'Σταμάτησε ο νους
ιδέες να γεννά
(ουδέποτε υπήρξε καν).
Νεφέλης τους κρουνούς
κατέβαζε με διαφορά
του στήθους(μέγας Πλάτων,ο Τιτάν).
Έπαιζες,'μικρή,βιολί
κι'εγώ το κομπολόι
και 'φαινόσουν κωμική
'στα 'μάτια μου με το 'ρολόι.
Σου 'γεννήθηκε το μίσος
μα,εμένα,έρωτα και πάθος
και 'ζητούσες δίκιο,ίσως
όπου έκανες το ίδιο λάθος.
'Σ'ένα παιχνιδάκι με τις κούκλες
σέξι 'ντύθηκες και χάιδευα τις μπούκλες
με τις ώρες 'θέλοντας,νομίζοντας πως θά 'σ' εδώ,απλά,για πάντα,
τρώγοντας και πίνοντας,καλοπερνώντας και κυκλοφορώντας με το Λάντα..
'Ζήτησα το κλέος,
'ψώνιζες σαβούρα.
Μ'ένα σοκ και δέος
'γύριζα σα σβούρα.
'Τράβηξα 'στα γρήγορα μια τζούρα
για να πάνε κάτω τα φαρμάκια
'στη χαρά την παιδική με τα μωράκια
με μια φίλη παιδική,ασχημομούρα.
Με αρωματικά κεριά
γι'ατμόσφαιρα και με πισίνα
σε περίμενα 'στην πείνα
να μου κλέψης την καρδιά.
Δένδρα τόσα φυλλοβόλα
και αειθαλείς αυτές,μαζί,εδώ,οι πόες.
Για μια τόσο κουτσομπόλα,
για τη μάχη του αιώνα:Έλληνες και Τρώες.
Ήσουν μια ιδέα σαν τις άλλες.
Παίγνιο μηδενικού αθροίσματος.
Διαλύθηκε ο νους μου τις προάλλες,
εν τω μεταξύ γενναίου πείσματος.
Άσχετο,τυχάρπαστο,ασήμαντο
Πάλιν έσπειρες εντάσεις,
'θέρισα σχεδόν το φόβο,
ζήλειας τόσες καταστάσεις
για μιας μόδας τάσεις
'σ'ένα πρόσωπο που κόβω.
Ιδεολόγος gossipιλικίου,
για γομάρια και φοράδες.
Αστειότητος οι γνώσεις του λυκείου
'σ'ένα στράτευμα γεμάτο βασιλιάδες.
Άκρας πάντοτε
Ήταν η φωνή σου τόσο ξένη
μα σου έγραφα με δόξα και χωρίς να 'ξέρω
άλλο,πλέον,τι με περιμένει'
να ποθώ,να κλαίω και ποτέ,ουδόλως μου να χαίρω.
Με μιας λα'ι'κής τη γόβα
και γαλαζοπράσινο 'πουκάμισο
να κολυμπάς ημίγυμνη 'στον Πάμισο
αλλάζοντας 'στο δρόμο ρόδα.
Για μνημεία παρα-λόγου
'Στη φευγαλέα σου ανάσα
όλα 'φθινοπώριασαν και οι καρποί
κατέκλυσαν την κάθε σπιθαμή
της γης,προσφέροντας την πάσα.
'Στη λυσσώδη μάχη με τους λογισμούς
θα είσαι πάντα τόσο μόνος.
Δε θα 'βρης παρηγοριά με τους θνητούς.
Θα κυβερνά το μίσος και ο πόνος.
'Πέρασαν τα χρόνια,τώρα 'χάθηκαν οι μνήμες
πως θα έφθανες,καταπιεστικά,εν τάχει
'στον πλανήτη Δία.Σε ορίζουν μόνο φήμες
πως θα φορτωθής 'ξανά τα βάσανα 'στη ράχη.
'Μικρόκλιμα υγρό και οι σκιές
'πλημμύρισαν τις γειτονιές,
ζητώντας εξιλέωση για τους νεκρούς
που εγκατέλειψαν τα ιερά και τους θεούς.
Έρωτας πολλά κλινήρης
'σε περίπλου μου μιας γύρης
'καμωμένης με τα κατακάθια
του καφέ 'σε κήπο με αγκάθια.
'Λιαζόμενος με τον ανεμιστήρ',
απολαμβάνοντας μια μπύρα
δροσερή με 'χαλασμένον αναπτήρα,
τώρα δοκιμάζει,πλήρους ευτυχίας,
'στ'όνειρο να 'μπη μιας εύσωμης κυρίας.
Τετράδια-ημερολόγια
με πράσινα τα φύλλα
χάνονται 'στα δρομολόγια
με Χάρυβδιν και Σκύλλα.
Ήθελα πολύ να 'ξέρω
ποιον 'φιλούσες 'χθές,
αφράτη,αεράτη και κομψή.
Της γειτονιάς το γέρο,
μήπως,που σου 'βγήκε ο κορσές
και μου παρίστανες πως κάνεις,πια,ζωή;
Μες 'στο άδειο μου διασχίζοντας και κλείνοντας πακέττο-Πολιορκητής και Μυροβλήτης
Με μια ράβδο μαγική,
αλχημιστής ως το πρωί,
παρατηρούσε τη σκιά του,
φλογερά χαρίζοντας φιλιά του.
Τη μεγίστη ένοιωσα και τέλεια ποτέ μου τότε πλήξη,
επιστρέφοντας από την ασωτία,
'σ'έρευν'αγοράς για μια σωστή κυρία
τα 'θελήματα που θα της κάνω σαν τα 'δόντια θα μου τρίξη.
Άγχους και βασάνου πλήρης
Ποια θα σ'έπαιρνε,να λες,εσένα;
Ποια θα δεσμευθή 'μπροστά 'στη χάρη
πού 'χεις έμφυτη,εδώ,να γράφης,πέρα,'στα 'χαμένα
και να ισχυρίζεσαι το ίδιο πράγμα μες 'στα βάρη;
Παραλλαγής και καμουφλάζ,
'στους αμμολόφους και 'στην πλαζ,
στολής που πρόπαλ'έπρεπε να με ανδρώση
και 'στα χείλη μου γαλάζιο αίμα
να εκχύση κάνοντας το ψέμ'
αληθινό,το άσπρο μαύρο για να μου τη δώση..
Τη νύχτα 'γέμισα
με στίχους πολυάριθμους και με στροφές
μ',ακόμη,δεν ηρέμησα
τη 'μέρα που μου έγινες στενός κορσές.
Για τις μαίες
Πολυάσχολη και πολυπράγμων 'στη ζωή
με τις περίτεχνες,περίλαμπρες ιδέες,
κανακεύοντας και κολακεύοντας μιας νύχτας το κορμί
'στην είδηση γνωρίζεις ότι κόσμο κάνοντας παρέες.
'Πήρ'απόφαση-σταθμό να σταματήσω,
πια,οριστικά το χρόνο μου αυτό να χάνω
'σε ανέξοδες κουβέντες για να κατορθώσω και να ζήσω,
επιτέλους,έναν έρωτα και κάτι παραπάνω...
Συνάντησ'αρκετούς χαλβάδες
που την είδανε γαμιάδες.
Τους 'περνούσανε χαλκάδες
σα να ήταν ταύροι και 'γελάδες.
'Σ'έθιμα και νέα ήθη ξενικά
το νου της,τώρα,πλέον,στρέφει
(αναλόγως και το κέφι..),
διαγράφοντας τα πάντα 'ξαφνικά..
Έσταζε ο μήνας
την ηχώ σειρήνας
και μου επεσήμαινε τα λάθη
πού 'κανα,κοντά της,όλο πάθη...
Εκείνο 'λάτρευσα το σώμα,
'ζήτησα 'ξανά ψυχή
μες 'στην απέραντη βοή,
χωρίζοντας τελεί'από το κόμμα.
Κρυσταλλένια χαραυγή
(να ήταν,'θέλεις,τώρα,και η μόνη;).
Άφθον'είχε πρασινάδα.
Όνειρο επούλωσε πληγή
βαθειά μες 'στη βροχή και μες 'στο χιόνι
για 'μικρή και σουσουράδα.
Λευκή,εδώ,συμπλήρωσα σελίδα
με λιτή,λακωνική προμετωπίδα
νου για ν'αποκτήσω τόσο φλογερό και τόσο νέο
και ζωή ν'αρχίσω υψηλή με φρόνημα γενναίο.
Μ'ευτελή αράδα συμπληρώνω
της ζωής την τελευταία ιστορία
με μια πλησμονή για ώριμη κυρία
που θα μου χαρίση έρωτα ή πόνο.
Σταυρόλεξα για σπαζοκεφαλιές
για μια συνείδηση,ταυτότητα και στίγμα
επουράνια και σήμερα και 'χτές
τα ίδια,επιφέροντας για πάντα ρήγμα.
Ψάχνοντας 'στην έρημο τα 'μάτι',
αναζητώντας ποταμούς και λίμνες και οάσεις
για να εμπνευσθώ 'σε μονοπάτια
που καινούριες έφεραν και ασυνήθεις μόδας τάσεις.
Έπνεε τα λοίσθια
κοιτώντας τα οπίσθια
και ξερογλείφοντας αιδοίο
τόσο τραγικό και τόσο θείο.
Ήτανε πολιτικός
που αιφνιδίως 'πέταξε τα ράσα.
Τό 'παιζε Χριστός
για να γαμά και για τη μάσα.
Αγραμματωσύνης παρεπόμενα,
ηλιθιότητος 'κρυμμένα πάθη,
λόγου σχήματα για μία γκόμενα
που στοχασμού 'βυθίστηκε 'σε βάθη.
Παιδιαρίζοντας με γλώσσα
εκλεκτή για θύματα,
κοντά 'στα μνήματα,
σαν κόκορας και κλώσσα.
Παίζοντας 'στην άμμο(μία καστροπολιτεία)
και τρεφόμενος με χόρτο διαλεχτό,
ανέμενε την αναρχία 'στο λεπτό,
γνωρίζοντας μιαν εμφανίσιμη κυρία.
'Μεγαλωμένος με τζακούζι,σπα,πισίνες,
δοκιμάζοντας να 'βγη από το περιθώριο
και την αφάνεια ζωής που έκανε μ'εκείνες,
κάποιες παρδαλές και βιόλες δίχως όριο.
Για μιας καλόγριας τη 'μυρωμένη χάρη,
που 'τελούσε βίον ιερό με δόξα και καμάρι,
με το σήμαντρο το πρωινό,διαβάζοντας το Συναξάρι,
δρέποντας τις δάφνες μιας ελπίδος αλλοτρίου και χωρίς φεγγάρι..
Σ'έψαχνα παντού,
δεν ήσουν πουθενά.
Σε 'βρήκα τραλαλά,
'πηδούσες 'στα κρυφά
'σε πόλεις και χωριά
'στο ύψος του βουνού.
Ήσουνα μαλάκας 'μορφωμένος
και το ήξερες αυτό πολύ καλά
περισφιγγόμενος από θηλιά
που σ'έκανε να 'μοιάζης τόσο ξένος.
'Στην πλεκτάνη πάντα πως θα μ'έχης
μάταιες ελπίδες τρέφεις.
Ήσουνα παιδί της Έφης.
Ήμουν πρόπλασμα που δεν αντέχεις.
'Στα μεθεόρτια μιας πανηγύρεως,
συλλέγοντας το άρωμα και το ζωμό,
από τα χείλη φρέσκα με ανέφελο καιρ',
οκλαδόν και ομοθυμαδόν,κατόπιν ομηγύρεως.
Έτρεχες χωρίς να 'ξέρης
τι και πώς με νου
αργόσχολο,παππού,
χωρίς ουσία ν'αναφέρης.
Υποτροπής ρανίδες του ιδρώτα,
επιστρέφοντας από το μακελειό
με θέα τον Αργοσαρωνικό,
στοιχηματίζοντας χωρίς γκανιότα.
Λέξεις επιδερμικές,
θυμίζοντας το 'χθές
και,τώρα,φέροντας 'στην επιφάνεια
το νου διολισθαίνοντας μες 'στην παράνοια.
Απροσπέλαστη βαθμίδα
πνεύματος με τον αόρατον εχθρό
καραδοκώντας και πυξίδα
μύηση και νήψη δίχως τελειωμό.
Νοοτροπί'Αμερικάνου,
ήθη κι'έθιμα Ευρώπης,
με το μέγεθος του νάνου,
με τα 'μάτια της Καλλιόπης,
για την πόλη της Σινώπης.