'Στ'όνειρο σε είδ'απότομα να μου ψελλίζης
λόγια δύσκολα που δύσκολα τα λες πραγματικά
'σε όσους σου αξίζουν πλάι σου να μένουν,αγκαλιά
με τις επιστολές που αποστέλλεις και τα βάσανά σου προσκομίζεις.
Καταφατικά σού έγνεφα κι'εσύ
μολύβι 'πήρες ανεξίτηλα,χαρτί
μομφή να μου προσάψης και μεγάλη αδικία,
όταν έβγαιν'απ'το στράτευμα ποιητική αδεία...
Ανίχνευα τα τελευταία λόγια
που μου είπες 'ξαπλωμένη 'στο ντιβάνι
μακρι'από συγγενείς και σόγια
το κακό μας πού 'θελαν ή το λιβάνι.
Το βράδυ τούτο τ'όνειρο για 'μάς τελειώνει
και αρχίζει βάσανος ψυχής και σώματος
για χρόνια μας που 'πήγαν στράφι.
Τέτοια 'μέρα πού 'ναι,ας αναπαυθούμε 'στο χωράφι
που μας 'γέμισε πληρότητα και πόθο του αρώματος
για την περίσταση που έβαλες,για 'μέν',ακόμη και με χιόνι.
Σου εξήγησα καλά
τα πράγματα πώς έχουν.
Άλλον 'θες αληθινά
μα 'δες κ'εκείνα που προέχουν.
Με απέφευγες ανέκαθεν πολύ μα κοίτα τώρα
μόνη πώς θα είσαι,άλλον δε θα 'βρης
και μόνη θα γεράσης και θα πληγωθής
ανείπωτα και ανελέητ',απελπιστικά 'στη μπόρα.
Οικογένεια δεν είχα.
'Χάθηκ'ένα μέλος.
Των Απόκρεω κι'εγώ απείχα
μόλο που το βέλος
έτρωσε του σώματος τη στιβαρή μορφή
κρατώντας για το τέλος
τα καλύτερα ενός ηλίου με πυκνή βροχή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου