Με ποτήρι 'μισοάδειο
εξεπλήρωσα το στόχο,
διατάσσοντας το λόχο,
συντονίζοντας από το ράδιο.
Με πιάτο πλήρες χαβιαρίου
κι'επιδόρπιο γιαούρτι με μπανάνα
έτρεξα να λασπωθώ,να παίξω 'στην αλάνα
πού 'χα για καιρό ανεύρη αποκούμπι 'στο ιερό του Δίου.
'Βάδισα 'σε 'χνάρια
'πατημένα,με κλωνάρια
ευκαλύπτου και κυπάρισσου
'σε χρόνο δίσεκτο μοναχικού,
ανώριμου,πτωχοπροδρομικού
υπό σκιά φωτός του φεγγαριού...
Δεσμώτης άλλη μια φορά
με χείλη πλατωνίζοντα
και άνεμο συρίζοντα
'στη δυστυχή καρδιά.
Παγερά δεσμώτης
και αδιάφορος γι'αρχή,
διανύοντας τη γη...
Οποία ωραιότης..!
Ανάρμοστα φερόμενος
και μ'εαυτό 'σε μέθη.
Ο υποφαινόμενος.
Διαπλάθοντας τα έθη.
Αμπελόφυλλα και ο παππούς
'κρυβόταν με λειχήνες και με βρύα.
Με σκουπίδια 'μαθημένος νους
απόειδε σα 'βρήκε τη χρυσή του ευκαιρία.
Παράταιρα ιππότης
με τους οφθαλμούς μιας αλεπούς.
Παροδικός και ιδιώτης
'σε 'μερόνυχτα της Καλυψούς.
Λόγια μάταια και ψεύτικα με το ποδήλατο,
εμπόδια και αντιστάσεις σθεναρές με το αμάξι
ταξιδεύουν σώμα και ψυχή με άρμα,πια,θεήλατο
'στο πανηγύρι του χωριού που ήρθε κ'έβαλε μια τάξη.
Παγερή αδιαφορία,
σπέρνοντας παντού αμφιβολία
για τις σταθερές και τα καινούρια δεδομένα,
πρωτοφανερώνοντας νωχέλεια και συγκεκαλυμμένα.
Έχτισα το κάστρο,
'ξόδευσα μελάνη
και,ιδού,το άστρο
φωτεινό να με πικράνη...
'Πάσχισα για να κομίσω
πρώτο,τελευταίο,ίσο
και τα ίχνη μου,απλώς,ν'αφήσω
'στην καρδιά που 'θέλει τόσο να γυρίσω...
Εθισμένος 'στην καθαριότητα
με μιας κυρίας την αβρότητα
'σε περιπτύξεις φειδωλές
χωρίς,ωστόσον,εμμονές...
'Πήγα 'πήρα μια σακκούλα
το καθοσιώσεως να κουκουλώσω
και με αναμνήσεις να μπαλώσω
συναισθήματα με φλεγμονή 'στα ούλα.
Ψελλίσματα και ψήγματ'αληθείας,
ειρημένα 'σε στιγμές πολύ οδυνηρές
από ανθρώπους πληκτικής μωρίας,
καταργώντας,ουσιαστικά,τις εποχές.
Δεν έφερ'αντιστάσεις.
'Μηδενίστηκαν αλλά και
ήταν και οι αποστάσεις.
Που σε είδα 'λίγο με βιασύνη.
Τίποτα 'στο τέλος,για εμένα,
'ξέρω,δεν επέπρωτο να μείνη.
'Μυρωμένος κτύπος.
Αυξημένος ρύπος
'σε ψυχή και σώμα.
Δέσμιος ακόμα.
'Ζύγισ'αρκετά καλά τα βράδια
και αριστοτεχνικά 'βυθίστηκα
σαστίζοντας μες 'στα σκοτάδια
περιλούοντας με μόλυβδο και θείο
και που να πώς τόσον αφιονίστηκα.......
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου