Θεοφώτιστοι πολλοί σωτήρες
'σε παραδοσιακούς λουτήρες
καταλοίπων οθωμανικών
μες 'στο λυκόφως των Θεών.
Πούλα διαρκώς τον έρωτα και τρέλλα
ν'αγοράση πνεύμ'αλλά κι'ελπίδα
μες 'στα νέφ'ιχνηλατώντας με ομπρέλλ',
αφήνοντας για πάντα 'πίσω την πατρίδα.
Νεομηδενισμού λιμάνια
για 'περήφανους,τζιμάνια
που την είδαν γόητες και Κροίσοι
(όλοι 'μπρός κατέγιναν 'στο χρήμα ίσοι).
Με κυριλέδικη γραβάττα
μωβ και τρώγοντας σανό 'στα βάτα
για τα νεοπλάσματα,προσχέδια γραφείου,
θέλγοντας μια 'χωρισμένη μ'ένα νέο του Σειρίου.
Νιόβγαλτ'ήσουν,παιχνιδιάρα,
'διδασκόσουν χρόνια κι'έκανες μπαλέττο.
Δεν ευτύχησα ποτέ να σ'έχω δίπλα
μου,εκεί που έπινα φραππέ βαρύ και σκέττο,
βάζοντας το αυτογκόλ από μια τρίπλα
'στην ιδέα πως θα 'βρης τον Κλάρα.
Κλείνοντας αργά τη μπάρα
και θεσπίζοντας δουκάτο
για μι'αγέρωχη,κουκλάρα,
που 'σκιζόταν ως τον πάτο.
Δεν έτυχε λουλούδι να σου φέρω.
'Πήγες και τα έφτιαξες με γέρο.
Πρώτη σου φορά(και ίσως τελευταία σου..)που 'ζούσες 'στη χλιδή,
ανέμελ'ατενίζοντας,με τραύματα,τον ήλι'ως και τη χαραυγή.
Σάρκινο κουφάρι
πλήρες ημερών
'σε θέατρο σκιών
με το ζευγάρι.
Αειθαλές το ψέμα,
πέφτοντας 'σε ρέμα,
κατασπάζοντας τις κνήμες
με δυο-τρεις αθώες μνήμες.
'Ζήλεψες το φως
που έβγαινε από το στόμα
αίφνης κι'έπεσες 'σε κώμα
δίχως νου και βιος.
Αδέσποτα πολλά και σφαίρες,
παίζοντας με κούκλες τις Δευτέρες
(μια 'χαμένη τόσον ευκαιρία
για μιαν ώριμη,κομψή κυρία..).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου