Τελείως τόσο 'χάθηκα 'στις λέξεις
που 'βαρέθηκες και τόσο 'θες να παίξης
τώρα,πάλι,που σου είπα,εξεζητημένες,
'στην καρδιά και το μυαλό για πάντα 'ξεχασμένες.
Ήσουν μόνη και σε είδα 'στο σταθμό
βουίζοντας από τη μουσική τ'αυτιά
τη δυνατή αρχίζοντας μες 'στο ρυθμό
'σε 'πεταμένα βράδια και 'σε δειλινά.
Έψαξα το παρελθόν σου και τι 'βρήκα..!;
Τη στιγμή εκείνη που 'κανες μια τρύπα
('στο νερό),που πρόσεξα και μέσ'αμέσως 'μπήκα
και πως τρέφεις αυταπάτες που γοργά σου είπα..
Δεν πρόφθασες να 'βγάλης το κραγιόν,
με κλαρινογαμβρό συζώντας
και 'στον ουρανό πετώντας
όνειρα κ'ελπίδες 'στο πηγαίο παρελθόν..
Πάντα ήλπιζα θα 'βρω ενδιαφέρουσα δουλειά
και συνεχώς ενσήμων θα κολλώ την αμνηστία
πότε μετρητοίς και πότε ζώντας μ'επαιτεία,
έργα,πια,μιμούμενος καταναγκαστικά.
'Πάχυνα με άχυρα εδώ
κ'εκεί που είμαι και που ζω.
'Τραυμάτισα πολύ και το εγώ
και 'κείνο που με συντηρούσε,
λέξεις πλάθοντας γι'αυτό,
βραδιές που μόνον απαιτούσε.
'Στα όνειρα πολύ,'ξανά,σε 'ζήτησα
σ'εξέθρεψα μες 'στις φαντασιώσεις
-που δεν είχες κάτι άλλο να μου δώσης-,
κάνοντας τη μακαρίτισσα
με μια ζωή αλήτισσα.
Ήταν η φυλλορροή μου 'λαβωμένο κύμα
που το έσυραν Θεοί 'στα βράχια.
Ήταν το κορμί απηυδισμένο,πλέον,νήμα
με το ένα πόδι σέρνοντας βατράχια.
'Στέγνωνα και η ζωή μου 'μαραμένη
εξαντλούμενος τα βράδια με 'χαριτωμένη,
πλέκοντας τα όνειρα και τις ελπίδες,
δέσμιος αχλύος και με παρωπίδες.
Ψάχνοντας 'στο μνήμα τη γαλήνη,
την ελπίδα ψάχνοντας εκείνη που σου δίνει
τη ζωή να γνωματεύης μες 'στην ψυχική οδύνη
που σε άφησε 'νωρίς δροσιά ν'αντλής από μια κρήνη...
Σύγκορμος ανώφελα 'ταράχτηκα
το αίμα 'κορυφώθηκε 'στα χείλη
τη στιγμή που πλήρως υποτάχτηκα
χωρίς πνοή με το καντήλι.
'Σμίλευσα πολύ καλά την πέτρα
'χάραξα και ώριμο γλυπτό
με κρίμα,πόνο,χαλασμό
Κυρίου παίρνοντας υπέροχα τα μέτρα.
'Πίστευσα 'στον εαυτό μου
και 'τιμώρησα 'στη μοναξιά
το μόνο φίλο μου κι'εχθρό μου,
τώρ'ακούγοντας μονάχα τα πουλιά..
Ψευδόμενος πηγαία και ασύστολα
και βρέχοντας με νεροπίστολα
τα σκέλια,τόσο προσποιούμενος
και την αρχήν αντιποιούμενος.
Τα βράδια σμίγοντας τ'αστέρια,
ξένος την ημέρα,Ζηλωτής και Προμηθέας
και Αδόλφος πού 'βαψε τα δυο του χέρια
μ'αίμα 'στο πανόραμα της θέας.
'Ζαλίσθηκα με ζύθο
πέφτοντας με λίθο
δίχως ουρανό 'στη γη
χωρίς ανάσα και ψυχή.
Ψειρίζοντας τη στάχτη
με απωθημένα και με άχτι
'στο βασίλειο της πλήξης
και τα πρόθυρα μιας ρήξης.
'Πληγωμένος μες 'στο φως
απόκοσμος και γέρος
Καρδιτσιώτης βέρος
σα 'μικρός Θεός.
Ηθικοπλάστης μες 'στην ηχηρή του απουσία,
νέος που 'μορφώθηκε οψιμαθώς
από τα λεξικά και με τις πραγματείες.
Κοσμοξακουσμένος,μελετώντας την ανία,
πού 'διναν και πού 'παιρναν 'στο φως
γραπτά που 'βρήκαν ανταπόκριση μεγάλη 'σε κυρίες.
'Στο Θιβέτ ως μοναχός
'στην Αίγυπτο σπουδές
με κρίματα και μ'ενοχές
κατεργαζόμενος το φως.
'Στο λήμμ'αναδιφώντας
και τις καταλήξεις διατηρώντας
'στο ακέραιο για χάρη μιας ελπίδας
που με ήθελε τον οπαδό της προσωπίδας.
Μιαν αρένα κ'ένα γήπεδο
χωρίς συναίσθηση χωρίς επίπεδο
με μόνη διαφορά και με ταυτότητα
'παρμένη με μια μίζα για την ανθρωπότητα...
Με τσιγαράκι 'πόθησα τους τελευταίους στίχους
και με καφεδάκι 'σκόνταψα 'στους μαύρους τοίχους
πρόσφατα που 'βάφτηκαν για να υπενθυμίζουν τη ζωή
που 'χάθηκε αδόξως κ'αιφνιδίως δίχως όρους,δίχως λογική...
Αντιμέτωπος με μοναξιά
και λόγια πάμφθηνα,εκεί
που τ'άστρα έδυσαν παντοτεινά
και 'φάνηκε ο ήλιος και η χαραυγή.
Τα βέλτιστα επισκοπώντας
και τον έρωτα λατρεύοντας
χωρίς αιδώ αποσκιρτώντας
των ομοίων και 'ψαρεύοντας.
'Πλήγωσ'ανεπίτρεπτα εκείνη την καρδιά,
τη μόνη,που θα μου 'κρατούσε συντροφιά
'στο χάος και την άβυσσο παράταιρων συλλογισμών,
ανοίκειων προσωπικά μου γι'άλλων δεδομένα εποχών.
'Πλήγωσα τρωθείς το μέλλον,
έσυρα παράξενα τον Ήλιο,
ταξιδεύοντας,εκτός σχεδίου
πόλεως(γουότερ μέλον..),
συντροφιά με Σπυρομήλιο
κ'έρωτος το βέλος φίλιο
'μέρα πού 'ταν και χαρά Κυρίου......