ήλιος και η χαραυγή.

Τα βέλτιστα επισκοπώντας
και τον έρωτα λατρεύοντας
χωρίς αιδώ αποσκιρτώντας
των ομοίων και 'ψαρεύοντας.

'Πλήγωσ'ανεπίτρεπτα εκείνη την καρδιά,
τη μόνη,που θα μου 'κρατούσε συντροφιά
'στο χάος και την άβυσσο παράταιρων συλλογισμών,
ανοίκειων προσωπικά μου γι'άλλων δεδομένα εποχών.

'Πλήγωσα τρωθείς το μέλλον,
έσυρα παράξενα τον Ήλιο,
ταξιδεύοντας,εκτός σχεδίου

πόλεως(γουότερ μέλον..),
συντροφιά με Σπυρομήλιο
κ'έρωτος το βέλος φίλιο
'μέρα πού 'ταν και χαρά Κυρίου......

Κυριακή 19 Μαρτίου 2017

Κατακλείδα σύντομος αγάπης

Σε αγάπησα μα δεν το εκτιμούσες.
'Στο παράθυρο 'στεκόσουν μόνη και 'κοιτούσες.

Με παγίδες που 'κρυβε ο χρόνος
έζησα χωρίς ποτέ να με αγγίζη πόνος.

Την αγάπη σου αισθάνθηκα μες 'στο λαβύρινθο μιας αγκαλιάς
και είδα όνειρα να χτίζωνται και να γκρεμίζωνται ζητήματα καρδιάς.

Την αγάπη μου σου έστειλα με μια δεσμίδ'ανθέων
και 'στο χώμα δυο κορμιά 'κυλίστηκαν 'στη χώρα των μοιραίων..

Δευτέρα 13 Μαρτίου 2017

Ισόβι'άτακτος κ'επίμον'ανυπότακτος-Με τη σκαλωσιά 'σε ίππο

Με ποτήρι 'μισοάδειο
εξεπλήρωσα το στόχο,
διατάσσοντας το λόχο,
συντονίζοντας από το ράδιο.

Με πιάτο πλήρες χαβιαρίου
κι'επιδόρπιο γιαούρτι με μπανάνα
έτρεξα να λασπωθώ,να παίξω 'στην αλάνα
πού 'χα για καιρό ανεύρη αποκούμπι 'στο ιερό του Δίου.

'Βάδισα 'σε 'χνάρια
'πατημένα,με κλωνάρια
ευκαλύπτου και κυπάρισσου
'σε χρόνο δίσεκτο μοναχικού,
ανώριμου,πτωχοπροδρομικού
υπό σκιά φωτός του φεγγαριού...

Δεσμώτης άλλη μια φορά
με χείλη πλατωνίζοντα
και άνεμο συρίζοντα
'στη δυστυχή καρδιά.

Παγερά δεσμώτης
και αδιάφορος γι'αρχή,
διανύοντας τη γη...
Οποία ωραιότης..!

Ανάρμοστα φερόμενος
και μ'εαυτό 'σε μέθη.
Ο υποφαινόμενος.
Διαπλάθοντας τα έθη.

Αμπελόφυλλα και ο παππούς
'κρυβόταν με λειχήνες και με βρύα.
Με σκουπίδια 'μαθημένος νους
απόειδε σα 'βρήκε τη χρυσή του ευκαιρία.

Παράταιρα ιππότης
με τους οφθαλμούς μιας αλεπούς.
Παροδικός και ιδιώτης
'σε 'μερόνυχτα της Καλυψούς.

Λόγια μάταια και ψεύτικα με το ποδήλατο,
εμπόδια και αντιστάσεις σθεναρές με το αμάξι
ταξιδεύουν σώμα και ψυχή με άρμα,πια,θεήλατο
'στο πανηγύρι του χωριού που ήρθε κ'έβαλε μια τάξη.

Παγερή αδιαφορία,
σπέρνοντας παντού αμφιβολία
για τις σταθερές και τα καινούρια δεδομένα,
πρωτοφανερώνοντας νωχέλεια και συγκεκαλυμμένα.

Έχτισα το κάστρο,
'ξόδευσα μελάνη
και,ιδού,το άστρο
φωτεινό να με πικράνη...

'Πάσχισα για να κομίσω
πρώτο,τελευταίο,ίσο
και τα ίχνη μου,απλώς,ν'αφήσω
'στην καρδιά που 'θέλει τόσο να γυρίσω...

Εθισμένος 'στην καθαριότητα
με μιας κυρίας την αβρότητα
'σε περιπτύξεις φειδωλές
χωρίς,ωστόσον,εμμονές...

'Πήγα 'πήρα μια σακκούλα
το καθοσιώσεως να κουκουλώσω
και με αναμνήσεις να μπαλώσω
συναισθήματα με φλεγμονή 'στα ούλα.

Ψελλίσματα και ψήγματ'αληθείας,
ειρημένα 'σε στιγμές πολύ οδυνηρές
από ανθρώπους πληκτικής μωρίας,
καταργώντας,ουσιαστικά,τις εποχές.

Δεν έφερ'αντιστάσεις.
'Μηδενίστηκαν αλλά και
ήταν και οι αποστάσεις.
Που σε είδα 'λίγο με βιασύνη.
Τίποτα 'στο τέλος,για εμένα,
'ξέρω,δεν επέπρωτο να μείνη.

'Μυρωμένος κτύπος.
Αυξημένος ρύπος
'σε ψυχή και σώμα.
Δέσμιος ακόμα.

'Ζύγισ'αρκετά καλά τα βράδια
και αριστοτεχνικά 'βυθίστηκα
σαστίζοντας μες 'στα σκοτάδια
περιλούοντας με μόλυβδο και θείο
και που να πώς τόσον αφιονίστηκα.......

Σάββατο 11 Μαρτίου 2017

Απνευστί και αψυχογραφία

'Γέρασα και ο αγέρας
έπνεε θανατηφόρος.
Με το τέλος της ημέρας
θλιβερός μαντατοφόρος.

'Στον απόηχο των beat-ακίων
ένιωθα ζωή που,όμως,'κούφαινε τ'αυτιά
σα 'γύρισα 'στο 'σπίτι των οργίων
θέση για να πάρω με τα 'λιγοστά κεριά...

'Σε γνωρίμους τόπους για καφέ,
'σε ακατοίκητες πλατείες για τσιγάρο,
'ξέμεινα 'στη χώρα του ποτέ
ν'απορροφώμαι κ'εξαντλούμαι και troll-άρω...

'Στο φως τα νέα μου ευρήματα,
οι κυβιστήσεις και τα ολισθήματα
που έκανα παιδί,'στο άνθος και κατά την εφηβεία
μέχρι σήμερα,ζηλεύοντας την απομίμηση και την ιδιωτεία..

Αλίευσα και 'θήρευσα μελαγχολία,
στιγμιαία τρώγοντας από τα κόπρανα το παξιμάδι
και μετουσιώνοντας προπλάσματα της ρέμβης
που συγκέντρωσα,ως τώρα,για κυρία
πού 'θελε δεσμεύσεις και λουλούδια και μου έβγαζε το λάδι..

Λατινιστής χωρίς πτυχίο,
έφορος συλλέγοντας την άμμο,
έτοιμος για το βραβείο
πού 'πεσε καιρό,το Νόμπελ,χάμω.

Πανούργος ο πυρήνας
έφερε ζωή της πείνας
και της ανισότητας,εκεί,
που βασιλεύουν μόνον οι Θεοί...

Ονειρικές εικόνες
επιβάλλουν οι αιώνες
και την πλάση ζωντανεύουν
με ανθρώπους που γητεύουν...

Ολωσδιόλου τόπος ξένος,
τόπος παλαιός μιας εξορίας,
ανεγέννησε το κραυγαλέο μένος,
την αχλύ,ξεδιάντροπα,της ιστορίας.

Εξ όνυχος το λέοντα,
εκ των ιδίων και τ'αλλότρια 'ξανά
με πρόσωπο του χαμαιλέοντα,
με βολτ θανάσιμα 'στα δυο πλευρά.

Ασωτεύοντας η ευκαιρία,
σεργιανίζοντας για γούστο,
ψάχνοντας την ευτυχία
και γυμνάζοντας το μπούστο.

Πέμπτη 9 Μαρτίου 2017

Αυτοπροσωπογραφία

Ήσουν διαρκώς αμφισβητίας
και διήγες βίον έκλυτον συνήθως
που ορίζουν οι πολλοί ως λίθος
'στην καρδιά και θορυβώδης επαγγελματίας.

Έψαχνες λυδία λίθο
και χαζογελούσες δηκτικά
σαν όλα 'στη ζωή να ήταν
φαστφουντάδικον ''Ορεκτικά''..

Τα πάντα εγκατέλειψες για τ'όνειρό σου
όλα έδειχναν πως είσαι τρωκτικό του δημοσίου
μολονότι απουσίες 'μάζευες από τους υπευθύνους του σχολείου
κάνοντας το μάγκα και νταή ακόμα και 'στο 'ντύσιμό σου...

Διάβαινε αν έχης τύχη,
πρότρεχε αν 'βρήκες ταίρι
που ζωή καινούρια θα σου φέρη,
ανεβάζοντας πολύ 'ψηλά τον πήχυ.

Οι ρίμες διαδέχονταν η μια την άλλη,
τ'αφιλόξενά μου βράδια τις ημέρες και τα μεσημέρια
σπέρνοντας την αμφισβήτηση με το γεμάτο μου μπουκάλι
κάθε χαραυγή που έμοιαζ'εφιαλτική,προς άγνωστα λημέρια.

'Πίστευσα,ο αφελέστατος,εγώ,'σε μιαν απάτη,
τη ζωή μου εμπιστεύθηκα 'στην ανομία
με το κράτος διάτρητο και τον εγκέφαλο 'σε τρικυμία
να πορεύεται ομιχλωδώς ολοταχώς προς τον Ευφράτη.

Για την Ημέρα

'Στ'όνειρο σε είδ'απότομα να μου ψελλίζης
λόγια δύσκολα που δύσκολα τα λες πραγματικά
'σε όσους σου αξίζουν πλάι σου να μένουν,αγκαλιά
με τις επιστολές που αποστέλλεις και τα βάσανά σου προσκομίζεις.

Καταφατικά σού έγνεφα κι'εσύ
μολύβι 'πήρες ανεξίτηλα,χαρτί
μομφή να μου προσάψης και μεγάλη αδικία,
όταν έβγαιν'απ'το στράτευμα ποιητική αδεία...

Ανίχνευα τα τελευταία λόγια
που μου είπες 'ξαπλωμένη 'στο ντιβάνι
μακρι'από συγγενείς και σόγια
το κακό μας πού 'θελαν ή το λιβάνι.


Το βράδυ τούτο τ'όνειρο για 'μάς τελειώνει
και αρχίζει βάσανος ψυχής και σώματος
για χρόνια μας που 'πήγαν στράφι.

Τέτοια 'μέρα πού 'ναι,ας αναπαυθούμε 'στο χωράφι
που μας 'γέμισε πληρότητα και πόθο του αρώματος
για την περίσταση που έβαλες,για 'μέν',ακόμη και με χιόνι.


Σου εξήγησα καλά
τα πράγματα πώς έχουν.
Άλλον 'θες αληθινά
μα 'δες κ'εκείνα που προέχουν.

Με απέφευγες ανέκαθεν πολύ μα κοίτα τώρα
μόνη πώς θα είσαι,άλλον δε θα 'βρης
και μόνη θα γεράσης και θα πληγωθής
ανείπωτα και ανελέητ',απελπιστικά 'στη μπόρα.

Οικογένεια δεν είχα.
'Χάθηκ'ένα μέλος.
Των Απόκρεω κι'εγώ απείχα
μόλο που το βέλος

έτρωσε του σώματος τη στιβαρή μορφή
κρατώντας για το τέλος
τα καλύτερα ενός ηλίου με πυκνή βροχή.

Τρίτη 7 Μαρτίου 2017

Συνισταμένη παραγόντων πλείστων όντων και μη όντων

'Χτύπησα με τέτοιο μίσος την οθόνη
πού 'σκασ' αιφνιδίως σα μπαλόνι.
Λάθος 'θεληματικό ή εκ παραδρομής;
Μου έκλεισε αυτόματα ο υπολογιστής..!


Ήταν όλα λόγια μου τυχαία.
Ήμουν με την περικεφαλαία
κάνοντας ξεχωριστή σημαία
κάθε τόσο πόνο μου λαθραία.


Εύχομαι πολύ να 'ξανανοίξη
και το θράσος μου να πλήξη
που δε 'μπόρεσα ποτέ να 'δω,
καθόλου και ποτέ το πόσο σ'αγαπώ..


'Δέσμευσα 'ξανά το χρόνο,
'μηχανεύτηκα μιαν ιστορία
πριν να με αφήσης μόνο
για να παριστάνης την κυρία.


Μισθοφόρος της ασφάλτου
με το καραβόσκοινο ρεσάλτου
μια ψυχή μου ποθεινή,πολυαγαπητή να 'βρω
που μ'εγκατέλειψε 'στη γη μαζί με το Θεό.


Διακηρύττοντας το μανιφέστο
της αγάπης και χαράς
από τα βάθη της καρδιάς
κ'ενώπιον του χείλους,έστω...


Προγράφοντας προβιές,
δωροδοκώντας αναρχία,
ρητορεύοντας από αμηχανία,
σβήνοντας τις πυρκαγιές.


Βιολιστής 'στη στέγη,
βομβιστής αυτοκτονίας,
ταξιδιώτης 'στη Λιέγη
για τα χρόνια της μωρίας.


Μ'εργαλεία για το ατελιέ
και χρήματα για προβολή
'ταξίδευα 'στη χώρα του ποτέ
μ'αισθήματα πως δεν πατώ 'στη γη.


Η μοναξιά μου ήταν
λάβαρο που 'κράδαινα πολύ βαρύ
'στο τέλος της ημέρας που επέστρεφα
'στο 'σπίτι,μόνον αντικρίζοντας μιαν αδελφή..

Δευτέρα 6 Μαρτίου 2017

'Στους αιώνες ρεμβασμός αμίμητος

Νόθος γιος,υιός μιας μητριάς με μια ρετσίνα
και ρευματικά και προκεχωρημένη καρδιοπάθεια
'στην αιχμή του δόρατος για τη μοναδική απάθεια
και το μισθό του παχυλό που πέφτει με το μήνα.

Κοντόφθαλμο το μέλλον μ'ένα κοντραμπάσο
να περιπλανώμ',ευσχήμων βουλευτής,'στους πέντε δρόμους.
Ήμουν ζάπλουτος και,τώρα,έμεινα 'στον άσσο
να με ταξιδεύη το αγέρι της Αιγύπτου δίχως τους κανόνες και τους νόμους.

Παράφωνα παραχαράκτης,
γλύπτης,γραφολόγος και χαράκτης
για το ήθος των ανθρώπων.
Επισκέπτης μύριων τόπων.

Σκίουρος σκιρτώντας με τουρμπάνι,
τραγικός τουρίστας(το φαινόμενο),
'ψηλώνοντας ως ψευδομάρτυρας,σαφώς,
υπερασπίσεως(πολυαναμενόμενο)
και 'στην ανάγκη 'βγάζοντας το γιαταγάνι,
κατακλέβοντας της νύχτας 'λίγο φως...

Πάλιν έφαγα λωτό.
Δεν είδα,όμως,λυτρωμό.
'Στης Κίρκης το παλάτι
έτρεξα με άτι.

Έμαθα τη γλώσσα
και ανέβηκα 'στην Όσσα.
Ένιωσα τη φύση
μες 'στο άγριο γαμήσι.

Έψαχνα συντεταγμένες
'σε ημέρες τόσο 'μαραμένες,
ανεβαίνοντας 'στο πλοίο
με τον όχλο και το κρύο.

Αυλοκόλακας και κοκαλιάρης πορσελάνης
'στα μελτέμια του Μυστρά και της ενδόξου Μάνης.
Ιδιότροπα ιδιοτελής ως ο προπάτωρ Μάνης
'σ'ένα κάτεργο κατεπειγόντως πυρακτώσεως που χάνεις.

Έλειψε πολύ και 'μύριζε λεβάντα
όλο λεβεντιά και γνώση
που θα σε απογειώση,
όπως έπραττ',έκτοτε,για πάντα.

Κυριακή 5 Μαρτίου 2017

Κόμιστρα εγγράφου δημοσίου

Λατρευτή αγάπη,λάφυρα πολλά λαξεύεις,
λάμποντας λακωνικά και στιγμιαία με λαμπάδα
της Λαμπρής,αείμνηστη,που εκτοξεύεις
φλόγες και ανάβεις υπερήφανη Παλλάδα.

Παρενθέτω λόγια μάταια και ειπωμένα,
παρεμβάλλοντας παράσιτα και παρελκυστικά
τραβιέμαι για να 'βρω απήχηση μες 'στα κενά
μιας διάνοιας που 'πόθησε με χέρια 'ροζιασμένα.

Παρότρυνση παρόρμησης παρουσιάσιμη
με φευγαλέα γέλι'από ψυχή πανάσημη
για παρτιτούρα πασπατέματος
πασίγνωστη 'σκαμμένου ρέματος...

Σκηνογράφος διαδρομής,
διαδίδοντας το ψέμα,
σμηναγός περιωπής,
προτρέχοντας για αίμα.

Παρατάσσοντας προσκόπους,
ευειδείς,ουράνιους ανθρώπους,
έτοιμους για το καθήκον
μες 'στην πεδιά των λύκων.

'Μικρομεγαλισμοί και λεονταρισμοί μες 'στην ασήμαντη χοάνη δωματίου,αναφαίνοντας το φως επάνω 'σε 'βρεγμένα σκέλη.

Σάββατο 4 Μαρτίου 2017

Παρα-πομπή

Έστυψα την πέτρα
για να πάρω μέτρα
για να 'δω το Χάρο
να πετάη σαν το γλάρο.

Ήμουν περιπετειώδης 'στην απόλυτη σκιά.
Δεν έβλεπα ποτέ 'μπροστά μου φως.
Αργόμισθος ο θάνατος εκεί,'στα χαμηλά,
που μ'έσυρε της νιότης ο ανθός.

Για τα υψηλά 'γεννήθηκα
'στον κόσμο που αρνήθηκα
και μ'αίμα κρύο που 'πικράθηκα
για χρόνια 'στα ντουζένια μου σα 'χάθηκα.

Παρασκευή 3 Μαρτίου 2017

'Στη σκοτοδίνη αμνησίας των Ταρτάρων-Γελᾷ δ'ὁ μωρός,κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ

'Πάλευα να 'βρω,αγωνιώντας,'στα συντρίμμια τις ενδείξεις
πλησιέστερα που μ'έφερναν,πολύ κοντά 'στο θαύμα,
στυλιζάροντας το στρόβιλο που 'δημιούργησε το τραύμ'
ανίατο,από τα πλείστα που κατάφερες να δείξης.

Γύρω μου,παντού,τα τετριμμένα
λόγια του ανέμου,του αέρα,
θαυμαστά και αφιερωμένα,
'βυθισμένα όλα 'στην Ημέρα.

Τις σελίδες καθαρόγραφα επίμονα,
δεσμώτης άλλης εποχής,μιας αιωνίου εφηβείας
σαν ονειρευόμουν καταχείμωνα
μια λαίδη με μια συμπεριφορά αιδήμονα
ζωής να δίδη νόημα,σκοπό επί αργολογίας.

Τι γράφω δε γνωρίζω.
Εμπειρίες μου κομίζω
'σ'έμπειρους και 'σε νεοφερμένους,
αναμένοντας του δήμου τους επαίνους.

Πρόχειρα το νου επέσυρα 'σε πόστο
θαυμαστών ανδρών και γυναικών ανδρείων
και γενναίων ανασύροντας το νόστο
με σπαράγματα παπύρων και μνημείων.

Άναψα τη σόμπα,
'φόρεσα μια ρόμπα
και ν'ακούω 'βάλθηκα σονάτα
με μια φίλη μου,γαλανομάτα.

Ανάσανα γνωρίζοντας τι πρόκειται να μου συμβή
και τι κατέθεσα τον εαυτό για να γνωρίσω,
αποβλέποντας 'στο μέλλον δίνοντας πολλές φορές την αφορμή
να μάθω ακριβώς και τους παράγοντες με δυο λόγια να ζυγίσω..

Τετάρτη 1 Μαρτίου 2017

Ανήκουν εύσημα 'σε 'κείνους που 'πλαισίωσαν Ιθάκη

Τ'όνειρό σου ζήσε.
Μη λογάριαζε το χρόνο
που θα σε αφήση μόνο
κ'έρημο να συγκινήσαι.

Τ'όνειρο αυτό προσπέρασε
και κάνε μια ευχή
με το μαχαίρι που διαπέρασε
το ταξιδιάρικο κορμί.

Τα σύμπαντα 'ψηλάφησα με 'μικροσκόπιο,
τ'ανείπωτα διέβλεψα,διείδα με νηφαλιότητ',
απελευθερώνοντας δυνάμεις για την ανθρωπότητα
'στη γη που 'ζούσε αποκλειστικά με όπιο.

Ηφαίστειο,καζάνι
βράζοντας με πυρομάνι,
καλλιτέχνημα ουράνιο,
ναυαγοσωστικό μες 'στο προπάνιο.

Χάρε,'πλήρωσ'ανεβαίνοντας τα ναύλα
πολλαπλώς και,τώρα,πήγαινέ μ'εκεί,
'στον άγνωστο προορισμό με παύλα
να περισκεφτώ τι 'ξημερώνει την αυγή.

Ανέτρεψα τις προστυχιές μ'επιχειρήματα
που να προσάψουν ήθελαν αμέσως,θύτες
όλοι,ματαιόδοξοι και φευγαλέα,με σωρό τα κρίματα
'στην πλάτη των,εφοπλιστές,βιομήχανοι και άλλοι λωποδύτες.