Τα φύλλα μου 'λευκάνθηκαν,συνέδεσα τους κρίκους
αλυσίδας που 'κρεμάστηκα μες 'στο αιώνιο ταξίδι,
βλέποντας μακρόθεν άρκτους,τις αλώπεκες,τους λύκους
'στους θνητούς,εκεί,να ησυχάζουν,έτοιμα για το λεπίδι.
'Κριματίστηκα βαθειά
η ασθενής μου μνήμη
λόγια έργα να πετά
διαλύοντας τη ζύμη.
Ένθεν ανεζήτησα τον εαυτό κακείθεν
μες 'στους βάλτους και τους υπονόμους
μια παρηγοριά να 'βρη,'σε δεξιώσεις,με τους δήθεν,
χρόνο να σκορπίζη καθ'οδόν με τροχονόμους.
Τι να γράψω που εσύ δεν είπες;
Τι να 'πω που δεν ειπώθηκε;
Ολόμονος,εδώ,με δύο τρύπες
ν'αντικρίζω του Ηλίου
το 'ξημέρωμα Κυρίου.
Τελεσίγραφο που επεδόθηκε.
Ολόκληρο το βράδυ που 'καθόμουν κι'έγραφα τες σημειώσεις
'στην αχλύ του νου πως κάτι και για 'μένα θα υπάρχη
έξω 'κεί που τύχη καθαρή για μερικούς θα λες μονίμως..
'Νωρίς ξεκίνησα ταξίδι για να μη με πάρουν μακριά υποχρεώσεις
κι'έτσι στερηθώ τη μόνη μου αγάπη που με περιμένει 'σπίτι
με τ'απορριμματοφόρα πού 'βαλε να καθαρίσουν υπερχρεωμένος δήμος..
'Ζούσα με αυτάρκεια,
δεν έλεγα πεινούσα
γευσιγνώστης που αναπολούσα
ναρκοπέδια μ'επάρκεια.
Τις πληγές μετά το φονικό εγκέλαδο μετρώ
χωρίς ποτέ να νιώθω την ανάγκη ν'απολογηθώ
για όσους και για 'κείνους που,εγκαταλείποντας τα πάντα,
'βγήκαν πανελίστες τους συμπαντικούς να ερμηνεύσουν νόμους με τη μπάντα...
Της μοναδικής αγάπης τα χυμώδη χείλη
με τραγούδια εμπορίου και δημώδη τον Απρίλη
δρόμο χρέους και υπευθυνότητας να μου διδάσκουν τόσα
'σε 'μερόνυχτα κουφότητας και αστειότητας 'στους πρόποδες,εκεί,κοντά 'στην Όσσα.
Περισυνέλεξα μια χιλιόμβη με σωρούς των δυστυχών,κλεινών
ανθρώπων που 'κερδίσανε τη φήμη,
ταξιδεύοντας από 'να στόμα 'στ'άλλο,'κείνων που με βέλη,πανουργίες των θεών
'νικήθηκαν αποτελώντας το προζύμι.
Για κατοπινούς η μνήμη.
Θάλασσα που 'λίγο-'λίγο ξεφουσκώνει
μες 'στα 'μανιασμένα κύματα
που ακροώμαι.Κόσμος ξεφαντώνει
με πολλά και δίσημα σκιρτήματα.
Τη συζήτηση εκτρέποντας προς μιαν αρένα,
στρεψοδίκης παιδιόθεν και αγαπητός
'στους κύκλους μιας απάτης,αδελφός
εργαζομένων 'στο δημόσιο,'στην τρίχα και 'στην πένα.
Το αιώνιο γιατί διερωτώμενος,
διερευνώντας με τα 'νύχια της αβύσσου,
επισκέπτης,γητευτής αναφαινόμενος
'στα χέρια νεοπλούτου,νέου Κροίσου.
Με χείλια 'σκουριασμένα,
'δόντια 'σαπισμένα,
το απόκοσμο φιλί
αναζητώντας εσαεί.
Το σημείωμα επέρριψα εν μέσω της θαλάσσης
για να 'βρης παρηγοριά προτού ολότελα με χάσης
και τα όνειρα να διαφανούν ελπίδες φρούδες
'στο ασάλευτο σκαρί που σύρουν τώρα πεταλούδες.
Αραχνο'ύ'φαντος ιστός και 'στα πλοκάμια μέσα
'βρέθηκαν εκείν'οι άνθρωποι που
'στην καρδιά των,τον παλμό του κτύπου,
δεν αισθάνθηκαν ποτέ λογοδοσία,υποκείμενοι 'στη μπέσα.
Εγκοπτόμενος και πλάθοντας μιαν ιστορία της στιγμής,
δημιουργώντας άλλες τόσες μ'αίμα,πια,φεγγάρια,
πλάι,έχοντας,τασάκι μου 'σπασμένο 'στης ορμής
τα ετερόφωτα,μαβιά και πτερωτά λυχνάρια.
Δεν ήταν ό,τι 'πόθησα,προς ώρας
μόνον ανατέλλουν οι αστέρες
'στο ημίφως φέγγοντας τις 'μέρες
'κεί,'μπροστά που αναδύεται ο Βόρας.
Περιπλανήθηκα 'στην άβυσσο με χέρια 'ματωμένα.
Τι προοπτική να λες πως δεν αγάπησες,πως έχεις ξεγραμμένα
όνειρα που δε 'χαράχτηκαν ποτέ 'στο ασυνείδητο και χώρια
που τα πάντα εγκατέλειψες 'ζωσμένος με φανούς,κεριά 'στα όρια
θανάτου δυσκλεούς που το κατώφλι διάβηκε μιας άχαρης ζωής
'θαμμένος και 'σκαμμένος ως και το μεδούλι αδιόρατης πληγής..!
Μοναξιά,'σε 'ζήλεψα,
'στην αγκαλιά σου 'δόθηκα
με λάφυρα που 'σκύλεψα
με κόσμο και ανδρώθηκα.
'Στην αγκαλιά με τόσο κρύα χείλη,
'λατρεμένη μου,φορώντας πετραχήλι
και 'στον Ύψιστ'ορκιζόμενος
να έρθη πλάι ο επόμενος.
Ακριβές οι νύξεις,
ολιγόλεπτες αφίξεις
'σ'ένα όνειρο τρελλού
και υποτακτικού.
'Χαρισμένα βράδια με αγέρα
μόνον περιμένοντας τη 'μέρα
'σε αθώες περιπτύξεις
των ανέμων οι ελίξεις.
Με ριμαδοφόρα νώτα
ξεσκεπάζοντας καπότα
πάμφθην'η τιμή
αθώου 'στο κλουβί.
Με σωθικά που ξεπερνούνε αντοχές,
με τη μαμά να μου φωνάζη έλ'αμέσως
τον καφέ για να σε 'πω χωρίς ευχές,
τρωθείς από 'να 'μάτι που μοιράζει πέσος.
Ανεπαύθη με γαλήνη,
στόχους εξεπλήρωσε πολλούς
χωρίς ποτέ να κατακρίνη
μα να εύχεται παντοτεινά 'σ'εχθρούς.
Απεικόνιση μεγάλη.
'Τούτ'η γκόμενα το χάνει,
αφαιρείται και υπόσχεται πολλά
που δεν αρμόζουν 'σε θνητούς αλλά
που πάντα η συνείδηση και,πάλι,
το πρωτότυπο διασώζει 'στο ντουμάνι.
'Κάθησα να γράψω μερικές ακόμ'αράδες
και να θυμηθώ στιγμές σημαντικές που έκανα παπάδες
τό 'να χέρι ακουμπώντας 'στ'απαλά σου και σαρκώδη χείλη
και το άλλο έναστρον αγγίζοντας τον ουρανό με δρόσο του Απρίλη.
'Ζήλευσα αιφνίδια παράδοξα το θάνατο,
εκείνους όλους που ατίμασαν τα τείχη
και μες 'στην οδύσσεια του πνεύματος αθάνατο
ιχώρα ήπιαν που κατακυρίευσαν δεκάδες στίχοι.
Με νυστέρι την ανάγκη και την ύπαρξη νοήματος αδράχτι μες 'στο χαρτοπόλεμο της νύχτας.