'Στη δίνη του ωκεανού
ιντριγκαδόρικη τροπή
με χείλη του συρμού
κρατώντας την αναπνοή.
Κενός από τις λέξεις,
ελλιπής από συνήθεια,
'βυθισμένος 'σ'έξεις,
τόσο μόνος 'στην αλήθεια.
Με παρτενέρ για ψώνια:
'πέρασαν,πολλά,τα χρόνια,
τώρα,που 'ζητούσα
και αγωνιούσα
για να μάθω μόνο τι ποθώ
και ψάχνω πέρα,'στο χωριό..
Χαραυγής λογάκια
'σε αμφίβολα στιχάκια
και αμέτρητες φορές,
ορμώμενος από τις ενοχές.
'Στο χείλος 'βρέθηκα μιας αχανούς αβύσσου,
κρύφια πάθη,μύχιες σκέψεις μαρτυρώντας,
το κορμί μου βασανίζοντας για το Θεό του Παραδείσου
και θηρεύοντας αγάπη,μύθους εκμετρώντας..
'Κούρασα τον εαυτό με λόγια κούφια,ξένα,πάμφθηνα και τόσο ψεύτικα
με νου επικρεμάμενο που ενστερνίστηκα 'σε ικανό βαθμό ιδέες
άκρων και που τη ζωή ολωσδιόλου,φέρνοντας τα 'πάνω-κάτω,
έκανα 'ψαρεύοντας μες 'στην ομίχλη μόνον τις Μοιραίες.
Ήπια,μόλις,μια μπύρα
και τηλέφωνο σε 'πήρα
για να μάθω πώς περνάς.
Μια σχέση τέτοιος Γολγοθάς.
'Πήγα 'βρήκα μια κοινή και μια,θα έλεγα,καρ(γ)ιόλα
και της έριξ',αναπάντεχη,πηγαία μια φόλα
με τον οίστρο μου και τον ειρμό μου σάρκινη να γράψω ρίμα
που αργά ή γρήγορα θα στείλη το κορμί 'σ'εαρινό,ευωδιαστό,ελέω,μνήμα.
Σπάταλη διάγοντας ζωή
με θέα πανοραμική.
Εκείνη πού 'χα συμπαθήση
δεν μου έδωσε,ακόμη,λύση.
'Βρέθηκα να τριγυρνώ περιδεής 'στους δρόμους,
αψηφώντας όλους τους κανόνες και τους νόμους,
άγραφους,που ισχυρίζονται υπομονή,
θυσί',αγάπη 'σε μι'ατέρμονη σιγή.
'Σε χώρα που 'βασίλευσαν οι Σκύλοι.
Τον κανόνα διαβεβαίωσαν οι Μίμοι.
'Σ'έδαφος που ονειρεύθηκαν οι Φίλοι.
'Στην αθώ'ανάγκη για μια ζώσα μνήμη.
Γεμάτες τόση θλίψ'εικόνες
μες 'στα καταγώγια του μυαλού
που έσυρε χωρίς κανόνες
και με όρους μυστικού Θεού.
'Σε απρόσιτη πλαγιά για το παιχνίδι του νοός με την αδιαπραγμάτευτη αγάπη μιας ζωής πληρότητος και νοσταλγίας.
ιντριγκαδόρικη τροπή
με χείλη του συρμού
κρατώντας την αναπνοή.
Κενός από τις λέξεις,
ελλιπής από συνήθεια,
'βυθισμένος 'σ'έξεις,
τόσο μόνος 'στην αλήθεια.
Με παρτενέρ για ψώνια:
'πέρασαν,πολλά,τα χρόνια,
τώρα,που 'ζητούσα
και αγωνιούσα
για να μάθω μόνο τι ποθώ
και ψάχνω πέρα,'στο χωριό..
Χαραυγής λογάκια
'σε αμφίβολα στιχάκια
και αμέτρητες φορές,
ορμώμενος από τις ενοχές.
'Στο χείλος 'βρέθηκα μιας αχανούς αβύσσου,
κρύφια πάθη,μύχιες σκέψεις μαρτυρώντας,
το κορμί μου βασανίζοντας για το Θεό του Παραδείσου
και θηρεύοντας αγάπη,μύθους εκμετρώντας..
'Κούρασα τον εαυτό με λόγια κούφια,ξένα,πάμφθηνα και τόσο ψεύτικα
με νου επικρεμάμενο που ενστερνίστηκα 'σε ικανό βαθμό ιδέες
άκρων και που τη ζωή ολωσδιόλου,φέρνοντας τα 'πάνω-κάτω,
έκανα 'ψαρεύοντας μες 'στην ομίχλη μόνον τις Μοιραίες.
Ήπια,μόλις,μια μπύρα
και τηλέφωνο σε 'πήρα
για να μάθω πώς περνάς.
Μια σχέση τέτοιος Γολγοθάς.
'Πήγα 'βρήκα μια κοινή και μια,θα έλεγα,καρ(γ)ιόλα
και της έριξ',αναπάντεχη,πηγαία μια φόλα
με τον οίστρο μου και τον ειρμό μου σάρκινη να γράψω ρίμα
που αργά ή γρήγορα θα στείλη το κορμί 'σ'εαρινό,ευωδιαστό,ελέω,μνήμα.
Σπάταλη διάγοντας ζωή
με θέα πανοραμική.
Εκείνη πού 'χα συμπαθήση
δεν μου έδωσε,ακόμη,λύση.
'Βρέθηκα να τριγυρνώ περιδεής 'στους δρόμους,
αψηφώντας όλους τους κανόνες και τους νόμους,
άγραφους,που ισχυρίζονται υπομονή,
θυσί',αγάπη 'σε μι'ατέρμονη σιγή.
'Σε χώρα που 'βασίλευσαν οι Σκύλοι.
Τον κανόνα διαβεβαίωσαν οι Μίμοι.
'Σ'έδαφος που ονειρεύθηκαν οι Φίλοι.
'Στην αθώ'ανάγκη για μια ζώσα μνήμη.
Γεμάτες τόση θλίψ'εικόνες
μες 'στα καταγώγια του μυαλού
που έσυρε χωρίς κανόνες
και με όρους μυστικού Θεού.
'Σε απρόσιτη πλαγιά για το παιχνίδι του νοός με την αδιαπραγμάτευτη αγάπη μιας ζωής πληρότητος και νοσταλγίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου