Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2016

Ανεμώλια πρωτόφαντα εν μέσω του χειμώνος

Συλλογίστηκα να 'βγω από την άβυσσο,
'φαντάστηκα τις ευτελείς αυτές αράδες
με τα πρόβατα και γίδια,με τις αγελάδες
'σ'ένα μεσουράνημα αιώνιο,παράδεισο.

Εγκατέλειψα τον εαυτό
'στους πρόποδες του όρους των θεών
και μ'ένα πήδημα ριψάσπιδος
το σώμα 'χάρισα 'στη γη των αφανών.

Το Εύρηκα ποθώντας και τη λησμοσύνη
'ζάλισα τον οδηγό που με 'καλούσε να παρευρεθώ
'στον Κάτω Κόσμο με μια φορεσιά
του δέους και του κύρους μόνο για εκείνη..

'Πέταξα οριστικά την τηλεόραση και τη 'μικρή οθόνη,
δίδοντας τη μάχη με συνείδηση και ήθος,
πλάθοντας τις ιστορίες πολλαχώς·ο μέγας μύθος.
Εφ'εξής βουβοί,νεκροί,'μηδενισμέν'οι χρόνοι.

Εξεζητημένες λέξεις ερριμμένες 'στο σκοτάδι,
εκτοξεύοντας τη λάσπη,βάζοντας σωστό σημάδι
εποχές και τα σημεία του ορίζοντα
με αγκαλιές 'σε χείλη ελληνίζοντα.

'Πόθησα γυμνόστηθη να 'δω
την αγκαλιά
κ'εξώθησα μοναδικά τον εαυτό
να μου χαρίση
τη λαλιά
το θαύμα να προσμείνω,
να προαναγγείλω,
μ'ένα τραύμα 'στην καρδιά
που κλείνω,λύνω
και οφείλω..

Οι βασιλείς συνήλθαν γης και ουρανού
για να χαράξουν νέα σύνορα και όρη,
εντολή δημιουργίας παραβαίνοντας ως κόρη
οφθαλμού εκεί που πρέπει να τηρούν,κατά κρημνού
τα πράγματα ωθώντας 'στο Κεφαλοχώρι..

Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2016

Ζωής σπερμολογία

Στεγνός από αισθήματα
τη γλώσσα 'βούτηξα μες 'στη μελάνη
με πολλά και δίσημα μηνύματα,
θαρρείς,'παρμένα όλ'από τη Μάνη.

'Σ'εποχή αλλοπαρμένων
μόνη δύναμη των ξένων
η ανάμνηση βαρύνει.

Φευγαλέα βλέμματα
η ματαιότης μιας στιγμής
'σ'αιώνιο ταξίδι διαφυγής
και αποδράσεως με ψέματα
ενός αυτόκλητου,'μικρού θεού
που έμαθε να κρίνη
πάντα 'στην κατάψυξη του εαυτού.

Τι θα έκανες αν δεν υπήρχε,
αν ολόκληρη ζωή 'περνούσες
δίχως κλάσμα να τους βλέπης
και μονάχα 'στ'όνομά τους να γλεντούσες;

Άλλο ψεύδος δε θ'αντέξω.
Άλλη γλώσσα δε θα 'βρω.
Μονάχος για να τριγυρνώ
και με ανθρώπους για να παίξω.

Κρίμα δε σηκώνω άλλο,
δε 'μπορώ,απλώς,να κρίνω
με γνωστούς και φίλους που τα πίνω
και νερό μες 'στο κρασί,'στο αίμα μου να βάλω.

Αυτόκλητοι σωτήρες το ζυγό θα προορίζουν,
'στο λαιμό να περισφίξουν τη θηλιά
που σαγηνεύει και τους εκλεκτούς,εξαπατά
με δυο γαιδάρων άχυρα την ώρα που αφρίζουν.

Για να 'βρω διάκριση,γαλήνη
μόνος μου διέσχισα το ρου
της ιστορίας ψάχνοντας τη μήνι
Αχιλλέως 'στην πλαγιά ενός βουνού.

Αχνόφεγγε σιγά-σιγά η λύση,ένα φως,εκείνο
το σημάδι που μου υπενθύμιζε το χρέος
που 'χε μείνη διαποτίζοντας τον κρίνο,
ανεμίζοντας παράλληλα με δέος.

Δρεπανηφόρος Χάροντας 'σερνόταν 'στο ασθενοφόρο
το γιατρό 'καλούσε να του 'πη τα νέα της ημέρας
ανατρέχοντας ημερολόγιο 'νωρίς με Αμαλθείας κέρας
πολεμώντας λυσσαλέα,μ'ένστικτα εγωισμού το τέρας
κάθε τόσο που αναφυόταν κ'έφραζε το θείο δώρο.

'Λίγο η ανάγκη να σε 'δω
για 'λίγο έρωτα να νιώσω
της καρδιάς μου τον παλμό
και το θεό μου να προδώσω.

Δύο ποτηράκια οίνος
με μια κούπα του καφέ
και το τσιγάρο συνοδευτικό
ενός 'περήφανου γκουρμέ
'σε μελισσών το σμήνος.
Συνταγής το θεραπευτικό.

Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2016

Αναρμόδιος Αριστογείτονος του Θετταλού

Καταπιάστηκα με τη σωρό
από ανοίκεια αιδημοσύνη
κ'έλαχε τον κόμπο 'στο λαιμό
να σφίξω μες 'στη σκοτοδίνη.

Κάθε τι που είδα
προς απογοήτευση μεγάλη
έφερνε και νέα προσωπίδα
ως καινούρια μου προμετωπίδα
μιας ζωής ερημικής μες 'στη σπατάλη.

Φύσει μου αδύνατο ν'αποδεχθώ
τους νέους όρους της δουλείας
και καλύτερο για πάντοτε ζυγό
να βάλω άλλης 'στα μελτέμια Τροίας.

Για κάτι άλλο πάντοτε διαπράττω
έγκλημα καθείρξεως,ανόσια την πράξη,
βασιλεύοντας το πνεύμα μου 'στο Λασκαράτο,
γαληνεύοντας ψυχή και νου με τάξη.

Έπεφτα με μούτρα
έξυνα την κούτρα
έβλεπα τις αποστάσεις
φεύγοντας από τις περιστάσεις.

Γλυκύς ο θαυμασμός
'σε χείλη μόνον ξένα
και απότομος θυμός
'σε πρόσωπα καταραμένα.

Αφασία η διαγλωσσική
ως σκέψις πρωτοπόρος·
δεν επήλθε,όμως,κόρος
κατ'ελάχιστον από ζωή.

ΤΙΣ ΒΟΥΛΕΤ'ΑΓΟΡΕΥΕΙΝ
ΤΟΥ ΤΙ Τ'ΟΝ ΤΟΥ ΠΕΡΙ
Μ'ΑΙΜΑΤΟΕΝ ΧΕΡΙ
ΚΑΙ ΣΚΕΔΑΖΕΙΝ ΚΑΙ ΧΟΡΕΥΕΙΝ;

Έγραφα γι'αόρατες πληγές
μου συντροφιά με πορτοκάλι το χυμό
που 'πήγα και αγόρασα με το κιλό,
δεσμεύοντας τις εποχές.

Αδέσμευτος,μα την αλήθεια·
χειμαρρώδης η συνήθεια.
Κοπιώδης η συναγωγή
δογμάτων·ενδιατριβή.

Αποφεύγοντας παγίδες·
όλες έγιναν,πια,βίδες.
Την προ'ύ'παρξη και την ουσία
ερμηνεύοντας απέπλευσα προς Τροία.

Άλλες 'γύρευα βραδιές
με μουσικές εξωτικές
τ'αυτιά να συγκινήσουν
πρώτ'απ'όλα και ν'αφήσουν
διαρκείς χρωματισμούς.

Με πόνο έκλεινα ημέρες
εμφορούμενος από τη ζήλεια
να ενδώσω ή να τρέξω μίλια
μου 'μπροστά πατώντας γκάζι
αψηφώντας τη φωτιά που σιγοβράζει
κάμπο και βουνά και πεδιάδες
ερμηνεύοντας τους οιωνούς.

Ήθελα να 'δω το έως πού θα φθάσω,
'θέλησα να μάθω έως πότε θα ζυγίζω
νόμους μες 'στην Ιστορία για να ησυχάσω
μόνιμα και πώς και τι εκ νέου θα κομίζω..

Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 2016

Θαλάσσιες φαντασιώσεις κόσμου πολυπόθητου

Έψαχνα φωνές της χώρας
πλάστρες που ενίσχυαν το ηθικό,
το ένα κάτω,ένα 'πάνω και παθητικό
από τα κείμενα της Δώρας.

Το ιερόν 'κοιμήθη τέρας
-'ξύπνησε και ο πατέρας.

Της ανατολής τα φώτα
με πολύχρωμη καπότα
'μάγεψε και άλλαξε
με όρχεις που μετάλλαξε
'σε μιας κυρίας αγωνία
κ'έφερε την τρικυμία.

Ήταν,τέλος,παρωδία
που του έκατσε θανατηφόρα
προσκαλώντας το Διαγόρα
να καθήση για την ιστορία.

Μυθικές οι αναμνήσεις
περιμένουν χορηγούς
και σπόνσορες προτού 'μιλήσης
και τους 'πης ολόκαρδα κ'ευχαριστώ.

Οι θρυλικές αναφορές
συνθέτοντας τους οιωνούς
από το σήμερα 'στο 'χτές
το άλμα κάνοντας αποφασιστικό.

Χωρίς φωνή και γλώσσα,
δίχως ύπαρξη κι'ελευθερία
'πορευόμουν για βραβεία
'νάμεσα 'σε Όλυμπο και Όσσα.

Δεν είδα εγγραμμάτους,
δεν αντίκρισα παρά σκιές
ανθρώπων μες 'στες βάτους
να κυλιούνται μ'ενοχές
(εδώ και 'κεί πωλούνται μετοχές).

Απόειδα για να 'μπορέσω
να σταθώ σιμά τους
αρωγός πριν να φορέσω
προσωπείο 'στον καμβά τους.

Λόγια μια φθηνή δικιολογία,
μύθ'ιερωτάτων συμμαχία
μιας καμπής και γοητεία
που απείχ'ακόμα,με θηρία
ζώντας,τα πιο ενστικτώδη,
ο ταλαίπωρος,εγώ,το βόδι.

Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2016

Χαμοπούλια της αβύσσου 'στο ερημικό 'ξωκλήσι

Κυκεώνας 'φορτωμένος με αστέρια
μες 'στα όνειρα που έπλασα μοναχικός
'ζητούσε την αυγή 'σε γνώριμα λημέρια
να 'παντρέψη,να ζυγίση το σκοτάδι με το φως.

Τα παραδείγματα πολλά,
ωστόσ'ο βίος τόσο σύντομος
που γοητεύει,όμως,τα παιδιά
και νέες φέρει συγκινήσεις,
εξαπλώνοντας επ'ίσοις
όροις το χαρτογι(υ)ακά.

Αποσταγμένο τσίπουρο
με κομψοτέχνημα μεζέ
'συντρόφευε αλλήθωρο
αλύπητα ποτέ μην 'πης,
'στ'αλήθεια σου,ποτέ..

Ήρθε η στιγμή να μάθης να επιβιώνης
'σ'έναν κόσμον εκμετάλλευσης και ανομίας
όπου όλα φαίνονται και βλέπονται και χρήζουν αποθεραπείας
μες 'σ τες σημειώσεις σου ανέλπιστα που τον καιρό,την ώρα σου σκοτώνεις.

Παρέβλεψα τα καίρια και τα σημαντικά
'στη σκοτοδίνη μου να βλέπω το βορρά
ως νότο,δύση την ανατολή
παρέα μ'ένα φίλο 'στη ζωή.


Kάλαθος αχρήστων ιστορίας
πρόδρομος αισχίστων τιμωρίας.
Βασιλεύς θανάτου κραταιός
γραφεύς της βάτ'ουτιδανός.
Πρόσκοπος προνοίας θε'ι'κής
προφήτης νέας εποχής.
Παιδίον καρποφόρον άμμου
παίγνιον ανοίκειον καλάμου
έργο νεκρικού θαλάμου
'στην ανύστακτη καρδιά μου
'στα νεφύδρια του Γράμμου
θάμβος μες 'στην αγκαλιά μου
'ζαλισμένος 'στα 'δικά μου
απομακρυσμένου γάμου.



Eγκατέλειψα τη γη πατρώα,
'χάθηκα 'στις ιδεοληψίες,
αφελέστατα πιστεύοντας,αθώα
πως θ'ανευρεθούν οι ευκαιρίες,

ίσες όλες και χρυσές,γι'ανέλιξη μες 'στην ιεραρχία
με συναίσθημα πολύ και μόνο τίμημα ελευθερία.

Δεν ήσαν ξένες σκέψεις,όχι,
μα πετώντας απ'το πρωτοβρόχι
τη 'λιακάδα,συγκεντρώνοντας τα νέφη,
έριξα τον εαυτό μου και τα βρέφη
'στον Καιάδα λησμοσύνης
πάντα 'στο βωμό Εκείνης..

Τι να σου 'πω και πώς να 'ξέρω
που με άφησες,εδώ,να υποφέρω,
'μαγεμένος και νωχελικός
και ξένος προς το πρώτο φως;

Με κυράτσες και περιωνύμους
'σε ταράτσες με τους μίμους
'σε παράσταση ονειρική να δίνουν ρεσιτάλ,
αναθρεμμένοι όλοι με το γάλα της ΜΕΒΓΑΛ.

Το φάρμακο ζητώ που θα με κάμη ευτυχή,
που θλίψεις μου και λύπες καταστέλλη,
πάθη θα κατασιγά,καταπρα'ύ'νη διαρκή,
αγχωτικά και άνθιση θα φέρη μες 'στα σκέλη.

Πολλά πολλά βαρύς,
ασήκωτος 'στους ώμους,
ψεύτης και υποκριτής
που περπατεί 'στους δρόμους
και που ζη με παρανόμους
και που ζη 'σε υπονόμους.

'Μοιάζει τώρα να τα έχη πλήρως όλα χάση
και πως κύμ'αφρίζον τον εξέρασε
'στης ξενιτείας τις πετρώδεις παραλίες που διαπέρασε
με την ταχύτητα φωτός,με περισσή τη βιάση.

Δεν είχε,πρώτ'απ'όλα,τι ν'αφηγηθή
-δεν είχεν άλλο χρήματα για να το κάνη.
Για ν'αλλάξη την πορεία του 'στη γη,
για να 'βρη ολομόναχος την Άννυ.

Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου 2016

Μύθ'ΕΙΔΩΛΩΝ και ΤΑΥΤΟΤΗΣ οφειλής

''Ετοιμοπαράδοτο τριάρι με βεράντα
πλούσια και θέα ('σ)το Σαρωνικό
πωλείται 'σε τιμή ελευθερίας.'',ισχυρίζεται μπαλάντα,
παίζοντας από μητρόπολη,τα σύνορα ως το Γαλατικό χωριό.

Ζωγραφίζοντας το άπειρο με σημειώσεις που κρατώ,
'στα τρίσβαθα σκοτάδια συνεπλάκην μ'έναν άλλον εαυτό,
κρινόμενος από την κούφια μου μελάνη,
ερεθίζοντας τα 'μάτια,σπάζοντας ως πορσελάνη.

Θιασώτης του ονείρου,
εραστής του κλήρου,
τραγωδός 'χαμένης εποχής
και χορηγός μιας φυλακής.

Τα καλύτερά μου χρόνια
φανταζόμενος αιώνια
που 'βομβάρδιζαν κανόνια
και παρέσυραν τα πάντα
κάνοντας αβάντα
με γεμάτη τσάντα.

Τον εαυτό μου υποθήκευσα και μάλλον
θα μεταναστεύσω να σωθώ από το περιβάλλον
που με 'θέλει άρρωστο και 'τελειωμένο
να βαδίζω λες και είναι πεπρωμένο.



'Xάθηκα 'στες αναμνήσεις το ανέφικτο ποθώντας
για τη μάνα γη που εγκατέλειψα και 'γύρισα ζητώντας
'λίγη νιότη,'λίγο φως εκεί που τρεμοσβήνει
το τσακμάκι μου σαφώς και λάμψη που μου δίνει.

Ήταν η ασθένεια ή μήπως χαρακτήρας;
Έψαξα τα πάντα γύρω μου κι' εντός μου
μα κατάλαβα 'νωρίς πως ο Θεός μου
θα ερχόταν παρευθύς σωστός οδοστρωτήρας

τα σκοτάδια να μου λύση και με θέα
το γαλάζιο και κίτρινο πηγαία
δρόμο 'μπρός μου να διανοίξη
αντιπαρερχόμενος την πλήξη
με μιαν άγκυρα να ρίξη
ό,τι σκοτεινό,σαθρό σημαία..

Δε 'μπορούσα να σηκώσω άλλο βάρος.
Υπεράνω ήταν των δυνατοτήτων.
Μόνιμη πηγή ευφραίνουσα ο Φάρος
και τα όρια των νέων ταυτοτήτων.

Δεν ήταν η απάντηση ορθή.
'Κανάκευε τους αναγνώστες μόνο,
τόσον έωλη και παραπειστική
που δε 'χωρούσε μα τον Κρόνο

άλλης προσοχής και περαιτέρω.
Τι να πρωτοαναφέρω;


Νους εσκοτισμένος 'στην κλεψύδρα
και φυγόδικος παλεύει με την Ύδρα.

Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου 2016

Τ'απόνερα μιας Λίμνης

'Στα πολλά μοναχικά μου βράδια
έγινα οινόφλυξ,'κάπνιζα μανιωδώς,
ως ο αράπης και αρειμανίως,
έως ότου τα κατάφερα και 'πήρ'
αλλά τη σύντομη και ποθεινή μου άδεια
που μου άφησε τις αναμνήσεις,τα σημάδια
ευτυχίας,αποδράσεων από τη φυλακή που 'πήγαινα ολοταχώς
και τα παιχνίδια που μου έπαιζε,που έκανε ο βίος.

Και σαφώς εγνώριζα συνέπειες.
Τα βράδια που με 'γέλαγαν ιέρειες,
τις 'μέρες που περιπλανιόμουν 'στα δρομάκια,
ψάχνοντας τον άνθρωπο που θα του τρέχουν τα μπατζάκια.

Έμαθε να εκφωνή τους λόγους
τέλεια και από στήθους
στήνοντας καλά τους λίθους
σαγηνεύοντας τα πλήθη.

Το μυαλό του 'σκαρφιζόταν μυθολόγους,
η καρδιά του συναντούσε κίονες
και άλλους...εκτελεστικούς βραχίονες
αρνούμενος τη λήθη.

Μου 'πήρε μιαν ολόκληρον ημέρα για να περιγράφω
τι λαχταριστό κατέφαγα,'σε τι ωραία 'σπίτια 'μπήκα,
πού 'γλεντούσα τις βραδιές,'σε όπερα ή κινηματογράφο,
αν με φίλους ή (και) με γνωστούς κατέλυσα,
προσποιηθείς πως,συζητώντας,έλυσα
προβλήματα χρονίζοντα 'σε κρουαζιέρα ως τη Μαρτινίκα..

Τι κρίμα τη ζωή σου έχοντας απαρνηθή
να υποδύεσαι το κύτταρο το ζωντανό της κοινωνίας
της δημοσιότητος τραβώντας φώτα και την προσοχή,
τραβώντας προς τα κάτω αιφνιδίως το χαλί
και μαγειρεύοντας με την πειθώ,με σιδηρά πυγμή
τις κατευθύνσεις που θα λάβουν μέρος της ασυδοσίας...

Εξαφανίζοντας τα χρήματα
γοργόπους και με βήματα
ευτόλμων και γενναίων
έγιν'ένας χαμαιλέων.

Τραγουδώντας 'στην ομήγυρι
διασκέδασε 'στην εμποροπανήγυρι
γεμίζοντας τις μπαταρίες
με κομψές(αλλά χωριάτισσες)κυρίες.

Τα πολλά μου δείγματα η ώρα ήρθε να σου δείξω,
προς αρχές και άλλα να φανώ αριστομέτρης,συνεπής,
με όνειρα που τ'άντερα μου 'γύρισαν,που 'κόντευσα να φρίξω,
με οράματα που δεν κατάφεραν τα 'δόντια να τους τρίξω
και με αλχημείες και κολπάκια που μου ήρθαν της στιγμής..

'Ταξίδευσα 'σε τόπο χλοερό,
εκεί που 'παγωμένες τάφροι
χάσκουν και γελούν,'σ'ωκεανό
τη συνοδεία κλαρινέττου-άρπας
το κομμάτι για να κάνουν
κυριλέδες μα και κάφροι...

Τι όνειρο κι'αυτό!
Μια λίμνη αίματος
υπερχειλίζοντας λουτρό
κι'εμένα μόνο θεατή
(και μ'ένα μόνο θεατή..),
ανθίζοντας κατά τη χαραυγή!

Παριστάνοντας ψευδόμενος αδικηθέντα
και νομίζοντας ο κόσμος θά 'ναι,θα βαδίζη 'στα νερά του,
έμοιαζε να μη σταυρώνη,πια,ουτέ μιά του κουβέντα
-μύγα 'στο σπαθί τ'ουδέποτε να μη σηκώνη-
μόλη του τη ρέντα για μοναδική πατέντα
που εφηύρε μόλις ήταν πλήρως 'στα καλά του
για τα τρίχρονα,πολύπαθα και διάφορα παιδιά του...

Τετάρτη 31 Αυγούστου 2016

Γράφω για εκείνα που δεν επιστρέφουν-άσμα κύκνειον ως Νέρων και Ηρώδης-Homo homini lupus

Ήταν μακριά τα ξένα.
'Χάθηκα στο δάσος.
Έτοιμος ο άσσος
πού 'χα βγάλη με την πένα.

Δεν έβλεπα τον ήλιο.
Υπήρχε μόνον η σελήνη
συντροφιά με Σπυρομήλιο
κ'έμβλημα μια κρήνη.

Θολά τα πάντα 'στην Αψίδα.
Δε 'μπορούσα να διακρίνω
γράμματα 'σ'επιγραφές,
πατώντας μια τσουκνίδα,
κρυφακούοντας τις ιαχές
από τους ίππους με τον κρίνο..

Ω Ρώμη αιωνία,
άλλη χώρια σου καμμία!
Ω Παρίσιοι και Βιέννη,
ποία πάρεξ επιμένει;

Λοξοδρομώντας πλάι 'στο παράθυρο
και συλλαβίζοντας τις πρώτες λέξεις
'βρέθηκα να παρασταίνω τον ανάπηρο
με στόχο και σκοπό να κόψω έξεις.

Το μέλλον του 'κοιτούσε
με τους άντρες π'αγαπούσε
και το παρελθόν εξαλειφόταν
άπο χείλη που 'κρεμόταν..

Τις τελευταίες πλάθοντας με φαντασία ρίμες
και 'στο νου σκορπίζοντας χαρά και αγαλλίαση
με όνειρα πληγές που 'βρήκαν,επιτέλους,ίαση
'τραυμάτισα τα γόνατα και 'σπίλωσα τις φήμες.

Ήθελα να 'δω εκείνη τη μεγάλ'εικόνα
όπου όλα 'φάνταζαν μαγευτικά,
ν'αποτελέσω την εξαίρεση μες 'στον κανόνα
για να γαληνεύσω,έπι τέλους,την καρδιά.

'Ζαλίστηκα 'στο άκουσμα της νίκης
την πανωλεθρί'αποζητώντας μέχρι τέλους
με το διαμπερές μου τραύμα 'στα παράλια Φοινίκης
'ξαποσταίνοντας θανατηφόρου βέλους.

Ανακάτευε τη γη κραδαίνοντας του μεγιστάνα
τη σημαία των εξωτικών του παραδείσων
'στο μυαλό εισαγγελέων,δικαστών και άλλων ίσων
παίζοντας από καιρό τα ρέστα του εκεί,'στη φτωχομάνα..

'Φοβήθηκα το πορτοφόλι άδειο
ακροώμενος μανιωδώς του ράδιο
με τις φωνές εντός μου
πλανωμένου κόσμου.

Κυριακή 12 Ιουνίου 2016

Νυχτερινός διαβάτης με πλινθόκτιστους ατάκτως πύργους άμμου ερριμμένους

Πεζοπόρος της ασφάλτου
με τη μέθοδο του σάλτου.

Μαραθωνοδρόμιον ερήμου
με τη μέθοδο του μίμου
αξιωματικού μονίμου.

Της νύχτας τα καμώματα,
παρ'όλα τα προσκόμματα,
τα βλέπ'η 'μέρα και γελά.
Οποία,Θε μου,συμφορά!

'Καθόμουν δίπλα 'στο σταθμό,
εκεί συχνά που κάνει στάση,
τυρβάζοντας περί τον ουρανό
και του καφέ πετώντας βάση.

Νύκτωρας,διαόλου κάλτσα,
περιέλαβε με σάλτσα
κάθε κίνηση και στιγμιότυπο
με τρόπο εντελώς πρωτότυπο.

Πριν καλά-καλά 'ξοδέψω τη μελάνη,
όπως είναι πριν να γράψω τα συμβάντα,
όσα καίνε το κεφάλι
μου,ιδού με στόμα ήρθε πάλι,
ετοιμάζοντας 'στα γρήγορα μια τσάντα,
για να 'βρη το δίκιο του με νέο του χαρμάνι.

Δεν είχα λόγον ουσιώδη
-έμοιαζα πολύ με τον Ηρώδη.

Δεν επέμεινα διόλου
'στη φωνή του Αποστόλου.

Αδύναμ'ήτανε πολ'η φωνή,
'στα κάγκελα τα νεύρα
σαν,ιππεύοντας μια ζέβρα,
το ταξίδι άρχισα μ'επιμονή.

Κέρβερος και Ύδρα και Μινώταυρος με Κένταυρον ομνύοντα ερωτευμένης Περσεφόνης

‘Κουράστηκα να περιμένω
το μοναχικό μου τραίνο.

Ψάχνοντας τις λέξεις ‘στο ημίφως
μού ‘γεννήθηκε η απορία και ο γρίφος.

Βιογραφικά σχεδόν παντού
απέστειλα:’στην πόρτα του κουφού.

ΩΣ ΤΑΥΡΟΣ ΕΝ ΤΩι ΥΑΛΟΠΩΛΕΙΩι.
Μερικοί το προτιμούν και κρύο.

Τι να σου γράψω με ιδέες
που ‘ξεσκόνισαν παρέες;

Ήθελα πολύ να ξεχωρίσω
και τη μοίρα να ορίσω
πλάι ‘στη σελήνη και τον ήλιο
πίνοντας το χαμομήλι και το τίλιο
αναπολώντας τις στιγμές που ‘ζήσαμε μαζί
‘σ των νεονύμφων το κρεββάτι ‘ξαπλωμένοι και ‘μικροί..

Άλλην ευκαιρία δεν θα έχουμε
και όσα δείχνουμε πως τα κατέχουμε
‘στο φως της νέας ‘μέρας όλα θα χαθούν,
ασήμαντα και ταπεινά που είθισται να μας πονούν..

‘Στη ζωή σου είδωλα πολλά
‘χαράχτηκαν ανάγλυφα,οριακά
που νέα ήθη θα κομίσουν
και τα παλαιά θα σβήσουν.

Πρόσεχε πολύ καλά τι λες
και φρόντισε να μην ακούς Σειρήνες
που ‘στο διάβα σου θα ‘ρθουν για μήνες
(περιπέτειες ερωτικές..).

Το χρήμα νέος σου περίλαμπρος θεός,
το μνήμα ‘σκαλισμένο μες ‘στο φως
και η σελήνη το πεδίο
δόξης για τους δύο(ή…το…τρίο).

‘Γνώρισα τα σύμπαντα και φωταυγείς αστέρες,
‘κόμισα το τίποτα και ‘χώρισ’απλανώς τις ‘μέρες
‘σε ηλιόφωτες και φεγγαρόφωτες με μια πυξίδα
κι’ένα τηλεσκόπιο εκεί που προσμετράται η ελπίδα.

Τα δάκρυά μου ποταμός
σαν αίφνης έχασα τη μάνα
μα ‘στο βάθος πάντα ο Θεός
να τρέχη μόνος ‘στην αλάνα.

Πίστευσε και θα το ‘δης
τα όνειρα πως εκπληρώνονται
με ‘λίγη δόσ’υπερβολής
και άφησε τους άλλους να χρεώνονται..

Όσο βάρος κι’αν σηκώσης,
θα σου μείνουν άλλα τόσα να πληρώσης
‘σε στιγμή παράταιρη,γεμάτη θλίψεις,
με ανθρώπους που θα πληγωθής μα θα τους λείψης…

Κυριακή 15 Μαΐου 2016

Τι κρίμα που τα παιχνιδάκια ‘στη ζωή κοστίζουν τόσον ακριβά!

Τι δυστυχία η φυσίωση
και πόσο θάνατος ο πλούτος!
Τι κατάρα η αλλοίωση
μαζί που φέρνει κάθε Καίσαρας ή Βρούτος!

‘Δάγκωσα τη γλώσσα ‘στην προσπάθεια να θυμηθώ
σχολαστικά το θόρυβο που αντηχούσε μες ‘στ’αυτιά μου
και,προτού προλάβω με στολή παραλλαγής ‘στο χώμα να συρθώ,
εμφάνιση ‘ξανάκανε αυτό το βέλος ‘στην καρδιά μου.

Όλα όσα ‘θέλησα
με κόπο να ‘πετύχω
‘βρέθηκαν εξ αίφνης
‘σε ‘ξαναχτισμένο τοίχο.

Αξημέρωτά μου βράδι’
αφήνοντας πολλά σημάδια
μιας καμπής του εαυτού
‘στα πρόθυρα του κλονισμού
με μιας κυρίας άδεια
για μερικά φυλλάδια
‘στο πέταγμα χαρταετού
(επαύριον ενιαυτού)
με τις οθόνες και τα ράδια
ενός αθέατου συρμού
με χίλια παρακλάδια
‘στη νομή της εξουσίας,
γνώριμης πολύ και κρύας..

Κάθε νύχτα που ‘περνούσε
‘στην οθόνη του παραληρούσε.
Κάθε ‘μέρα του επτύει
‘σε ηλιάτορα που δύει.

Έψαξα πολύ να ‘βρω
την ωραιότερη του κόσμου γάμπα
να τη βάλω να ‘ντυθώ
υπό την καιομένη λάμπα
με σφραγίδα και με στάμπα.

Έβλεπα τον κόσμο να ζητή,
πολλές να τρέφη αυταπάτες,
μαγειρεύοντας πατάτες,
τρώγοντας αλάτι με ψωμί.

‘Στα όνειρά σου ήρθα πάλι
ξένος επιβάτης
για ν’ανάψω το μαγκάλι
της Θεάς Εκάτης.

Δεν ήξερα τι να σου ‘πω,
δε ‘γνώριζα παρά ελάχιστα
και ‘στο αμάξι ‘μπήκα τάχιστα
για να προφτάσω να σε ‘δω.

Επιθανάτιοι σπασμοί γλεντζέδων
‘σ’ένα γεύμ’ανολοκλήρωτο και δίχως τελειωμό
και με τα νεύρα των καφέδων
άκυρο για τη ζωή,’μπροστά ‘στο θάνατο μες ‘στο χωριό.

Κείμεν’ασυντάκτων συγγραφέων,λογογράφων,
υπερκείμενα δειλίας των Ατάκτων των Αγράφων
‘σε οικίες που θυμίζουνε τεκκέ
παρέα με τον ακριβό των ναργιλέ..

‘Στα μουλωχτά,εν τω κρυπτώ και παραβύστω
έφθασα κατενδεής να ζητιανεύω
την αγάπη που για χρόνια φαλκιδεύω
ερευνώντας,γράφοντας,διαβάζοντας με οίστρο…….

Σα χελώνα 'στο χρυσό κλουβί της,
ένας πλούσιος κ'ερημοσπίτης,
την ελπίδ'αναζητώ
κοιτάζοντας τον ουρανό.

Η νύχτα δύσκολα περνά,
η 'μέρ'αλλόκοτα κυλά
κι'εγώ 'στον καναπέ τη 'βγάζω
με 'σπασμένο ένα βάζο.

Ζω το μυθιστόρημα της διπλανής μου πόρτας
'σε τραγέλαφο ελάσσονα και μείζονα
φεγγοβολώντας 'στο σκοτάδι 'μάτια κουκουβάγιας
για μια δόξα μου κενή με 'λίγα φύλλα βάγιας.

Τα πάντα,όμως,γύρω μου γκρεμίζονται
με πάταγο σωστό και καταρρέουν.
Φίλοι πού 'χα χρόνια να τους 'δω
μ'εγκαταλείπουν,'στην πρωτεύουσα συρρέουν.

Σανίδα σωτηρίας 'στα γλυκά σου 'μάτια,
ψέματα πολλά που φτιάχνουνε παλάτια
και,περίλυπος,εγώ,'στο βάθος του διαδρόμου
να ζητώ από τα ύψη να εκπέσω υπονόμου.

Πότε 'παγωμένα
πότε 'πυρωμένα
χείλη που δεν άντεξαν
'μιλώντας 'στα χαμένα.

Λεμονανθός τα χείλια
με ακτίνα κύκλου
'σε μια θέση του δικύκλου
ταξιδεύοντας με χίλια.

Των όλων τα καλύτερα πωλούντ',ευθύς,εδώ
αλλά ποτέ δεν αγοράζονται(χωρίς τιμή).
Τα τρόπαια που δε χαρίζονται 'στη γη
και τα γραπτά που μένουν δίχως χορηγό.

Τρίτη 3 Μαΐου 2016

Μηνύματα θνητών-ημιθανών της νέας κατοχής

Καπνίζοντας για γούστο
του διαβόλου το χορτάρι
άλλαξε την παρτενέρ
και ‘πήρε το ζευγάρι.

Για μεγιστάνες και για κροίσους
‘σε χλιδή και πλούτο πάντα ίσους,
για πτωχούς και παρατρεχαμένους,
ενδεείς,ασήμους,’ξεχασμένους,
ως βορά ‘στα ‘νύχια των αρπακτικών,
αλύγιστων,ατίθασων,αψήφιστα μοναχικών.

Ημικατεργασμένο σώμα που τη λάμψη απηχεί,
‘κρυμμένα λόγια ‘στην καρδιά φρενίτιδος-απάτης,
σχολιανά μεγαλεπήβολα για την ιώβειο υπομονή,
γραπτά περισπουδάστων και προμάχων Άτης.

Κάθε ‘μέρ’αργοπεθαίνω
σαν τα νέα σου μαθαίνω.
Κάθε νύχτ’αποζητώ
του έρωτα το γιατρικό.

Μια εικόνα-φαντασίωση,
το είδωλο που αγαπήθηκε πολύ,
αλαζονεία και φυσίωση
για τ’ακριβά και τα ‘χαμένα μου γιατί.

Αλκοόλ,ουσίες,νυχτοπερπατήματα
βραδύκαυστη ουσία
που με χίλιες λέξεις έδειξε τα βήματα
προς την αθανασία..

‘Βγάζοντας σιγά-σιγά τα πολυέξοδά μου γούστα
και χορεύοντας με μαντινάδες μία σούστα
‘βγήκα έρημος και μόνος ‘στο σεργιάνι
συντροφιά με τον Ωραίο Φάνη.

Χωρίς ελάχιστη,ποτέ αναπνοή,
κρατώντας πάντα βακτηρία
γέρος που ‘μωράνθηκε
διαβάζοντας πιστά Γοργία.

‘Στο χάος λογισμών
που ανεξέλεγκτα  διαβαίνουν το κατώφλι
και ζητούν να ‘μπουν
η ματαιότης των στιγμών
που σπάζουν της καρδιάς την κρούστα και το τσόφλι
‘σε ανθρώπους που αγωνιούν,
μες ‘στους ανθρώπους σαν πονούν..

Αμοιβαία συναισθήματα,φιλοφρονήσεις
πλείστα όνειρα της εφηβείας όλ’απατηλά
-και παρατεταμένης,μάλιστα..-
για να χορτάσης και να πιης από τ’απάτητα νερά
μιας κρήνης δροσερής χωρίς καθυστερήσεις.

Πίστεψε ‘στον εαυτό σου,
ψάξε ‘βρες παρηγοριά
εκεί που ‘βγήκαν τα παιδιά
να παίξουν μα κ’εντός σου.

‘Στ’ονειρεμένο σου κελί
‘στα πρώιμά σου έτη
κούρεψε την κεφαλή γουλί
και κράτησε μια χαίτη.

Της ‘μυγδαλιάς το λούλουδο
‘στα πόδια σου δραπέτης
να ξεπλένη αίμα σου βαρύ
να σου ζητή επαίτης
όμορφους συνδυασμούς
του έαρος με κραδασμούς
της φύσεως ‘σ’ολόκληρη ζωή.

Σέρνοντας βαρύθυμα το σώμα σα νεκρός,
απλώνοντας το χέρι σα ζητιάνος
τις ημέρες του ‘περνούσε κορμοράνος●
ήρθε και μας ‘βρήκ’εκλιπαρώντας ‘λίγο φως.

‘Σ των στεναγμών το μετερίζι
κόψε λάσπη,βράσε ‘ρύζι
και το κράτος γεύσου του θανάτου.
Ήσουνα ‘μικρός,’μεγάλωσες ‘νωρίς,
διαβαίνοντας της εφηβείας τραύματα ψυχής
που άφησαν οι σπείρες και ορδές του Αναλάτου.

Αλλάζοντας το δέρμα,φίδι γνήσιο μα κολοβό,
ουρώντας 'στο πηγάδι σύννεφου 'στον ουρανό,
τη μοίρα του διέπλαθε με θάνατο αργό.

Τα βράδια του 'σε θέατρο και με μια μουσική 'γυρνούσε,
άνοιγε συρτάρια και ντουλάπια συνεχώς για το φα'ί',
για έγνοιες ο λόγος ούτε,πλέον,κάτι τον απασχολούσε,
'βυθισμένος 'σε αέναο και φαύλο κύκλο έως το πρωί.

Με τα ψέματα τον εαυτό του 'συντηρούσε,
με ουσίες συντροφιά και παραλήρημα σωστό
και διάφορ'αντικείμενα εδώ κι'εκεί 'ξεχνούσε,
''αναγεννημένος'' και 'κρυμμένος για πολύ καιρό.

Δευτέρα 25 Απριλίου 2016

Γονυπετής(‘στο παραλήρημα):η τελευταία μ’αίμα λέξη

Βολιδοσκοπώντας με τις ‘λίγες μου γραμμές
για ν’αντιμετωπίσω την πραγματικότητα
εξόφθαλμη που ‘βρέθηκε ‘μπροστά μου
να με προσπερνά και καθορίζη όνειρά μου
‘στο απόσπασμα εκείνο με πομπή και ιαχές
πρωταντικρίζοντας το θάνατο μες ‘στην αβρότητα…

Πνευμόνια ‘γύρευα πρασίνου
ιερού που,καθαγιασμένα,
φυλλοβόλησαν ‘στην πένα.
Του γαρύ(ί)φαλλ(λ)ου και κρίνου
για την όψη απορούσ’
-αν δεν αμφισβητούσ’..-
αναφυόμενα και ‘μαραμένα.

Όλες οι φωνές της πλάσης
αντηχούσαν μες ‘στα ξένα:
"Πρόσεχε να μην τη χάσης
καταντώντας σαν εμένα.".

Η μυρωδιά,το άγγιγμά της,
η ζωή ‘στο άκουσμά της
πάντοτε οικεία και συνήθης,
πάντοτε οικεία και ‘χαριτωμένα..

Δεν ευτύχησα να γράψω ούτε στίχο,
δεν αγνόησα τον κρότο ή τον ήχο,
ολομόναχος ολόκληρες που αγωνίστηκα βραδιές
να σείσω τις καμπάνες ‘στις Σαράντα Εκκλησιές.

Πουθενά δεν έμελλε να ‘βρω παρηγοριά,
παντού και πάντ’αποζητώντας τα κλειδιά
πυλών του Παραδείσου,
αν και ‘κόμισα εξίσου
φώτα,πέτρα ‘στον αιθέρα και μολύβι
‘στην περιπαθή που έμενα καλύβη.

Απόψε φύλλ’αμάσητα Πυθίας τραγουδούν τα εμβατήρια
και νεραιδόσκονη πετούν θαλάσσης όντα
‘σ’ευτυχείς ταξιδευτές αγγίζοντας μιαν ανακόντα
και ‘στη φωλεά γυρνούν του λύκου,θύματα εξιλαστήρια..

‘Πνιγμένος ‘στ’αβαθή νερά μιας λίμνης
που δε ‘χάραξε ποτέ ως τώρα.

Κυριακή 24 Απριλίου 2016

Με αγωνία και λαχτάρα τά ‘κανα ‘ξανά μαντάρα

Ό,τι και να έγραψα το έκανα επί τροχάδην,
εν βρασμώ ψυχής,’σε μαραθώνιο ή βάδην
με προτρεπτικό μου λόγο
βάζοντας υπάρχοντα ‘στο τζόγο
και στοιχηματίζοντας με τα ουράνια
κομίζοντας τις δάφνες του πρωταθλητή και τα στεφάνια
έτοιμος του νικητή να κόψω τελευταίο νήμα
ερευνώντας γι’αφορμές ‘στην κάσα και το μνήμα…

Διαλυμένος νους
που περπατεί ‘στην άμμο
‘δώθε-‘κείθε σέρνοντας και χάμω
το κεφάλι σαν παππούς..

Ας γυρίσω το κεφάλι
ν’αναλάβη ο παππούς
που και χρωστά της Μιχαλούς
και ίπταται από το προσκεφάλι.

Απόψε κάνει ερημιά,
τα όνειρα πληγή μεγάλη
‘σμιλεμένα μες ‘στη ζάλη
μες ‘στην κενωθείσα μου καρδιά.

Ποίηση ο ουρανός φωτίζοντας το μεσημέρι,
ο ιδρώτας χωραφιού που ‘σπάρθηκε ‘νωρίς,
αγέρωχος αγέρας που φυσά για ταίρι,
πλούσιοι καρποί της μάνας γης.

Με πολύχρωμη και παλαιά βεντάλια
τραγουδώντας ύμνους προς τιμήν
πεσόντων και ηρώων ‘σε κανάλια,
τροπαιούχων όλων,ηχηρή σειρήν.

Στόμα μελιστάλακτο
και σώμα το αδιάλλακτο
για μέθυσους και πότες.
Χείλη ‘ταραγμένα
μες ‘στο ψέμα βουτηγμέν’
από τις ευτελείς μας νότες.

Πόθος ανεκπλήρωτος παιάνα να χαρίσω
‘σ’όσους έφυγαν απ’τη ζωή φρενήρεις
και αδέκαστοι για δώματα και πλήρεις
ημερών,εσχάτων και αρχαίων,που δεν
επιστρέφουν,πια,για να μας ‘δούνε,‘πίσω..

Πέμπτη 21 Απριλίου 2016

Αλλοπα(επη)ρμένως έπι/έπη κλίνης

‘Σ’ένα τείχος αδιαπέραστο προσέκρουσα
με βλέφαρο ανύστακτο κ’ελπιδοφόρο
και τον κώδωνα κινδύνου έκρουσα
με τον Ερμή πιστό μαντατοφόρο.

Του μελλοθανάτου τραγουδώντας άσμα
κύκνειον,πασχίζοντας να τρέξω προς τον Άδη
και,κρυψίνους,μέγα γεφυρώνοντας το χάσμα
μήνυμα να στείλω ‘βουτηγμένος ‘στο σκοτάδι.

Ήτανε γραφτό να μη γυρίσης να με ‘δης
και πεπρωμένο ‘στην αγκάλη του να κοιμηθής
διαβάζοντας Καμύ και Κάφκα.
Για μια ‘ρημαγμένη γιάφκα.

Εάν το μέλλον δεν κοιτάξης,
αν το παρελθόν απαρνηθής,
τα πάντα θα θυμίζουν το παρόν
που ήσουνα για πάντοτε απών
από τις εξελίξεις της στιγμής,
από την προσοχή της τάξης..

Φημολογώντας τον Καιάδα
με ασπρόμαυρη λαμπάδα
‘δες προσεκτικός να μην περιπατής
ανάμεσα ‘σε Γερμανία και ‘σ’Ελλάδα
και ν’αναβοσβήνης δυστυχής
τσιγάρα,τροπαιούχος,
άσημος,’μικρός ευνούχος
με παρέα μια περίφημη καντάδα…

‘Στο ελάχιστο δε ‘γνώρισα την ηλικία
και ‘στο μέγιστον ονειροπόλος,
ερωτοπαθής πολύ,ωμός χαχόλος,
σέρνοντας προώρως ‘φαγωμένη βακτηρία.

Κούτσα-κούτσα σα χελώνα,
σαν παππούς με το μπαστούνι
για ν’αντέξω τη βελόνα
να χωθώ σαν το Γκουσγκούνη.

‘Στο ιπτάμενο γαλατικό χωριό
Ήταν τότε που τ’αστέρια έλαμπαν ‘στον ουρανό
και τώρα που ‘στο φεγγαρόφωτο σεληνιάζονται.
Δεν είχα λόγια να εκφράσω το παράπονο για να σου ‘πω
τι ώρα ‘βγαίνουν λύκοι και τσακάλια που τη λεία των μοιράζονται.

Με καλοδουλεμένο φτυάρι ‘χάραξα το φέρετρο
να συντροφεύη ‘στην πορεία ‘στην ιδέα κάθε βήμα
και φευγάτος,ένεκα φαντασιώσεως,’σε θέρετρο,
τα όνειρα ‘ματαιωμένα είδα ταξιδεύοντας με κύμα.

Δεν είχ’αναπνοή,δεν είχα ούτε ύφος
και ‘ταξίδευα ‘στο πέλαγος με ηλιαχτίδα,
ψάχνοντας τον οδοδείκτη,μια καλή πυξίδα,
πότε ‘στο βαθύ σκοτάδι πότε ‘σε ημίφως.

Ασάλευτος σα βράχος
και γενναίος μονομάχος
‘στης ζωής τα πόστ’.
Απόγειο με χείλη
‘γαντζωμένα ‘στο καντήλι
κάποιου μακαρίτου Κώστα.

Ολό και κάτι θά ‘βρης,
μια κοπέλα μάνας λάβρης,
‘στα τριάντα σου περίπου,
για να ζευγαρώσης.
Νά ‘σαι αυστηρά πηγαίος
να δεσμεύεσαι δια ζώσης
προχωρώντας μ’ένα δέος
‘σε χιλιάδες αποχρώσεις…

Σου ‘χάρισα φεγγάρια
‘στο Αιγαίο ν’αρμενίζης
παίζοντας ‘στα ζάρια
την Ελλάδα που γνωρίζεις.

Παρασκευή 15 Απριλίου 2016

Βραχώδης τόπος των συνόρων-Προλεγόμενα μιας τραγωδίας

‘Στο νου δεν είχα μήτε μια γυναίκα
μήτε φίλους και πεντάρφανα παιδιά
μα ευτυχούσα βλέποντας το Μπέκα
και τα Ραντεβού των Κωφαλάλων ‘στα Τυφλά..

Και τόσον ανεθάρρησα…
Τη νεότητα σού ‘χάρισα
για να με βλέπης με χαρά,
συμπάθεια και προσμονή.

Δε ‘θέλησ’ανταπόδωση
ελάχιστη από τιμή
και σεβασμό ‘στα γηρατειά.

Να σου θέτη..
Όποια πέτρα κι’αν σηκώσης
-πρόσεξε να μην το μετανιώσης..-,
θ’αντικρίσης άρνηση ‘στον κόσμο και μοιρολατρεία,
‘στο ρυθμό μιας άλλης εποχής να ταξιδεύη παγερά με γοητεία,
χρόνο να ορίζη για δρεπανηφόρους
και ψυχοπομπούς,του μέλλοντος τους όρους..

Όλ’αρχίζουν με την ευχερή και ποταπή αράδα
του παππά που έσφαξε μιαν αγελάδα
ιερή και του δεσμείν και λύειν μου ‘ζητούσε
για εκείνο που ‘στ’αφτιά του μόνον αντηχούσε
πνευματώδες,άξιο μεγάλης προσοχής
‘στη σφαίρα της φαντασιώσεως της εποχής…….

Δε ‘γνώριζα τι έγραφα.
Παλμούς κατέγραφα.
Γνωρίζουν μόνο ‘λίγοι
σα ζωγράφοι ‘στην παλέττα
που κλοιό μού σφίγγουν και μπερέττα.
Φύσεως κολίγοι.

Έψαχνα το νόημα κι’ακόμη
μ’επισκέπτονται συχνά οι αστυνόμοι
για τα μέτρα του φερέτρου.
‘Στο Θεό την κάθε μου ελπίδα
εναπέθεσα για μιαν αχτίδα
σωτηρίας.Του Αγίου,σήμερα,του Πέτρου.

Όταν όλα ‘πλάστηκαν για μια καριόλα,
όταν έβριθιν χαζ μπιν κριέιτιντ για μια καρέκλα,
φυλακής,κοιμητηρίου όπου εορτάζ’η Θέκλα,
τότ’,εγώ,αστροναυτώ,ενίσταμαι για καραμπόλα..

Πλάι ‘στις αθώες ρίμες
έσπασα τις κνήμες,
άπληστα,εργένης,
που δεν περιμένεις
να γνωρίσης άπο φήμες.

‘Στον εχθρό μου δεν το εύχομαι
και ‘στο Θεό νυχθημερόν προσεύχομαι
ο Άλλος να μη ματαξαναβρή
το λόγο για επίθεση και απειλή…..

Αγάμου θυγατρός υποδυόμενος το ρόλο
‘σε μιας άλλης εποχής ‘ταξίδευσα με στόλο
ναυμαχώντας κοινωνία
προσεγγίζοντας την Τροία
και ‘ναυάγησ’αρκετά κοντά,’στην Πόλη
ζώνοντάς με φίδια,μύδια,στρείδια και λοιποί διαβόλοι..

Δεν περίμενα επίσκεψη
κι’ενδιαφέρον τόσο ζωηρό.
Εσύ δεν ήσουνα ‘σε σύσκεψη
εκεί,’στο πολεμοχαρές χωριό;

Με τα μελό
‘Κριματισμένος άπο μέγα λάθος
έσβηνα τσιγάρα μες ‘στο πάθος
να πρωτεύσω,πρώτος να φανώ,
τα μούτρα σπάζοντας,χωρίς σφυγμό..

Άσε το μυαλό ελεύθερο
και προσγειώσου,’στην αλήθεια.
Φωτιά μεγάλη μες ‘στα στήθια
και ατσάλι γι’απελεύθερο.

Τα όνειρά σου κάμε πράξη
τον αγώνα δώσε της ζωής
Θεός μοναδικός κριτής
επουρανίου ησυχίας μα και τάξης.

Γνωρίζοντας τη γκόμενα
σαπίζοντας τα βράδια
φοβούμενος σκοτάδια
και μπλακ άουτ συνεχόμενα.

‘Βυθισμένος ‘σ’ένα κόσμο αδικίας
με τα όνειρα φτηνούς λαθρεπιβάτες,
βάζοντας ‘ξανά πρωτόλεια,’περήφανα τις πλάτες
για τα σύνορα μιας αδιόρατης και μυστικοπαθούς μωρίας.

Δευτέρα 11 Απριλίου 2016

Λεπτοκαμωμένος από χάντρες φιλντισένιες

Έβαζα 'στη ζυγαριά τις κούκλες
που 'βλεπα επί οθόνης των κρυστάλλων
μες 'στις κρύες νύχτες των μεγάλων
που 'χαν ως μοναδικό σκοπό,
που εμφανίζονταν με μπούκλες.

Yψιφωνίας τα γενναία μέλη
άκουγα και θλίψη μες 'στα σκέλη,
του ανθρώπου που αγνόησε φωνές
από τα χαμηλά να σμίγουν 'ξαφνικές
και 'στο Αιγαίο προοδευτικά
το φως να συσκοτίζουν
με τα γιατροσόφια να θυμίζουν
την αδυναμία 'στα χαρτιά...

Δημόσιος ο λόγος'μας τιμά.
Προσοδοφόρο κλίμα.
Παροδεύοντας με σήμα
τα καινούρια μου,αυτά,γυαλιά.

Δεν υπήρχε λόγος για να μείνης,
δεν υπάρχει λόγος για να φύγης.
Μόνο πρόσεχε βραδιάς σου 'λίγης
μη σκορπίσης το νερό της κρήνης.

Κάτι που φαντάζει σχιζοφρενικό
να γράψω 'θέλησα και προσπαθούσα για καιρό
και αδιανόητο 'στον κόσμο των ονείρων.

Ένωσα τα χείλη,έτσι,με βαρειά καρδιά
και νου και άρχισα να γράφω Υστερνά
μιας νύχτας που δεν πρόκειται να 'ξημερώση
και τους πόθους μας κοινούς 'στο αίμα να παγώση,
άπρακτος,ουτιδανός,με όψεις των Καβείρων.

Τι θα ήθελα να έχω.
Τι πραγματικά ποθώ.
'Ξοπίσω της 'ξανά να τρέχω
μήπως και δικαιωθώ;

Προαναγγελλόμενο το τέλος,
άγνωστη περιοχή.
Βυθίζοντας τα πάντα μες 'στο έλος
μια μοιραί'αυγή.

Ταξίδι χάρισε 'στη μνήμη
με τις λέξεις και τη φήμη
που απέκτησες αιφνίδια
'στο δρόμο με τα φίδια.

Την αγάπη δε γνωρίζω,
μες 'στα λάθη μου σαπίζω
και το τέλος διαμηνύω.

Είναι πάθος και το 'ξέρω
πως 'γεννήθηκα να υποφέρω
μες 'στη ζέστη και το κρύο.

Διαχώρισα τη θέση
που δεν είχε σχέση
με το θάνατο και τη ζωή.

Ενά παράπονο μονάχα
με 'κυρίευε που,τάχα,
έφερνε καταστροφή.

Τα όνειρα τελειώνουν φευγαλέα,
όπως άρχισαν,με 'μάτια και με χείλη
που ανθούν το μήνα του Απρίλη
και 'στ'αυτιά μας αντηχούν λαθραία..

Δεν ξεκαθαρίστηκε ακόμα
το εάν θα 'ρθούμε να σε 'δούμε,
ασθενής που 'βρίσκεσαι,'σε κώμα
και να υγιαίνης να σου ευχηθούμε.

Το χρόνο 'πολεμούσα
κάθε βράδυ και 'ζητούσα
έλεος να καταλογιστή..

Με τα συνθήματα 'περνούσα
για εκείνη που 'πονούσα
και της έδινα ψυχή.

Τι να 'πης και τι να στάξης
για εκείνους που 'νωρίς
το τρένο έχασαν,περιδεείς,
με λόγια,έργα,με τις πράξεις..;

Κάθε 'μέρα που 'γυρνούσα
εαυτό διεκδικούσα
και με 'θεριεμένα χείλη
την πιστή εκάμα φίλη...

Ήθελα να γράψω τ'ομορφότερο τραγούδι
που θα συντροφεύη τα 'χαμένα δειλινά
μα 'στην πορεία 'πείστηκα πως η καρδιά
δε συναινούσε κ',έτσι,διάλεξ'αγγελούδι.

Κάθε στίχος της νεότητος αχτίδα
που μες 'στ'όνειρο τους φίλους θα κερνά
και πάντοτε με θαρραλέα την ασπίδα
την ασχήμια μου θα 'ντύνη και τιμά..

Προσδεδεμένος 'στα κατάρτια μιας Αργούς
'Στα όρια 'μπλεγμένος μιας απάτης
που μου έλεγε ημερησίως ''Μην ακούς,
θ'αλλάξουν οι καιροί και θα 'σαι πρώτος,
θα 'ρθουν όλα μπούμερανγκ μα/απ'τους Θεούς.''..

Ευδοκιμώντας τα ουράνια,
κατέφθασα τα Θεοφάνεια
πνοή αλλιώτικη να δώσω
και τους στίχους ν'αποδώσω
με φωνή μου λυρική
και όργανα πολλά 'στη γη...

'Σπιτίσια γάτα,
έτοιμη φρεγάτα
καταπλέοντας 'στο Βόσπορο,
'ντυμένη με γραβάττα,
το βασανιστήριον υπέμεινα
'μικρός αρκούντως σαν παρέμεινα
Λουμίδης,'σ τας επάλξεις,παπαγάλος,
μεγαλώνοντας σαν τον ηλιόσπορο,
σαν κάποιος,μέχρι τότε,άλλος...

Το θέατρο 'σαγήνευσε το νου,
η μουσική 'στα χέρια του παππού
και ο απρόσιτος,ψυχρός Εβραίος,
δρασκελίζοντας γενναίως
θάλασσες που έδωσαν 'στην ανθισμένη
'μυγδαλιά τα μέσα και το μέτρο για να περιμένη
το Μεσσία πλάι 'στην αειθαλή κορμοστασιά του,
ο μεγάλος πόνος που σου εξιστόρησα
εάν πολλάκις που αναθεώρησα,
εάν πολλάκις και προχώρησα
σαν είδα προμηνύματα Δελφών
να τρεμοπαίζουν 'στην παρέα των Επτά Σοφών..

'Καθισμένος μ'ένα ύφος παρελκυστικό
τα βράδια 'γέμισα με μπαταρίες
'σε ημέρες αποπνικτικές και τόσο κρύες,
εναγώνια σαλπάροντας για Λήμνο και για Κω.

Τρίτη 5 Απριλίου 2016

Αλυσοδεμένος ως τη Ρώμη

Διέσχιζα φαράγγια και δρυμούς,
'στην αναδρομικότητα 'χαμένος,
'πάσχιζα να λύσω εξισώσεις
μα δε 'βγήκα 'κερδισμένος.

Έγραφα για γόητρο
με τετρακίνητη ακτίνα περιμέτρου,
έγραψα με νόημα
'στην εορτή του Αποστόλου Πέτρου.

Ήμουν σαν ερωτευμένος
μ'ένα πάθος 'στην ανάσα
και πανίσχυρο το μένος
'βουτηγμένος μες 'στα γράσα.

Όλην ήθελα βιβλιοθήκη
πάθη να κατασιγάσω
και μ'απαίτηση το μπάσο
να ηχή απ'την προθήκη.

Με τα χείλη των ψιθύρων
κούρσες έτοιμο(ε)ς ονείρων
και λαθραία να εισάγω
τα ροφήματα 'στον πάγο.

Κενολογώντας πλήθος
ιαχές,κραυγές και φωνασκίες,
ταξιδεύοντας τις όμορφες κυρίες,
'μορφωμένος και με ήθος.

Τα πάντα δε χωρούν,
ολίγα που εξαφανίζονται,
πολλά που δεν αργούν
να φεύγουν να χαρίζονται.

Αδημονούσα η νοικοκυρά
τα μακαρόνια βράζει
και,με χείλη να κοάζη,
ψάχνει έντρομη για τον παρά.

Εκείνα που ποτέ δεν είπες,
όλα όσα 'στην καρδιά σου αντηχούν
κατάλαβ',έπι τέλους,μες 'στους γύπες
που τη σάρκα σου και τα οστά ποθούν.

Κατάγραψε το σύμπαν σου χαρούμενο
και άδειασε τις περιττές κουβέντες
κάτω και 'λιαζόμενος από τις τέντες
'στο μπαλκόνι σου με τον ηγούμενο

δυο συμβουλές να σου ψελλίζη
και δυο χαστουκάκια να σου δίνη
ένθερμα πιστεύοντας από τη δίνη
του μυαλού σου πως σε καθαρίζει..

Δεν έμεινε ο χρόνος,
θαλπωρή ο πόνος
με τα μελιστάλακτα εγκαύματα
που δένουν τη ζωή σου
και θανατηφόρα τραύματα
που έσυρες μαζί σου.

Για μια προσωπικότητα πως ζούμε,
για μια τύχη όλοι πολεμούμε
και τα ίχνη μας,εκεί,αφήνουμε
'σ'εκείνους που δε φτύνουμε.

Τόσα συναισθήματα πώς να χωρέσουν;
Τέτοιες οι αδυναμίες που θα καταπέσουν
και 'στον πάτο πάλι θα 'βρεθούμε όλοι,
ψάχνοντας για νόμιμο το φάρμακο με βιτριόλι.

Κάθε λέξη
κάθε φράση
μες 'στην έξη
που θα χάση
θα ξεράση
μίσος 'στην καρδιά,
εχθρότητα διασκορπίζοντας παντού
και με τα ουρλιαχτά
'στο τέλος -απευκταίο- του συρμού.

'Στην απομόνωση για εβδομάδα,
κακορίζικος για μια ολόκληρη βραδιά,
'στη μάχη 'παθιασμένος με ομάδα,
λύκειος για μιαν ικμάδα συντροφιά.

Όταν οι πηγές δε συναντώνται
και ρυάκια διαχωρίζονται,
η οφειλή σου μένει,τελικά,μα το Δαπόντε,
'μάτια-χείλη να σιτίζονται
από το πρυτανείο μιας θεσπέσιας ανάπαυσης
και του πυρός και ύδατος η λογική κατάπαυσις
το μέλλον μας θα καθορίση
φέρνοντας εκούσια τη λύση.

Νεροκουβαλητής,εξέδρας
οδηγός απομαγνητοφωνημένος,
λόγιος 'ψηλός από καθέδρας
μαχητής για τα πολλά σεσημασμένος.

'Ψάρευε κατ'αποκλειστικότητα και μη ζητής
ανθρώπους σου να κιτρινίσης.
Όπου αστερίσκος,της επιστρεφόμενης Αυριανής
τα πρωτοσέλιδα της Κρίσης.

Υπομονή τριμήνου
για την άνθιση του κρίνου
-περιπαικτικά ''της μπίλιας
που θα πέση άλλος σαν Αττίλας''-
'στα μαστάρια μιας αθώας Λίλιας
που την έκαν'ελαφρά και ζήλ(ε)ιας
του καρπού που ξέχυσε με το ρυθμό πιπίλας.

Παρακρατημένος με το ζόρι,
'σ'έρωτα τις ιστορίες και πλοκή,
αδέσμευτος σαν το κοκκ(κ)όρι,
ψείρας άπο λόγια κι'ενοχή.

'Θολωμένος μες 'στην κούνια,
αμυδρά,πολύ κοντά 'στο φως
που οδηγεί μιλιούνια
για ν'αλλάξη ο σκοπός..

Ό,τι έκανα για 'σένα,
ό,τι μόνο 'θέλησα για 'μας,
για πάντα 'χαραγμένο
απ'τα βάθη της καρδιάς
θα μένη,'στους αιώνες 'χαρισμένο,
μήτε με μολύβι μήτε πένα.

Πρακτικές επώδυνες που δεν απέδωσαν καρπούς,
συνθήκες στείρες που οδήγησαν 'στους ύψιστους θεούς
το έργο τούτο,το χιλιοπαιγμένο,
νεφελώδεις ουρανοί με ύφος 'πικραμένο.

Δεν ήλπισα,δε 'ζήτησ',αποτέλεσμα μηδενικό
από τα χείλη που προφέρουν προσφοράς τον τρύγο
το ποτήρι σου γεμίζοντας με άφθονο αυτό
για τον κοιλόπονο εμετικό,πηγαίο 'λίγο-'λίγο..

Τριάντα έφερε η έρευνα μα γκαρσονιέρα
ήτανε γραφτό η μοίρα να σ'ορίση
για να λες μετά πως ζω με τον αέρα
του αστού που προσπαθεί ν'αυτοκτονήση.

Ποτέ δεν έλειψαν οι κόντρες
και ποτέ τα σύννεφα 'στον ουρανό
αλλά υπομονή θα έκανες,θαρρείς,
πριν να πηδήξης μόνος 'στο κενό.

Βάτος άλσος του αδύτου Ή,ΑΛΛΩΣ ΠΩΣ,'Διαμάντια 'βουτηγμένα 'στο δρόμο με τις λάσπες

Έψαχνα τον αναπτήρα,τα κεριά
με 'λίγο φως τη γύμνια να καλύψω
'ξεχασμένες ώρες και ημέρες που θα λείψω
απ'τον κόσμο μολονότι έξω ξαστεριά..

Τη σωτηρία σου να 'βρης
'σε κάτι 'ξεχασμένες ζωγραφιές
που συντροφεύουν παιδικά σου όνειρα
και μάχεσαι για τις ευχές
που θα χαρίσουν παιδικά χαμόγελα-
το Άστρο πόλης μυστικής.

'Ξενιτεμένος και παιδί κατώτερου Θεού
'βγαλμένο 'στη 'μικρή οθόνη μιας ταινίας
άψυχο κουφάρι 'σ'αναζήτηση του εαυτού
'πνιγμένο και κατάφορτο από τις τύψεις της θυσίας.

Πρώτης τάξης κ'ευκαιρίας
το αλάτι να περισυλλέξω
'στο κρεβάτι και ας βρέξω
υποδήματα μιας ομηρίας
που με 'θέλει αιωνίως σκλάβο
δίχως να το καταλάβω
πλάι,μες 'στους άλλους μου συνομηλίκους,
παραλλήλως περπατώντας με τους λύκους
και τον αστρολάβο.

Τα κλειδιά του Παραδείσου
παραδίδοντας μαθήματ'
απ'το χείλος της αβύσσου
και τα χρυσοφόρα μνήματα.

Απ'τη γιορτή δεν έλειψε κανείς'
γι'αυτό να μην ανησυχής.
Το γάμ'ονειρευόμενοι με χρώματα,
βραδύκαυστη ουσία και αρώματα.

Την ώρα συνεχώς 'κοιτούσα
και για φεύγα δεν τ'ομολογούσα,δεν το συζητούσα
ώσπου ήρθε το κουδούνι
να μου λύση το ρουθούνι
και 'ξανά 'στα ίδια να πάω
έμμονα τ'αστέρια να μετράω
μήπως αισθανθώ το σύμπαν
την κατεύθυνση ν'αλλάζη μες 'στα λούσα,
ερμηνεύοντας,απλώς,τα Σούσα..

Ποιος 'στον κόσμο 'ζήτησε σοφία;
Ποιος δε 'στάθηκε 'στη συγκυρία
ικανός και άξιος για να κριθή
από εκλέκτορες που 'στην Οδύσσεια φωνή
απέβαλαν διερευνώντας για μια λύση συμβιβαστική
προσμένοντας Βαρβάρους για την ιστορία;

'Στην τρύπα που ορμήνευσαν να ζήσης
την ελπίδα 'στέρησαν μα όνειρα της φύσης
είθε να εξέλθης να συνέλθης και ν'αποσκιρτήσης
'στο μαράζι και τ'αγιάζι που θα 'δης και θα γνωρίσης...

Τι ρούχο θα φορέση πάλι
ο ηγήτορας 'στο καρναβάλι
και θα 'βγη να το βροντοφωνάξη
ότι όλα 'βρίσκονται 'σε πλήρη τάξη;

Αλλάζοντας το χρώμα του θηρίου
και παραχειμάζοντας με ήλιο
'σε δωμάτιο ευάερο-ευήλιο,
ακολουθώντας την πορεία πλοίου..

Κάθε μέτρο και σταθμός,
ανά εκτάρια ο χαλασμός,
ο ερχομός μιας άλλης 'μέρας
με τη λάμψη και το κύρος βέρας
'στο αριστερό για 'μάτια
που δεν είδαν τα κομμάτια
'λυγισμένα,'πεταμένα,διασκορπισμένα καθ'οδόν
-μηνύματα εσχάτων,τελευταίων εποχών..

'Στη Μούσα
'Καλλωπισμένη μα σεμνή,
λαχειοφόρος αγορά
'στην περιδίνηση αυτή
με τόσα μυστικά.

Ανώφελα μα θαρραλέα
'τήρησα κατά κεραία
όσα 'δίδαξες και ζης.
Δεσπόζουσα μορφή
εντός μου και φωνή
για να μεγαλουργής.

Τόσος χρόνος για το τίποτα
με λόγια ευτελή,ανείπωτα
για μιας βραδιάς τον έρωτα
'στα βάθη της ερήμου...

Από τ'ασήμαντα θ'αρχίζ'η μάχη
έχε κάτα νου σου,ποιητή,
με ουσιώδη για να καταλήγη,
χαλιναγωγώντας την Αυγή
που 'στάθηκ'ευτελής για 'μας και τόσο 'λίγη
'στο εδώλιο -'στα όρια- του κατηγορουμένου Δήμου.....

'Χαμένα καθ'ολοκληρίαν όλα,πάνε όλα στράφι
για το γάμο των διασήμων,κάποιου καραγκιόζη,
τραγουδά του λα'ι'κού μας τούτου βάρδου
ο καλλίφωνος της τοπικής μας χορωδίας..
Θέατρα και όπερες,'στη δίνη τζόγου και μπιλιάρδου,
για τα 'μάτια μας και μόνον οι χιλιάδες φωτογράφοι,
για την κάλυψη των ημετέρων μόνον οι μαφιόζοι ως σκαμπρόζοι..

Θα 'θελα της μουσικής
το σύμπαν να ενώσω
και με κύμβαλ'αλαλάζοντα
τους μύθους να προδώσω.

Αριθμολάγνα έρμαια οθόνης
τόνο σπέρνουν πανικού
'στα όνειρά σου-μη θυμώνης,
κράτησέ τους 'σε απόσταση,ανασφαλής
που είσαι και μ'εκφράσεις του συρμού...

Πάνε,τώρα,οι εχθροί
γι'ανάπαυση,ανεφοδιασμό
'στο μέρος που 'περνούσαμε 'μικροί
και ατενίζαμε ('σ)τον ουρανό.

Τι 'θέλαμε και είπαμε ανοίκειο
που θα μας έβγαζε νοκ άουτ
'στον αγώνα της ζωής με το κηρύκειο
'στα χέρια και 'στα πόδια τα σανδάλια
περιφέροντας χρυσά κοντά 'στα μανουάλια;

Γι'άλλη πάσχιζε πατρίδα,
'σ'άλλους ενατένιζε καιρούς
μετ'απ'την καταιγίδα,
της θεομηνίας τους κρουνούς.

'Στην τάξη προ(σ)χωρώ μιας 'πικραμένης μάνας
που τους γιους της έχασε μοιραία
'σε πολύνεκρα,αιφνίδια τροχαία
και τα 'μάτια της το σύζυγο με τον επώδυνο καρκίνο
να πασχίζ'υπομονετικά 'στο παίγνιο να μείνη να θωρούν εκείνο.

Δειλινά που δε χαράζουν,
λόγια που δεν επαρκούν,
τον πόνο ενσταλάζουν
'σε ταξιδευτές που νοσταλγούν.

'Ζωγράφισα το ψεύτικο προφίλ
του κλόουν που το τσίρκο αναμένει
κάθε χρόνο μένοντας ή επιστρέφοντας από τη Λιλ
'σε γη ανθόσπαρτα πανέμορφα καταραμένη.

Θαυμαστής ονείρου,
ταξιδιώτης του απείρου,
αγνωστικιστής ως το μεδούλι
με ζουρνά και ντέφι και νταούλι.

Το σπανιότερο απαίτησα να προσκομίσουν στίχο
πλάι 'στους παιάνες και τα εμβατήρια
που 'γέμισαν την ύπαιθρο και τα περίχωρα με ήχο
μεγαλόπρεπο,βαρύ και ψάχνοντας πειστήρια..

Δευτέρα 21 Μαρτίου 2016

'Στο Καφενείο της Βο(υ)λής-Τα Μυστικά του Βάλτου με τ'ακουστικά του δράματος και παροιμιωδώς..

Οίκος χωρίς Γιάννη προκοπή δεν κάνει.
Το Δράμα του Βάλτου ή Ο Βάλτος του Δράματος;

Ήτανε 'στο πευκοδάσος που 'λιαζόμασταν
υπό το μόδιο
γνωρίζοντας την αίγλη,
τον πλανόδιο,
σαν άπο χρόνων και 'χαιρόμασταν
τραυματικές μοιράζοντας τις εμπειρίες
πλάκα σπάζοντας με ώριμες κυρίες.

Δεν είχα λόγους για να γράψω
κ'ερεθίσματα για να πιαστώ,
μονάχα με φωτό να καταγράψω
της ζωής απόλυτο κενό.

'Στ'αζήτητα πως λογοφέραμε
να ξέρης μια οβίδα 'στο νερό
'στ'απύθμενα της Μεσογείου
'ρίξαμε χωρίς ποτέ σκοπό
και Λούης 'γίναμε της υφηλίου
μόνο καύχημα το μόνο που προσφέραμε
καταφερτζήδες με γλυκύ αδημοσύνης τον καρπό
'στης άνοιξης γωνία τον οστέινο καημό.

Πικροχολώντας βέλη
και μυρίζοντας τις πικροδάφνες
'στ'όνειρο που 'χάθηκε
με φόρους υψηλούς και τέλη.

Ασταμάτητ'απεφάσισα τις δάφνες να κομίσω
'σε αυτόν που 'χάραξε τα βήματά του,
σανιδώνοντας και τρέχοντας 'στα δεξιά του,
όλα τα προσκόμματα υπερπηδώντας μα τον Κροίσο.

Λόγος ποιος να τρέχω
να κρατιέμαι 'στο φουστάνι
και με τόσα 'λίγα που κατέχω
να πορώνομαι 'στο χάνι;

Ποια αιτία να υπάρχη
όταν κάθε 'μέρα βροχερή
τον ήλιο να ζητώ που άρχει
και με αναζωογονεί;

'Ψηλά,εκεί,'στα όνειρα
που 'βάλτωσαν,'στο χείλος,
'δόντια έβγαλε,θαρρείς,
της θάλασσας ο μύλος.

Υψηλά,εκεί,'στο άλσος
το κατάφυτο και οξυγονοκολλημένο
μια ζωή εκλιπαρούσε
και 'ζητούσε μακρινό ταξίδι με το τρένο..

Παράταιρος ο θαυμασμός
και Νάρκισσος ο δρόμος.
Ανεξίτηλος ωκεανός
και πνιγηρός ο τρόμος.

Κάθε νέο και δοκιμασία
και τεστάρισμ'αντοχών
από την ηπειρωτική Ρωσσία
έως τ'Όρος των Θεών.

Ψησταριά ''Ο Μπάμπης''.
Σουβλατζίδικο ''Η Μάρω''.
Φάμπρικα με Φάρο.
Ιχθυόσκαλα ''Ο Λάμπης''.

Ψάξε με 'στο φως
και παίξε όσο 'θές.
Μονάχα ο Θεός
και σήμερα και 'χθές.

Το κατωσέντονο και ουισκάκι,
σε περικαλώ.
Ήμουνα πολύ 'μικρός,παιδάκι
και από χωριό.

Η πόλη χαραυγή που 'σεληνιαζόταν
και ο βράχος της που υψηλά 'στεκόταν
τον χαρταετό πετώντας δραστικά
'μπλεγμένο 'στα καλώδια
ο δρόμος τα διόδια εμπόδια
ο λόγος πού 'χε τη 'δική του χάρη
ξέφωτο μειράκια με τυχερό των ζάρι
την πορεί'ακολουθώντας διαδικαστικά..

Λόγος μαίας 'στο παζάρι
λόγος φερετζέ και βάρη
'σε αμέτρητους,προθύμου,
υπηκόους του Αλίμου.

Αλιμούσιος
και αυτεξούσιος
'στα 'χνάρια του παππού.

Πηλέως
Αχιλλέως
όψεις διασυρμού
και με φαινόμενα του νου.

'Σε πολλά εκτάρια της γης
Κραδαίνοντας τα λάβαρα,φωνάζοντας συνθήματα
του Άδη 'πολλαπλασιάστηκαν τα μνήματα
και με πνοή ανέμου τα γλισχρά παιδάρια
το φόντο 'κάλυψαν και 'γέμισαν ολόκληρα ερμάρια.

Πηγαίνοντας για βρούβες
μέσα 'στις λακκούβες
ανεκάλυψα τι έχασα,τι 'πήρα,
'μεθυσμένος με κρασί και μπύρα.

Διάλειμμα για το τσιγάρο
ταξιδεύοντας προς Πάρο.
Ριγιούνιον 'ρυτιδιασμένο για μοντέλα
μες 'στο Πρακτορείο με ολόμαυρη δαντέλα.

'Βράδιασε κι'εφώνησεν αλέκτωρ
μάχη Αχιλλεύς και βέρσους Έκτωρ
κατενώπιον τειχών μακρών
κατερριμμένων ύπο βλέμμα των Θεών.

Αποδείξεις μού ζητείς με οίστρο ταξειδίων
μ'όχημα μιαν απερίσπαστη,σχεδόν και στωική,γαλήνη
για να κάνης τρέλλες,'στο λεωφορείο των οργίων,
για να ζωγραφίσης με ακουαρέλες την Ισμήνη.

Άπληστα γυρεύοντας της φύσεως ανασασμούς
και καλλιτεχνικά θωρώντας ακριβά με κέρμα
το τομάρι,τη μητέρα βλέποντας μες 'στους σπασμούς
δε 'βρήκα,έστω και για δείγμα,και δεν είχα έρμα.

'Σε θολά κορμί νερά
'βρεγμένα ως τα χείλη
'ρόδισαν τα σκέλη μου
το μήνα του Απρίλη.

Ανταριασμένος,για βουνά και αμμολόφους,
έψαχνε για φαγητό με ήχους υποκώφους
πλάι 'στα πιο δύσκολα στενά και τις γωνίες,
βραδυπορευόμενος,ζορίζοντας τις κρύες
'μέρες του χειμώνα με τους αθανάτους φιλοσόφους,
αποτίοντας τιμή,προσφέροντας ανθέων ευωδίες.

Όλα μαύρα,όλα ξένα,
μού θυμίζουν τον Κανένα
στάση κάνοντας 'στους Λωτοφάγους,
θυσιάζοντας κατσίκες μα και τράγους.

Μέλη εύμορφα σα μέλι πάναγνο γευόμενος
από τα χείλη της και 'μάτια ολονέν σαγηνευόμενος
το έαρ πλησιάζοντας και ο βαρύς χειμώνας,
την απάτη μηρυκάζοντας και ο σαρωτικός τυφώνας...

Γκαζάκι έτοιμο να εκραγή
μειλίχια και 'στο λασπότοπο ν'αποσταλή
σαν έμπνευση θανατηφόρα και απατηλή,
σαν ψέμα που διαδέχεται με φως και τη ζωή...

Νυστάζοντας μες 'στ'όνειρο
με ύφος επηρμένο και παμπόνηρο
και δυο κουβέντες άτεχνες και άδειες,
πλήρης γήρατος του σφρίγους
μες 'στους στίχους μου τους 'λίγους...

Τη ζωή του όριζε,ο υπναλέος,
με ψωμί,τυρί κ'ελιές,
αδύναμος από τες περιστάσεις
δίχως και πολλές-πολλές συστάσεις
πότε λέγοντας ευχές
και πότ'ελπίζοντας,με σοκ και δέος.

Παράξενα ορίζοντας η μοίρα
έδωσε φωτιά 'στον αναπτήρα
συλλογής,εγχάρακτο,που είχα,
τραγικός θαμώντας,μες 'στο βήχα.

''Παίγνιο μηδενικού αθροίσματος.'',
αθρόα η προσέλευση του κόσμου.
Χέρι για το κρίμα μου εκείνο δώσ'μου
ψυχολογικό 'σε όριο να φτάσω πείσματος.

Βαδίζοντας τα 'χνάρια του Ηλίου
'στο ημίφως 'βρίσκοντας την Κλίμακα
που θα με πάη 'στον Παράδεισο.
Για την Οδό Ελευθερίας του Κυρίου.

Ανθρωπάρια πολλά θα 'δης
και περισσότερα θ'ακούσης
μα 'σε όλ'αξίως να σταθής
για ν'αποφύγης τις συγκρούσεις.

Προμοτάροντας μια κρέμα
με ιδρώτα,με βαρύ το αίμα
των εργαζομένων 'σε αυτή,
ονείρατ'ατενίζοντας 'στη γη.

Αδιέξοδα τα βράδια σου σαν είναι,
πρόσεχε πώς νυχτοπερπατείς
και γι'άλλη μια φορά 'σε θέση μάχης 'σπίτι μείνε,
ραψωδός και 'στρατευμένος ποιητής.

Το μέλλον σου για μια και μόνη κοίτα
και το παρελθόν για 'λίγο άφησε 'στην άκρη,
θεωρώντας τα πουλιά 'στον ουρανό,προφέροντας την ήττα,
πλάκα κάνοντας εμμόνως με τη Θεοδώρα Τζάκρη.

Άλληνε γυναίκα δε θα 'βρης
και άλλης το κορμί δε θα ζητήσης,
μες 'στα φώτα μόνο ν'αναλογιστής
οπίσσω κ'εμπροστά σου τι θ'αφήσης.

'Στο μοιραίο πρώτο φως
Μουσικές του κόσμου άκουγε μανιωδώς
και χορταράκι για σανό 'ρουφούσε,
πλάνης,'στα θεατρικά που τόσον εξυμνούσε,
τόσον αγαπούσε,
'πεινασμένος,γκομενίζων και αυταρχικός..

Δεν κατάφερα ν'ανθίση
της καρδιάς μου η αμυγδαλιά,
λατρεύοντας τη φύση,
να χαρώ να 'δω τη ζωγραφιά...

'Ψάρευα και κυνηγούσ'
αδέσποτα σαν κολυμπούσα
για Ελλάδα,προς Αιγαίο,
τραύμα φέροντας ακραίο.

Ποτέ σου 'πίσω μη γυρίζης για να 'δης
τι εναπέμεινε και τι θα μείνη τώρα,
προσδοκώντας κέρδη,παίρνοντας και φόρα
'σ τας δυσμάς εργένικης και μάταιης ζωής.

'Ψαρούκλες 'βγάζω μπούκλες και το μαγαζί κερνώ
κ'εχθρούς και φίλους,όλους,εκ βαθέων συγχωρώ.

Αργά και βασανιστικά οι ώρες
με ρολόι τύπου τοίχου,ακριβείας,
πολεμώντας 'στο πλευρό μιας άσωτης κυρίας,
παίρνοντας υπνάκο 'στις αιώρες.

Να προφέρω λόγο συμπαγή
να παραδώσω μάθημα προς μίμηση
να συνεισφέρω 'στη ζωή
να νιώσω ανεξάρτητος η θύμηση.

'Πλάγιασα 'στο νεκροκρέβατο εκείνο,αγκαζέ
κρατώντας και τιμώντας το Βιβλίο των Επών,
υπενθυμίζοντας 'σε όλους μου τους φίλους τον καφέ,
τηρώντας κάτα γράμμα τη ροή των εποχών.

'Στα υστερνά θα γέρνω σαν κουφάρι
και θ'απλώνω χέρια πόδια σαν Αργώ
μ'εγγόνια που θα εύχομαι να 'ξαναδώ,
με νύφη και γαμπρό,με το ζευγάρι.

'Πυρωμένο σίδερο με άγγιξε
και,βλέποντας τ'αστέρια,
πάντοτε ημιλιπόθυμος,
σταυρώνοντας τα χέρια,
τελευταία μου ευχή
να μάθω,έπι τέλους,το Γιατί.

Ήτανε 'μικρός,λιγνός,ασθενική τη κράσει,
πάντοτε νομίζοντας πως τίποτε να χάση
δεν επρόκειτο να έχη και ξενύχτης μιας οθόνης
'ξημερώνοντάς τους μεθεόρτια ουρήθρα
'βγάζοντας τα όνειρα μιας ζώνης.

'Στο χαβαλέ του υπολογιστή κι' ο πρώτος,
αφοπλιστικός,ταχύτατος αλλά και γραφικός,
αδέκαστος κριτής των πάντων εκτιμώντας φως και σκότος,
'ψωνισμένος μουλωχτά με τις γαργάρες,θαυμαστός ως Ουγενότος.

Το κοκό και το σεργιάνι
έφτιαξαν μυαλό ντουμάνι
και με χείλη της Αβύσσου
'γέννησαν τον πλούτο Κροίσου.

''Μια του κλέφτη,
δυό του ψεύτη,
τρ(ε)ις και η κακή του(ς) ώρα.''
'στα παράθυρα των Μπόρα-Μπόρα
συνορεύοντας αναποσπάστως με τη χλίδα
με τεράστια επιγραφή που αναγράφει ''Δε σε 'ξέρω,δε σε είδα.''.

Λογικές ακροβασίες θα θωρής
και ρήτορες 'σε στάση προσοχής
'μπροστά 'στο μεγαλείο του διαλόγου
έπαινον ακούοντας ή απεχθίστου ψόγου
τα συντρίμμια και 'στην άμιλλα την ευγενή,'στη θεωρί'
αναφανδόν τασσόμενοι και πάντοτε με την κυριαρχία.

Δεκαετίες 'πέρασαν πολλές σημαντικές η καμινάδ'
αυτή που μας 'συντρόφευσε
με τις βροχές καταρρακτώδεις και με χιόνι 'στην Ελλάδα...

'Ηθελα να γράψω ακριβώς το τι σημαίνει
νά 'σαι ολομόναχος και όλ'οι άλλοι ξένοι
'σ'έδαφος πατρίδος πλήρως αφιλόξενο και αδηφάγο
με ρανίδες φόρου αίματος,ιδρώτα,σκέτο πάγο.

Τι κρίμα
να 'σαι βλήμα
και τα βέλη
τσιφτετέλι
να χορεύουν σα Μαινάδες,
πίνοντας πορτοκαλάδες!;

Όλα όσα θα 'θελα ν'ακούν οι άλλοι για εμένα,
όλα όσα τα ονείρατά μου 'ζήλευσαν και είδα αιφνιδίως να πλανώνται
είν'εκείνα που τα βράδια μου ετοίμασα καλά με πένα
που τις προσδοκίες μου ανέβασαν απροσδοκήτως,απ'τις στάκτες μου ν'αναγεννώνται.

Άγγιξα τα δώματα του Άδη
και της χαραυγής διαλείμματα
συνέθεσαν πολλά ποιήματα
'στο φως 'λουσμένα με σκοτάδι.

Φευγαλέες αναμνήσεις ζείδωρες υποτυπώδεις
'χαραγμένες 'στα κελιά της νιότης
'φωτισμένες με την αύρ'απ'το μυαλό της
'στο αιώνιο λίκνισμ',αφιερωμένες 'στο χορό της
'σε στιγμές ανέφελες,ανέμελες,σχεδόν σκιώδεις...

Τι δυστυχία ν'ακροάσαι
τον παλμό μιας εποχής
και να κρημνίζης όνειρα
εκείνων,θαρραλέων,της φυγής
που έκριναν τη δόξα
μάταιη και ψυχοφθόρα,
ζήλον έχοντας πολύν
καθέ στιγμή και ώρα
'σ της ζωής την ανηφόρα..

'Στο λυρικό μου αμανέ
'λικνίστηκαν οι κόρες
της Εκάτης και με ναργιλέ
'γιορτάσαν(ε) 'σε/με τις ώρες
κρίσιμες και δύσκολες για την πατρίδ',
αγγίζοντας το άγαλμα/είδωλο (χεριού) του Μίδα..

Όλα τα 'χε η Μαργιω(ο)ρή ο φερετζές/ναργιλές της/τής έλειπε.
Όλα τά 'χ' η Μαργιωρή ο...Ναργιλές δε φτάνει(και...δε 'βγαίνει..!).

Παρασκευή 11 Μαρτίου 2016

Θάλασσα Νεκρά

Κλεφτοκοτάς 'στο μαξιλάρι'
'θέλει δέσιμο και χαλινάρι
και 'στ'αρχίδια του ακόμη
'χθεσινό ψωμί με βρώμη.

'Ψαρωμένη κεφαλή
'στα όνειρα εχάθη
με κολύμπι και ψυχή
κι'επουσιώδη πάθη.

Τ'ομορφότερο σου 'χάρισα λουλούδι
να το βλέπης και να το θαυμάζης,
μέλι γνήσιο και καθαρό να στάζης
και 'στα χείλη σου 'πικράθηκε
κοντοστεκούμενος σαν αγγελούδι
και υμέτερος ειλικρινώς
'στο άκουσμα γι'αγάπη και για φως
που σταθερά 'ψυχράνθηκε.

Θά 'θελα υπάλληλος τραπέζης
'παθιασμένα και αναίμακτα να γίνω,
να μοιράζω αποδείξεις,υποσχέσεις,να περνώ σφραγίδες
και να 'βγαίνουν,για να 'βγαίνουν άτιμες παρονυχίδες,άτιμες αιμορρο'ί'δες
'στους πελάτες νά 'χης να το λες,να τους εμπαίζης
και δουλειά 'στα εξωτερικά να δίνω,
ρέστ'αποπληρώνοντας και συναρμολογώντας βίδες.

Αν σαδομαζοχισμός καλείται κάτι τέτοιο,
έτοιμος θα είμαι και από τους πρώτους
να δεχθώ,να επικαλεστώ,επωμισθώ ευθύνη
δυσανάλογη της θέσης,τώρα,που κατέχω
και τα μέρη ν'απολαύσουν,επιτέλους,τη γαλήνη
τόσον που προσπάθησα,μεσόκοπος,να τρέχω.

Εμπνεόμενος (από) την Αλλαγή,
σαπίζοντας τη Χαραυγή,
τα όνειρα 'χαράξαν Άγος.

Έπασχα 'νωρίς από Ρωμαντισμό,
κλινήρης 'στη Ζωή και το Θεό
μου έως ότου σπάσ'ο Πάγος.

'Καθόμουν ώρες και σε άκουγα να θορυβής,
τα όπλα να μην παραδίδης
και κλεφτά να μου σφυρίζης όσο ζης
''Κατέκλεψα τους πάντες και τα πάντα όπου γης!''.

Τ'ομορφότερο σού 'χάρισα λουλούδι
να μυρίζης όπου και να πας,
'στο προσκεφάλι σου σαν αγγελούδι
να το βάζης και να μου χαμογελάς.

Τ'ομορφότερο,αν και 'μικρό,
ενθύμιο αξέχαστο,παντοτεινό,
της νιότης και του έαρος πιστότατο στολίδι
ν'απαλύνη πόνους,βάσανα και κάθε σου βαρίδι.

Ψάξε με και θα με 'βρης
εκεί που κοντοζύγωσε η 'μέρα,
όπου 'δέσποσε το πέπλο μιας βραδιάς
που έλαχε τα πάντα,αίφνης,να κριθούν
και νιώσε με σαν φρέσκο μύρο
εξαπλώνοντας τη στάχτη του τσιγάρου,
τα 'φθαρμένα ρούχα,την καυτή ανάσα της γιαγιάς
'στο μέσον του Αιγαίου και του γλάρου,
σύντροφος πιστός αδέσμευτης Αποκριάς,
απόλυτος πιστός μιας συνεχούς Πρωταπριλιάς.

Δεν ήταν η πικρή μου 'μέρα
που 'σε όνειρο να κλέβης είδα.
Ήτανε το ψέμα τη Δευτέρα
και η κορο'ι'δία που 'στα χείλη την ελπίδα
'στέρησε και 'χώρισε την πανοπλία-παρωδία
'σε δυο μέρη,εκτοξεύοντας τη χρυσοφόρο λεία
'στους αιθέρες της ασφάλτου,
έτοιμος διαβήματος,μορτάλε σάλτου.

Την τελευταία μου ποτέ δεν είπα
λέξη,προσποιούμενος το γύπα,
κάματο θαρρώντας κι'εμπειρία
θ'αποκτήσω,θα κομίσω για την Τροία.

Ψέματα για πάντα,εκτιμώντας,θα μου λες
ενόσω θα ζεσταίνεται και θα κρυώνη ο καφές
που έχυσες 'μπροστά 'στα 'μάτια μου επάνω 'στο τραπέζι,
'φοβισμένος διαρκώς,παρατηρώντας τον πατέρα σου να χέζη.

Μια ιδέα είναι όλα,
φίλε μου,'μπροστά 'στην καρμανιόλα,
το καλύτερο Γραφείο Τελετών
αναζητώντας ως παλάτι των πτωχών.

Ψέματα θα είναι,τότε,
οι φαντασιώσεις.
Έτσι μού 'πανε,τουλάχιστον,
οι μετα-πτώσεις.

Δεν κατάφερα της μαίας τη δουλειά
'στο φρέαρ να ξεπλύνω,
παίζοντας Προπό και Κίνο,
'φαντασμένος ότι δε(ν)μου έκαν(μ)ε καρδιά.

Πλάι 'στην Αρένα τόσων αισθημάτων,
ευσεβών μου πόθων και τραυματικών εμπειριών
τα χείλη 'σώπασαν Θαυμάτων
Χώρ'αναζητώντας,ίσων,πάντα,όλων των ευκαιριών..

Έβ(γ)αλα το 'ψαροντούφεκο σημάδι
και 'κυλίστηκα 'στην άμμο,
γοερά θρηνώντας το Αλφάδι
πού 'χασα μετρώντας ως τη Σάμο.

Θά 'θελα τ'αστέρια να μετρώ
και τους αιθέρες με μοτό να σκίζω,
ψάχνοντας τη μοίρα μου 'στον ουρανό
και μεσοπέλαγα με σκάφος το Αιγαίο ν'αρμενίζω.

Θά 'θελα της φύσης όλα τα παυσίπονα
'στον οισοφάγο μου και λάρυγγα,να καταπίνω
να γλυκαίνομαι,να ζω πολύ επίπονα
και θαρραλέα γιατροσόφια μου,μετά,να δίνω.

Θά 'θελα τα βράδια να διάγω
πότε μες 'στη ζέστη
πότε μες 'στον πάγο.
''Α,θα 'πούν,το χέστη!''.

'Ψαραγορά θανατηφόρα.
'Πήραμε την κατηφόρα
και θα διαμαρτυρηθούν οι οργανώσεις.
Τρέξε να σωθής πριν τους ενώσης.

Κάποτε,νομίζοντας,αναρχικός
θα γίνω 'σύρθηκα 'στο μαύρο φως
μιας φευγαλέας μου απάτης,
θέτοντας 'σε κίνδυνο σαφώς
γονείς,οικείους,συγγενείς.

Ανέβλεψα κι'αιστάνθηκα 'νωρίς
το πλιάτσικο της εξουσίας
και 'στα όνειρα της απιστίας
βάρη επωμίσθηκα της πλάτης
μου κι'ευθύνες,άτακτος κι'εκκεντρικός.

Κυριακή 6 Μαρτίου 2016

Το Λυκόφως των Θεών

Δρασκελιές 'στην άμμο με βαρειά καρδιά
για λάθη μου και παραλείψεις
κάνοντας την πάπια μα να κρύψης
άλλο δε 'μπορείς αλήθεια που πονά..

Με νότες κάθε 'μέρα και κουπλέ-ρεφρέν
'νομίζαμε θα επισπεύσουμε
βραδύπου μέλλον και σα μανεκέν
θα κουνηθούμε και χορεύσουμε..

'Θέλησα να γράψω για εκείνα
που μου 'φόρτωσαν 'στην πλάτη
και μου 'στόλισαν παλάτι
'σπίτι διαμοιράζοντας την πείνα.

Κομίζοντας φαρδιά-πλατειά το παρελθόν
και χείλη έχοντας,απλώς,αντιζηλίας
'στ'όνειρο που είδα ν'αφυπνίζη
χέρι τείνοντας μακραίωνης φιλίας.

Πάλι γράφοντας 'στην άμμο
με ορθάνοιχτες παλάμες
παρατώντας για πουρνάρια,μόλις,γάμο
'κίνησα για τις Μπαχάμες.

Ήθελα να γράψω για τα όνειρα
που με 'βυθίσανε 'στον Άδη
και μονότονα περνώντας ένα βράδυ
διαλυθήκανε 'στη λάσπη 'σ'ένα γκαζοντενεκέ.

Ήταν,λέει,το κεφάλι
της μονάκριβης μες 'στο μπουκάλι,
άχνιζε με πόδια 'στυλωμένα 'σ'έναν καναπέ ροζέ.

Για λεπτά της αγωνίας
σμήνος μελισσών
'στα πέρατα της Τροίας
και των Οινουσσών.

'Πίστεψα ('σ)τον εαυτό μου
που μου έταζε πολλά,θαρρείς,
τα όνειρα ολόκληρης ζωής
παρέα για τον ψυχισμό μου.

'Πήδηξα τους φράχτες,
μ'έπιασαν οι σφάχτες
που μες 'στ'όνειρο αναπολούσα
και της γης τα σύνορα 'περνούσα.

'Ητανε πολλές φαντασιώσεις
μέχρι τελευταίας των ρανίδος
για να γίνω συγγραφέας
βράδυ την ημέρα της μοιραίας

καταλήξεως υποχρεώσεις
πού 'ρθαν 'μαζεμένες της ελπίδος
υποβοηθούσης με τιμή,με κήδος.

Δεν έψαχνε την εύλογη να 'βρη αιτία.
Μόνος ήτανε και η Ελλάδα
χώρος του ανοίκειος και στρωματσάδα
την 'περνούσε ως μια τιμωρία

που φυγόκεντρα θ'αποζητούσε
'στ'όνειρο που 'στάθηκε οξύ
και την εξήγησή του απαιτούσε
μες 'στη φουσκοθαλασσιά,μες 'στο τσαρδί
σαν έγκλειστος 'ξανά 'γυρνούσε.

'Στο 'σπίτι σαν επέστρεφε 'φινιρισμένος
μόλις για μιας γκόμενας τα 'μάτια
σπινθηρίζοντας τα σκέλη του με μένος
με μια μάσκα φανερά εκνευρισμένος
έχτιζε και γκρέμιζε παλάτια.

Άλλο 'ζήλεψα πλανήτη
και 'ταξίδεψα 'στην Κρήτη
ζεστασιά και θαλπωρή να 'βρω
γυμνός,περιδεής,με κολικό..

Παγερή ανάσα
καυστική ποτάσα
ζόφος,
γνόφος,
'στα δωμάτια μπουνάτσα
'στο Αιγαίο η μπουγάτσα'
ήτανε θανατερή.

Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2016

Άγνωστος Ζ

Πατρίδα μου

Αχ πατρίδα μου γλυκειά!Οι μανδαρίνοι
την τιμή προσέβαλαν βαναύσως κάτα σμήνη
και οι μα'ι'ντανοί το μέλλον μάς αφήρεσαν των νέων
με τους γέρους απαθείς και γόνους,εκφραστές των ''Νέων''.

Αχ πατρίδα μου γλυκειά!Ηρακλειδείς
εξέλειψαν του οίκου σου και της εστίας
σα φυράματα 'πλησίασαν τα τείχη Τροίας
σπείροντας ανέμελα εκτρώματα της πλέριας γης.


Τροχαίο

'Μάτια λάγνα,κεντρομόλα
που συνάντησαν την άμμο
τις βραδιές εκείνες χάμω
πέφτοντας 'σε καραμπόλα.

'Μάτια,χείλη,μύτη,φρύδια
του παππού με τ'ακτινίδια
'στο πέρασμα των χρόνων
τόσον όμοια και ίδια
'στο δελτίο παραπόνων.


Το μόνον ακριβές που έμεινε,να γράφω,
τα ιερογλυφικά,σαν τον καλό μου στενογράφο,
μνήματα μιας ένοχης,αποκαλυπτικής μου ιστορίας
μοσχοθυμιατίζοντας τα πάντα 'στον απόηχο της Τροίας.



Δειλινά που δε χαράζουν
και φιλιά που δεν κρατούν
'μπροστά 'σε χείλη που τρομάζουν
μήπως εξαφανιστούν.

Ποια νύχτα θα μας φέρη
να 'βρεθούμε 'στο Αλγέρι;
Ποια ημέρα θα μας δώση
ποθητό καρπό τη γνώση;

Βαρίδια οι ενοχές
'σε πρόσωπα που στάζουν
ποταμό από τα μνήματα
και σε υποβαστάζουν.

Μόλις ήτανε το 'χθές.
'Σε μέλη μιας μοιραίας
μελωδίας για τα θύματα
μιας αδιόρατης σημαίας.

Όλα έτοιμα,'στην τρίχα,
με το λούστρο για την πένα
που 'νωρίς προς τον Κανένα
τα υπάρχοντα που είχα
'μοίρασε προς τους πτωχούς
με τέθριππο,με κεραυνούς
και νόμισμα μια ψίχα.

Προς τέρψιν και ωραί'
ανίσως για τους κωφαλάλους
ψάχνοντας τους εγκεφάλους
'σ'έναν καναπέ.



Η απόλυτη σιγή 'στο φλερτ,
ο ακανθώδης δρόμος βασιλιά,
ειδήσεις σύντομες 'στην Ερτ,
τα 'μαγεμένα δάση του μαχαραγιά.

'Ξαπλώνοντας τη γνώση
πετεινών με κότες
'ξαναγύρισα 'στις νότες
με τα φίδια πού 'χουν ζώση

συναισθήματα και όνειρα φυγής
απρόσμενα και θαρραλέα
στήνοντας μια μακρινή και μόνιμη κεραία
για να πιάσω τους διαύλους της 'ντροπής.

Δεν ήθελα να 'δω τ'ανήλιαγα παλάτια
και ν'αγγίξω να σταθώ τους χρυσοφόρους Μήδους,
έρμαιο ενστίκτων και παθών 'σε άτια,
'παγωμένος με κτυπήματ'αλλοπρόσαλλα και πήδους.

Το μόνο που ελπίζοντας αντίκρυ
ν'απολαύσω με σαγήνη
να σκεπάζομαι ικριωμένος
'στη μοναχική μου κλίνη.

Άλλο τίποτε δεν ήθελα
και κάτι άλλο δεν ποθώ,
ανώριμος από τες περιστάσεις,
τόσο γνώριμος από καιρό
και 'μεστωμένος με πειθώ.

Ψεύτικα ονόματα,
ψευδή με στόματα
'σ'ανάκλιντρα και στρώματα
'στη γη του κλέους.

'Ροζιασμένα χέρια
'σε χειμώνες-καλοκαίρια
σοκ και δέους.

'Κίνησα να φύγω
δρέποντας καρπούς
ευχύμους 'λίγο-'λίγο

με ανθρώπους,με καιρούς
και 'στους ασάλευτους θεούς.

Δεν ήλπιζα να 'βρω
συμπαραστάτη
και μαζί με ξεναγό
αρματηλάτη.

Ήταν η πορεία
τσόφλια μου γεμάτη
μες 'στα μαγειρεία'
σύγχρονη απάτη.

Προληπτικό διασχίζοντας με 'μάτι
τυπικό,γαρίδα
δρόμους και βουνά με ορυχεία,
ψάχνοντας ελπίδα
ν'αποχωρισθώ τα πάντα με τη μία
έπεσα 'στο μαλακό επάνω μου κρεβάτι.

Ψήνοντας την πάπια,
γαρνιρίζοντας 'στη φούστα
'χόρεψα μια σούστα'
κοινωνία σάπια.

Άλλες 'γύρεψα πατρίδες όπου γης
με στίχο καίριο και φλέγοντα και με παρόλες
σκόρπιες μες 'στην παραζάλη της στιγμής,αδιαφανείς
σχεδόν απότομα να εφευρίσκω 'στις ατέλειωτες κονσόλες.

Τι θα 'πω,τι θα μου σύρουν
και από ζωή τι θ'ανασύρουν
εκτυπώνοντας το χαβαλέ,
καπνίζοντας το ναργιλέ
και συγκεντρώνοντας βιβλίο
'σε στικάκια,κάνοντας αρχείο,
υποφέροντας από θανατηφόρο κρύο
που 'μπροστά 'στο ευγενές ταμείο
ένιωσα 'στα όρια του καφενέ..;

'Ψαραγορά και λα'ι'κή
'στο μέσον του πλανήτη
ευοσμίας σπάζοντας τη μύτη
τρώγοντας 'στη χαραυγή.

Λυρικός γραφιάς
'στα πρόθυρα της νιότης,
κλασσικός και σκοτεινός ιππότης
μιας ρωμαντικής,ανέφελης βραδιάς.

Ψωνίζοντας ιδέες
μόνος,'σε παρέες,
σκήπτρο 'κράτησα βαρύ
κι'ασήκωτο από την παρακμή.

Όλα ένιωσα,θαρρείς,
ειπώθηκαν 'σε χρόνο άμεσο
επιμετρώντας τον παράμεσο
και φεύγοντας από 'νωρίς
για τα νησιά ως την Αλάσκα,
χαλαρός και άνετος και...λάσκα.

Αχ πατρίδα 'δοξασμένη,
άλλο τι σε περιμένει;
Αχ πατρίδα φευγαλέα,
πώς σε 'κάνανε τα ''Νέα'';

Νύστα μ'έπιασε γλυκειά
'στην πίστα μονοκονδυλιά
διαγράφοντας από τη μνήμη
όσα 'φάνηκαν προσωρινά για φήμη
πως λογίζονται για χρόνια
'σε περίοπτη με τα τιμόνια
και κραδαίνοντας λαβάρων
όπλα επιμήκη των Αβάρων
και των Γότθων μες 'στα χιόνια
'στολισμένος,ερευνώντας για ζωή..


Είν'η λέξη πότε καταψύκτης
πότε 'σκουριασμένο καπνικό
τροφοδοτώντας εσχατιές και δάση
με ανθρώπους 'πυρωμένους 'στο βαθύ σκοτάδι
να γυρεύουν ανεξέλεγκτα το νόημα του Προμηθέα.

Φαινόμενο παροδικό
'στα χείλη που χωρεί
ως αντιδιαστολή
'κυμάτισε 'στον ουρανό.

Όλα,τώρα,όπως τάχα
ήθελ'έγιναν η ραδιούργα Βλάχ'
από υπεροψία κινουμένη
άμμος 'στα κρεβάτι'αναπηδώντας 'μολυσμένη
με ιό καρκινογόνο
ταξιδεύοντας από τη Γη 'στον Κρόνο..

Κάθε 'μέρα τα καπνά
μαζεύοντας για τα παιδιά
'στο δρόμο για να 'ξαποστάσουν
και αερικά να γίνου ν σα ν γεράσουν.


Ακροβολιζόμενος 'στα 'χνάρια του ηλίου
ψάχνοντας την άμαξα που θα με σύρη
ως τα τρίσβαθα σκοτάδια
πλάι 'στην Αχερουσία
νοιώθοντας την εξουσία
και 'ψαρεύοντας με παραγάδια
εγκατέλειψα την αμαρτία
με ιδέα φαεινή να 'βρω το Άστρο του Κυρίου
-γύρω μου το τέλος μέσα η ζωή και το ποτήρι
το ηδύ από τα χνώτα 'σε λιβάδια
ξένα 'σε μια πόλη μυστική και άδεια.

Καταναλίσκοντας απελπισία
'σε παράταιρες στιγμές
η μαγική μου ράβδος
μες 'στην Κρήτη θαρρετά κι'η Γαύδος
έντρομη πανίδα 'σε ληστεία
μόνον οδυρμός και άναρθρες κραυγές.

Κρύψε όσα τάλαντα 'στη γη
και 'δες το μέλλον ευκρινώς
από την ανημπόρια,Ποιητή,
ανέτειλε χιλιοτραγουδισμένο φως.

Θάλασσα τα 'μάτια,
χείλη τα σαρκώδη
έπλεξαν εγκώμιο
'στα χείλη του Ηρώδη.

Πυκνοκατοικημένες μεζονέττες
όνειρα τραγόποδος
'σε πλείστες και μονότονες κασέττες
με μοντέρνο στόμιο.

Παράδος ό,τι 'μάτια δε θωρούν
και ουδέποτε τα ώτα δεν ακούν
και καταλόγισον οφλήματα
'σε ζώντας και 'στα μνήματα.

'Μικρόβολος πορεία
'μικρομέγαλος καρδία
εις ακάνθους και τριβόλους
δόξα 'γνώρισε και φήμη.

Φύραμα 'μικρά η ζύμη
με γραφέων την πλειάδα
δεν καρποφορεί,τους στόλους
περιδινουμένους 'σε απέραντη κοιλάδα..


Ψήγματα 'στην άμμο
ερριμμένα χάμω
ψάχνουν διεκδικητή.

Φρενίτιδα 'στον πάγο
συν θορύβω,συν πατάγω
κάτω,χαμηλά,'στη γη.

Σαν αετός 'σ'αιθέρες πλάνης
με του έρωτα οσμή
το 'μισοφέγγαρο σαν πιάνεις
-άλλη τόσον εποχή..