Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2017

Τ'ακριβοθώρητα

Το βλέμμα σου σπινθηροβόλο
άναψε φωτιές πολλές και πάλι,
αγναντεύοντας το ακρογιάλι
μες 'στη Λάρισα,κοντά 'στο Βόλο..

'Κάθησα να γράψω επ'εσχάτων μερικές ακόμ'αράδες
και να θυμηθώ τις εποχές που έκανα πολύ παπάδες
τό 'να χέρι ακουμπώντας 'στ'απαλά σου και σαρκώδη χείλη
και το άλλο έναστρον αγγίζοντας τον ουρανό 'στη δρόσο του Απρίλη.

Τα όνειρά μου 'στράγγιξα,
τα έκανα χυμό,
τα στήθη σου σαν άγγιξα
και 'βρήκα το Θεό.

Τα πρωινά με τόσες μαντινάδες,
πίνοντας επί το πλείστον τις πορτοκαλάδες
και τα βράδια με φιλιά και χάδια
'στο κορμί σου ανεξίτηλα σημάδια.

Σου 'μίλησα ευθύβολα,
μου 'μίλησες με ντομπροσύνη
και τον έρωτα 'χαρήκαμε
οι δυο το βράδυ που αφήνει...

Αναδρομή 'στο παρελθόν
που είμαι πάντοτε παρών,
ορίζοντας τις μάχες και τα γεγονότα,
παίζοντας κακόφωνα,με φάλτσα νότα.

'Σπαργάνωσα τις αναμνήσεις απαλά μες 'στο κουτί με τα γλυκά
και,ξενυχτώντας,ενθυμούμενος το γαλλικό φιλί της,
έγραψα για χάρη της μια πρόζα συγκινούμενος από την ομορφιά
που ικανή μου 'στάθηκε να με δεχθή μες 'στη ζωή της.

Μαχητικός σαν πυροσβέστης,
μάχιμος σαν αστυνόμος.
'Βρες τους,ψάξε,πήγαινε και πες της
η ζωή πως είναι μόνο δρόμος.

Έγραφα για 'σένα τρεις ολόκληρες σελίδες
να διαβάσης και τελείως ν'απογειωθής
από τα 'ξεχασμένα μου,εκεί,με τις ελπίδες
τώρα να δεσμεύουν όνειρα ζωής.

'Ψήλωσα για πάντ'
ακούγοντας τη μπάντα
και συλλογιζόμενος εκείνα
πού 'φεραν τον όλεθρο από Μαικήνα.

Το κεφάλι έσπαγα να υπερβώ το χρόνο,
μες 'στα όνειρα περιπλανιόμουν δίχως πόνο
να γνωρίζω τους ανθρώπους μόνο με εικόνες
με αυτοθυσία με τον κίνδυνο ν'ακυρωθώ
και η ζωή να καταλήξη μες 'στις ανεμώνες
και τα κυπαρίσσια πού 'χα 'στον ειρμό για φυλακτό.

Ακύρωσα ταξίδι 'προγραμματισμένο
για να παραβγώ 'σε μάχη με αδικημένο
εαυτό και νιώσω την υπέρτατ'ηδονή
που 'βρήκα,επιτέλους,διεκδικητή..

Μανιωδώς πληροφορία 'κυνηγούσα
και 'στον κάλαθο εμμονικά σωρό 'πετούσα.
Ψάχνοντας ευδόξως τους αναβαθμούς και αριθμούς
μιας σκέψης πτερωτής που εξαπλώνεται 'σ'ενιαυτούς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου