Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2017

Το χαῖρε ὕστατο προαναγγέλλοντας ἀρχή καί τέλος πάντων,ὁρατῶν καί ἀοράτων

'Βασίλευσε το χάος μέσα μου και πάλι,
στρώνοντας καλά να κοιμηθώ βαρειά 'νωρίς
απ'όνειρο και να 'ξυπνήσω μες 'στη ζάλη
για εκείνα που δεν έκανα για τους γονείς.

Ζυγίζοντας σχολαστικά τα δεδομένα
'κράτησα τ'αρνητικά για 'μένα
και 'πορεύτηκα μες 'στη ζωή μονόχνωτα μονάχος
'στα 'φουρτουνιασμένα κύματα που 'τσάκισε ο βράχος.

'Στην παγερή μου μοναξιά τα πάντα ήταν τρένο,
ανθοδέσμη 'ντροπαλού,σαγήνη του ερωτευμένου
για παιδί προοριζόμενα αιώνια καταραμένο
πού 'χε συντροφιά τη Μάιρα νοός εξωνημένου.

Με πόνο εγκατέλειψα τα τελευταία λόγια-Φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί

Ήταν γλώσσα αιχμηρή
με τέτοιο δόλιο σκοπό,
διψώντας,όμως,για ζωή
και για υπέρτατο Θεό.

Σκαρφαλώνοντας 'στην Όσσα
είδα 'μαγεμένα πλήθη
να προτάσσουνε τα στήθη
και να δείχνουν συνιστώσα.

Μάχη περί την ουσίαν,
πόλεμος ο κατ'ουσίαν
για μιας ηθικής την αψεγάδιαστη ορμή
απέναντι 'σ'αιρετικούς και άλλους μια ζωή..

Ονομάζομαι Υάκινθος,
με αποκάλεσαν Ερωτικό,
μακράν διάκειται η Ζάκυνθος,
Ιθάκη,Κόρκυρα και κάθε τι ελληνικό.

Ψεύτικες ελπίδες,ψεύτικ'όνομα
και κατ'ευφημισμόν,κατ'όνομα,
τις πρώτες καθορίζοντας αρχές
μες 'στα χαλάζια και τις συννεφιές.

Αμβλύνοντας τις αντιστάσεις
με τρεμάμενα τα πόδια,
'κουρασμένος,κάνοντας διατάσεις,
φέρνοντας πολλά εμπόδια.

'Στο δρόμο για τον Αναστάντα,
'στο κελί για τον Εσταυρωμένο
κάθ'ενιαυτό και πάντα
λύτρωση να περιμένω.

Βαδίζοντας ευθεία
'κήδευσα το Δία,
υποσχόμενος μια λεία
'στην επιδρομή με το Γοργία.

Ώρα δύσκολη πολύ να λες
πως δε 'δυστύχησες εχθές,
τον ήλιο πως δεν είδες
κ'έμεινες χωρίς ελπίδες.

Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2017

Οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ (ζῆν), ἀλλ᾿ ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ

Ικανός γραφιάς που εξιστόρησε μελλούμενα
και 'στο βυθό των λογισμών κατέταξε τις σκέψεις
και των ισχυρών τις αποφάσεις για σκοπούμενα,
χαρούμενα,χωρίς επιδιώξεις,δίχως βλέψεις.

Πέφτοντας 'σε αντιφάσεις
έψαξα να 'βρω χρυσή τομή,
μεσότητα 'στις περιστάσεις,
αποκρυσταλλώνοντας την εποχή.

Εκείνο έψαχνα το στίγμα
που θα έφερνε το ρήγμα
'σε πολύχρονη αναμονή
από τον ουρανό 'στη γη.

'Πήρα μόνο δυο τσιγάρα,
επισκέπτης του ονείρου
'στο δωμάτιο του λήρου,
κολυμπώντας 'στο Νιαγάρα.

Ανόθευτη αλήθεια
που συνάντησα σαφώς
αναζητώντας μια βοήθεια
για να 'βγω ενώπιον φωτός.

Συμπλήρωσα τετραλογία
ύμνων 'στην απέραντη ανοησία
και υπό το φως του φεγγαριού σποράδην
'μέτρησα και 'μοίρασα ερείπια με βάδην.

Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2017

Παγερή ανάσα με θερμή καρδιά

Επιορκούσα τόσο μες 'στο φως
σαν υπερφίαλος κ'εγωτικός
υπάλληλος γραφείου,
σα διευθυντής
υπηρεσίας δημοσίου
'στο ζενίθ της εποχής.

Με σημειώματα υστερογράφων
τον καιρό 'περνούσα
κι'έλεγα πως 'ζούσα
νόμων 'λεύτερος αεί αγράφων.

Έφορος εχέμυθος,αριβιστής
ζητεί κυρία εκ περιτροπής
με μια περιουσία,κινητή,
να εποφθαλμιά και ν'απαιτή.

Αρεοπαγίτης αρεστός
την αρετή ασκώντας
δίκης δίκαιης και πολεμώντας
το κατεστημένο νοερώς.

Παράφορα ερωτευμένος μασκοφόρος
με παραφθορά της λέξης και της σημασίας
'χθές και σήμερα με τον αγέρα μιας κηδείας
περπατεί 'στους αμμολόφους.Τελευταίος φόρος.

Νηφάλια νοθεία,
κυνική ομολογία,
οπισθοπορεία,
νηστικού απαίτηση,
νοικάρη αίτηση.

Με λεξιλόγιο κομψό
'ταξίδεψα 'στα πέρατα
και,δίχως να προλάβω το Θεό,
παρήλασαν 'μπροστά μου τέρατα.

Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2017

Στιγμή ανίας,πόνου και περίσκεψης

Ώρα δύσκολη πολύ εκείνη της γραφής
από τις 'λίγες που διερωτάσαι τι θα 'πης,
εμβρόντητος από Σειρήνες,πολεμώντας Λαιστρυγόνες,
μες 'στο σύθαμπο την Κόπρο καθαρίζοντας χωρίς κανόνες.

Τα καθέκαστα κατέγραψα ενός χαμού
πολυωδίνου που μας 'γέμισε μ'ερείπια
του βράχου που κατέκλυσε του τοκετού
ο πόνος ξεγεννώντας,οι κραυγές από τα νήπια.

Συντρίβοντας τα τείχη,
κομματιάζοντας αχό
πολέμου που καθώρισαν οι στίχοι
'σ'ένα νεογέννητο,'σε νεογνό.

'Πλάστηκ'άπαξ ν'αγαπώ.
'Γεννήθηκα πολυμελή για οικογένεια
να φτιάξω κι'εαυτό
μου ν'αποκτήσω συν καιρώ
από την εκθαμβωτική ευγένεια
που ολομόναχος τραβώ
κουπί χωρίς ελάχιστη συγγένεια.

Σ'έχασα και δε θα 'ξαναρθής.
Με 'ξέχασες και νιώθεις ευτυχής
'στην αγκαλιά ενός καινούριου φίλου
πού 'χει μούρη κτητικού σου σκύλου.

'Κρυμμένος 'στις σκιές,
'στα έγκατα της γης
και 'φορτωμένος μ'ενοχές
'μπρός 'στα λιβάδια της βοής.

Ήθελα ολόκληρες σελίδες να γεμίσω
μήπως αναγγείλω το αντίο
και 'στα όρη πάω και κρυφτώ να ζήσω
μόνος,δίχως έλεγχο,'στο κρύο.

'Πάλεψα τη μοναξιά
με χείλη τόσο ξένα
που 'σιχάθηκα την ομορφιά
που είχα πάρη από 'σένα.

'Φύλαξα τον εαυτό από κινδύνους,
'χάραξα 'στην πέτρα και 'στην άμμο
λόγια ψεύτικα 'στο θέαμα του σμήνους
που υφέρπει των ανθρώπων,χάμω.

Βασανιστικά οι ώρες
με χειμώνα και με μπόρες
μ'ένα βλοσυρό και 'πικραμένο βλέμμα
εμπειρίες 'στο χαρτί να καταθέτω μ'αίμα.

Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2017

Νυσταλέες φευγαλέες αναμνήσεις

Κατέγραφα εικόνες 'στους ονειρικούς,εξωτικούς μου παραδείσους,
ότι έτρεχα και 'κυνηγούσα εμμανώς τους νεοπλούτους και τους Κροίσους.
Ήταν η ασθένεια βαρειά,ταλαίπωρος εγώ,ελάχιστες επιλογές το φως ηλίου ν'αντικρίσω
και με ψυχοσύνθεση ακμαίου ηθικού,σχεδόν συνειδητού να εγχαράξω και ν'αφήσω ίχνη 'πίσω.

Έψεξα σκληρά τη μοίρα
που απόκριση δεν 'πήρα
για τα βράδια
'στα σκοτάδια
που 'γυρνούσα
και χαζολογούσα..

Χαρτοπετσέτες 'στα σκουπίδια,
μπρίκι για καφέ και ζάχαρη
'σε βίο τραγικό και άχαρι
'στα τρία σπάζοντας σανίδια.

Τ'όργιο τα χείλη 'κράτησα σφικτά
για ν'αποφύγω και το συρφετό
για ν'αποδιώξω 'στο λεπτό,
καθάρια διατηρώντας την καρδιά.

Τι να γράψω που ποτέ δεν είπα;
Τι να 'πω που 'γράφτηκε 'στο πόδι;
Ανθισμένη μου,ολάνθιστη τουλίπα,
ώριμο και 'μυρωμένο ρόδι..!

Έφυγε για τη θητεία
'σε μοναχική πορεία
με μιαν ώριμη κυρία
για να 'βρη μιαν ευκαιρία.

Ακριβά τα πούρα.
Πάμφθηνα τσιγάρα.
Όλα τους σαβούρα,
όλα για τα Ζάρα.

Γκομενάκι μες 'στα πετσετάκια
'ζήλεψε βραχιόλια και κολλιέ
σαν ήρθε για παρέα 'στον τεκκέ
με τραύματα και με παγάκια.

Σε 'γνώρισα 'στο Κ.Ε.Π.
να κάνης τη ζωάρα
και να δίνης με Α.Σ.Ε.Π.
το χρόνο 'στην κατάρα.

'Κάλυψα καλά τον ήχο
με τον ευγενή μου στίχο,
αισθανόμενος πως ανασαίνω
και τα όνειρά μου 'πετυχαίνω.

Πολλά τσιγάρα για το απολύτως τίποτα
'σε βράδια υποψίας και ανείπωτα
η 'μέρα που τα βλέπει και πλατειά γελά,
θαρρώντας ότι 'νίκησα τη μοναξιά.

Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 2017

Από μηδέν αρχίζοντας μες 'στα συντρίμμια

Έστειλα επιστολή 'στον ουρανό
τα όνειρά μου για να εκμυστηρευθώ
και πόνο για να καταθέσω
και κομμάτια να συνδέσω...

Σου προσέφερα τα πάντα για να ζήσης
και 'στον τάφο μου με ροδοπέταλα να 'ντύσης,
όταν έρθ'η ώρα 'κείνη,τ'άψυχο κορμί μου,
βλέποντας 'στον ουρανό τη δύσμοιρη ψυχή μου.

Αγοραία ροκ 'στο γόνατο και πανκ 'στο πόδι,
μ'ένα τατουάζ κρυφό και πίρσιν υπογλώσσιο
'σε βράδια για 'ξενύχτια δίχως ιερό και όσιο,
χρυσά γευόμενη την κότα και το βόδι...

Πεταγόμενος για κόφφι
με αμάξι πρώτης διαλογής
συνάντησα τον Κόφι
μες 'στη λιμουζίνα της 'ντροπής.

'Μεγάλωσα με μέλι
και με γάλα μοσχαρίσιο
ελισσόμενος σα χέλι
μα τραβώντας δρόμο ίσιο.

Με αυθόρμητη φωνή
και ύφος όλως λόγιο
γενναίως 'τράβηξα χαλί
και 'μπήκα 'στο υπόγειο.

Δεν 'ψάρωσα με γκομενίτσες
που το δρόμο ήρθαν αποτόμως να μου φράξουν
'σε μοναχικές βολτίτσες
με το δηλητήριο που 'θέλησαν αιφνίδια να στάξουν.

Ξέμεινα,εδώ,να σέρνω το κουφάρι
και το μέλλον μου 'στην άμμο να χαράσσω,
έντρομος,με όνειρα 'στο μαξιλάρι,
τις γυναίκες και τους δούλους να διατάσσω..

Πλάθοντας το κοσμοείδωλο μιας εμμονής,
δημιουργώντας μες 'στο πουθενά τα πάντα,
μια ζωή εθιστική αναγνωρίζοντας επί της γης,
τη σχιζοφρένεια υμνώντας με μια μπάντα.

Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2017

Τα ελεεινά

'Στη δίνη του ωκεανού
ιντριγκαδόρικη τροπή
με χείλη του συρμού
κρατώντας την αναπνοή.

Κενός από τις λέξεις,
ελλιπής από συνήθεια,
'βυθισμένος 'σ'έξεις,
τόσο μόνος 'στην αλήθεια.

Με παρτενέρ για ψώνια:
'πέρασαν,πολλά,τα χρόνια,
τώρα,που 'ζητούσα
και αγωνιούσα
για να μάθω μόνο τι ποθώ
και ψάχνω πέρα,'στο χωριό..

Χαραυγής λογάκια
'σε αμφίβολα στιχάκια
και αμέτρητες φορές,
ορμώμενος από τις ενοχές.

'Στο χείλος 'βρέθηκα μιας αχανούς αβύσσου,
κρύφια πάθη,μύχιες σκέψεις μαρτυρώντας,
το κορμί μου βασανίζοντας για το Θεό του Παραδείσου
και θηρεύοντας αγάπη,μύθους εκμετρώντας..

'Κούρασα τον εαυτό με λόγια κούφια,ξένα,πάμφθηνα και τόσο ψεύτικα
με νου επικρεμάμενο που ενστερνίστηκα 'σε ικανό βαθμό ιδέες
άκρων και που τη ζωή ολωσδιόλου,φέρνοντας τα 'πάνω-κάτω,
έκανα 'ψαρεύοντας μες 'στην ομίχλη μόνον τις Μοιραίες.

Ήπια,μόλις,μια μπύρα
και τηλέφωνο σε 'πήρα
για να μάθω πώς περνάς.
Μια σχέση τέτοιος Γολγοθάς.

'Πήγα 'βρήκα μια κοινή και μια,θα έλεγα,καρ(γ)ιόλα
και της έριξ',αναπάντεχη,πηγαία μια φόλα
με τον οίστρο μου και τον ειρμό μου σάρκινη να γράψω ρίμα
που αργά ή γρήγορα θα στείλη το κορμί 'σ'εαρινό,ευωδιαστό,ελέω,μνήμα.

Σπάταλη διάγοντας ζωή
με θέα πανοραμική.
Εκείνη πού 'χα συμπαθήση
δεν μου έδωσε,ακόμη,λύση.

'Βρέθηκα να τριγυρνώ περιδεής 'στους δρόμους,
αψηφώντας όλους τους κανόνες και τους νόμους,
άγραφους,που ισχυρίζονται υπομονή,
θυσί',αγάπη 'σε μι'ατέρμονη σιγή.

'Σε χώρα που 'βασίλευσαν οι Σκύλοι.
Τον κανόνα διαβεβαίωσαν οι Μίμοι.
'Σ'έδαφος που ονειρεύθηκαν οι Φίλοι.
'Στην αθώ'ανάγκη για μια ζώσα μνήμη.

Γεμάτες τόση θλίψ'εικόνες
μες 'στα καταγώγια του μυαλού
που έσυρε χωρίς κανόνες
και με όρους μυστικού Θεού.



'Σε απρόσιτη πλαγιά για το παιχνίδι του νοός με την αδιαπραγμάτευτη αγάπη μιας ζωής πληρότητος και νοσταλγίας.

Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2017

Τ'ακριβοθώρητα

Το βλέμμα σου σπινθηροβόλο
άναψε φωτιές πολλές και πάλι,
αγναντεύοντας το ακρογιάλι
μες 'στη Λάρισα,κοντά 'στο Βόλο..

'Κάθησα να γράψω επ'εσχάτων μερικές ακόμ'αράδες
και να θυμηθώ τις εποχές που έκανα πολύ παπάδες
τό 'να χέρι ακουμπώντας 'στ'απαλά σου και σαρκώδη χείλη
και το άλλο έναστρον αγγίζοντας τον ουρανό 'στη δρόσο του Απρίλη.

Τα όνειρά μου 'στράγγιξα,
τα έκανα χυμό,
τα στήθη σου σαν άγγιξα
και 'βρήκα το Θεό.

Τα πρωινά με τόσες μαντινάδες,
πίνοντας επί το πλείστον τις πορτοκαλάδες
και τα βράδια με φιλιά και χάδια
'στο κορμί σου ανεξίτηλα σημάδια.

Σου 'μίλησα ευθύβολα,
μου 'μίλησες με ντομπροσύνη
και τον έρωτα 'χαρήκαμε
οι δυο το βράδυ που αφήνει...

Αναδρομή 'στο παρελθόν
που είμαι πάντοτε παρών,
ορίζοντας τις μάχες και τα γεγονότα,
παίζοντας κακόφωνα,με φάλτσα νότα.

'Σπαργάνωσα τις αναμνήσεις απαλά μες 'στο κουτί με τα γλυκά
και,ξενυχτώντας,ενθυμούμενος το γαλλικό φιλί της,
έγραψα για χάρη της μια πρόζα συγκινούμενος από την ομορφιά
που ικανή μου 'στάθηκε να με δεχθή μες 'στη ζωή της.

Μαχητικός σαν πυροσβέστης,
μάχιμος σαν αστυνόμος.
'Βρες τους,ψάξε,πήγαινε και πες της
η ζωή πως είναι μόνο δρόμος.

Έγραφα για 'σένα τρεις ολόκληρες σελίδες
να διαβάσης και τελείως ν'απογειωθής
από τα 'ξεχασμένα μου,εκεί,με τις ελπίδες
τώρα να δεσμεύουν όνειρα ζωής.

'Ψήλωσα για πάντ'
ακούγοντας τη μπάντα
και συλλογιζόμενος εκείνα
πού 'φεραν τον όλεθρο από Μαικήνα.

Το κεφάλι έσπαγα να υπερβώ το χρόνο,
μες 'στα όνειρα περιπλανιόμουν δίχως πόνο
να γνωρίζω τους ανθρώπους μόνο με εικόνες
με αυτοθυσία με τον κίνδυνο ν'ακυρωθώ
και η ζωή να καταλήξη μες 'στις ανεμώνες
και τα κυπαρίσσια πού 'χα 'στον ειρμό για φυλακτό.

Ακύρωσα ταξίδι 'προγραμματισμένο
για να παραβγώ 'σε μάχη με αδικημένο
εαυτό και νιώσω την υπέρτατ'ηδονή
που 'βρήκα,επιτέλους,διεκδικητή..

Μανιωδώς πληροφορία 'κυνηγούσα
και 'στον κάλαθο εμμονικά σωρό 'πετούσα.
Ψάχνοντας ευδόξως τους αναβαθμούς και αριθμούς
μιας σκέψης πτερωτής που εξαπλώνεται 'σ'ενιαυτούς.

Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2017

Τ'ασυμμάζευτα

Κάτι που με 'ξένισε να γράψω
με ιδρώτα που θα υπογράψω
και με κύμβαλ'αλαλάζοντα που θα τα βάλω
'σε ασπρόμαυρη ταινία,όπως ζω,σαν επιβάλλω...

Δεν έκανα ποτέ χωριό μ'εκείνους.
Ήμουνα 'στην πόλη,μόνος,με τους κρίνους
'σ'έναν κήπο,με κλωνάρια,
ειλημμέν'από τα Συναξάρια.

Χαρά πηγαία για ζωή
που έσταξε το θαύμα
το βαθύ μου τραύμα
κλείνοντας ως το πρωί.

Το αμάξι 'πέταξα οριστικά 'σε ρέμα
πλώρη βάζοντας ολοταχώς για μηχανή
χιλιάρα 'θέλοντας να ζήσω τη στιγμή
που με κορίτσι θα καλπάζω μες 'στο αίμα.

Το έδωσα για παλιοσίδερα,το 'χάρισα με μόνη πρόθεση
ν'αλλάξω της ζωής και ιστορίας μου την παλαιά υπόθεση
και καθαρά,με πρόσωπο να 'βγω 'στην κοινωνία πάλι,
έχοντας το κάτι που ζητούν πολλοί να 'πω 'στο ακρογιάλι.

'Στο τίποτα εξέπεσα με τον εγκέφαλο,
από το τίποτα ξεκίνησα πραγματικά
με βίο τόσο ασυνείδητο,ακέφαλο,
με νεύματα και ιαχές ν'ανταπαντά.

Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2017

Ψευδεπίγραφον ως κόκκος άμμου

Τα ιμάτιά του όλα διαρρηγνύοντας πως λέει μόνον την αλήθεια
έμπροσθεν ενόρκων και διαδίκων,ανακριτικής αρχής και τόσων δικαστών
με χείλη του τελάλη να κοάζουν,να στρεψοδικούν ζητώντας μια βοήθεια
έργο Θέμιδος να επιτελεσθή,ν'αποδοθή με την αντιστροφή των εποχών.

Χαρίεσσα μορφή αναβαπτίζει όρους
με δυναμισμό αγγίζοντας τα νέφη
της νεροποντής αυτής που νέα βρέφη
ανατρέφει εξοικονομώντας πόρους.

Μέλλον των αδήλων όρος
και παρόν των αφανών ανδρών,
αβυσσαλέος τέτοιος κόρος,
γλύφοντας τους τόπους των σκιών.

Παράξενη οσμή
θυμίζει τη φακή
που κάποτε συντρώγουμε
'στον κάδο και πετούμε.

Έκρυθμη σιγή
προκρίνει ανοχή
που την αρχή διαλόγου με
αναφορές που μειδιούμε
όλοι επιτάσσει
και ανασυντάσσει.

Τ'όνομά μου Πυγμαλίων.
Ο παλίμπαις των Μεγαλονήσων.
Με ταμείον,όλως,μείον
γράφω για τον πλουτισμό των Κροίσων.

Η ζωή μου ένα δάκρυ δίχως αγκαλιά,
ο εναγκαλισμός βασάνου και θανάτου
πού 'δωσαν την τελειωτική κλωτσιά
'στην κοινωνία φλεγομένης βάτου.

Με μιαν πιστότητα
Τα βράδια μου εκείνα 'σκότωνα το χρόνο,
την ημέρα 'βίαζα και παραβίαζα τις συνταγές
που μ'έδωσαν τροφή για τέτοιον πόνο,
διακονώντας τις ενδότερες και ύψιστες κραυγές.

Ελπιδοφόρα ηλιαχτίδα
έβγαλε την προσωπίδ'
αναγεννώντας μόνη την ουσία
και προκρίνοντας μιαν αυταξία
με του ηδυπότου συνουσία.

Διέλαμψαν,αστραποβόλησαν τ'αστέρια 'στην πανσέληνο
εγγίζοντας τον ήλιο,τεμαχίζοντας την Ημισέληνο
και φέροντας νοτιάδες και μελτέμια,
των αλόγων χαλιναγωγώντας γκέμια.

Αγναντεύοντας τ'αφράτα,ζουμερά της στήθη.
Ώρα που συρρέουν οκλαδόν τα πλήθη
και το 'μάτι πάει σύννεφο με πόδια
τόσ'ορθάνοιχτα που στήνουν,όμως,τα εμπόδια.

Μποξέρ μινιόν αυτός που 'νίκησε,που έφθασε 'στον τελικό
δεν έχει να πληρώση το νερό,το ρεύμα και τους αναλόγους φόρους
και καμώνεται,ο δυστυχής,πως ο αγώνας του εκείνος έχει όρους,
τρέχοντας 'στα γήπεδα και προπονούμενος σκληρώτατα με το πιοτό.

Ηθοποιός που το σανίδι
τον ανέβασε 'στα ύψη'
'σε κανένα δε θα λείψη.
Αν δεν έλειψε 'σε φίλους ήδη.

Εφοριακός 'πληρώθηκε για τη δουλειά
που έφερε εις πέρας
και τον 'πήρε ο αέρας
της τραπέζης των δανείων 'στην αναδουλειά.

Πολεοδόμος και δασάρχης,
οικοδόμος,θιασάρχης
για τα βήματα μιας ανθρωπότητας
που έπεσε 'στο κουκλοθέατρο της ετερότητας.

Με 'ψωνισμένο το μυαλό
βαδίζει σαν αράπης
ο 'μικρός σατράπης
με τη γκομενίτσα 'στη φωτό.

'Ψαρεύοντας το γκομενάκι
-δυο φιλάκια 'στο ερημικό παγκάκι-
έβγαλα παπούτσια και κασκόλ,σακάκι
και 'πουκάμισο για περαιτέρω,
μόνο φώτ'αλλάζοντας εκεί,'στο Γκέρο.

Ζωή 'ψαλιδισμένη
έρχεται και παραμένει
'σε ανοίκειους καιρούς
με τους ανθρώπους ως θεούς.

Με φωτιά 'φτιαγμένος και ατσάλι,
με την πέτρα 'σμιλευμένος και μολύβι,
μες 'στο θειάφι ερριμμένος πάλι
για τη μάχη της ζωής που τους κινδύνους κρύβει.

'Μπρός 'στην τεράστια υποκρισία
Λιπόσαρκη και 'τυφλωμένη εξουσία
'βρήκε παρτενέρ-κομψή αναλογία-
'σε αστείες πόζες,κάτω,παραλία,
τρέμοντας τη Νέμεσιν αθώ'από αιτία
και 'στημένη δι'ευλόγους 'στη γωνία.

Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2017

Ανυπόγραφο προγνωστικό-Με το δελτίο και με το κουπόνι-Ήρω'αφανούς η διάλεκτος και ιδιόλεκτος ακόσμου

'Πείσμωσα να γράψω τελευταία μιαν αράδα
να θυμίζη έντονα φημολογούμενα Ελλάδα
που της Τροίας εκπορθεί τα τείχη.
'Κλείστηκα 'στον εαυτό'χιλιάδες ήχοι.

Έστρωσα για 'σένα την κουβέρτα
να 'ξαπλώσης και να κοιμηθής
κ'εγώ,με την πολύχρωμή μου μπέρτα,
να σου ψιθυρίζω:''Κωλυσιεργείς.''.

'Τύλιξα ιμάντα.
'Λίγη κάνε την αβάντα,
τα στραβά που λεν τα 'μάτια
κ',έτσι,γίνε,πια,κομμάτια.
Ρόδα,τσάντα
και κοπάνα
'στην αλάνα
της Αβάνα.

Στάση για μια τζούρα
με περίτεχνη σαβούρα
'σε απέλπιδες προσπάθειες ετών
να διώξω την κατάρα των Θεών.

Έσπειρα και όργωσα και άρδευσα χωράφια
και τα μούτρα μου 'καθάρισα με δυο ξυράφια,
έτοιμος να παρουσιασθώ
για νόστο μέγ'από Κατακλυσμό.

Αρχή ανάξιος πολύ να συλλαβίσω πρώτη
'στη λογοδιάρροια συλλαμβανόμενος επ'αυτοφώρω,
'μικροσκοπικός 'στην όψη,έφηβος αιώνιος 'στη νιότη,
τετραρχία προκατειλημμένος δίχως αυστηρό τον όρο.

Τα κομμάτια 'μάζεψα τον έρωτα να νιώσω,
'σε στιγμές ανέσπερες ποτέ να μην ενδώσω
και τα χείλη 'βρήκα παγερά,'στη δίνη του ιδρώτα,
να πασχίζουν να μου 'πούν πως έχω μέσα μια καπότα.

Ανυπότακτος και άτακτος να θάλλω,
με μια πρώτη σκέψη πρώτα ν'αμφιβάλλω
για τα πάντα που θα 'βρίσκωνται 'στο δρόμο,
ραβασάκια ν'ανιχνεύω,να φορτώνομαι 'στον ώμο.

Του ονείρου υπηρέτης
σαν 'περήφανος δραπέτης
με τροχόσπιτο διθέσιο
και οδηγώντας μονοθέσιο.

Του ορίου επιβάτης,
των πουλιών διαβάτης,
εποχιακός υπάλληλος του δήμου,
φευγαλέος συνοδός του μίμου.

Κακοπληρωμένος συγγενής,
κακοποιός μα κι'ευγενής
'στα 'χνάρια του Οιδίποδος θεού
που 'στάθηκε σοφά 'στο ύψος του κρημνού.

Πενθώντας για τη Μάνα έξι μήνες
έτρεξα να κοιμηθώ,κρυφθώ 'στην αγκαλιά της.
Όσες 'μέρες κι'αν παρέλθουνε οι μνήμες μου εκείνες
δε θα εξαφανισθούν κι'ας μένω τόσο,πλέον,μακριά της.

'Στα τρίσβαθα σκοτάδια τ'ουρανού
ημίαιμες συνάντησα πολύχρωμες τουλίπες
να φεγγοβολούν απρόσμενες και λύπες
που 'γεννήθηκαν να λύουν του παππού.

'Περήφανος ενέδωσα
τα πάντα που σου έδωσα
κ'εσύ μου 'γέννησες τον πόνο.

'Σμίλευσα την πέτρα τόσο 'στο χαρτί,
κρουνούς κατέβασα για 'σέν'αυτοστιγμεί
να κλέβω,κυνηγώ συνέχεια χρόνο.

Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2017

Ιδιόχειρο αυτόφωρο παρωνυμίου αδικήματος ιδιωνύμου-Απορρίμματα ιδιορρύθμου

Τα φύλλα μου 'λευκάνθηκαν,συνέδεσα τους κρίκους
αλυσίδας που 'κρεμάστηκα μες 'στο αιώνιο ταξίδι,
βλέποντας μακρόθεν άρκτους,τις αλώπεκες,τους λύκους
'στους θνητούς,εκεί,να ησυχάζουν,έτοιμα για το λεπίδι.

'Κριματίστηκα βαθειά
η ασθενής μου μνήμη
λόγια έργα να πετά
διαλύοντας τη ζύμη.

Ένθεν ανεζήτησα τον εαυτό κακείθεν
μες 'στους βάλτους και τους υπονόμους
μια παρηγοριά να 'βρη,'σε δεξιώσεις,με τους δήθεν,
χρόνο να σκορπίζη καθ'οδόν με τροχονόμους.

Τι να γράψω που εσύ δεν είπες;
Τι να 'πω που δεν ειπώθηκε;
Ολόμονος,εδώ,με δύο τρύπες
ν'αντικρίζω του Ηλίου
το 'ξημέρωμα Κυρίου.
Τελεσίγραφο που επεδόθηκε.

Ολόκληρο το βράδυ που 'καθόμουν κι'έγραφα τες σημειώσεις
'στην αχλύ του νου πως κάτι και για 'μένα θα υπάρχη
έξω 'κεί που τύχη καθαρή για μερικούς θα λες μονίμως..

'Νωρίς ξεκίνησα ταξίδι για να μη με πάρουν μακριά υποχρεώσεις
κι'έτσι στερηθώ τη μόνη μου αγάπη που με περιμένει 'σπίτι
με τ'απορριμματοφόρα πού 'βαλε να καθαρίσουν υπερχρεωμένος δήμος..

'Ζούσα με αυτάρκεια,
δεν έλεγα πεινούσα
γευσιγνώστης που αναπολούσα
ναρκοπέδια μ'επάρκεια.

Τις πληγές μετά το φονικό εγκέλαδο μετρώ
χωρίς ποτέ να νιώθω την ανάγκη ν'απολογηθώ
για όσους και για 'κείνους που,εγκαταλείποντας τα πάντα,
'βγήκαν πανελίστες τους συμπαντικούς να ερμηνεύσουν νόμους με τη μπάντα...

Της μοναδικής αγάπης τα χυμώδη χείλη
με τραγούδια εμπορίου και δημώδη τον Απρίλη
δρόμο χρέους και υπευθυνότητας να μου διδάσκουν τόσα
'σε 'μερόνυχτα κουφότητας και αστειότητας 'στους πρόποδες,εκεί,κοντά 'στην Όσσα.

Περισυνέλεξα μια χιλιόμβη με σωρούς των δυστυχών,κλεινών
ανθρώπων που 'κερδίσανε τη φήμη,
ταξιδεύοντας από 'να στόμα 'στ'άλλο,'κείνων που με βέλη,πανουργίες των θεών
'νικήθηκαν αποτελώντας το προζύμι.
Για κατοπινούς η μνήμη.

Θάλασσα που 'λίγο-'λίγο ξεφουσκώνει
μες 'στα 'μανιασμένα κύματα
που ακροώμαι.Κόσμος ξεφαντώνει
με πολλά και δίσημα σκιρτήματα.

Τη συζήτηση εκτρέποντας προς μιαν αρένα,
στρεψοδίκης παιδιόθεν και αγαπητός
'στους κύκλους μιας απάτης,αδελφός
εργαζομένων 'στο δημόσιο,'στην τρίχα και 'στην πένα.

Το αιώνιο γιατί διερωτώμενος,
διερευνώντας με τα 'νύχια της αβύσσου,
επισκέπτης,γητευτής αναφαινόμενος
'στα χέρια νεοπλούτου,νέου Κροίσου.

Με χείλια 'σκουριασμένα,
'δόντια 'σαπισμένα,
το απόκοσμο φιλί
αναζητώντας εσαεί.

Το σημείωμα επέρριψα εν μέσω της θαλάσσης
για να 'βρης παρηγοριά προτού ολότελα με χάσης
και τα όνειρα να διαφανούν ελπίδες φρούδες
'στο ασάλευτο σκαρί που σύρουν τώρα πεταλούδες.

Αραχνο'ύ'φαντος ιστός και 'στα πλοκάμια μέσα
'βρέθηκαν εκείν'οι άνθρωποι που
'στην καρδιά των,τον παλμό του κτύπου,
δεν αισθάνθηκαν ποτέ λογοδοσία,υποκείμενοι 'στη μπέσα.

Εγκοπτόμενος και πλάθοντας μιαν ιστορία της στιγμής,
δημιουργώντας άλλες τόσες μ'αίμα,πια,φεγγάρια,
πλάι,έχοντας,τασάκι μου 'σπασμένο 'στης ορμής
τα ετερόφωτα,μαβιά και πτερωτά λυχνάρια.

Δεν ήταν ό,τι 'πόθησα,προς ώρας
μόνον ανατέλλουν οι αστέρες
'στο ημίφως φέγγοντας τις 'μέρες
'κεί,'μπροστά που αναδύεται ο Βόρας.

Περιπλανήθηκα 'στην άβυσσο με χέρια 'ματωμένα.
Τι προοπτική να λες πως δεν αγάπησες,πως έχεις ξεγραμμένα
όνειρα που δε 'χαράχτηκαν ποτέ 'στο ασυνείδητο και χώρια
που τα πάντα εγκατέλειψες 'ζωσμένος με φανούς,κεριά 'στα όρια
θανάτου δυσκλεούς που το κατώφλι διάβηκε μιας άχαρης ζωής
'θαμμένος και 'σκαμμένος ως και το μεδούλι αδιόρατης πληγής..!

Μοναξιά,'σε 'ζήλεψα,
'στην αγκαλιά σου 'δόθηκα
με λάφυρα που 'σκύλεψα
με κόσμο και ανδρώθηκα.

'Στην αγκαλιά με τόσο κρύα χείλη,
'λατρεμένη μου,φορώντας πετραχήλι
και 'στον Ύψιστ'ορκιζόμενος
να έρθη πλάι ο επόμενος.

Ακριβές οι νύξεις,
ολιγόλεπτες αφίξεις
'σ'ένα όνειρο τρελλού
και υποτακτικού.

'Χαρισμένα βράδια με αγέρα
μόνον περιμένοντας τη 'μέρα
'σε αθώες περιπτύξεις
των ανέμων οι ελίξεις.

Με ριμαδοφόρα νώτα
ξεσκεπάζοντας καπότα
πάμφθην'η τιμή
αθώου 'στο κλουβί.

Με σωθικά που ξεπερνούνε αντοχές,
με τη μαμά να μου φωνάζη έλ'αμέσως
τον καφέ για να σε 'πω χωρίς ευχές,
τρωθείς από 'να 'μάτι που μοιράζει πέσος.

Ανεπαύθη με γαλήνη,
στόχους εξεπλήρωσε πολλούς
χωρίς ποτέ να κατακρίνη
μα να εύχεται παντοτεινά 'σ'εχθρούς.

Απεικόνιση μεγάλη.
'Τούτ'η γκόμενα το χάνει,
αφαιρείται και υπόσχεται πολλά
που δεν αρμόζουν 'σε θνητούς αλλά
που πάντα η συνείδηση και,πάλι,
το πρωτότυπο διασώζει 'στο ντουμάνι.

'Κάθησα να γράψω μερικές ακόμ'αράδες
και να θυμηθώ στιγμές σημαντικές που έκανα παπάδες
τό 'να χέρι ακουμπώντας 'στ'απαλά σου και σαρκώδη χείλη
και το άλλο έναστρον αγγίζοντας τον ουρανό με δρόσο του Απρίλη.

'Ζήλευσα αιφνίδια παράδοξα το θάνατο,
εκείνους όλους που ατίμασαν τα τείχη
και μες 'στην οδύσσεια του πνεύματος αθάνατο
ιχώρα ήπιαν που κατακυρίευσαν δεκάδες στίχοι.



Με νυστέρι την ανάγκη και την ύπαρξη νοήματος αδράχτι μες 'στο χαρτοπόλεμο της νύχτας.