Με γυναίκα,πλάι,δολοπλόκα,
με το πόκερ και την πόκα,
μ'ένα παγωτό βανίλια-μόκκα,
να πατάη σταθερά μιαν πρόκ'.
Από το χάος ήρθε τάξη
και τα σύννεφα βροχή.
Ανέραστη ζωή
με τον ιδρώτα πού 'χει στάξη.
Με πολύχρωμη σινδόνη 'στόλισα
τη νύφη ο γαμπρός για να την κλέψη
με μια βέρα 'στο δεξί που 'πώλησα,
εισπράττοντας βαρειές πολύ κουβέντες,
φυλαγόμενος πολύ καλά 'στις τέντες,
ώσπου άριστα να το χωνέψη..
Όστρακον απέρριψα ευθύς
κι'εξοστρακίστηκα μακράν
που κείται μυστικώς
εκεί,'στη γη της Χαναάν,
'λουσμένη μες 'στο φως,
από τα έγκατα της γης.
Επέδωσα 'στο Χάροντα(και,γαρ,'πιέσθηκα)τον οβολό
και ασφαλώς διέβην πότε την Αχερουσία
πότε,όπως,μερικ',είθισται να λέγουν,το Ρουβίκων',
αγναντεύοντας παράλια μες 'στο Γαλατικό Χωριό
και πλαζ(για οφθαλμόλουτρα πολλά..)'σε μια γωνία
συντροφι'αξιάγαστη με τον ''Μετανοείτε'' Νίκωνα.
Εξανεμιζόμενος ως ο ατμός,
εξαργυρώνοντας σωρό δηνάρια,
με τον πατέρα 'στη Νεοκαισάρεια
να γνωματεύη σα σοφός.
Είχες Πόρσε και 'καμάρωνες το θαύμα
της τεχνολογίας,εξελισσομένης,για μια γκόμεν',
ανθιστάμενος να νιώσης άλλης τάξεως ελευθερία,
'σε μπουζούκια και κλαμπάκια,μ'ένα τραύμα
παιδικό,απωθημένο,δίχως σημαινόμενα,
μιας γοητείας,ορεγόμενος,παροδικής την αλητεία.
Ολάνθιστος,εκεί,ο κήπος
που σου αφαιρούσε λίπος,
ικανό και 'στο κελάηδημα της 'μέρας
αναιτίως σ'έβριζε αυτός σου,ο πατέρας.
Με την κόρη του παππά
που 'βγήκε 'στο κουρμπέτι
το κορόιδο,εύπεπτα,να 'βρη.
Αμέτι μουχαμέτι,
με νεκρούς ζητώντας τη ζωή
κι'εκλιπαρώντας γοερά.
Πρωθυπουργός αυτής,της εφηβείας,
ροκ,μιας,τέτοιας,Εποχής των Λουλουδιών,
ακόμη,εν τω μέσω τρικυμίας
εν κρανίω και των άτακτων καιρών..
Υπουργικό Συμβούλιο με τόσους αφελείς και ηλιθίους,χάνους
και με τους Δημάρχους-Περιφερειάρχας αποκοιμισμένους
'σε τραγέλαφο,με κλαυσιγέλωτα που προεδρεύει ένας άνους
(η ζωή σαν προχωρεί αλλά και που χαρίζει τους επαίνους).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου