'Πείσμωσα να γράψω τελευταία μιαν αράδα
να θυμίζη έντονα φημολογούμενα Ελλάδα
που της Τροίας εκπορθεί τα τείχη.
'Κλείστηκα 'στον εαυτό'χιλιάδες ήχοι.
Έστρωσα για 'σένα την κουβέρτα
να 'ξαπλώσης και να κοιμηθής
κ'εγώ,με την πολύχρωμή μου μπέρτα,
να σου ψιθυρίζω:''Κωλυσιεργείς.''.
'Τύλιξα ιμάντα.
'Λίγη κάνε την αβάντα,
τα στραβά που λεν τα 'μάτια
κ',έτσι,γίνε,πια,κομμάτια.
Ρόδα,τσάντα
και κοπάνα
'στην αλάνα
της Αβάνα.
Στάση για μια τζούρα
με περίτεχνη σαβούρα
'σε απέλπιδες προσπάθειες ετών
να διώξω την κατάρα των Θεών.
Έσπειρα και όργωσα και άρδευσα χωράφια
και τα μούτρα μου 'καθάρισα με δυο ξυράφια,
έτοιμος να παρουσιασθώ
για νόστο μέγ'από Κατακλυσμό.
Αρχή ανάξιος πολύ να συλλαβίσω πρώτη
'στη λογοδιάρροια συλλαμβανόμενος επ'αυτοφώρω,
'μικροσκοπικός 'στην όψη,έφηβος αιώνιος 'στη νιότη,
τετραρχία προκατειλημμένος δίχως αυστηρό τον όρο.
Τα κομμάτια 'μάζεψα τον έρωτα να νιώσω,
'σε στιγμές ανέσπερες ποτέ να μην ενδώσω
και τα χείλη 'βρήκα παγερά,'στη δίνη του ιδρώτα,
να πασχίζουν να μου 'πούν πως έχω μέσα μια καπότα.
Ανυπότακτος και άτακτος να θάλλω,
με μια πρώτη σκέψη πρώτα ν'αμφιβάλλω
για τα πάντα που θα 'βρίσκωνται 'στο δρόμο,
ραβασάκια ν'ανιχνεύω,να φορτώνομαι 'στον ώμο.
Του ονείρου υπηρέτης
σαν 'περήφανος δραπέτης
με τροχόσπιτο διθέσιο
και οδηγώντας μονοθέσιο.
Του ορίου επιβάτης,
των πουλιών διαβάτης,
εποχιακός υπάλληλος του δήμου,
φευγαλέος συνοδός του μίμου.
Κακοπληρωμένος συγγενής,
κακοποιός μα κι'ευγενής
'στα 'χνάρια του Οιδίποδος θεού
που 'στάθηκε σοφά 'στο ύψος του κρημνού.
Πενθώντας για τη Μάνα έξι μήνες
έτρεξα να κοιμηθώ,κρυφθώ 'στην αγκαλιά της.
Όσες 'μέρες κι'αν παρέλθουνε οι μνήμες μου εκείνες
δε θα εξαφανισθούν κι'ας μένω τόσο,πλέον,μακριά της.
'Στα τρίσβαθα σκοτάδια τ'ουρανού
ημίαιμες συνάντησα πολύχρωμες τουλίπες
να φεγγοβολούν απρόσμενες και λύπες
που 'γεννήθηκαν να λύουν του παππού.
'Περήφανος ενέδωσα
τα πάντα που σου έδωσα
κ'εσύ μου 'γέννησες τον πόνο.
'Σμίλευσα την πέτρα τόσο 'στο χαρτί,
κρουνούς κατέβασα για 'σέν'αυτοστιγμεί
να κλέβω,κυνηγώ συνέχεια χρόνο.
να θυμίζη έντονα φημολογούμενα Ελλάδα
που της Τροίας εκπορθεί τα τείχη.
'Κλείστηκα 'στον εαυτό'χιλιάδες ήχοι.
Έστρωσα για 'σένα την κουβέρτα
να 'ξαπλώσης και να κοιμηθής
κ'εγώ,με την πολύχρωμή μου μπέρτα,
να σου ψιθυρίζω:''Κωλυσιεργείς.''.
'Τύλιξα ιμάντα.
'Λίγη κάνε την αβάντα,
τα στραβά που λεν τα 'μάτια
κ',έτσι,γίνε,πια,κομμάτια.
Ρόδα,τσάντα
και κοπάνα
'στην αλάνα
της Αβάνα.
Στάση για μια τζούρα
με περίτεχνη σαβούρα
'σε απέλπιδες προσπάθειες ετών
να διώξω την κατάρα των Θεών.
Έσπειρα και όργωσα και άρδευσα χωράφια
και τα μούτρα μου 'καθάρισα με δυο ξυράφια,
έτοιμος να παρουσιασθώ
για νόστο μέγ'από Κατακλυσμό.
Αρχή ανάξιος πολύ να συλλαβίσω πρώτη
'στη λογοδιάρροια συλλαμβανόμενος επ'αυτοφώρω,
'μικροσκοπικός 'στην όψη,έφηβος αιώνιος 'στη νιότη,
τετραρχία προκατειλημμένος δίχως αυστηρό τον όρο.
Τα κομμάτια 'μάζεψα τον έρωτα να νιώσω,
'σε στιγμές ανέσπερες ποτέ να μην ενδώσω
και τα χείλη 'βρήκα παγερά,'στη δίνη του ιδρώτα,
να πασχίζουν να μου 'πούν πως έχω μέσα μια καπότα.
Ανυπότακτος και άτακτος να θάλλω,
με μια πρώτη σκέψη πρώτα ν'αμφιβάλλω
για τα πάντα που θα 'βρίσκωνται 'στο δρόμο,
ραβασάκια ν'ανιχνεύω,να φορτώνομαι 'στον ώμο.
Του ονείρου υπηρέτης
σαν 'περήφανος δραπέτης
με τροχόσπιτο διθέσιο
και οδηγώντας μονοθέσιο.
Του ορίου επιβάτης,
των πουλιών διαβάτης,
εποχιακός υπάλληλος του δήμου,
φευγαλέος συνοδός του μίμου.
Κακοπληρωμένος συγγενής,
κακοποιός μα κι'ευγενής
'στα 'χνάρια του Οιδίποδος θεού
που 'στάθηκε σοφά 'στο ύψος του κρημνού.
Πενθώντας για τη Μάνα έξι μήνες
έτρεξα να κοιμηθώ,κρυφθώ 'στην αγκαλιά της.
Όσες 'μέρες κι'αν παρέλθουνε οι μνήμες μου εκείνες
δε θα εξαφανισθούν κι'ας μένω τόσο,πλέον,μακριά της.
'Στα τρίσβαθα σκοτάδια τ'ουρανού
ημίαιμες συνάντησα πολύχρωμες τουλίπες
να φεγγοβολούν απρόσμενες και λύπες
που 'γεννήθηκαν να λύουν του παππού.
'Περήφανος ενέδωσα
τα πάντα που σου έδωσα
κ'εσύ μου 'γέννησες τον πόνο.
'Σμίλευσα την πέτρα τόσο 'στο χαρτί,
κρουνούς κατέβασα για 'σέν'αυτοστιγμεί
να κλέβω,κυνηγώ συνέχεια χρόνο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου