Τετάρτη 28 Ιουνίου 2017

Άθροισμα Ξιφίου 'σ'ένα τέλος διαδρομής

Περιττολογία 'στο τετράγωνο
'σε τόσο στείρο έδαφος και άγονο
παρέα με κατσίκες και γατάκια
'στα βουνά,τα ρέματα και τα ρυάκια.

Φευγαλέες αντιλήψεις μιας ελευθερίας
τόσο,πια,'χαμένης 'σ'ένα φυλλομέτρημα
βιβλίων μιας ατέρμονος μυθιστορίας.
Ή του ύψους ή του βάθους.Για διαμέτρημα.

'Ζήλεψα παιδάρια
'ξανά σχολείο
με υφάκι κρύο
'βυθισμένο 'στα ερμάρια.

'Στη γοητεία παρεδόθης πάλι
(είχες χρήματα διαθέσιμα 'ξανά).
Κουφότης,άδειο,τώρα,το μπουκάλι,
'περπατούσες μόνον κι'έβλεπες κλεφτά.

Γι'ανύπαρκτη πασχίζεις τόσο,τώρα,την ουσία
και το χρόνο διασκορπίζεις 'ς του ανέμου
την οργή,απομειώνοντας τη σημασία,
πού 'χανε για 'σένα κάποτε,καλέ μου.

Για τα χρέη και τους οφειλέτες
Άφησε καιρούς και καλοκαίρια
να σε διαπεράσουν ως οι έσχατοι επαίτες,
ζώντας 'στο σκοτάδι,με τα χέρια
ιδρωμένα και κατάκοπος,με τις πετσέττες.

Κατακτήσεως ανέξοδες εκφράσεις
'σ'ένα τόσο 'στοιχειωμένο 'σπίτι
για γαμήσια 'σε ολόκληρη την Κρήτη
που θα έπρεπε κι'εσύ να ξεπεράσης.

Τεχνοτροπίας άμεσες οι επιδράσεις
'σ'έναν κόσμο με αβυσσαλέες αντιφάσεις
που πηγαινοέρχεται χωρίς σκοπό 'σε στέκια και 'σε μέρη
με μια κίνηση αργόσυρτη και τραγική που επιχαίρει..

Time out.
Ώρα δράσεως.
Black out
αντιστάσεως.

Ίνδαλμα για τους λειψούς,
πηγή αστείρευτη φωτός
που συνηθίζει με θεούς
που φέρνει αίφνης ο καιρός.

Ανεξάντλητη ζωή
με τόσους μύθους και πετράδια
με μια μπέσα και τιμή
που άφησαν φιλιά και χάδια.

Σπείροντας για εαυτό,
θερίζοντας πολύ τη νοσταλγία.
Πλήρης ημερών,γι'αυτό
μες 'στην αγκάλη κρύβοντας μωρία.

Τα ψέματα πολλά('τελείωσαν).
Η ώρα ήλθεν απολογισμού.
Με αυταπάτες που σε 'γείωσαν,
γεννώντας τόσα πάθη του συρμού.

'Στο φως χωρίζουν τα σκοτάδια.
Με ζωή κατανικώνται τα εμπόδια.
Με νόμο χάριτος Αγράφων έως τα διόδια.
Μασώντας πικροδάφνες-λάδια.

Αοιδός περιωπής
και μάγος της στιγμής
'σ'ευτέλειας γραμμές
που έκλεισαν φωνές.

Απόψε σβήνει το αστέρι.
Αύριο και πάλι θα φωτίση.
Τη νεότητα θα φέρη.
Για χρυσή διερευνώντας λύση.

Είπα θα γυρίσω.
Μού 'πες πως πονείς
κοντά μου(μα γιατί;).
Για έρωτα να ζήσω.
Μιας αδιάφορης στιγμής
περίπατος με το γατί.

Εκμαιεύοντας αρχές,
αναζητώντας πρότυπα
'σε brand,πια,names και λογότυπα
και labels που 'γέμισαν τις φυλακές.

Σίναπις και στάχυ
(Έλληνες οι Βλάχοι).
Ψόφος 'στα θρανία
(πεταχτούλας λεία).

Ξεπουλήθηκε για τις φακές.
Δεν έβλεπε τη μύτη του.
Επέστρεφε αργά 'στο 'σπίτι του,
αλλάζοντας οι εποχές.

Σφυροκόπημ'αενάως
'σ'ένα λίκνισμα μιας άμμου
κινουμένης κόκκων 'στην καρδιά μου
(όπου άρχισε το χάος).

Μνήμες έτρεφα για ηλιθίους
μ'ένα 'παγωμένο τσάι,
τώρα κράζοντας το μπάι
'σε καιρούς ανέσπερους και κρύους.

Έστρεψα 'νωρίς την πλάτη
και απέστρεψα το βλέμμα
'σε ζωή γεμάτη ψέμα
ερριμμένη 'στην απάτη.

Πρωτουργός νυνί ρανίδα
του φωτός που συσκοτίζει
και τα σύννεφα ραντίζει
για μια δύσκολη ελπίδα.

'Στα σύννεφα 'πετούσες
πως και θα με συναντούσες.
Τώρα προσγειώσου 'στην αλήθεια
πως θα σ'έχω πάντ'από συνήθεια.

Βάψου κι'ετοιμάσου να γδυθής
μεγάλως 'πίσω και 'μπροστά για δύο τέτοια μέλη
εναρμόνια που 'χώθηκαν βαθειά 'στο μέλι,
ζώντας 'στ'Όνειρο,'ξανά,στιγμής.

Κάτι πρέπει 'πίσω σου ν'αφήσης.
Κάτι να της 'πης(ας μη γυρίσης..)
ως κληρονομιά 'σε ξέφωτο που αίφνης θα σε 'βγάλη
(Νέος Πρόδρομος εκεί κοντά με σφαίρες και μπουκάλι).

Σάββατο 24 Ιουνίου 2017

Φύσεως οδός βραχεία

Μολονότι αποστάσεις
Σημαίνουσες και θηριώδεις αναπαραστάσεις
με τροχόσπιτο κ'εξοχικό από γυαλί
'σε πλαίσιο
διθέσιο
με κρούσματα παρειλημμένα με φωνή
μακρόθεν να κοάζη(τρεις με τέσσερεις διαστάσεις).

'Στη λαμπρότητα φωτός
παρέβλεψα το βράδυ
με το θείο περιστέρι
περιμένοντας το χέρι
πού 'βαλα σημάδι
για να έρθη ο καρπός.

Αντιλήψεις αστικές
'στο μπράτσο τόσα με ταττού
γεμάτο ενοχές
γευόμενο το τσάι του βουνού.

Πλήξεως ανώριμες εκφράσεις
με αστείους τύπους 'σε χωριό
που έλαχε να μένης για καιρό
προαισθανόμενος τις καταστάσεις.

Δεν έτυχε να είσαι
τέτοιος,ώριμος,λεφτάς,πολύπειρος.
Για τ'όνειρό σου ζήσε,
τώρα(Γηραιά και Νέα Ήπειρος).

'Στην έκφραση,πι',ατσίδας,
πράξει τελευταίος.
Θήβα:μέθοδος τσιρίδας
νοιώθοντας το κλέος.

Αραβουργώντας
Ιδεοληψίας το κακούργημα
φαντασιώσεως ανοσιούργημα
νεότητος εκ του προχείρου τύψεις
που από τον κόσμο για πολύ θα λείψης.

Τετράστιχη μανία
βλέμμα τόσο σχέδον πλάνο,
πονηρό για την κυρία
πού 'ρχεται με υδροπλάνο.

'Σχεδίασες το μέλλον,
ώρα να σκαλίσης παρελθόν
πολύ γελώντας(ψεύδος τ'ον)
με το καράβι εξοκέλλον.

Προεργασίης πείραμα
'σε όλως φόντο γκρίζο.
Με μια κοινωνία θήραμα
που,όσο ζω,ελπίζω.

Πέμπτη 22 Ιουνίου 2017

Ασχημωσύνης του Πανθέου χορηγός και ουραγός Υψίστου

Συρόμενη κραυγή ως την ημέρα
π'ουρανίηθε θα 'δω αόρατη τη χέρα
μέσα μου ν'απλώνεται σα δίχτυ
και γοργόπτερα με πόδια,στιβαρά,
ενέργεια να μου χαρίζη και καρδιά
που θα με κάνη κόσμου μπήχτη.

Πνοή θανάτου
με πουτάνες και ουίσκυ
(όπως έστρωσε και 'βρίσκει..)'
μια ζωή φευγάτου
τύπου,'στα ξενύχτια και την ασωτί',
αναστενάζοντας από την ακηδία.

Προς τις αρχές διέταζε απείθεια,
'στο τζάμπα έμαθε ν'ανοίγη,τώρα,το μπουκάλι
βότκας με σφηνάκια με τα ψιμύθια
που εμπλουτίζ'η ανανεωμένη κοριτσοπαρέα του
τη μίζερη ζωή του αχθοφόρου αγοράς
γευόμενος 'στα όρια μιας απολύτου μοναξιάς
συνεθιζόμενος 'στο μαύρο και τα μαύρα του,φοροφυγάς
πασίγνωστος,με τ'άσχημα και τα ωραία του,
απλώς για έμπνευση και φαντασία,για κεφάλι..

Γλυκανάλατες περιελίξεις
με τις λέξεις 'κολασμένες
'βγαίνοντας από συμπτύξεις
αθε'ί'ας('πληγωμένες).

'Ξεχασμένα νώτα
'σ'έρημες βραδιές
διαφύλαξε και 'χθές
που 'φόρεσες καπότα.

Εσωτερίκευσε το φως
που δέχεσαι κατά ριπάς
αγνοία μα δυνάμει,πώς
χωρίς μηδέποτε να Τον 'ρωτάς.

Γλέντι'ατέλειωτα και φλογερά περί χαράς
και μ'έρωτος 'ξανά φτερούγισμα και χάδι
'στα τυφλά,εδώθε,πορευόμενος,μες 'στο σκοτάδι
το απόλυτο για χείλη και για 'μάτια τέτοια νεαράς.

Χαρίζοντας εν ου παικτοίς
το λόγο κάθε χαραυγής
και ολονέν και νέο κάθε βράδυ
με μιαν πετονιά ή με το παραγάδι.

Προσκεφάλι τότε μου σε είχα,
'γέμιζες το πορτοφόλι
και κατεκυρίευες τα πάντα.
Ήσουνα το περιβόλι
κρύβοντας που έβαλα το βήχα
'στην καρδιά μου,ακριβή μπαλάντα.

Ζαντολάστιχα με τέχνη
(μόλο που βρωμά και ζέχνει..).
Με μπρανντ-νιου αμορτισέρ,
ζητώντας τον Αόρατο(σουτέρ..).

Με ασήμαντους που διανυκτέρευσες,
μες 'στις πληροφορίες που διέρρευσες,
'στις ομορφιές σου,τώρα,σε πολιορκούσα,
ράκος,πια και 'στ'όνειρό μου σε 'ποθούσ'
αλλά σκουπίδι μ'έκανες σωστό και άσε
(σάπια λόγια-ψεύδη),τροβαδούρε μπάσε..

Παρωνυμίας το απόστημα
κατέβρεξε τα χείλη του βυθού
που έβλεπε 'στο φως του συνειρμού
τον κτύπο της καρδιάς μου τόσο νόστιμα.

Ψευδολόγος-μωρολόγος,
ταπεινός εκδικητής Αγίων.
'Στ'όραμ' ''Αγαπώντας τον πλησίον.''
'πόθησεν.Ο γυρολόγος.

Διάκενο και πρόσεχε πολύ να μην πατήσης
μπανανόφλουδες και σεσηπότα μήλ'από τους εγγραμμάτους.
Ζήσε πάλιν εκ του μηδενός και αυθορμήτως,
ανηδόνως όπου σ'έταξεν ο Κύριος να περπατήσης'
'σε ακάνθους και με φύλλα ροδαλά,'σε βάτους
εκτυλίσσοντας φλεγόμενες(μιας Αριάδνης Μίτος).

Αστείρευτες οι αναμνήσεις.
Έκλεισαν κεφάλαιο ζωής.
Από τα δώματα της ενοχής.
Υστάτης,τελικής μου λύσης.

'Σ'Έσχατα ο νους βυθίζεται
τα όνειρα μεθερμηνεύει
πάσχοντας και ηδονίζεται
με θέα που και σαγηνεύει.

Φυγής εκκρίσεις
νιότης αφηγήσεις
'σ'έρωτος αφ'υψηλού περιπαθούς
σκανδάλη μες 'στα όρια του ειδεχθούς.

Οικείοι λογισμοί ευθυβολίας,
με τυφέκιον και οπλοπολυβόλο,
να δεσμεύουν μία Γη Επαγγελίας,
κοσμοκαλογήρου διαμορφώνοντας το σόλο.

Άψυχα κουφάρια
παίζοντας 'στα ζάρια
τύχη χώρας και λαού.
Σμιλεύοντας τη μαργαρίτα
εγχαράσσοντας την αλφαβήτα
'σ'ένα φέγγος δειλινού.

Ετερόφωτον το Σέλας.
Καψερός ο Πόλος.
'Στο απόγειο μιας τρέλας.
Λάρισα και Βόλος.

Ερωτιδεύς πυγμή
'παρμένη με ορμή
από τα χείλη Ευρυζωνικής
τηλεοράσεως της παρακμής.

Γλυκομίλητος πνοιή
το νου σου χαιδεύει
απαλά ως το πρωί
αλλά και σε παιδεύει.

Μιμητισμού κρατίδιο,
συνθετικές μπαρούφες
καίγοντας τις τούφες
των μαλλιών με το πορνίδιο.

Επαίτης 'στη ζωή σου
και ζηλόφθων,πλέον,μέχρι το μεδούλι,
ακροώμενος φωνής σου
κι'έστησα να σε κοιτάζω καραούλι.

'Στου ονείρου τα στενά
θα έρχομαι κοντά σου,
πέφτοντας 'στα μαλακά,
δραπέτης,'στην καρδιά σου.

Όλο λόγια,υποσχέσεις
και γεμάτη αντιθέσεις,
αντιφατική και 'πλανεμένη
για το νέο που θα περιμένη..

Διάλεξε
Με τη μαμά για το σχολείο
('ντύσου διότι κάνει κρύο).
Με μπαμπά μες 'στο βουστάσιο
για τη Μελίνα ή τον Αναστάσιο.

Παρόμοια και άλλα
Ικανός για να εκφράση
πάθη έρωτος και άλγεα πολλά
χωρίς ποτέ να ησυχάση
μ'έννοιες και λέξεις τόσον ηχηρά.

Βαρύγδουπες εκφράσεις
μη 'μπορώντας να 'ξεχάσης
και ν'απαλλαγής οριστικά,
τελεσιδίκως(μοναξιά).

Πνεύμονα γραφής πρασίνου
νεκρικής σιγής πυκνότατης ωκεανού
ακύμαντου με σπόρο κρίνου
ταξιδεύοντας 'σε κοινωνία φαντασιακού.

'Πυρωμένα βέλη 'στον ατμό.
Ατθίδες φευγαλέες αύρες,
'γινωμένες με τις σαύρες
αναμένοντας κατάλληλο καιρό.

Επ'ελπίδι,δίχως πλοηγό,
'σε μια ζωή γεμάτη ευταξία
λόγου ερευνώντας τα μνημεία
με συνταξιούχο 'στο πλευρό.

Αλητεύοντας για 'μάτια ξένα
πού 'χαν διεκδικητές ονείρων
για μιας μπλόφας το παιχνίδι που ο Πύρρων
'βρήκε το διδάσκαλο 'χαριτωμένα.

Πυρ χθονός πατρώας
'ξαφνικά 'παρμένο με τα 'μάτια
'σ'έρημου αθώας
κορασίδος πού 'χτιζε παλάτια.

'Σ'ένα σώμα όλο ενοχή
ανεπαγγέλτως για ζωή
πηγαία και αυθόρμητη εκεί
που τελειώνουν ουρανός και γη.

Λύσατε ζυγούς.
Μη μου τους κύκλους,τώρα,πλέον,τάραττε.
Ζητώντας τους Θεούς
μοντέρνων επωδών.Επικατάρατε.

'Ζήλευσα την πλάσ'.
Εικόνα του κοσμοειδώλου
αυτοφώτως θεωρώντας
και πολύ αγανακτώντας
πρόχειρα,με βιάση
για ενότητα του όλου.

Σούργελα και ιαχές,
υπενθυμίζοντας το 'χθές
και κλείνοντας 'στα βάθη των ερήμων
δόξα κι'έρωτα Ημέρας των Αζύμων.

'Στο βάθος οι Σειρήνες.
Πρόσεχε πολύ τους Μήνες.
Άλλος Οδυσσέας γίνε
και 'στην Ιστορία μείνε.

'Χάραξα πληγή
'στο σώμα και με σημαδεύει
μ'εύπεπτη ζωή
που κυβερνά και σαγηνεύει.

Αγαπώντας τη γενειάδα
'στην ανήκουστη Ελλάδα
(πράξεως το δράμ'αυτό μου τελευταίο
'σ'ένα τρίγωνο συμμετρικά ωραίο).

Ενεργήσου,στρεψοδίκει και ξεκόλλα.
Φύσεως οι τόσες αναμνήσεις
'σε γυράδικο με καραμπόλα
η ζωή 'μικρή και οι κρατήσεις.

Δέσμευσε το πάθος 'στην πνοή.
Ταχύρρυθμα 'σε μουσικούς λειμώνες
κάνε τα μαθήματα για τη ζωή
ποθώντας άνοιξη να φέρης 'στους αιώνες.

Δευτέρα 19 Ιουνίου 2017

Ασθμαίνοντας ταχυπαλλόμενος εξ ίσου προς μια γνώση που αναγεννά

Φιλότητος τα πάθη
'σ'ένα όνειρο που πλάθει
έμαθα καλά κι'εξιστορώ
εκείνα που κεντρίζουν το μυαλό.

Μετέφερα με τη μελάνη
όσα μου,πιστά,βυθίζουν
'σε δωμάτια που ψιθυρίζουν,
εστεμμένα με στεφάνη.

Πάντ'αναποδιές
γεμάτες με καφέ,
'χυμένες και αυτές
'στην ασημί BMW.

Κυματιστές αντικριστά πολλές εκρήξεις
'σε ζωή φυγής εξαπλωθείσα 'στη σιωπή
χωρίς ψιμύθια και βόμβες για να ρίξης
αποστέλλοντας(μιχθήτω γαία τω πυρί..).

Αριστούργημα τιγρέ
'στο χείλος μιας αβύσσου.
'Ντύσου,'βγές και λύσου,
παίξε με τους κυριλέ.

'Λύθηκε ο κόμπος,
έσπασε ο πάγος
μες 'στο Πόρτο Λάγος,
φαλακρός και γλόμπος.

Άφησα κληρονομιά
ιδρώτα,αίμα,πνεύμα.
Πολεμώντας 'στα χαρτιά,
μυρίζοντας το νεύμα,
γέρικο που 'στον αιθέρα
θα με στέλνη κάθε 'μέρα
και θα σιγοψήνη έαρος κρουνό
ανθοστολίστου δόξης για Θεό.

Με τους νεκρούς,αυτούς που έμελε 'νωρίς να ζης
νεκρός κι'εσύ,μαντεύοντας,θα ευτυχήσης.
Θ'αντικρίζης πακτωλό χρημάτων(δις και τρις)
και την ικμάδα σου θα χαραμίσης.

Σημαίνοντας το σιωπητήριο
η γλώσσα 'λύθηκε με το μυστήριο
του σώματος που με καθοδηγούσε
και 'στο τέλος διαδρομής παρακινούσε.

Τάσεως διακεκομμένο ρεύμα 'στην ταράτσα,
τρώγοντας από Σερρα'ι'κό μπουγάτσα
και απλώνοντας τα ρούχ'από μπουγάδα
για να βοηθήσω στρατιώτες 'στην Ελλάδα.

Κυριακή 18 Ιουνίου 2017

Ιλαροτραγωδώντας 'στην ανεμελιά της Κυριακής

Ναρκισσισμού με κεφαλαία
το κεφάλαιον τριβής νεοελληνικής
'σε τούνδρα και 'σε στέπα,
καρυκεύοντας την κρέπα
και φορώντας περικεφαλαί'
από νεότητός μου για τον κάματο ζωής.

Στρεσσογόν',απόκοσμη αυγή
χωρίς κανόνα και τιμή,
πιέζοντας τις καταστάσεις
και δημιουργώντας τις προφάσεις.

Για μιας τετραδίου παιδικότητος το στίχο
συγχορδία με φωνές προαναγγέλλοντας οδόν της απωλείας
'στη μετάφραση καταδικάζοντας 'στον τοίχο
φυλακής πρωτότυπον καλοσυνάτης,μίας νέας(απεχθείας).

Συγκροτώντας το μαγαρισμό
(φαντασιώσεων η μελωδία).
Τον Προφήτη παριστάνοντας Ηλία
(δέσμιος από το συρφετό).

Για έναν Πλάτωνα 'στο πόδι
μ'επταδάκτυλο για Σταγειρίτη
που 'ξανά 'στη γη θα σκάση μύτη
μήλο πίνοντας ή ρόδι.

Δεν άλλαζες ενώ τα πάντα ήσαν εν κινήσει.
Απροσδόκητον παρουσιάζεις την μαλάκυνση 'στα μαγαζιά
που διασκορπίζεις(σόππιν θέραπυ εκεί..)ωραία σου λεφτά
προσβλέποντας 'στο νιον εκείνον που θα σε γαμήση..

Επί παντός επιστητού
(μια ξερολίασις αγροίκου).
Βλέμμα λέοντος και λύκου
(διασταυρώσεως του εαυτού).

Φυγοπονίας οι συχνές διαλλείψεις
που φοβείσαι τόσο να τες κρύψης,
συνεχώς και αδιαλείπτως-'φώλιασαν
και 'στοίχειωσαν το φως 'ς τες αναμνήσεις
που και τώρ,ακόμα,έτσι,'μπόλιασαν
το δένδρο του θανάτου(θ'αγαπήσης;).

Πλοηγούμενος 'σε μια χοάνη
('σ'ένα σταυροδρόμι των πολιτισμών).
Θεράπων,'σ'ένα πυρομάνι
('στο αμόν'Ηφαίστου 'στ'Όρος των Θεών).

'Ησουν ένας πρίγκηψ Αττικής.
Δεν ήσουν πρώτος μεταξ'ίσων.
Ταύρος(ζώδιο με ωροσκόπο και συνάμα φρόνημα)
'στο χέρι μ'ένα Red και βίσων
Bull εγώ μιας άλλης εποχής
με αδικήματα,ο θιασώτης,πλείστα ιδιώνυμα.

Αυτοαναφορικότητος βασίλειο
'στις εκδοχές τις πιθανές και όλες του τις αποχρώσεις,
ζώντας την αβελτηρία με τον ήλιο
υπό σκιάς ευόσμου,εξ ονύχων απαλών(οι πυρακτώσεις).

Ακεφάλου ηγεσίας
τα συνθήματα-
πονήματα
τη απουσία της θυσίας.

Περίκλειστος,συμπιεζόμενος
από την ώρα μιας ιδέας τραγικής
'στη σκέψη πως μ'ενέργεια ζωής
ανηύρε θάνατο 'στ'απολειφάδια,
με παραφυάδες και με παρακλάδια
μίσους,τώρα,εγκοπτόμενος..

Σάββατο 17 Ιουνίου 2017

Άγαλμα τεχνήεντος Ξενίου

Προ'ι'όντα τυποποίησης
και σύνορ'αντιποίησης,
περιτυλίγματος,'πασπαλισμένα
με την άχνη
(τόση πάχνη..),
ανοιγοκλεισίματος,'καβουρδισμένα.

Βερμπαλισμός και φλυαρία,
νομιναλισμός,λεξιλαγνεία,
'σε αθώες περιπτύξεις
που,αν 'δης πολύ,θα φρίξης.

'Στον Ήλιο 'γεννήθηκα,
με το φεγγάρι 'πέρασα
φραγμούς και διαπέρασα
εμπόδια πολύ ανήθικα.

'Πέτυχα λαβράκι
'κέρασα σφηνάκι
ανωμάλως προσγειώθηκα
με οιωνό:το πώς προδόθηκα.

Αγαπούλα μου,από εδώ,
μετά μανίας σου το γράφω,
κάνοντας το στενογράφο,
τώρα μια στιγμή για να σε 'δω.

'Στ'όνειρο πως σε αγγίζω
'στ'όραμα πως σε φιλώ
μορφή σου προσεγγίζω
και θερμά σε χαιρετώ.

Δε 'μπορούσες ούτε να με 'δης.
Γυαλιά 'φορούσες του ηλίου.
Μόνο μ'έβρισκες με το φακό
και μ'έν'ανθών σελιδοδείκτη
(κομψοτέχνημα χρυσού βιβλίου).
Παύσε,πια,να με παρακαλής.
Μου φθάνει το ασήμαντο κακό.

Λόγια τέτοιας φαντασίας
που τα έσυρε η βία
φύσεως μες 'στη μανία
κρίσεως εξ ημισείας.

Ροδοδάκτυλος Ηώς
κομίζοντας το πρώτο φως
'σε μελανόχρου στόμα
καθυβρίζοντας το σώμα.

Απομόνωση 'στην κούνια
και να με τσιμπούν ζουζούνια
'ς της μωροσοφίας μονοπάτια
χίλια πού 'γινα κομμάτια.

Την ωραιότερη και άγνωστη γραμμή για 'σένα,
τώρ',αφιερώνω,
με βαθύ τον πόνο
πού 'χα υπαιτίως εγκλεισθή 'σε βράδια 'ξεχασμένα...

Ήμουν 'στη νεροποντή ατάλαντου τραγούδι
και πολλά 'ξερνούσα στιχουργήματα
με διάφορ'αφηγήσεως μηνύματα,
χορεύοντας με ντέφι 'στο ρυθμό σαν το αρκούδι.

Άνεμος και σφαίρα
εκποιώντας τον αέρα
και ζητώντας καλοπέραση
ταχύτατα για την προσπέραση.

Ευθύβολα 'πετάχτηκες
και δεν σε πρόλαβα ποτέ.
Αδίκως μου 'ταράχτηκες
τυρβάζοντας μες 'στο Γεντί-Κουλέ.

Έπρεπε να μελετήσης κοσμικά και ζώδια,
χρειάζεται να βάψης κάθε 'μέρα τα 'νυχάκια,
το κορόιδο βάζοντας εκεί,'μπρός 'στα διόδια
πληρώνοντας και νά 'σαι αραχτή με τα μωράκια.

Έσπειρες τον έρωτα,
θερίζεις τη μωρία.
Τραγικά και κρύα
βράδια και 'ξενέρωτα.

Δε μου 'ζήτησες πολλά
και απαιτούσα τόσο 'λίγα,
έστω και χωρίς καρδιά,
εκεί,'στον ουρανό που 'πήγα.

Με πεταλούδας το κορδόνι
ζηλευτής μα τόσο μόνη,
επιμέλει'αποφεύγοντας πολύ για το 'μικρό
που έφερες 'στον κόσμο μ'ένα πάθος ακριβό.

Αμέριμνη πεταλουδίτσα πότε που πετάς
και πότε,τώρα,νυχτερίδ'-αράχνη,
πάλλευκη ως της ζαχάρεως η άχνη,
'σε ντουέττο για κοιλιάς χορό και με σκοπό χαράς.

Για 'λίγο φως οικτίροντας..
Αφυδατωμένος και στυφός
εν μέσω της θαλάσσης
και φοβείσαι να γεράσης
όμορφος και γνωστικός.

Φιληδονία που 'στην πρέσσα
'βρήκ'εχθρό ανοίκειο,με μπέσα.
Φιλαυτία που επί ξυρού ακμής
'ταξίδευσε 'στα πέρατα της γης.

Ήταν μπουρδολόγος,
χρυσοχόος και αλχημιστής
βραδιάς,συνήθως,ιταμής
που διακατείχε τζόγος.

Με το φτυάρι και δρεπάνι
για πανύψηλο κορμό
συνήθισε πολύ να χάνη
('σε ρυθμό του πτωτικό).

Πέμπτη 15 Ιουνίου 2017

'Στ'όνειδος νυκτός ρευστότητος

'Στο νταβαντούρι διαπλοκής
κλινήρης και ημιθανής
να πάσχω μόνος 'στη Σαχάρα
ώσπου να κρατήσ'ως το Νιαγάρα
θέση για τα γαλανά σου 'μάτια
'σε πολυτελή σουίτες και παλάτια.

'Κράτησα το βλέμμα,
έδεσες τις λέξεις
που ποθείς να παίξης
άκαπνη,'στο ψέμα.

Αηδίασα με τα υφάκια
που μιμούνται μόνον τα παιδάκια
και 'στους κηδεμόνες των,απλώς,εξιστορούν
γεμάτα σάλτσες,ζωηράδα πριν ν'ακροασθούν.

Ήθελα εκείνον μου το λόγο,τελευταίο,
να κληρονομήσης πριν,από εδώ,να φύγω
για να 'βρης καλύτερον και 'λίγο-'λίγο
να με ξεπεράσης τάχιστα.Ιδού το τόσο νέο!

Μ'έβλεπες που ολομόναχος 'γυρνούσα.
Τις κινήσεις σου προσεκτικά παρατηρούσα.
Βράδια για ρομάντζο 'στο μπαλκόνι.
'Μέρες που μου 'φούσκωνες σαν το παγώνι.

Έψαχνα εμμονικά 'στο μπαρ μιαν Αφροδίτη,
μια παραμυθία μες 'στην παραζάλη
που μου έτυχε από ενοχική μου βιοπάλη
και,αναθαρρείς,γυρίζοντας από τον Χ πλανήτη.

'Στη δουλειά 'σκιζόσουν 'στο λεπτό
συνάμα μ'ένα φίλο σου κ'εχθρό
μα,για εμένα,έλεγες,δεν είχες χρόνο
ν'ατενίζω τη ζωή χωρίς να νιώθω πόνο.

Τα καλύτερα επάνω 'στο ποδήλατο
με άρμα επουράνιο,θεήλατο
κι',εσύ,εκεί,να μένης,πέρα,τόσο μόνη,
ερωτοπαθής να καβαλάς το Πόνυ..

Παρηγόρησα κορμί,
'δοκίμαζες ρομάντζο
'σ'ένα πρόχειρό μου ράντζο
που 'κοιμόσουν το πρωί.

Δεν είχες την ιδέα
πόσ'αγάπης γράφω λόγια
τώρα,για εσένα,
'χαλκευμένα,
'νοθευμέν',
αναζητώντας τα 'ρολόγια
που μου έκαναν παρέα..

'Στην απόλυτη που επιστρέφεις καύλα
'σπίτι έπεσες ξερή και ήσουν τάβλα
έρωτος να σου χαρίση φύσεως τα πολυπόθητα φιλιά
'στη σκέψη πως για πάντοτε θα είν',εκεί,για 'σένα,για παντοτινά...

Έδρεψα καρπούς ευχύμους
(καταλλήλως άδραξα χρυσή την ευκαιρία).
Δευτερότριτος,με μίμους,
κατα'ι'δρωμένος,'χώθηκα περί τη μία..

Ελαχίστη 'στον Παράδεισο χωρίς ανάσα
κάνοντας τα θυρανοίξια θα 'μπης.
Αιτίας ανδρικής,σου το υπόσχομαι,τιμής.
Το φως θα νιώθης ή μια καυστική ποτάσα.

Έψαχνες μουρλή με χαριτωμενιά
το γκόμενο χωρίς πολλά να ρίξης
μα σε πρόλαβε η άλλη,'στη στροφή,γριά
που μ'έβλεπε τεκνό για να το αποψύξης..

Ωκύπους άφησε 'στη φαντασία
ρέστα και μαντήλι να σε οδηγήση
και να οργιάση,αειφόρος,για κυρία
που το μέλλον σου θα επικαθορίση.

Με τα λόγια 'χόρτασα
και πάμπολυ το 'γιόρτασα
που,τώρ',αναζητείς τον άντρα
(πότε θα το βάλη μες 'στη μάντρα..).

Παρανοίας τόσες εντυπώσεις
που φοβείσαι να μου τις χρεώσης,
ζώντας,τώρα-τότε,'στη σκιά του εαυτού σου,
τραγελαφική,προς το κατώφλι του 'σπιτιού σου..

Απολήξεις άκρων-Απορρήτων ο υιός επανεπενδυόμενος γεέννης

Με γυναίκα,πλάι,δολοπλόκα,
με το πόκερ και την πόκα,
μ'ένα παγωτό βανίλια-μόκκα,
να πατάη σταθερά μιαν πρόκ'.

Από το χάος ήρθε τάξη
και τα σύννεφα βροχή.
Ανέραστη ζωή
με τον ιδρώτα πού 'χει στάξη.

Με πολύχρωμη σινδόνη 'στόλισα
τη νύφη ο γαμπρός για να την κλέψη
με μια βέρα 'στο δεξί που 'πώλησα,
εισπράττοντας βαρειές πολύ κουβέντες,
φυλαγόμενος πολύ καλά 'στις τέντες,
ώσπου άριστα να το χωνέψη..

Όστρακον απέρριψα ευθύς
κι'εξοστρακίστηκα μακράν
που κείται μυστικώς
εκεί,'στη γη της Χαναάν,
'λουσμένη μες 'στο φως,
από τα έγκατα της γης.

Επέδωσα 'στο Χάροντα(και,γαρ,'πιέσθηκα)τον οβολό
και ασφαλώς διέβην πότε την Αχερουσία
πότε,όπως,μερικ',είθισται να λέγουν,το Ρουβίκων',
αγναντεύοντας παράλια μες 'στο Γαλατικό Χωριό
και πλαζ(για οφθαλμόλουτρα πολλά..)'σε μια γωνία
συντροφι'αξιάγαστη με τον ''Μετανοείτε'' Νίκωνα.

Εξανεμιζόμενος ως ο ατμός,
εξαργυρώνοντας σωρό δηνάρια,
με τον πατέρα 'στη Νεοκαισάρεια
να γνωματεύη σα σοφός.

Είχες Πόρσε και 'καμάρωνες το θαύμα
της τεχνολογίας,εξελισσομένης,για μια γκόμεν',
ανθιστάμενος να νιώσης άλλης τάξεως ελευθερία,
'σε μπουζούκια και κλαμπάκια,μ'ένα τραύμα
παιδικό,απωθημένο,δίχως σημαινόμενα,
μιας γοητείας,ορεγόμενος,παροδικής την αλητεία.

Ολάνθιστος,εκεί,ο κήπος
που σου αφαιρούσε λίπος,
ικανό και 'στο κελάηδημα της 'μέρας
αναιτίως σ'έβριζε αυτός σου,ο πατέρας.

Με την κόρη του παππά
που 'βγήκε 'στο κουρμπέτι
το κορόιδο,εύπεπτα,να 'βρη.
Αμέτι μουχαμέτι,
με νεκρούς ζητώντας τη ζωή
κι'εκλιπαρώντας γοερά.

Πρωθυπουργός αυτής,της εφηβείας,
ροκ,μιας,τέτοιας,Εποχής των Λουλουδιών,
ακόμη,εν τω μέσω τρικυμίας
εν κρανίω και των άτακτων καιρών..

Υπουργικό Συμβούλιο με τόσους αφελείς και ηλιθίους,χάνους
και με τους Δημάρχους-Περιφερειάρχας αποκοιμισμένους
'σε τραγέλαφο,με κλαυσιγέλωτα που προεδρεύει ένας άνους
(η ζωή σαν προχωρεί αλλά και που χαρίζει τους επαίνους).

Εμπνεύσεις της στιγμής ονειρικές εποποιίας εξ αδύτων του Βατικανού

Κοκκορομαχίες μεταξύ αγνώστων,Ούφο,
hypershow μεταξύ βλακών,
'στη σφαίρα των ιδεωδών,
φορώντας πάντοτε με κρύο,το χειμώνα,σκούφο,
έχοντας για μενταγιόν μια καρδερίνα κι'ένα μπούφο.

Τσιχλόφουσκα-γραφή,
ανέμελη σιωπή,
κατευθυντήρια γραμμή
προς την καταστροφή
χωρίς προοπτική
'στην έρευνα για μια ψυχή.

Τιτρώσκων έρως
φευγαλέα η 'ματιά
που και την είδε γέρος
ψάχνοντας το μέρος
το κατάλληλο χωρίς πολλά
αισθήματα 'στην αγκαλιά
για να την πάρη και φιλιά
να της χαρίση.Αθηναίος βέρος.

Το κομβίον 'πάτησ'
ανεβαίνοντας με ασανσέρ.
Εκεί που την 'παράτησα
θα έλθη να την πάρη ο σοφέρ.

Τώρα έπαιζα με στίχους,
το διασκέδαζα πολύ
με ανεπούλωτη πληγή
ανάμεσα 'σε ήχους.

Αγελάδα Ιερή και τόσα τρωκτικά,
εκμηδενίζοντας αυτήν την ύπαρξη,τις αποστάσεις,
αγραμμάτων έριδες με περιστατικά
και ροκανίζοντας το χρόνο(δωρεάν οι παραστάσεις).

Ακηδίας μια ραστώνη
που σε ξεσηκώνει,
που την ξεσαλώνει,
'βάρεσε 'ξανά κανόνι
με τροφίμους
για τους μίμους.

Χειρώναξ,με πηλό,
να θέλγη το κοινό
'σε ώρες επισκεπτηρίου
με το κύρος του μνημείου.

Με γόητρο και με πρεστίζ
'σε όλα κύριος(της σοουμπίζ),
χορεύοντας,ολόγυμνος,για το στριπτίζ,
με μια γυναίκα δίπλα του νταρντάνα
κλέβοντας το ρεύμ'από τη βάνα..

Άρουρα πυρφόρος
τοκετού ο λώρος
παγερός ο όρος
αφανείας και ο κόρος
για τις μακρινές εξωτισμού Αζόρες
που σε 'γέννησαν οι Χάριτες και Ώρες.

'Λιγόστευσαν,εδώ,οι απαιτήσεις
'σε προβλήματα που 'θέλουν λύσεις
άμεσες και 'πήγε η ταυτότητα περίπατο,για βρούβες,
'θέλοντας και μη,εκεί που άνθρωποι στοιβάζονται 'σε κλούβες...

Τετάρτη 14 Ιουνίου 2017

Εκλογή αρίστων κ'επιλέκτων

Μονόφθαλμο το κέρατο
'σε solo τετραπέρατο
'σε μιας ζωής αστείας
τα ξενύχτια,ως τη ροδαυγή
ποθώντας της ανοίας
αναμνήσεις 'σε μια σπιθαμή.

Τα λόγια μου σου 'χάρισα,
το ύφος μου αυτό,απ'όλα,ξένο,
σα να μη σε 'γνώρισα ποτέ.
Με το ποδήλατο 'τουμπάρησα,
φευγάτος όπως ήμουν,'μαραμένο
ρόδο,περιμένοντας τη Φατιμέ.

Ενορχηστρώνοντας με κεμεντζέ
βραδιά γεμάτη Πόντο
'σ'ένα πλαίσιο και φόντο
κοκκινόλευκο(ποτέ μπλαζέ..).

'Στόλισα με κλάδους
χέρια Του και πόδια
κι'έριξα 'σε κάδους
χίλια μου εμπόδια.

Μάταιος ο λόγος μου,κουφότητος,αυτός
απέδειξε πως δεν υπάρχει,πλέον,εαυτός,
'ξανά μες 'στις σκιές να τριγυρίζη
εξωφρενικά και δίχως να γνωρίζη.

Αγνοίας τ'άνθη τα καλύτερα,
με μιας μωρίας φυσικής τα σπέρματα,
'στο έργο της αυγής βαρύτερα,
με τον καπνό και 'λιγοστά μου κέρματα.

Εξαφάνισα τα ίχνη
που συνώδευσαν το λίθο
που 'ριξα και που μου δείχνει
πως 'δημιουργήθηκα μοναδικά να πείθω..

Παραπόνου διασημότητος κραυγή
από τα χείλη βεβαιότητος ανασφαλή
'σε μύριους δρόμους,χίλιους τρόπους,
για δεκάδες λόγους,πλείστους τόπους...

Αποσύρθηκα περιδεώς
συζώντας,εκ του μηδενός,
κοιτώντας πάλι τ'άστρα
με μια ξελογιάστρα.

Στίχον εύθυμον ασήμου για πλοκή,
στροφή τετράστιχη ακμαία
'στη ζωή που έγινε ωραία,
περικλείοντας τα πάντα 'στο χαρτί.

Λυχνάρι της ζωής μου,
ύψους κι'έρωτος ψυχής μου.
Πού 'σαι,πλέον;Πότε θα μου 'πής;
'Στα όρια,ζητώντας,της φυγής.

Φυγόκεντρα ή κεντρομόλα,
βιολοντσέλο ή με βιόλα,
'σε ταξίδι'αναψυχής(και άλλα συναφή..)κ'επαγγελματικά
με άρωμα 'στο Άγαλμα εκείνο ή την αηδία 'στα κελιά..

Βλέμμα το τσακίρικο.
Τζιόρτζιο ντε Κίρικο
και Α'ι'νστάιν βοηθός
απομαγεύοντας το φως.

Διδάσκαλος Φαν Γκογκ,
τοπίου μου πολύ ονειρικού
και θεσπεσίου σαν Κινγκ Κογκ
'σε μια πλαγιά του εαυτού
υπό φωσφόρου και φωτιστικού...

Ανθρώπινη βορά
'στο δίχτυ των εμπόρων
'σε βασίλειο των όρων
που θεάται χαμηλά..

Αγιόκλημα 'στον κόρφο
και να με κοιτάζ'η Μόρφω
'παθιασμένον έρωτα για να της κάνω,
ταξιδεύοντας με το αεροπλάνο.

Ψυχή μου,πού θα δώσης
γη και ύδωρ,οίνο;
Τι,περίπου,θα πληρώσης
που ποτέ δεν πίνω;

Τρίτη 13 Ιουνίου 2017

Εικονίδια πτωχοπροδρομικά 'ς τες αποχρώσεις δειλινού ευφόρου μιας κοιλάδος

Πεπατημένη γι'αδαείς,
ανώριμο το φρούτο,
μια εσωτερίκευση ζωής,
φλογέρα και λαούτο.

'Βάδισ'αρκετά πατήματα
μεγαλοπόδαρου και μακρυχέρη,
διφορούμενα μηνύματα,
παρατηρώντας τον Ψαλιδοχέρη.

'Τεντώθηκα και άλλαξα πορεία.
Παρωθήθηκα 'στο λογισμό,
διαφορικό,κερδίζοντας βραβεία
και ανίκανες τιμητικές διακρίσεις
πριν,ακόμ',αρχίσης,τώρα,συνεχίσης
και ολοκληρώσης,πια,εδώ..

Κρατώ πολύ σφικτά πλανήτη
που υπέπεσε 'σε σφάλμα
προπατορικό(what a pity..!)
τώρα κάνοντας το άλμα.

Με κιμωλία και με μαρκαδόρο
έψαχνα να 'βρω τον παρκαδόρο.
'Στην ευήθεια και με μια ξιπασιά
τον κόσμο 'γύρισα(δεν 'πήγα πουθενά..).

Προσέμενα το θαύμα,
ερωτεύθηκα χαμόγελο πλατύ
αναστρεφόμενος 'ξανά 'στη γη
με μίαν ευωδία ή με καύμα.

'Μπορούσα τόσους στίχους μύχιους,πάλι,να σου 'πω
να μαγευθής και η γυναίκα μου να γίνης
εύκολα και άμεσα και γρήγορα,πνιγόμενος ως το λαιμό,
εκεί που τό 'ν' ανάβεις και,μετά,το άλλο με μανία σβήνεις..

'Βαρούσε,'χτές,αστροπελέκια.
Έξω δεν κυκλοφορούσες.
Μόνο 'σπίτι και ας μη χωρούσες.
Με τα ρούχα ξε χα χε ξα -σμένα 'λέκια-.

Τώρα βλέπεις την απόλυτη αξία
που κατείχαν συναναστροφές
που έκρυβαν την αγυρτία
και 'φανέρωναν τις κουμπαριές.

Μ'ένα μου τσιγάρο μες 'στην αποχέτευση
για μιας αγάπης παγκοσμίου τη διοχέτευση
προς κατευθύνσεις διάφορες και τιποτένιες,
οσφραινόμενος τα τριαντάφυλλα και τις γαρδένιες.

Ασήμαντες αλλ'άγνωστες Νεφέλες
των ακαταλλήλων και τυχόντων,
όλων των διασκεδαστών παρόντων,
προς την Κρήτη και τη Μύκονο για τρέλες.

Δευτέρα 12 Ιουνίου 2017

Διάρρηξη της βίλας Ανωγείων των παθών και των οργίων

Πλούσια η φαντασία
μ'ένα συννεφάκι οργιάζει
και ιδρώτα μου που αποστάζει
για την εύσωμη κυρία.

Κρούσμα ποδηλάτου μιας κλοπής
'σε μιαν αταίριαστη γειτνίαση
με αλκοόλ και παραισθήσεις δίχως ίαση
με μια εικόν'απόλυτης 'ντροπής.

'Φύλαξ'αποκλειστικά για 'σένα
το ταττού αυτό μου και τη χένα,
σωρηδόν και τα λουλούδια
με λα'ι'κοπόπ τραγούδια.

Παράπονο και άχτι
για το ξέσπασμα,οριστικό,
συζώντας με τη στάχτη
που δεν έκανα ποτέ χωριό.

'Σε σφαίρ'αδιάφορη
'στου λογισμού την άκρη
'κύλησ'ένα μόνο δάκρυ
με αγάπη την παράφορη.

Ξένος για τα πάντα,
'ντόπιος για τους 'λίγους
κι'εκλεκτούς με ζάντα
νέα θέλγοντας κολίγους.

'Γύρευσα το πρώτο φως
της ιοβόλου χαραυγής
από σταφύλους της οργής
ενατενίζοντας σαφώς.

Έσπευσα ευθύς να στείλω
'στο Βασίλη ένα δέμα
όλο λόγια(τέτοιο ψέμα..)
βόλτα 'βγάζοντας το σκύλο.

Παράξενη σιωπή
κατ'όναρ βασιλεύει
και τ'αυτιά μαγεύει
'σε μια μίζερη ζωή.

'Γαλουχήθηκε με ιδεοληψίες
που το νου κατέστρεψαν σχεδόν ευθέως
και παρίστανε με παρωδίες
πόσον ήταν με τα κόλλυβα ωραίος και πηγαίος.

Από τη γη 'στον ουρανό
Κάτα μέρος άφησε κραυγές,
ανδρώσου,τώρα,'στην ουσία
των πραγμάτων,εκποδών ποινές
και κάθε άλλη εξουσί'.

Δε 'γνώρισες ειλικρινά ποτέ αλήθεια,
περίπου δεν ωφέλησες καθόλου και μηδένα.
'Στον τραγέλαφο που έπεσε,με τη βοήθεια
πολυμηχάνου,μια Τροία όλ'ατάκτως ερριμμένα.

Τα πάντα πέταξε 'στον κάδο
(τ'απορρίμματα προ'ι'στορίας).
Κράτα μόνο μια βραδιά 'στον Πάδο
(μί'ακτίνα μόνον ευγενείας).

Αμπελοφιλοσόφησες πολύ,
αργούσες και 'στα ραντεβού,
σου 'πήρε χάραμα Θεού
να διαλευκάνης(πόσο;)την ψυχή.

Καιρός να παίξης με τα ρέστα,
ώρα ικανή να σου γεμίση μπαταρίες,
τράβηξε το δρόμο σου και 'βρέστα
μιαν εντύπωση καλή να κάνης 'στις κυρίες.

Δεσποινίς μανδάμ φρου-φρου
με παλικάρι ένα μέτρο
και να ρίχνεται 'στον Πέτρο
με 'πουκάμισο εκρού.

'Καρφώθηκα 'στην αγκαλιά μιας άλλης,
ομολόγησα πως είχα πάρε-δώσε
με σαρκίο που 'ποθούσε βιοπάλης
να 'πετύχη στόχο διάνα(τώρα σώσε..!).

Κατακλυσμός μιας αθωότητος θυέλλης 'στην αγέλη και ομίχλη της αβρότητος

'Σταμάτησε ο νους
ιδέες να γεννά
(ουδέποτε υπήρξε καν).
Νεφέλης τους κρουνούς
κατέβαζε με διαφορά
του στήθους(μέγας Πλάτων,ο Τιτάν).

Έπαιζες,'μικρή,βιολί
κι'εγώ το κομπολόι
και 'φαινόσουν κωμική
'στα 'μάτια μου με το 'ρολόι.

Σου 'γεννήθηκε το μίσος
μα,εμένα,έρωτα και πάθος
και 'ζητούσες δίκιο,ίσως
όπου έκανες το ίδιο λάθος.

'Σ'ένα παιχνιδάκι με τις κούκλες
σέξι 'ντύθηκες και χάιδευα τις μπούκλες
με τις ώρες 'θέλοντας,νομίζοντας πως θά 'σ' εδώ,απλά,για πάντα,
τρώγοντας και πίνοντας,καλοπερνώντας και κυκλοφορώντας με το Λάντα..

'Ζήτησα το κλέος,
'ψώνιζες σαβούρα.
Μ'ένα σοκ και δέος
'γύριζα σα σβούρα.

'Τράβηξα 'στα γρήγορα μια τζούρα
για να πάνε κάτω τα φαρμάκια
'στη χαρά την παιδική με τα μωράκια
με μια φίλη παιδική,ασχημομούρα.

Με αρωματικά κεριά
γι'ατμόσφαιρα και με πισίνα
σε περίμενα 'στην πείνα
να μου κλέψης την καρδιά.

Δένδρα τόσα φυλλοβόλα
και αειθαλείς αυτές,μαζί,εδώ,οι πόες.
Για μια τόσο κουτσομπόλα,
για τη μάχη του αιώνα:Έλληνες και Τρώες.

Ήσουν μια ιδέα σαν τις άλλες.
Παίγνιο μηδενικού αθροίσματος.
Διαλύθηκε ο νους μου τις προάλλες,
εν τω μεταξύ γενναίου πείσματος.

Άσχετο,τυχάρπαστο,ασήμαντο
Πάλιν έσπειρες εντάσεις,
'θέρισα σχεδόν το φόβο,
ζήλειας τόσες καταστάσεις
για μιας μόδας τάσεις
'σ'ένα πρόσωπο που κόβω.

Ιδεολόγος gossipιλικίου,
για γομάρια και φοράδες.
Αστειότητος οι γνώσεις του λυκείου
'σ'ένα στράτευμα γεμάτο βασιλιάδες.

Άκρας πάντοτε
Ήταν η φωνή σου τόσο ξένη
μα σου έγραφα με δόξα και χωρίς να 'ξέρω
άλλο,πλέον,τι με περιμένει'
να ποθώ,να κλαίω και ποτέ,ουδόλως μου να χαίρω.

Με μιας λα'ι'κής τη γόβα
και γαλαζοπράσινο 'πουκάμισο
να κολυμπάς ημίγυμνη 'στον Πάμισο
αλλάζοντας 'στο δρόμο ρόδα.

Για μνημεία παρα-λόγου
'Στη φευγαλέα σου ανάσα
όλα 'φθινοπώριασαν και οι καρποί
κατέκλυσαν την κάθε σπιθαμή
της γης,προσφέροντας την πάσα.

'Στη λυσσώδη μάχη με τους λογισμούς
θα είσαι πάντα τόσο μόνος.
Δε θα 'βρης παρηγοριά με τους θνητούς.
Θα κυβερνά το μίσος και ο πόνος.

'Πέρασαν τα χρόνια,τώρα 'χάθηκαν οι μνήμες
πως θα έφθανες,καταπιεστικά,εν τάχει
'στον πλανήτη Δία.Σε ορίζουν μόνο φήμες
πως θα φορτωθής 'ξανά τα βάσανα 'στη ράχη.

'Μικρόκλιμα υγρό και οι σκιές
'πλημμύρισαν τις γειτονιές,
ζητώντας εξιλέωση για τους νεκρούς
που εγκατέλειψαν τα ιερά και τους θεούς.

Έρωτας πολλά κλινήρης
'σε περίπλου μου μιας γύρης
'καμωμένης με τα κατακάθια
του καφέ 'σε κήπο με αγκάθια.

'Λιαζόμενος με τον ανεμιστήρ',
απολαμβάνοντας μια μπύρα
δροσερή με 'χαλασμένον αναπτήρα,
τώρα δοκιμάζει,πλήρους ευτυχίας,
'στ'όνειρο να 'μπη μιας εύσωμης κυρίας.

Τετράδια-ημερολόγια
με πράσινα τα φύλλα
χάνονται 'στα δρομολόγια
με Χάρυβδιν και Σκύλλα.

Ήθελα πολύ να 'ξέρω
ποιον 'φιλούσες 'χθές,
αφράτη,αεράτη και κομψή.
Της γειτονιάς το γέρο,
μήπως,που σου 'βγήκε ο κορσές
και μου παρίστανες πως κάνεις,πια,ζωή;

Μες 'στο άδειο μου διασχίζοντας και κλείνοντας πακέττο-Πολιορκητής και Μυροβλήτης
Με μια ράβδο μαγική,
αλχημιστής ως το πρωί,
παρατηρούσε τη σκιά του,
φλογερά χαρίζοντας φιλιά του.

Τη μεγίστη ένοιωσα και τέλεια ποτέ μου τότε πλήξη,
επιστρέφοντας από την ασωτία,
'σ'έρευν'αγοράς για μια σωστή κυρία
τα 'θελήματα που θα της κάνω σαν τα 'δόντια θα μου τρίξη.

Άγχους και βασάνου πλήρης
Ποια θα σ'έπαιρνε,να λες,εσένα;
Ποια θα δεσμευθή 'μπροστά 'στη χάρη
πού 'χεις έμφυτη,εδώ,να γράφης,πέρα,'στα 'χαμένα
και να ισχυρίζεσαι το ίδιο πράγμα μες 'στα βάρη;

Παραλλαγής και καμουφλάζ,
'στους αμμολόφους και 'στην πλαζ,
στολής που πρόπαλ'έπρεπε να με ανδρώση
και 'στα χείλη μου γαλάζιο αίμα
να εκχύση κάνοντας το ψέμ'
αληθινό,το άσπρο μαύρο για να μου τη δώση..

Τη νύχτα 'γέμισα
με στίχους πολυάριθμους και με στροφές
μ',ακόμη,δεν ηρέμησα
τη 'μέρα που μου έγινες στενός κορσές.

Για τις μαίες
Πολυάσχολη και πολυπράγμων 'στη ζωή
με τις περίτεχνες,περίλαμπρες ιδέες,
κανακεύοντας και κολακεύοντας μιας νύχτας το κορμί
'στην είδηση γνωρίζεις ότι κόσμο κάνοντας παρέες.

'Πήρ'απόφαση-σταθμό να σταματήσω,
πια,οριστικά το χρόνο μου αυτό να χάνω
'σε ανέξοδες κουβέντες για να κατορθώσω και να ζήσω,
επιτέλους,έναν έρωτα και κάτι παραπάνω...

Συνάντησ'αρκετούς χαλβάδες
που την είδανε γαμιάδες.
Τους 'περνούσανε χαλκάδες
σα να ήταν ταύροι και 'γελάδες.

'Σ'έθιμα και νέα ήθη ξενικά
το νου της,τώρα,πλέον,στρέφει
(αναλόγως και το κέφι..),
διαγράφοντας τα πάντα 'ξαφνικά..

Έσταζε ο μήνας
την ηχώ σειρήνας
και μου επεσήμαινε τα λάθη
πού 'κανα,κοντά της,όλο πάθη...

Εκείνο 'λάτρευσα το σώμα,
'ζήτησα 'ξανά ψυχή
μες 'στην απέραντη βοή,
χωρίζοντας τελεί'από το κόμμα.

Κρυσταλλένια χαραυγή
(να ήταν,'θέλεις,τώρα,και η μόνη;).
Άφθον'είχε πρασινάδα.
Όνειρο επούλωσε πληγή
βαθειά μες 'στη βροχή και μες 'στο χιόνι
για 'μικρή και σουσουράδα.

Λευκή,εδώ,συμπλήρωσα σελίδα
με λιτή,λακωνική προμετωπίδα
νου για ν'αποκτήσω τόσο φλογερό και τόσο νέο
και ζωή ν'αρχίσω υψηλή με φρόνημα γενναίο.

Μ'ευτελή αράδα συμπληρώνω
της ζωής την τελευταία ιστορία
με μια πλησμονή για ώριμη κυρία
που θα μου χαρίση έρωτα ή πόνο.

Σταυρόλεξα για σπαζοκεφαλιές
για μια συνείδηση,ταυτότητα και στίγμα
επουράνια και σήμερα και 'χτές
τα ίδια,επιφέροντας για πάντα ρήγμα.

Ψάχνοντας 'στην έρημο τα 'μάτι',
αναζητώντας ποταμούς και λίμνες και οάσεις
για να εμπνευσθώ 'σε μονοπάτια
που καινούριες έφεραν και ασυνήθεις μόδας τάσεις.

Έπνεε τα λοίσθια
κοιτώντας τα οπίσθια
και ξερογλείφοντας αιδοίο
τόσο τραγικό και τόσο θείο.

Ήτανε πολιτικός
που αιφνιδίως 'πέταξε τα ράσα.
Τό 'παιζε Χριστός
για να γαμά και για τη μάσα.

Αγραμματωσύνης παρεπόμενα,
ηλιθιότητος 'κρυμμένα πάθη,
λόγου σχήματα για μία γκόμενα
που στοχασμού 'βυθίστηκε 'σε βάθη.

Παιδιαρίζοντας με γλώσσα
εκλεκτή για θύματα,
κοντά 'στα μνήματα,
σαν κόκορας και κλώσσα.

Παίζοντας 'στην άμμο(μία καστροπολιτεία)
και τρεφόμενος με χόρτο διαλεχτό,
ανέμενε την αναρχία 'στο λεπτό,
γνωρίζοντας μιαν εμφανίσιμη κυρία.

'Μεγαλωμένος με τζακούζι,σπα,πισίνες,
δοκιμάζοντας να 'βγη από το περιθώριο
και την αφάνεια ζωής που έκανε μ'εκείνες,
κάποιες παρδαλές και βιόλες δίχως όριο.

Για μιας καλόγριας τη 'μυρωμένη χάρη,
που 'τελούσε βίον ιερό με δόξα και καμάρι,
με το σήμαντρο το πρωινό,διαβάζοντας το Συναξάρι,
δρέποντας τις δάφνες μιας ελπίδος αλλοτρίου και χωρίς φεγγάρι..

Σ'έψαχνα παντού,
δεν ήσουν πουθενά.
Σε 'βρήκα τραλαλά,
'πηδούσες 'στα κρυφά
'σε πόλεις και χωριά
'στο ύψος του βουνού.

Ήσουνα μαλάκας 'μορφωμένος
και το ήξερες αυτό πολύ καλά
περισφιγγόμενος από θηλιά
που σ'έκανε να 'μοιάζης τόσο ξένος.

'Στην πλεκτάνη πάντα πως θα μ'έχης
μάταιες ελπίδες τρέφεις.
Ήσουνα παιδί της Έφης.
Ήμουν πρόπλασμα που δεν αντέχεις.

'Στα μεθεόρτια μιας πανηγύρεως,
συλλέγοντας το άρωμα και το ζωμό,
από τα χείλη φρέσκα με ανέφελο καιρ',
οκλαδόν και ομοθυμαδόν,κατόπιν ομηγύρεως.

Έτρεχες χωρίς να 'ξέρης
τι και πώς με νου
αργόσχολο,παππού,
χωρίς ουσία ν'αναφέρης.

Υποτροπής ρανίδες του ιδρώτα,
επιστρέφοντας από το μακελειό
με θέα τον Αργοσαρωνικό,
στοιχηματίζοντας χωρίς γκανιότα.

Λέξεις επιδερμικές,
θυμίζοντας το 'χθές
και,τώρα,φέροντας 'στην επιφάνεια
το νου διολισθαίνοντας μες 'στην παράνοια.

Απροσπέλαστη βαθμίδα
πνεύματος με τον αόρατον εχθρό
καραδοκώντας και πυξίδα
μύηση και νήψη δίχως τελειωμό.

Νοοτροπί'Αμερικάνου,
ήθη κι'έθιμα Ευρώπης,
με το μέγεθος του νάνου,
με τα 'μάτια της Καλλιόπης,
για την πόλη της Σινώπης.