Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2017

Νυσταλέες φευγαλέες αναμνήσεις

Κατέγραφα εικόνες 'στους ονειρικούς,εξωτικούς μου παραδείσους,
ότι έτρεχα και 'κυνηγούσα εμμανώς τους νεοπλούτους και τους Κροίσους.
Ήταν η ασθένεια βαρειά,ταλαίπωρος εγώ,ελάχιστες επιλογές το φως ηλίου ν'αντικρίσω
και με ψυχοσύνθεση ακμαίου ηθικού,σχεδόν συνειδητού να εγχαράξω και ν'αφήσω ίχνη 'πίσω.

Έψεξα σκληρά τη μοίρα
που απόκριση δεν 'πήρα
για τα βράδια
'στα σκοτάδια
που 'γυρνούσα
και χαζολογούσα..

Χαρτοπετσέτες 'στα σκουπίδια,
μπρίκι για καφέ και ζάχαρη
'σε βίο τραγικό και άχαρι
'στα τρία σπάζοντας σανίδια.

Τ'όργιο τα χείλη 'κράτησα σφικτά
για ν'αποφύγω και το συρφετό
για ν'αποδιώξω 'στο λεπτό,
καθάρια διατηρώντας την καρδιά.

Τι να γράψω που ποτέ δεν είπα;
Τι να 'πω που 'γράφτηκε 'στο πόδι;
Ανθισμένη μου,ολάνθιστη τουλίπα,
ώριμο και 'μυρωμένο ρόδι..!

Έφυγε για τη θητεία
'σε μοναχική πορεία
με μιαν ώριμη κυρία
για να 'βρη μιαν ευκαιρία.

Ακριβά τα πούρα.
Πάμφθηνα τσιγάρα.
Όλα τους σαβούρα,
όλα για τα Ζάρα.

Γκομενάκι μες 'στα πετσετάκια
'ζήλεψε βραχιόλια και κολλιέ
σαν ήρθε για παρέα 'στον τεκκέ
με τραύματα και με παγάκια.

Σε 'γνώρισα 'στο Κ.Ε.Π.
να κάνης τη ζωάρα
και να δίνης με Α.Σ.Ε.Π.
το χρόνο 'στην κατάρα.

'Κάλυψα καλά τον ήχο
με τον ευγενή μου στίχο,
αισθανόμενος πως ανασαίνω
και τα όνειρά μου 'πετυχαίνω.

Πολλά τσιγάρα για το απολύτως τίποτα
'σε βράδια υποψίας και ανείπωτα
η 'μέρα που τα βλέπει και πλατειά γελά,
θαρρώντας ότι 'νίκησα τη μοναξιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου