Τα ιμάτιά του όλα διαρρηγνύοντας πως λέει μόνον την αλήθεια
έμπροσθεν ενόρκων και διαδίκων,ανακριτικής αρχής και τόσων δικαστών
με χείλη του τελάλη να κοάζουν,να στρεψοδικούν ζητώντας μια βοήθεια
έργο Θέμιδος να επιτελεσθή,ν'αποδοθή με την αντιστροφή των εποχών.
Χαρίεσσα μορφή αναβαπτίζει όρους
με δυναμισμό αγγίζοντας τα νέφη
της νεροποντής αυτής που νέα βρέφη
ανατρέφει εξοικονομώντας πόρους.
Μέλλον των αδήλων όρος
και παρόν των αφανών ανδρών,
αβυσσαλέος τέτοιος κόρος,
γλύφοντας τους τόπους των σκιών.
Παράξενη οσμή
θυμίζει τη φακή
που κάποτε συντρώγουμε
'στον κάδο και πετούμε.
Έκρυθμη σιγή
προκρίνει ανοχή
που την αρχή διαλόγου με
αναφορές που μειδιούμε
όλοι επιτάσσει
και ανασυντάσσει.
Τ'όνομά μου Πυγμαλίων.
Ο παλίμπαις των Μεγαλονήσων.
Με ταμείον,όλως,μείον
γράφω για τον πλουτισμό των Κροίσων.
Η ζωή μου ένα δάκρυ δίχως αγκαλιά,
ο εναγκαλισμός βασάνου και θανάτου
πού 'δωσαν την τελειωτική κλωτσιά
'στην κοινωνία φλεγομένης βάτου.
Με μιαν πιστότητα
Τα βράδια μου εκείνα 'σκότωνα το χρόνο,
την ημέρα 'βίαζα και παραβίαζα τις συνταγές
που μ'έδωσαν τροφή για τέτοιον πόνο,
διακονώντας τις ενδότερες και ύψιστες κραυγές.
Ελπιδοφόρα ηλιαχτίδα
έβγαλε την προσωπίδ'
αναγεννώντας μόνη την ουσία
και προκρίνοντας μιαν αυταξία
με του ηδυπότου συνουσία.
Διέλαμψαν,αστραποβόλησαν τ'αστέρια 'στην πανσέληνο
εγγίζοντας τον ήλιο,τεμαχίζοντας την Ημισέληνο
και φέροντας νοτιάδες και μελτέμια,
των αλόγων χαλιναγωγώντας γκέμια.
Αγναντεύοντας τ'αφράτα,ζουμερά της στήθη.
Ώρα που συρρέουν οκλαδόν τα πλήθη
και το 'μάτι πάει σύννεφο με πόδια
τόσ'ορθάνοιχτα που στήνουν,όμως,τα εμπόδια.
Μποξέρ μινιόν αυτός που 'νίκησε,που έφθασε 'στον τελικό
δεν έχει να πληρώση το νερό,το ρεύμα και τους αναλόγους φόρους
και καμώνεται,ο δυστυχής,πως ο αγώνας του εκείνος έχει όρους,
τρέχοντας 'στα γήπεδα και προπονούμενος σκληρώτατα με το πιοτό.
Ηθοποιός που το σανίδι
τον ανέβασε 'στα ύψη'
'σε κανένα δε θα λείψη.
Αν δεν έλειψε 'σε φίλους ήδη.
Εφοριακός 'πληρώθηκε για τη δουλειά
που έφερε εις πέρας
και τον 'πήρε ο αέρας
της τραπέζης των δανείων 'στην αναδουλειά.
Πολεοδόμος και δασάρχης,
οικοδόμος,θιασάρχης
για τα βήματα μιας ανθρωπότητας
που έπεσε 'στο κουκλοθέατρο της ετερότητας.
Με 'ψωνισμένο το μυαλό
βαδίζει σαν αράπης
ο 'μικρός σατράπης
με τη γκομενίτσα 'στη φωτό.
'Ψαρεύοντας το γκομενάκι
-δυο φιλάκια 'στο ερημικό παγκάκι-
έβγαλα παπούτσια και κασκόλ,σακάκι
και 'πουκάμισο για περαιτέρω,
μόνο φώτ'αλλάζοντας εκεί,'στο Γκέρο.
Ζωή 'ψαλιδισμένη
έρχεται και παραμένει
'σε ανοίκειους καιρούς
με τους ανθρώπους ως θεούς.
Με φωτιά 'φτιαγμένος και ατσάλι,
με την πέτρα 'σμιλευμένος και μολύβι,
μες 'στο θειάφι ερριμμένος πάλι
για τη μάχη της ζωής που τους κινδύνους κρύβει.
'Μπρός 'στην τεράστια υποκρισία
Λιπόσαρκη και 'τυφλωμένη εξουσία
'βρήκε παρτενέρ-κομψή αναλογία-
'σε αστείες πόζες,κάτω,παραλία,
τρέμοντας τη Νέμεσιν αθώ'από αιτία
και 'στημένη δι'ευλόγους 'στη γωνία.
έμπροσθεν ενόρκων και διαδίκων,ανακριτικής αρχής και τόσων δικαστών
με χείλη του τελάλη να κοάζουν,να στρεψοδικούν ζητώντας μια βοήθεια
έργο Θέμιδος να επιτελεσθή,ν'αποδοθή με την αντιστροφή των εποχών.
Χαρίεσσα μορφή αναβαπτίζει όρους
με δυναμισμό αγγίζοντας τα νέφη
της νεροποντής αυτής που νέα βρέφη
ανατρέφει εξοικονομώντας πόρους.
Μέλλον των αδήλων όρος
και παρόν των αφανών ανδρών,
αβυσσαλέος τέτοιος κόρος,
γλύφοντας τους τόπους των σκιών.
Παράξενη οσμή
θυμίζει τη φακή
που κάποτε συντρώγουμε
'στον κάδο και πετούμε.
Έκρυθμη σιγή
προκρίνει ανοχή
που την αρχή διαλόγου με
αναφορές που μειδιούμε
όλοι επιτάσσει
και ανασυντάσσει.
Τ'όνομά μου Πυγμαλίων.
Ο παλίμπαις των Μεγαλονήσων.
Με ταμείον,όλως,μείον
γράφω για τον πλουτισμό των Κροίσων.
Η ζωή μου ένα δάκρυ δίχως αγκαλιά,
ο εναγκαλισμός βασάνου και θανάτου
πού 'δωσαν την τελειωτική κλωτσιά
'στην κοινωνία φλεγομένης βάτου.
Με μιαν πιστότητα
Τα βράδια μου εκείνα 'σκότωνα το χρόνο,
την ημέρα 'βίαζα και παραβίαζα τις συνταγές
που μ'έδωσαν τροφή για τέτοιον πόνο,
διακονώντας τις ενδότερες και ύψιστες κραυγές.
Ελπιδοφόρα ηλιαχτίδα
έβγαλε την προσωπίδ'
αναγεννώντας μόνη την ουσία
και προκρίνοντας μιαν αυταξία
με του ηδυπότου συνουσία.
Διέλαμψαν,αστραποβόλησαν τ'αστέρια 'στην πανσέληνο
εγγίζοντας τον ήλιο,τεμαχίζοντας την Ημισέληνο
και φέροντας νοτιάδες και μελτέμια,
των αλόγων χαλιναγωγώντας γκέμια.
Αγναντεύοντας τ'αφράτα,ζουμερά της στήθη.
Ώρα που συρρέουν οκλαδόν τα πλήθη
και το 'μάτι πάει σύννεφο με πόδια
τόσ'ορθάνοιχτα που στήνουν,όμως,τα εμπόδια.
Μποξέρ μινιόν αυτός που 'νίκησε,που έφθασε 'στον τελικό
δεν έχει να πληρώση το νερό,το ρεύμα και τους αναλόγους φόρους
και καμώνεται,ο δυστυχής,πως ο αγώνας του εκείνος έχει όρους,
τρέχοντας 'στα γήπεδα και προπονούμενος σκληρώτατα με το πιοτό.
Ηθοποιός που το σανίδι
τον ανέβασε 'στα ύψη'
'σε κανένα δε θα λείψη.
Αν δεν έλειψε 'σε φίλους ήδη.
Εφοριακός 'πληρώθηκε για τη δουλειά
που έφερε εις πέρας
και τον 'πήρε ο αέρας
της τραπέζης των δανείων 'στην αναδουλειά.
Πολεοδόμος και δασάρχης,
οικοδόμος,θιασάρχης
για τα βήματα μιας ανθρωπότητας
που έπεσε 'στο κουκλοθέατρο της ετερότητας.
Με 'ψωνισμένο το μυαλό
βαδίζει σαν αράπης
ο 'μικρός σατράπης
με τη γκομενίτσα 'στη φωτό.
'Ψαρεύοντας το γκομενάκι
-δυο φιλάκια 'στο ερημικό παγκάκι-
έβγαλα παπούτσια και κασκόλ,σακάκι
και 'πουκάμισο για περαιτέρω,
μόνο φώτ'αλλάζοντας εκεί,'στο Γκέρο.
Ζωή 'ψαλιδισμένη
έρχεται και παραμένει
'σε ανοίκειους καιρούς
με τους ανθρώπους ως θεούς.
Με φωτιά 'φτιαγμένος και ατσάλι,
με την πέτρα 'σμιλευμένος και μολύβι,
μες 'στο θειάφι ερριμμένος πάλι
για τη μάχη της ζωής που τους κινδύνους κρύβει.
'Μπρός 'στην τεράστια υποκρισία
Λιπόσαρκη και 'τυφλωμένη εξουσία
'βρήκε παρτενέρ-κομψή αναλογία-
'σε αστείες πόζες,κάτω,παραλία,
τρέμοντας τη Νέμεσιν αθώ'από αιτία
και 'στημένη δι'ευλόγους 'στη γωνία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου